Η Μίλαν έχασε 730.000.000 ευρώ σε 14 χρόνια
Η Μίλαν παρουσίασε ζημία ρεκόρ στον ισολογισμό του 2017-2018. Διόλου αναπάντεχο, από τη στιγμή που τα τελευταία 5 χρόνια έχει χάσει 460.000.000 ευρώ και ακροβατεί στο χείλος της καταστροφής.
Ο ‘Γολγοθάς’ της Μίλαν συνεχίζεται για ακόμα μία χρονιά. Πέρυσι ήταν η αποτυχία των Κινέζων επενδυτών να την επαναφέρουν στον σωστό δρόμο, πρόπερυσι η προσπάθεια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι να την πουλήσει, πιο πριν η απαξίωση από τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας. Φέτος, οι ‘ροσονέρι’ άλλαξαν ξανά ιδιοκτήτη, αλλά όχι και συνήθειες.
Ο ισολογισμός που ήρθε στο φως της δημοσιότητας προ ημερών καταγράφει την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ομάδα και εξηγεί πώς έφτασε σε αυτήν. Δεν είναι δύσκολο όταν συσωρρεύεις ζημίες 730.000.000 ευρώ μέσα σε 14 χρόνια να βρεθείς στο χείλος της καταστροφής, ακόμα κι αν στην τροπαιοθήκη σου διαθέτεις 7 Champions League και 18 πρωταθλήματα.
Η τελευταία αποτύπωση των οικονομικών του συλλόγου ήταν αναμενόμενα αποθαρρυντική. Η ζημία των 126.000.000 ευρώ για το 2017-2018 αποτελεί απόρροια των δαπανηρών μεταγραφών του καλοκαιριού του 2017, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν ακριβώς για να επανέλθει η ομάδα στο πρότερο επίπεδο. Ακόμα μία διοίκηση που υποθήκευε το μέλλον του συλλόγου για να τον επαναφέρει στο παρελθόν.
Στο ‘κόκκινο’ για 14 χρόνια
Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η Μίλαν διένυε ακόμα μία ‘χρυσή εποχή’. Ο τελικός του Champions League 2005 θα επιβεβαίωνε την κυριαρχία της στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, αφού είχε κατακτήσει ήδη το τρόπαιο του 2003. Τα πράγματα δεν κατέληξαν όπως θα περίμενε, ούτε εντός ούτε εκτός αγωνιστικού χώρου.
Το οικονομικό έτος 2004-2005 έκλεισε με ζημία 4.600.000 ευρώ. Μικρή ακόμα και για τα δεδομένα εκείνης της εποχής και δη όταν στο ‘τιμόνι’ βρισκόταν ένας επιχειρηματίας της οικονομικής επιφάνειας του Μπερλουσκόνι. Εξάλλου, έναν χρόνο αργότερα η χρονιά ήταν κερδοφόρα, με 38.800.000 ευρώ να μένουν στα ταμεία της ομάδας, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης, εκπληκτικής σεζόν.
Το Calciopoli, όμως, επηρέασε τα μέγιστα τη λειτουργία της εταιρίας. Το 2007 έκλεισε με ζημία 21.600.000 ευρώ και την επόμενη σεζόν το αντίστοιχο ποσό εκτοξεύθηκε σε 80.500.000 ευρώ. Ήταν η χρονιά στην οποία έπαιρνε εκδίκηση από τη Λίβερπουλ και στεφόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης, γι’ αυτό εξάλλου το 2007-2008 ο ισολογισμός παρουσίασε εκ νέου κέρδη προ φόρων ύψους 1.300.000 ευρώ.
Ήταν η τελευταία κερδοφορία στην ιστορία του συλλόγου. Ακόμα και όταν πούλησε τον Κακά για ποσό ρεκόρ στην ιστορία του ποδοσφαίρου (το καλοκαίρι του 2009 για 67.000.000 ευρώ) στη Ρεάλ Μαδρίτης, το τέλος του οικονομικού έτους τη βρήκε ‘μέσα’ κατά 85.100.000 ευρώ. Το 2010-2011 δεν μείωσε ιδιαίτερα τη ζημία (80.700.000 ευρώ) παρά την κατάκτηση του σκουντέτο, κάτι που κατάφερε το 2012, με 6.860.000 ευρώ απώλειες.
