Η πρωταθλήτρια Κίνας διαλύθηκε, η ποδοσφαιρική φούσκα έσκασε
Η πρωταθλήτρια Κίνας Τζιάνγκσου Σούνινγκ έβαλε 'λουκέτο'. Τον τελευταίο χρόνο διαλύθηκαν 16 ομάδες από τις πρώτες 3 κατηγορίες του πρωταθλήματος. Η ποδοσφαιρική 'φούσκα' έσκασε, όμως όχι λόγω κορονοϊού. Υπάρχει κάτι άλλο από πίσω...
Τον περασμένο Νοέμβριο η Τζιάνγκσου στέφθηκε πρωταθλήτρια Κίνας, επικρατώντας στο διπλό τελικό της Γκουάνγκζου Έβεργκραντ, της ομάδας που είχε κατακτήσει τα 8 από τα προηγούμενα 9 πρωταθλήματα. Αν αυτό δεν είναι κατόρθωμα, σίγουρα κατόρθωμα λογίζεται ότι από 1η Μαρτίου δεν υφίσταται Τζιάνγκσου , αφού έβαλε... λουκέτο.
Η ποδοσφαιρική φούσκα της Κίνας δεν υπάρχει πλέον. Η βελόνα την τρύπησε εδώ και μερικά χρόνια και πλέον ξεφούσκωσε ολοσχερώς. Μέσα σε ένα χρόνο 16 ομάδες από τις πρώτες 3 κατηγορίες του πρωταθλήματος έχουν διαλυθεί, ανεξαρτήτως ιδιοκτήτη. Για παράδειγμα, η πρωταθλήτρια της χώρας ανήκει στη Suning Group, έναν 'γίγαντα' στο χώρο του λιανικού εμπορίου της χώρας, κάθε πόλη της οποίας αντιμετωπίζει ως μνημείο ένα πολυκατάστημα Suning.
Η εταιρία ανακοίνωσε στο WeChat ότι διακόπτει τη λειτουργία όλων των εγχώριων ποδοσφαιρικών συλλόγων που βρίσκονται στο portfolio της, μεταξύ των οποίων και η άκρως επιτυχημένη ομάδα γυναικών, ώστε να σταματήσει η οικονομική αιμορραγία που συνδέεται με την πανδημία του κορονοϊού. Η Suning ενημέρωσε ότι πλέον θα ασχολείται μόνο με τις δραστηριότητές της στο λιανικό εμπόριο, αφήνοντας οποιαδήποτε άλλου είδους επένδυση που έχει γίνει ήδη στην τύχη της.
Από τον Καπέλο και τον Μπέιλ στο λουκέτο
Η Τζιάνγκσου άργησε να ακολουθήσει το παράδειγμα των υπολοίπων κινεζικών ομάδων την περίοδο της άνθισης, αφού η Suning άρχισε τις επενδύσεις σε αυτήν μόλις το 2015. Παρ' όλα αυτά, το έκανε δυναμικά, αφού απέκτησε τον Ραμίρες από την Τσέλσι για 28.000.000 ευρώ και στη συνέχεια μονομάχησε με τη Λίβερπουλ για τον Άλεξ Τεϊσέιρα της Σαχτάρ και κέρδισε, δίνοντας 50.000.000 στους Ουκρανούς κι ένα τεράστιο συμβόλαιο στον Βραζιλιάνο επιθετικό. Εξίσου εντυπωσιακή ήταν η πρόσληψη του Φάμπιο Καπέλο ως προπονητή το καλοκαίρι του 2017, ενώ τον Ιούλιο του 2019 είχε βρεθεί μια 'ανάσα' από τον Γκάρεθ Μπέιλ, μέχρι να μπλοκάρει η Ρεάλ τη μετακίνηση την ύστατη στιγμή.
