ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Η Μπράγκα έγινε πορτογαλικό μεγαθήριο χωρίς να δαπανήσει ευρώ

Η Μπράγκα έγινε 'ισχυρός' παίκτης του πορτογαλικού ποδοσφαίρου τα τελευταία 15 χρόνια, χωρίς να δαπανήσει χρήματα και χωρίς να στηρίξει τις ακαδημίες της. Υπήρχε ένας 3ος δρόμος που θα έπρεπε να ακολουθήσουν και οι ελληνικές ομάδες.

Η Μπράγκα έγινε πορτογαλικό μεγαθήριο χωρίς να δαπανήσει ευρώ
MOVENOTICIAS

Μία μεσαιωνική πόλη, ένα λατομείο και ένας μεγαλοεργολάβος αρκούν για να μετατρέψουν έναν άσημο σύλλογο σε μία υπολογίσιμη δύναμη στο διεθνές ποδόσφαιρο; Η Μπράγκα, η ομάδα της οποίας τη φανέλα θα κοσμεί για τις τρεις επόμενες σεζόν η Betano, το διεθνές brand της Stoiximan, είναι τρανό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης, κάνοντας όλα τα σωστά βήματα εδώ και περίπου 15 χρόνια για να αλλάξει τη μοίρα της. Μετά από έναν τελικό Europa League, ένα Taça de Portugal και ένα Taça da Liga, το ερώτημα δεν είναι αν πρόκειται για μια πετυχημένη ομάδα, αλλά γιατί οι ελληνικές δεν ακολουθούν τα χνάρια της.

Μοιάζει ουτοπικό, όμως με αργά αλλά σταθερά βήματα, ο σύλλογος έγινε η πρώτη δύναμη πλην Três Grandes, Μπενφίκα, Πόρτο, Σπόρτινγκ Λισαβόνας, από μία σταθερά στο πάνω μισό του βαθμολογικού πίνακα της Πορτογαλίας. Και όλα αυτά, χωρίς να χρειαστεί να δαπανήσει χρήματα…

Η μέθοδος που άλλαξε τη μοίρα του συλλόγου

Για μια ομάδα που ιδρύθηκε το 1921 και μέχρι το 1947 και την πρώτη άνοδό της στα ‘μεγάλα σαλόνια’ του πορτογαλικού πρωταθλήματος, βρήκε ταυτότητα μόνο όταν απέκτησε τα χρώματα της Άρσεναλ για τη φανέλα και το παρατσούκλι ‘αρσεναλίστας’ για τους φιλάθλους της, το να βρίσκεται στην πρώτη κατηγορία ήταν για πολλές δεκαετίες αυτοσκοπός. Το κύπελλο του 1966 αποτελούσε εσαεί το αποκορύφωμα στην ιστορία της ομάδας, ενώ το καλύτερο πλασάρισμα ήταν η 4η θέση, την οποία είχε καταλάβει 5 φορές στην ιστορία της.

Τον Φεβρουάριο του 2003 γύρισε ‘σελίδα’, όταν ο επιχειρηματίας Αντόνιο Σαλβαδόρ επικράτησε στις προεδρικές εκλογές. Μια σεζόν ορόσημο, με μηδενικά έσοδα και έξοδα για μεταγραφές και τερματισμό στην 5η θέση της Primeira Liga. Αυτό το πλασάρισμα την έφερε ξανά στην Ευρώπη, μόλις για 6η φορά στην ιστορία της. Το ντεμπούτο έγινε με αντίπαλο την ΑΕΚ, στον 1ο γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων 1966-1967, αποκλείοντας την Ένωση με νίκη 3-2 στην Πορτογαλία και 1-0 στη Νέα Φιλαδέλφεια. Έκτοτε δεν είχε να επιδείξει κάτι αξιοσημείωτο στις ευρωπαϊκές πορείες της.

Ο Σαλβαδόρ προτίμησε να ποντάρει στην ορθολογική διαχείριση, αντί να δαπανήσει χρήματα από την προσωπική περιουσία. Και πέτυχε το μέγιστο δυνατό. Σε αντίθεση με το πιο ρεαλιστικό μοντέλο σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν στήριξε τις ακαδημίες της ομάδας. Αντ’ αυτού, παραμόνευε σαν αρπακτικό και υπέγραφε παίκτες που περίσσευαν στους 3 ‘μεγάλους’. Απέκτησε ως ελεύθερους ή με πολύ μικρά ποσά ποδοσφαιριστές που απέτυχαν σε Μπενφίκα, Πόρτο ή Σπόρτινγκ, αλλά βρήκαν τα πατήματά τους στην Μπράγκα.

