ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Η ιερή μοναδικότητα του Giovanni Silva de Oliveira

Ο Τζιοβάνι γιορτάζει τα 45ά γενέθλιά του και το Contra.gr ανασύρει από τα κιτάπια του ένα διαμάντι του Ζastro για τον άνθρωπο που μιλούσε στην μπάλα (αλλά και στις καρδιές των φίλων του Ολυμπιακού). Η ιστορία του "μάγου" δοσμένη όπως δεν την έχετε διαβάσει ποτέ παρά μόνο από τον Zastro.

Η ιερή μοναδικότητα του Giovanni Silva de Oliveira

baetetuba, επαρχία του Parà στην βορειοανατολική Βραζιλία, ακριβώς εκεί, στις εκβολές του Αμαζονίου. Η πόλη της ομάδας των αληθινών ανδρών όπως μαρτυρά το όνομά της (Abá-άνδρας, Eté-αληθινός και Τyba-ομάδα) στην τοπική γλώσσα των Tupi. Ευλογημένος τόπος, μονάκριβος, σε βαθμό να έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενη περιοχή. Στις αρχές του θεσμού των προστατευόμενων περιοχών, η επιστημονική προσέγγιση ήταν η απόλυτη προστασία του τόπου και ο αποκλεισμός των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Στην πορεία, η προσέγγιση αυτή εγκαταλείφθηκε και έδωσε τη θέση της στην αντίληψη της ενσωμάτωσης στον περιβάλλοντα χώρο και της στενής σύνδεσης της προστασίας με την εκμετάλλευση της μοναδικότητας. Με λίγα λόγια, όσο πιο σπάνιο και μονάκριβο, τόσο πιο “οικουμενική” περιουσία.

Σαν σήμερα, στην Abaetetuba γεννήθηκε πριν από ακριβώς 44 χρόνια, ο Giovanni Silva de Oliveira, ένα ακόμη προστατευόμενο είδος της περιοχής που ακόμη και σήμερα φυλάσσεται σαν κόρη οφθαλμού στο carillon των αναμνήσεων των πιστών ενός ποδοσφαίρου που επίσης τείνει να γίνει προστατευόμενο είδος. Από τις πρώτες στιγμές που κλώτσησε τη μπάλα στην Praia do Beja, ήταν σαφές ότι τον υπάκουε. Δεν είχε το κλασσικό κίνητρο του βραζιλιάνικου παραμυθιού που θέλει τα παιδιά από τις favelas να αναζητούν διέξοδο στο ποδόσφαιρο. Γιος εύπορης οικογένειας, η μπάλα ήταν για εκείνον διασκέδαση, κόλπα, joga bonito. Έτσι μεγάλωσε, έτσι γαλουχήθηκε, έτσι ξεχώρισε.

Το ταλέντο του έλαμψε από νωρίς

Τον πρόσεξαν πολύ γρήγορα, δεν είχε καν ενηλικιωθεί όταν ήρθαν από τη γειτονική πόλη του Belèm να τον δουν. Εντυπωσιάστηκαν. Ο μικρός είχε το κεφάλι ψηλά, πάσαρε, σούταρε, πάνω απ’ όλα ντρίμπλαρε με χαρακτηριστική άνεση συνομήλικους και μεγαλυτέρους του. Σχεδόν άμεσα η ιστορική Tuna Luso Brasileira του έβγαλε δελτίο, το μικρό γηπεδάκι στο Francisco Vasques του Belém ήταν το πρώτο του παλκοσένικο. Στα 17 του χρόνια, ο Ζιοβάνι υστερούσε μόνο τακτικά, άλλωστε ουδέποτε είχε μπει σε καλούπια, πάντα το κέφι του προσπαθούσε να κάνει με τη μπάλα. Πολύ γρήγορα οι ιθύνοντες αντιλήφθηκαν ότι αυτό το μελαμψό ψηλόλιγνο αγόρι πρέπει να προσεχθεί, να πάρει παιχνίδια, να “ματώσει”.

Τον έστειλαν στην Taça de Luz για έναν χρόνο να “ψηθεί” ως επαγγελματίας. Αποτέλεσμα; Ο Ζιοβάνι στη χαμηλότερη κατηγορία, σε 23 αγώνες σκόραρε 29 φορές, μοίρασε αμέτρητες ασίστ στους συμπαίκτες του, έκανε ό,τι ήθελε τους αντιπάλους του. Πριν κλείσει τα 19 η Tuna Luso τον έφερε πίσω, να του δώσει φανέλα βασικού. Ο Ζιοβάνι ανταπέδωσε με 24 γκολ σε 45 εμφανίσεις αγωνιζόμενος πια ως καθαρός δεύτερος επιθετικός. Μέχρι τα 20 όλοι του οι προπονητές τον έβαζαν “δεκάρι”, η επαφή του με το γκολ όμως ήταν αδύνατον να περάσει απαρατήρητη. Στην Tuna Luso όμως δεν ήταν πρωταγωνιστής, δεν ήταν ο star και αυτό εμπόδιζε την εξέλιξή του.