Έκτοτε, κάθε ισολογισμός βρισκόταν στο ‘κόκκινο’, με τις ζημίες να εκτοξεύονται. Το 2012-2013 έφτασαν τα 15.700.000 ευρώ, το 2014 άγγιξαν για πρώτη φορά εννιαψήφιο ποσό (99.000.000 ευρώ), το 2014-2015 ανήλθαν σε 89.300.000 ευρώ, το 2015-2016 σε 74.900.000 ευρώ, το 2016-2017 σε 73.000.000 ευρώ για να έρθει το τελευταίο ρεκόρ.
Δύο αλλαγές ιδιοκτησίας σε έναν χρόνο
Όπως γίνεται κατανοητό, η εταιρία αντιμετώπιζε προβλήματα πολύ πριν αλλάξει χέρια. Εξάλλου, η τιμωρία της UEFA για παραβίαση του Financial Fair Play αφορά την τελευταία τριετία της περιόδου Μπερλουσκόνι. Η απουσία του συλλόγου από τους ‘χρυσοφόρους’ ομίλους του Champions League αποκαλύπτεται από την ξαφνική συρρίκνωση των εσόδων από το 2014 και μετά, που οδήγησαν σε κλιμάκωση των οφειλών, ακόμα κι αν το ρόστερ είχε ολοένα και λιγότερα ακριβοπληρωμένα αστέρια.
Ο Μπερλουσκόνι δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τη δυνατότητα ούτε τον χρόνο να οδηγήσει την ομάδα σε μία νέα ‘χρυσή σελίδα’ και επιχείρησε να απεμπλακεί. ‘Με στόχο το συμφέρον της’, όπως συνήθιζε να λέει, με εγγυητή τον ίδιο, όσον αφορά στην αναζήτηση του επόμενου ιδιοκτήτη, τρεις δεκαετίες μετά από την εξαγορά του συλλόγου από τον ‘Καβαλιέρε’.
Μετά από 1,5 χρόνο διαπραγματεύσεων, συμφωνιών, προβλημάτων, την άνοιξη του 2017 η ομάδα πέρασε στα χέρια του Κινέζου επιχειρηματία Γιόνγκχονγκ Λι για 520.000.000 ευρώ, συν την ανάληψη οφειλών ύψους 220.000.000 ευρώ του συλλόγου, καθώς και υποχρέωση επένδυσης 300.000.000 ευρώ σε βάθος τριετίας.
Για να φέρει το deal εις πέρας, όταν τον εγκατέλειψαν οι συνεργάτες του, ο Κινέζος επενδυτής δανείστηκε δύο φορές από την Elliott Management ένα συνολικό ποσό 253.000.000 ευρώ. Ένα μεγάλο μέρος του έπρεπε να αποπληρωθεί τον Οκτώβριο του 2018 και γι’ αυτό ο Λι είχε μόλις έναν χρόνο για να επαναφέρει τους ‘ροσονέρι’ στην ελίτ.
Δαπάνησε 194.500.000 ευρώ για μεταγραφές το καλοκαίρι του 2017, αλλά η ομάδα απέτυχε παταγωδώς να επιστρέψει στους ομίλους του Champions League, που άμεσα και έμμεσα προσφέρουν εγγυημένα έσοδα πάνω από 100.000.000 ευρώ. Το καλοκαίρι του 2018 εμφανίστηκε αφερέγγυος, αφού δεν έβαλε 32.000.000 ευρώ που απαιτούνταν για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, ώστε να αποπληρωθεί μία δόση στην Elliott Management.
Το αποτέλεσμα ήταν το 99,96% των μετοχών του συλλόγου να μεταβιβαστούν αυτόματα στο αμερικανικό hedge fund, που στόχος του είναι στο μέλλον να πουλήσει την ομάδα σε κάποιον ενδιαφερόμενο. Μέχρι τότε, όμως, καλείται να διαχειριστεί την οικονομική… βόμβα που παρέλαβε.
Ο φετινός καταστροφικός ισολογισμός
Τα οικονομικά στοιχεία εξαμήνου έδειχναν πιο θετική εικόνα σε σχέση με αυτήν του έτους για το 2017-2018. Οι απώλειες εξαμήνου ανέρχονταν σε 22.300.000 ευρώ σε σχέση με τα 39.300.000 ευρώ έναν χρόνο νωρίτερα. Το τι άλλαξε δεν δημοσιοποιήθηκε, ωστόσο η ομάδα που τερμάτισε στην 6η θέση της Serie A αλλά έχει το 2ο μεγαλύτερο μισθολογικό κόστος στην κατηγορία χρειάζεται αρκετές παρεμβάσεις.
