ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Λίβερπουλ: Η απόλαυση της άνεσης

Ο Λευτέρης Ελευθερίου γράφει για το πρωτάθλημα της Λίβερπουλ ύστερα από προσμονή 30 ετών και το πώς αποτυπώνεται στο φίλαθλο κοινό.

Λίβερπουλ: Η απόλαυση της άνεσης
Φίλαθλος της Λίβερπουλ πανηγυρίζει την κατάκτηση του πρωταθλήματος της Premier League, έξω από 'Άνφιλντ', Λίβερπουλ | Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020 AP Photo/Jon Super

Φυσικά, το φανταζόμαστε διαφορετικά. Στις αρχές του χρόνου είχα σημαδέψει τη 14η Μαΐου, ώστε να βρίσκομαι εκεί. Θα έπαιζε με την Τσέλσι, μέσα. Ασφαλώς δεν ήταν μία εξωτερικευμένη σκέψη, δεν πήγαινα σε όποιον συζητούσαμε σαν κόκορας (το σήμα, παρεμπιπτόντως), να του λέω “θα πάω στο Λίβερπουλ, για να είμαι απ’ έξω στο παιχνίδι με την Τσέλσι, επειδή πιθανολογώ ότι τότε θα πάρουμε το πρωτάθλημα”. Αλλά τα κοίταζα τα εισιτηριάκια, την επιπλέον αποσκευή, την απευθείας πτήση. Ήταν η ημερομηνία μέσα στον κύκλο, τότε υπέθετα ότι θα κατακτούσε το πρώτο πρωτάθλημα που θα θυμόμουν και που, βασικά, θα υποστήριζα τη Λίβερπουλ. Όσο κι αν σκάφτηκε το μυαλό, το 1990 είναι τόσο μακρινό, που πρέπει να πέρασε και να μην ακούμπησε. Κι ήταν ένα ματς με την Άρσεναλ, τον Δεκέμβρη εκείνου του έτους, που γέννησε τη ροπή. Αλλά αυτό ο αναγνώστης του Contra.gr μπορεί, αν θέλει, να το διαβάσει και σε άλλο κείμενο.

Βεβαίως, οποιοδήποτε φλεβαριάτικο σχέδιο διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη με χαρακτηριστική ευκολία. Το ποδόσφαιρο σταμάτησε, αν οποιοσδήποτε μπορούσε να φανταστεί ότι μήνα Μάρτη και μήνα Απρίλη δεν θα είχε μπάλα πουθενά. Οι εθισμένοι έριχναν κλεφτές ματιές σε παλιά παιχνίδια. Τα ρεπορτάζ και τα ‘ρεπορτάζ’ ήταν άφθονα. Από το ότι θα της απονεμηθεί το πρωτάθλημα χωρίς να τελειώσει ως και ότι θα επαναληφθεί. Αυτό που διέκοψε ο κορονοϊός, ήταν η απόλαυση της άνεσης.

Δεν ήταν μία η φορά που με το στριμ ανοιχτό και το αποτέλεσμα στο 0-0 ή το 1-1, η αλληλεπίδραση με τα μέσα ευρυζωνικότητας αλλοίωνε την προσήλωση. Και δεν δημιουργούταν από μόνη της (η αλληλεπίδραση). Ερχόταν επειδή ήξερες, εσύ φίλε με την κόκκινη φανέλα που στο μέρος της καρδιάς γράφει LFC, ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν το πρώτο ή το δεύτερο. Θα ήταν ο Σαντιό Μανέ ή ο Μοχάμεντ Σαλάχ ή κάποιο αουτσάιντερ, όπως ο Άντι Ρόμπερτσον; Θα ήταν μία κεφαλιά του Βίρτζιλ φαν Ντάικ, ένα καίριο χτύπημα της αλλαγής Ντίβοκ Ορίγκι ή μία οβίδα του Άλεξ Οξλέιντ Τσάμπερλεϊν. Μία απλή πάσα του Ρομπέρτο Φιρμίνο ή μία σέντρα ακριβείας του Τρεντ Αλεξάντερ Άρνολντ; Θα ήταν μία αστραπιαία δευτερεύουσα κατοχή με κλέψιμο στη μεγάλη περιοχή του αντίπαλου ή μία απαστράπτουσα μεταβίβαση από την άμυνα στην επίθεση, που θα συνελάμβανε τα μετόπισθεν του αντιπάλου να αγοράζουν αγρό; Ό,τι κι αν ήταν, η δουλειά θα γινόταν. Ήταν τόσο εξοργιστικό, που έμοιαζε με ύβρη. Κάθε φορά οι σφυγμοί βρίσκονταν στους 60, αναρωτιόμουν ποιο θα ήταν το τίμημα για όλο αυτό. Όχι πόσο ακριβά θα πληρώσω αυτήν τη σχεδόν βέβηλη άνεση, αλλά πώς θα την πληρώσω πολύ ακριβά.

