Η Βραζιλία δεν συγχώρησε ποτέ τον Μοασίρ Μπαρμπόσα για την τραγωδία του Μαρακανά
Στις 16 Ιουλίου του 1950, οι 203.849 θεατές είχαν κάνει κατάληψη στις εξέδρες του 'Μαρακανά'. Κανείς δεν πίστευε πως η Ουρουγουάη ήταν ικανή να προβάλλει αντίσταση στην Βραζιλία. Ακολούθησε μια εθνική τραγωδία και ο γκολκίπερ της 'Σελεσάο' ήταν το εξιλαστήριο θύμα ενός έθνους μέχρι και την μέρα που έκλεισε τα μάτια του.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 συμμετείχαν μόλις 13 εθνικές ομάδες, ελέω του Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό δεν εμπόδισε το θέαμα, τις εκπλήξεις και την ιστορία που γεννήθηκε με πρωταγωνιστή τον Μοασίρ Μπαρμπόσα, στον τελικό της διοργάνωσης που έμεινε γνωστός στο πέρασμα των χρόνων ως ‘η τραγωδία του Μαρακανά’.
Η Βραζιλία ήταν η διοργανώτρια του εκείνου του Μουντιάλ και φάνταζε ως το ακλόνητο φαβορί, με αποτελέσματα όπως το 6-1 κόντρα στην Ισπανία και το 7-1 απέναντι στην Σουηδία. Το φορμάτ εκείνης της διοργάνωσης δεν προέβλεπε μονό τελικό, αλλά μια τελική φάση με 4 ομάδες. Όταν έφτασε η ώρα να συγκρουστούν η ‘Σελεσάο’ με την Ουρουγουάη, ήταν ουσιαστικά το ματς που έκρινε το τρόπαιο. Ακόμη και η ισοπαλία ήταν αρκετή για την Βραζιλία, προκειμένου να στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια.
Στις 16 Ιουλίου του 1950, οι 203.849 θεατές είχαν κάνει κατάληψη στις εξέδρες του ‘Μαρακανά’. Μετά από ένα στείρο πρώτο ημίχρονο, έφτασε η ώρα των πανηγυρισμών. Στο ξεκίνημα του δεύτερου μέρους ο Φριάσα πήρε την ασίστ του Αντεμίρ και νίκησε τον Μάσπολι για το 1-0. Η Ουρουγουάη δεν λύγισε από την εξέλιξη, ούτε από το πλήθος που ζητωκραύγαζε. Από ασίστ του Γκίγκια στο 66′, ο Σκιαφίνο ισοφάρισε σε 1-1.
Στο 79′ ο δημιουργός ντύθηκε σκόρερ και αυτό το γκολ ήταν που θα έφερνε μια δραματική αλλαγή στη ζωή του Μοασίρ Μπαρμπόσα. Ο γκολκίπερ της Βραζιλίας βλέποντας την επέλαση του Γκίγκια πίστεψε πως ο αντίπαλος του θα επιχειρήσει ξανά σέντρα και έκανε ένα βήμα στα δεξιά. Όμως ο Ουρουγουανός προτίμησε να σουτάρει και ο Μπαρμπόσα θα δεχθεί ένα γκολ στην κλειστή του γωνία… Το 1-2 έφερνε μια εκκωφαντική σιγή στο ‘Μαρακανά’, σχεδόν απόκοσμη.
Το τελευταίο σφύριγμα του Άγγλου Τζόρτζ Ρίντερ πυροδότησε μια πρωτοφανή τραγωδία. Οπαδοί σε απόγνωση πηδούσαν από τις κερκίδες του ‘Μαρακανά’ βάζοντας τέλος στη ζωή τους! Πολλοί έγιναν αυτόχειρες αργότερα το ίδιο βράδυ, αλλά και τις ημέρες που ακολούθησαν. Ουδέποτε δόθηκε επίσημα στην δημοσιότητα ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Η στέψη της Ουρουγουάης πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες πλήρους μυστικότητας.
“Μόνο τρεις άνθρωποι έχουν κάνει το ‘Μαρακανά’ να σωπάσει με μία κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ” δήλωσε αργότερα ο Γκίγκια.
Οργισμένο το πλήθος από την απώλεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, θα ρίξει την ευθύνη στον Μπαρμπόσα. Ακόμη κι αν αυτός αναδείχθηκε κορυφαίος γκολκίπερ του τουρνουά μετά από σχετική ψηφοφορία των δημοσιογράφων. “Το ποδόσφαιρο πέθανε” έγραφαν οι εφημερίδες. Για δύο μέρες ο μοιραίος γκολκίπερ κρυβόταν σε φιλικό σπίτι, καθώς φοβόταν για την ίδια τη ζωή του. Πολλοί δικοί του άνθρωποι τον απέφευγαν. Η καριέρα του Μπαρμπόσα είχε ουσιαστικά τελειώσει σε εκείνο το τέρμα. Δεν φόρεσε ποτέ ξανά την φανέλα της εθνικής Βραζιλίας, ενώ όταν θέλησε 44 χρόνια μετά να επισκεφθεί το προπονητικό κέντρο της ‘σελεσάο’… έφαγε πόρτα(!) για να μην φέρει κακοτυχία πριν το Μουντιάλ του 1994.
“Η μέγιστη τιμωρία για ένα έγκλημα στην Βραζιλία είναι 30 χρόνια, εγώ τιμωρούμαι 50 χρόνια για κάτι που δεν έκανα ποτέ”, είναι τα λόγια με τα οποία περιγράφει ο ίδιος την τροπή που πήρε η ζωή του μετά από εκείνο το παιχνίδι. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, ο Μοασίρ Μπαρμπόσα υποστήριξε για εκείνο το παιχνίδι πως “δεν είμαι ένοχος, η ομάδα είχε 11 παίκτες”.
Η μοίρα έπαιξε άσχημο παιχνίδι στον Μπαρμπόσα στις 16 Ιουλίου του 1950. Το ποδόσφαιρο ‘τελείωσε’ για εκείνον και έγινε εργάτης στο ‘Μαρακανά’. Ένα βράδυ διοργάνωσε μπάρμπεκιου εντός του γηπέδου για ορισμένους από τους συμπαίκτες του σε εκείνη την ομάδα της Βραζιλίας. Αυτοί παρατήρησαν πως ο καπνός ήταν περίεργος. Και είχαν δίκιο γιατί ο Μπαρμπόσα αντί για κρέας είχε βάλει στα κάρβουνα τα δοκάρια της εστίας που δέχθηκε τα δύο γκολ στον τελικό με την ‘Σελέστε’…
Η Βραζιλία το 1970 κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με πρωταγωνιστή τον Πελέ αλλά και μια σειρά με σπουδαίους παίκτες της εποχής. Εκείνες τις μέρες ο Μπαρμπόσα ψώνιζε σε ένα σούπερ μάρκετ, όταν άκουσε μία μαμά να λέει στον γιο της “αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε ολόκληρη την χώρα να κλαίει”.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον βρήκαν να ζει φιλοξενούμενος στο σπίτι της κουνιάδας του, έχοντας ως μοναδικό εισόδημα τη σύνταξή του. Ο Μοασίρ πέθανε στις 7 Απριλίου 2000, προδομένος από την καρδιά του, φτωχός και παραγκωνισμένος από την κοινωνία. Έζησε μια ζωή ως κατατρεγμένος για ένα γκολ. Και έφυγε με το παράπονο πως στο δικό του πρόσωπο ένα ολόκληρο έθνος είχε βρει το εξιλαστήριο θύμα για την αποτυχία του 1950.