Όλα κυλούσαν ιδανικά για τον σύλλογο στο 2ο μισό της δεκαετίας του '10, με τον μέσο όρο προσέλευσης στο γήπεδο να φτάνει τα 27.000 άτομα, παρότι τα έσοδα από τα εισιτήρια δεν ήταν αρκετά για την 'τρύπα' του ισολογισμού. Η κάλυψη της Suning ήταν αυτονόητη κάθε έτος, ειδικά από τη στιγμή που η εταιρία εισχώρησε για τα καλά στο ποδόσφαιρο και έγινε ιδιοκτήτρια της Ίντερ από το 2016 και του τηλεοπτικού δικτύου PPTV που μετέδιδε την Premier League στην Κίνα.
Το ντόμινο πτώχευσης των κινεζικών συλλόγων
Ο COVID-19 άλλαξε δραματικά την κατάσταση. Τα έσοδα από τα εισιτήρια εκμηδενίστηκαν, η μητρική εταιρία άρχισε να χάνει έσοδα από τις κύριες δραστηριότητές της και άρχισε περικοπές, τα χρέη συσσωρεύτηκαν και η πόλη αρνήθηκε να βοηθήσει την τοπική ομάδα. Η Τζιάνγκσου βρέθηκε με υποχρεώσεις 77.000.000 και κανέναν υποψήφιο αγοραστή στο προσκήνιο. Η απόφαση της Suning έμοιαζε αναπόφευκτη όταν έγινε γνωστό ότι ο Τεϊσέιρα αρνήθηκε να ανανεώσει το συμβόλαιό του στο τέλος της περσινής σεζόν και ο Ρουμάνος προπονητής Κόσμιν Ολαρόιου δεν έδειχνε διατεθειμένος να επιστρέψει στον σύλλογο για την έναρξη της νέας σεζόν τον Απρίλιο.
Η ανακοίνωση του 'λουκέτου' ήρθε μόλις λίγες μέρες έπειτα από την αποβολή της Σάντονγκ Λουνένγκ από το Champions League Ασίας λόγω μισθολογικών οφειλών σε πρώην υπαλλήλους της ομάδας. Τον περασμένο Μάιο, όταν ακόμα ο κορονοϊός δεν είχε επιδράσει τόσο πολύ στην οικονομία, η Τιάντζιν Τιανχάι είχε κηρύξει πτώχευση, παρότι είχε συνδέσει το όνομά της με ονόματα όπως ο Φάμπιο Καναβάρο, ο Αλεσάντρε Πάτο και ο Άξελ Βίτσελ. Η άλλη ομάδα της πόλης, η Τιάντζιν Τάιγκερς, βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης με τη σειρά της. Ιδιοκτησία από το 1998 της εταιρίας ενέργειας TEDA, σταμάτησε να λαμβάνει χρηματοδότηση και είναι αμφίβολο ότι θα συνεχίσει να λειτουργεί.
Το κράτος έβαλε 'φρένο'
Η αρχή στο ξεφούσκωμα, πάντως, δεν έγινε με την πανδημία. Οφείλεται στις ενέργειες του ίδιου του κράτους, που αποφάσισε ότι θα έπρεπε να εξορθολογιστεί η κατάσταση. Ο πρόεδρος της Κίνας, Ζι Τζινπίνγκ, ήταν αυτός που πριν από μία δεκαετία είχε δώσει το έναυσμα στις εταιρίες 'κολοσσούς' της χώρας, που συνδέονταν επιχειρηματικά με το κράτος, να αναμιχθούν με το ποδόσφαιρο ώστε να έρθουν επιτέλους οι επιτυχίες στο άθλημα που αναμένονταν από το 2002, όταν το Παγκόσμιο Κύπελλο που συνδιοργάνωσε με την Ιαπωνία θεωρήθηκε εφαλτήριο ανάπτυξης.