Σε συνδυασμό με τις σωστές επιλογές προπονητών και το καλό σκάουτινγκ, γρήγορα στον σύλλογο δημιουργήθηκε μια γραμμή παραγωγής. Η Μπράγκα τροφοδοτούταν με παίκτες από τους 3 ‘μεγάλους’, ανέβαζε τις μετοχές τους και τους πουλούσε ακριβά. Με τα υπερκέρδη από αυτήν τη διαδικασία, χρηματοδοτούσε τη λειτουργία του συλλόγου, τα τμήματα υποδομής και φυσικά τις υπόλοιπες μεταγραφικές κινήσεις που έπρεπε να γίνουν.

Το γήπεδο – στολίδι χτισμένο σε βράχο

Παράλληλα με την αναμόρφωση του μοντέλου της Μπράγκα, ολοκληρώθηκε η ανέγερση του γηπέδου της. Το ‘Μουνισιπάλ ντε Μπράγκα’ είναι το 7ο μεγαλύτερο γήπεδο της Πορτογαλίας, κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του Euro 2004 και λόγω του ιδιόμορφου σχήματός του, κέρδισε διάφορα αρχιτεκτονικά βραβεία.

Το κόστος ξεπέρασε τα 83.000.000 ευρώ, αφού χρειάστηκε να γίνει κολοσσιαία δουλειά μεταφοράς πετρών για την κατασκευή του γηπέδου. Εν τέλει, στο γήπεδο χωρητικότητας 30.000 θεατών υπάρχουν μόνο δύο κερκίδες. Στον χώρο που θα βρίσκονταν το ένα πέταλο υπάρχει ο βράχος πάνω στον οποίο είναι χτισμένο το γήπεδο και στο άλλο πέταλο βρίσκεται το… κενό από τον γκρεμό, προσδίδοντας μια τελείως διαφορετική, όσο και πανέμορφη αίσθηση σε φιλάθλους και παίκτες. “Δεν μοιάζει με κανένα άλλο στάδιο στον κόσμο”, έλεγε ο Τιάγκο, τον καιρό που είχε επισκεφτεί το γήπεδο ως παίκτης της Ατλέτικο Μαδρίτης, για έναν ευρωπαϊκό αγώνα.

Το 'Μουνισιπάλ' της Μπράγκα, Απρίλιος 2004 AP Photo/Paulo Duarte

Τα τεράστια κέρδη από πωλήσεις και γήπεδο

Το αποτέλεσμα αυτών των κινήσεων ήταν τα έσοδα. Το ‘στολίδι’ της Μπράγκα άρχισε να κάνει αμέσως απόσβεση, αφού το 2007 ο γαλλικός ασφαλιστικός οργανισμός AXA ήρθε σε συμφωνία με τον σύλλογο για τη μετονομασία του γηπέδου. Αυτό συνέβη μόνο όσον αφορά στις υποχρεώσεις της Μπράγκα, μιας και ο δήμος δεν είχε κανένα όφελος και χρησιμοποιούσε την κανονική ονομασία του γηπέδου. Κανένα πρόβλημα για την ομάδα, που εισέπραττε εκατομμύρια από τις εμπορικές συμφωνίες του γηπέδου που νοίκιαζε και η μοναδική υποχρέωσή της ήταν να καταβάλλει μηνιαίο ενοίκιο 500 ευρώ.

Τα μεγαλύτερα έσοδα, όμως, προέρχονταν από τις πωλήσεις ποδοσφαιριστών. Είτε οι παίκτες που έπαιρνε από τους 3 ‘μεγάλους’ είτε τα ‘λαβράκια’ που ψάρευε από τη Νότια Αμερική είτε οι υπόλοιποι νεαροί που έφταναν μέχρι την Μπράγκα και ‘σφυρηλατούνταν’ από τον εκάστοτε προπονητή, γέμιζαν τα ταμεία του συλλόγου με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.