Τα έσοδα από τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις ανήλθαν σε 109.300.000 ευρώ το 2017-2018, αυξημένα κατά περίπου 11.000.000 ευρώ σε σχέση με το 2016-2017. Αύξηση παρουσιάστηκε και στα έσοδα από τα εισιτήρια, εξαιτίας της αίσθησης ενός νέου ξεκινήματος στον κόσμο, ωστόσο τα εμπορικά έσοδα μειώθηκαν, μετά από την αποχώρηση της Adidas από την ομάδα. Συνολικά, τα έσοδα ανήλθαν σε 213.700.000 ευρώ σε σχέση με τα 206.000.000 ευρώ του 2016-2017, ωστόσο το ανησυχητικό κομμάτι είναι ότι παραμένουν στο επίπεδο που ήταν πριν από μία δεκαετία, αφού το 2007-2008 ο σύλλογος παρουσίασε έσοδα 191.800.000 ευρώ.
Στα έξοδα κυριάρχησαν τα 150.400.000 ευρώ για μισθούς, αύξηση περίπου 15.000.000 ευρώ σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν. Η απόσβεση υλικών και άυλων στοιχείων επιβάρυνε με 110.500.000 ευρώ τον ισολογισμό, με συνέπεια τα έξοδα να φτάσουν τα 359.900.000 ευρώ, σε σχέση με τα 285.100.000 του 2016-2017.
Από αυτό το ποσό αφαιρούνται 42.100.000 ευρώ που κέρδισε η ομάδα από το μεταγραφικό παζάρι και προστίθενται 21.900.000 ευρώ που έχασε, με συνέπεια να προκύπτει το σύνολο των 126.000.000 ευρώ.
Το… ευοίωνο μέλλον της Μίλαν
Ποιο θα μπορούσε να είναι το μέλλον μιας εταιρίας που στα τελευταία 5 χρόνια έχει εμφανίσει ζημία ύψους 460.000.000 ευρώ και που δεν έχει ελπίδες να γιγαντώσει άμεσα τα έσοδά της, αφού παραμένει αρκετά μακριά από το επίπεδο των ομάδων Champions League της Ιταλίας.
Η Elliott Management φροντίζει να παρέχει μία αχτίδα ελπίδας στην ομάδα, έστω και για ίδιον όφελος. Οι πρώτες κινήσεις της ήταν να διασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του σπουδαίου περιουσιακού στοιχείου της, έστω και από εδώ και πέρα, αποπληρώνοντας κάποιες άμεσες οφειλές.
Οι κινήσεις που έγιναν ανέτρεψαν ακόμα και την τιμωρία του αποκλεισμού από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις την οποία είχε επιβάλλει η UEFA την περασμένη σεζόν, με συνέπεια οι ‘ροσονέρι’ να είναι αντίπαλοι του Ολυμπιακού στους ομίλους του Europa League.
Περιορίστηκαν τα έξοδα συμβολαίων, κάτι που θα φανεί τη νέα σεζόν, ενώ οι μεταγραφικές δαπάνες ανήλθαν σε μόλις 41.800.000 ευρώ. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι οι νέοι ιδιοκτήτες διαθέτουν κεφάλαιο και μπορεί να καλύψει όποιες ‘τρύπες’ υπάρχουν, δίχως να καταφύγουν σε δανεισμό με διψήφιο επιτόκιο όπως επέβαλλαν οι ίδιοι στον Λι.
Την ώρα που η Ίντερ ανακοίνωσε ζημία μόλις 18.000.000 ευρώ για το 2017-2018, η Μίλαν επιχειρεί να βάλει τάξη στα οικονομικά της. Οι προηγούμενοι 14 ισολογισμοί δεν βοηθούν στον σκοπό της, ωστόσο ο επόμενος θα είναι ενδεικτικός της πορείας. Αν βοηθήσει και ο… Τζενάρο Γκατούζο, ακόμα καλύτερα.
Photo credits: AP Photo/Luca Bruno, Antonio Calanni, Luca Bruno