Τα ποσά που επενδύθηκαν ήταν αδιανόητα, σε σημείο το κινεζικό πρωτάθλημα να είναι το νούμερο 1 σε χειμερινές μεταγραφικές δαπάνες το 2017, όταν συνολικά οι ομάδες του έδωσαν 380.000.000 για να αποκτήσουν παίκτες. Κάπου εκεί έγινε κατανοητό ότι η κατάσταση δεν ήταν διαχειρίσιμη και έπρεπε να μπει 'φρένο' στις επενδύσεις δίχως λογική και υπόβαθρο. "Από τα 150.000.000 που ήταν οι μέσες δαπάνες του 2019, το 70% με 80% κατέληξε στις τσέπες των παικτών. Και από αυτά, το 70% στις τσέπες των ξένων παικτών", εξήγησε τον περασμένο Δεκέμβριο ο γενικός γραμματέας της κινεζικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, Λούις Λιου.
Το 2017 επιβλήθηκε ο μεταγραφικός φόρος που έφτανε στο 100% του ποσού της μεταγραφής. Στόχος της κυβέρνησης ήταν να σταματήσει η εκροή κεφαλαίων από τη χώρα κι έτσι κάθε ομάδα που ήθελε να αγοράσει έναν ποδοσφαιριστή από το εξωτερικό, θα έπρεπε να φροντίσει να καταβάλλει το ίδιο ποσό και στα ταμεία του κράτους. Μεσολάβησε η ανεπίσημη διαταγή προς τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο ποδόσφαιρο του εξωτερικού να μην βγάζουν χρήματα από τη χώρα για να στηρίζουν ξένες ομάδες, κάτι που οδηγεί τη Suning στην πώληση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών που κατέχει στην Ίντερ. Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι οι 'νερατζούρι' μοιάζουν το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του πρωταθλήματος της Serie A, οι παίκτες την τρέχουσα σεζόν έχουν πληρωθεί κάτι παραπάνω από 2 μήνες κι έτσι ακόμα μια πρωταθλήτρια ομάδα της Suning βρίσκεται κοντά στη χρεοκοπία.
Από τη σεζόν 2021, ακόμα ένα μέτρο της κυβέρνησης βάζει απαγορευτικό στην άφιξη σπουδαίων παικτών στην Κίνα. Επιβλήθηκε salary cap κι έτσι τα συμβόλαια που υπογράφονται από εδώ και στο εξής δεν μπορούν να περιλαμβάνουν πάγια αμοιβή του παίκτη με περισσότερα από 3.100.000 ετησίως. Αν το ποσό μοιάζει υψηλό, ο Κάρλος Τέβες το εισέπραττε κάθε μήνα στις "διακοπές στην Κίνα", όπως χαρακτήρισε τον ένα χρόνο που πέρασε στη Σανγκάη Σενχούα το 2017.
Ανάπτυξη στο τέλος της δεκαετίας
Με τους ζάπλουτους ιδιοκτήτες να μην επιτρέπεται να κάνουν άλλες 'ενέσεις' ρευστού και να μην μπορούν να πουλήσουν σε πιο πρόθυμους φορείς, η 'φούσκα' που δημιουργήθηκε προ μερικών ετών στο ποδόσφαιρο της Κίνας ανήκει στο παρελθόν. Ο κορονοϊός απλώς τη βοήθησε να σκάσει γρηγορότερα και πλέον το άθλημα στη χώρα θα πρέπει να ζήσει στα απόνερα αυτής της έκβασης. Κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων 'Xinhua', που για την επόμενη μέρα ποντάρει "στο σεβασμό των νόμων του ποδοσφαίρου, των νόμων της αγοράς, στη στροφή στις ακαδημίες και στη δουλειά με μακροπρόθεσμους στόχους".
Παράλληλα με τις επενδύσεις που φαίνονταν ως περιτύλιγμα, όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε διάδοση του ποδοσφαίρου και σε κατώτερα στρώματα της ποδοσφαιρικής πυραμίδας, όπως τα σχολεία. Αυτή δεν σταματά κι οι αρμόδιοι φορείς ευελπιστούν ότι η στήριξη του αθλήματος στα τμήματα υποδομής αλλά και στην κοινωνία θα αποδειχθεί πιο επικερδής από τα δισεκατομμύρια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και θα καρποφορήσει περίπου στο τέλος της δεκαετίας.