Από τη σεζόν 2003-2004, η ομάδα έχει εμφανίσει 14 φορές θετικό μεταγραφικό ισοζύγιο και μόλις 3 φορές αρνητικό. Σε αυτές τις 3 σεζόν, η απώλεια αθροιστικά ήταν μόλις της τάξης των 21.675.000 ευρώ. Αυτά τα χρήματα βγήκαν και με το παραπάνω από τις 14 κερδοφόρες χρονιές. Συνολικά σε 17 σεζόν ο σύλλογος έχει πετύχει κέρδος 181.065.000 ευρώ από τις μεταγραφές! Η Μπράγκα αγόρασε παίκτες αξίας 67.015.000 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του Transfermarkt.com, σε αυτό το χρονικό διάστημα και πούλησε παίκτες αξίας 248.080.000 ευρώ.

Η Ελλάδα ‘ψωνίζει’ από την Μπράγκα

Οι ελληνικοί σύλλογοι γνωρίζουν πολύ καλά το πάρε δώσε της Μπράγκα, αφού πρόκειται για μία ομάδα που την παρακολουθούν στενά για ποδοσφαιριστές. Από το 1996-1997 και τη μετακίνηση του Στεφάν Ντεμόλ στον Πανιώνιο άρχισε ένα ‘γαϊτανάκι’ μετακινήσεων από την ιβηρική χώρα στην Ελλάδα. Ο Ουέλινγκτον του ΟΦΗ (2006-2007) ήταν ο επόμενος και ακολούθησαν οι Πάμπλο Κοντρέρας στον ΠΑΟΚ (2008-2009), Βάντερσον στην Παναχαϊκή (2012-2013), Λεάντρο Σαλίνο στον Ολυμπιακό (2013-2014), Φλορέν Ανέν στον Παναιτωλικό (2013-2014), Εμίντιο Ραφαέλ στον Πλατανιά (2013-2014), Γκάλο στον Παναιτωλικό (2013-2014), Έρικ Μορένο στον Παναιτωλικό (2014-2015), Έλντερ Μπαρμπόζα στην ΑΕΚ (2014-2015), Λεάντρο Καπέλ στον Παναιτωλικό (2014-2015), Φελίπε Πάρντο στον Ολυμπιακό (2015-2016), Άργκους στον Παναιτωλικό (2017-2018), Αντρέι Λούκιτς στον Απόλλωνα Σμύρνης (2018-2019), Αλέφ στην ΑΕΚ (2018-2019) και Αχμέντ Χασάν στον Ολυμπιακό (2018-2019).

Φυσικά, υπάρχουν και περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που πέρασαν από την Μπράγκα και κατέληξαν στην Ελλάδα με μεσολάβηση άλλων ομάδων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Μπρούνο Γκάμα του Άρη, που ξεπήδησε από τα τμήματα υποδομής του πορτογαλικού συλλόγου και το καλοκαίρι του 2004 πωλήθηκε από την Κ19 στην Πόρτο Β για 750.000 ευρώ. Το ‘μικροσκόπιο’ της Ελλάδας παραμένει στραμμένο στον πορτογαλικό βορρά και το ενδιαφέρον υπάρχει ακόμα κι αν οι παίκτες της τελικά δεν καταλήξουν στη χώρα μας, όπως συμβαίνει με τον Μαραφόνα, τον Φρανσέρζιο και τον Ντιέγκο Σόουζα (όλοι ακούστηκαν για τον Ολυμπιακό), με τον τελευταίο μάλιστα να παίρνει μεταγραφή στην Κίνα ύψους 15.000.000 ευρώ, αν και αποκτήθηκε προ 2 ετών για μόλις 300.000 ευρώ.

Εμπιστοσύνη και στους προπονητές της

Οι διασυνδέσεις με την Ελλάδα δεν σταματούν εδώ. Η χώρα μας δεν λαμβάνει βοήθεια μόνο μέσω των παικτών της Μπράγκα, συχνά πυκνά απευθύνεται και στους προπονητές της ή σε εκείνους που έχουν περάσει από τον σύλλογο. Σε αυτήν τη ‘χρυσή’ 15ετία έχουν καθίσει στην άκρη του πάγκου 18 προπονητές. Ο αριθμός μοιάζει υπέρογκος για μία επιτυχημένη ομάδα, ωστόσο η συχνή αλλαγή έγκειται στο γεγονός ότι ο σύλλογος χρησιμοποιείται ως ‘σκαλοπάτι’ για κάτι καλύτερο από τους προπονητές.