Αυτό συνέβαινε ακόμα κι αν περπατούσα, πηγαίνοντας προς τέρψη. Θα άνοιγα το κινητό και με τα δεδομένα θα επένδυα ότι ένα ματς που άφησα στην ισοπαλία, θα έβρισκε το δρόμο του. Και γινόταν. Στο 57′, στο 63′, στο 78′, στο 84′. Στο 89′. Τα χρόνια του Γιούργκεν Κλοπ, στα τελευταία λεπτά και τις καθυστερήσεις, η Λίβερπουλ έχει πετύχει περισσότερα γκολ από οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Και από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Άλεξ Φέργκιουσον. Σκόραρε αφειδώς στη ‘Fergie Time’.

Έβλεπες τη διαφορά να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, από Οκτώβρη κιόλας, κι αναρωτιόσουν ποιος ευφάνταστος τρόπος θα γινόταν πραγματικότητα για να χαθεί αυτό το πρωτάθλημα. Υπήρχε ένα τρομακτικό ρόλερ κόστερ, κάτι που ο ίδιος ο αγωνιστικός χώρος δεν σου έδινε το δικαίωμα να το ισχυρίζεσαι ως απτό, κάτι που ερχόταν μέσω της μνήμης και μίας πραγματικότητας 30 ετών, κατά τα περισσότερα εκ των οποίων αυτή η στιγμή ήταν απλησίαστη και, όποτε υπήρχε οποιαδήποτε περίπτωση, κάτι συνέβαινε. Τα 4 γκολ του Αντρέι Αρσάβιν, Τετάρτη του Πάσχα το 2009 στο ‘Άνφιλντ’, το γλίστρημα…

Το κλάμα του Κλοπ είναι μεταδοτικό. Αλλά το αληθινό δεδομένο είναι πως όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύ γαμάτα. Ήταν θεϊκά. Ένας πιανίστας που έπρεπε να παίξει ένα κομμάτι με οκτάβες χωρίς αντίχειρα. Τα αστειάκια, μετά την ισοπαλία ή την ήττα της 1ης αγωνιστικής, ότι “πάει κι αυτό το πρωτάθλημα”, η ανημποριά να αλλαχθούν 3 πάσες, το πρόσφορο έδαφος για μαύρο χιούμορ με την απόκτηση του Άντι Κάρολ, ο Λόρις Κάριους, όλη αυτή η καλτ δομή κι ένα γήπεδο που παρέμενε θρυλικό και κρατούσε ένα σχεδόν κωμικά παραδοσιακό χαρακτήρα μέσα σε όλη την εξέλιξη του κόσμου, κάτι που δημιουργούσε σε εκείνους που δεν καταλαβαίνουν (αλλά το ζουν από το δικό τους μετερίζι και την ομάδα που εκείνοι με ανιδιοτέλεια υποστήριξαν δηλώνοντας και πιστεύοντας ότι δεν νοιάζονται για τα χαμένα τρόπαια, αρκεί που τους γέμιζε τις στιγμές) τη διάθεση για ειρωνεία απέναντι σε αυτόν το μεταφυσικό πρωτογονισμό. Για να λέμε την αλήθεια, αυτά με τη φανέλα και τη μαγεία της και τα αποδέλοιπα είναι too much, που λεν και στο χωριό μου, για να επαναλαμβάνονται κάθε λίγο και λιγάκι.

Για μένα, η πιο σπουδαία στιγμή της χρονιάς στο πρωτάθλημα είναι η μπαλιά με το αριστερό του Αλεξάντερ Άρνολντ στον Ρόμπερτσον, πριν από την προβολή του Σαλάχ για το δεύτερο γκολ με τη Μάντσεστερ Σίτι. Αν έπρεπε να παρουσιαστεί μία εικόνα, δηλαδή, ως επιχείρημα για το πρωτάθλημα. Ο δεξιός μπακ, με το κακό πόδι, βρίσκει με διαγώνια μπαλιά 30 μέτρων τον προωθημένο αριστερό μπακ. Αλλά η σεζόν, μόνη της, στέκει ως μια μεγάλη στιγμή. Πώς ήταν δυνατόν να σκεφτείς ότι θα γινόταν αυτό το πράγμα φυσιολογικά; Έπρεπε να καταστραφεί ο κόσμος και όταν γύριζε στους δέκτες, να έβλεπε τη Λίβερπουλ να κατακτά το πρωτάθλημα. Κάτι σαν την πρώτη επόμενη μέρα του. Σαν τα παραμύθια ότι ένας άνθρωπος έμεινε μόνος του σε όλον τον πλανήτη, αφού εξαφανίστηκε το είδος. Μπορείς να νιώσεις την προσμονή των ψυχών για να δουν αν το είδος θα επιβιώσει. Ο Κλοπ δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι έγιναν χαρούμενοι με την κατάκτηση αυτού του πρωταθλήματος, σε ποιες λεπτές αποχρώσεις έφτιαξε η μέρα τους. Δεν χρειάζεται, εν τέλει, να πει στον κόσμο ότι η Λίβερπουλ είναι πρωταθλήτρια Αγγλίας.

Ο κόσμος το ξέρει. Εξάλλου, κάθε μέρα αυτών των 30 χρόνων περπατούσε από πίσω της, για να της υπενθυμίζει πόσο ξεχωριστή είναι, στην περίπτωση που οι συναπτές αποτυχίες την έκαναν να αμφιβάλει γι’ αυτό.