Ο Αμπέλ Φερέιρα της Μπράγκα σε στιγμιότυπο του αγώνα με τη Μαρσέιγ για το πρώτο παιχνίδι της φάσης των 32 του Europa League 2017-2018 στο 'Βελοντρόμ', Μασσαλία, Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018 AP Photo/Claude Paris

Ο Ζεσουάλδο Φερέιρα, ο Ζόρζε Ζεζούς, ο Ντομίνγκος Πασιένσια και ο Σέρζιο Κονσεϊσάο είναι 4 τρανά παραδείγματα, αφού αμφότεροι έκαναν το μεγάλο βήμα μέσα από τις επιτυχίες τους στην Μπράγκα. Ο Φερέιρα κατέκτησε τίτλους με την Πόρτο και εν συνεχεία πήγε στον Παναθηναϊκό. Ομοίως, ο διάδοχός του, Κάρλος Καρβαλιάλ, πήγε στον Αστέρα Τρίπολης, ο Μανουέλ Μασάδο δούλεψε στον Άρη, ο Λεονάρντο Ζαρντίμ είχε μισή σεζόν στον Ολυμπιακό και φέτος ο προπονητής της Μπράγκα, Αμπέλ Φερέιρα, προσελήφθη από τον ΠΑΟΚ. Τη θέση του τελευταίου πήρε ένας επίσης γνωστός μας, ο Ρικάρντο Σα Πίντο, ενώ αντίστοιχο δρομολόγιο έχει κάνει και ο Ζοζέ Πεσέιρο, προπονώντας πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Μπράγκα.

Υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός από εκατομμύρια και ακαδημίες

Στον Άγγλο δημοσιογράφο Τζόναθαν Κλεγκ έκανε εντύπωση το γεγονός ότι οι παίκτες της Μπράγκα έδιναν το χέρι στους δημοσιογράφους, όταν τους παραχωρούσαν συνέντευξη. “Η αφοσίωση σε παίκτες με χαρακτήρα αποδεικνύεται από την προσγειωμένη συμπεριφορά των παικτών της Μπράγκα”, αναφέρει στο σχετικό αφιέρωμά του στη Wall Street Journal, πριν από τον τελικό του Europa League 2010-2011. “Δεν αλλάζουμε την ταυτότητα και τις αρχές μας. Θέλουμε να είμαστε μια ομάδα που είναι πολύ δυνατή σε οργάνωση και χαρακτήρα”, εξηγούσε ο τότε προπονητής της ομάδας, Ντομίνγκος.

Μπορεί να μην ξανάφτασε σε τέτοια ύψη σε διεθνείς διοργανώσεις, όμως κατέστησε μόνιμη την παρουσία της στην Ευρώπη και από την 139η θέση στην κατάταξη της UEFA το 2004-2005, φέτος βρίσκεται στην 40ή. Από εκείνον τον τελικό που έχασε δύσκολα από την Πόρτο με 0-1, συνήθως προχωράει από τη φάση των ομίλων στις διεθνείς διοργανώσεις κι έπεσε μόλις 2 φορές κάτω από την 4η θέση της Primeira Liga. Αν και ουδείς πιστεύει ότι θα καταφέρει να μπει ‘σφήνα’ σε Μπενφίκα, Πόρτο, Σπόρτινγκ, είναι μία ομάδα που μόνιμα τους βάζει δύσκολα και ενίοτε τους αποκλείει από νοκ άουτ διοργανώσεις.

Αρχίζοντας ουσιαστικά από το μηδέν και με σωστές, μετρημένες κινήσεις τα τελευταία 15 χρόνια, η Μπράγκα κατάφερε από μια άσημη ομάδα να βάλει τα ‘γυαλιά’ σε όποιον πιστεύει ότι για να ανέβει επίπεδο υπάρχει μόνο ο δρόμος της αλόγιστης σπατάλης εκατομμυρίων ή της λελογισμένης στήριξης στις ακαδημίες. Ακόμα και η χρηστή διαχείριση και η χάραξη ορθής πορείας μπορεί να κάνει τη διαφορά…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