Αποφάσισε να πάει στο αντίπαλο στρατόπεδο, στην έτερη ομάδα του Belèm, την Clube do Remo. Νέο περιβάλλον, παλιές συνήθειες: 9 γκολ σε 15 εμφανίσεις, σκάρτο πεντάμηνο και ο Ζιοβάνι στα 21 του χρόνια είναι βέβαιο ότι θα γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ότι θα βγάλει (πολλά) λεφτά από το ποδόσφαιρο. Το όνομά του ξεπερνούσε πια τα στενά όρια του Parà, οι “ποδιές” του γίνονταν μύθος και ταξίδευαν από στόμα σε στόμα, τα παιδάκια στην Abaetetuba προσπαθούσαν να αντιγράψουν τις κινήσεις με το “μυτάκι”, την κλειστή τρίπλα, τις λόμπες, τα sombreros. Αμέσως παίρνει προαγωγή για τη “μεγάλη” ομάδα της επαρχίας, την Papão da Curuzu (γνωστή ως Paysandu στην Ευρώπη) ομάδα των τίτλων. Δώδεκα παιχνίδια, δέκα γκολ. Είναι τρομερό αυτό που συμβαίνει.

Ο Ζιοβάνι δεν χρειάζεται πουθενά χρόνο προσαρμογής, σε οποιαδήποτε ομάδα κι αν τον βάλεις, εγκλιματίζεται αμέσως, σκοράρει αμέσως, “κολλάει” αμέσως. Είναι ένας καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου, ένα παιδί που αδιαφορεί για τακτική, πλάνο, συστήματα και παίζει για τον κόσμο και το ίδιο το ποδόσφαιρο. Όταν αυτά που επιχειρεί “πιάνουν” τον συγκρίνουν ακόμα και με τον Πελέ – προσφιλής συνήθεια Βραζιλιάνων και Αργεντινών να συγκρίνουν οποιονδήποτε πιτσιρίκο “που της μιλάει” με τα δύο ιερά τέρατα του παγκόσμου ποδοσφαίρου – όταν απλώς κάνει τη δουλειά του είναι χάρμα οφθαλμών για την κερκίδα.

Ο Πελέ τον καλεί στην Σάντος!

Στη λήξη της σεζόν 1993/94, λίγο πριν τα 22 του χρόνια, έρχεται η σοβαρή πρόσκληση, καλείται να παίξει ποδόσφαιρο “που μετράει” μακριά από τα στενά όρια της επαρχίας που γεννήθηκε και ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά. Ο Ζιοβάνι θα μετακομίσει στο São Carlos, στο φημισμένο São Paulo και την Grêmio Sãocarlense. Είναι υπό τη στενότατη παρακολούθηση της μεγάλης ομάδας του Campeonato Paulista και μιας από τις πιο φημισμένες ομάδες ολόκληρης της υφηλίου: της Santos. Nαι, της Santos “του Πελέ”. Κι όσο αν φαντάζει απίστευτο, είναι ο ίδιος ο Πελέ που μετά από μόλις 18 εμφανίσεις με τη φανέλα της Sãocarlense, θα τον καλέσει στη Santos!

Ο Πελέ τον πήρε υπό την προστασία του, είδε στο πρόσωπό του έναν ποδοσφαιριστή που συσνδύαζε ταλέντο και τεχνικές αρετές, ικανές να αναστήσουν τη Santos που εκείνον τον καιρό δεν διήγαγε και τις καλύτερες των ημερών της. Η ομάδα είχε χρέη, χρήματα δεν υπήρχαν, είχε μείνει μακριά από τους τίτλους και μπορούσε μόνο να ποντάρει σε ποδοσφαιριστές από μικρότερα clubs, αλλά με δυνατότητα εξέλιξης. Τέτοιος ακριβώς ήταν ο Ζιοβάνι που κατέφθασε στο Vila Belmiro χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με την ευλογία του Πελέ. Και η ευλογία του Πελέ ήταν και είναι κάτι σαν Παλαιά και Καινή Διαθήκη μαζί για τους οπαδούς της Santos.

Το χαμένο πρωτάθλημα στις λεπτομέρειες

Ζιοβάνι

O Ζιοβάνι θα γίνει το απόλυτο είδωλο στο São Paulo, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι το αστέρι της Santos, η ηγετική φυσιογνωμία στην επίθεση που οδηγεί την ομάδα στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης μετά από χρόνια στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, όπως και στο paulista. Μαζί με Jamelli, Gallo και την υπόλοιπη παρέα, είχε σχηματιστεί μια πολύ δυνατή ομάδα που έφτασε μια ανάσα από τον τίτλο, ειδικότερα μετά τα παιχνίδια εναντίον της Fluminense στα ημιτελικά. Παρά την ήττα με 4-1 στο Ρίο, η Santos κονιορτοποιεί τη Flu στη ρεβάνς με 5-2 και τον Ζιοβάνι πρωταγωνιστή με δύο γκολ και δύο ασίστ. Εάν μάλιστα η διαιτησία του Márcio Resende de Freitas ήταν πιο σωστή, το σκορ θα ήταν μεγαλύτερο και ο τίτλος θα κατέληγε στα Peixe (ψάρια) και όχι στη Botafogo. Ο Ζιοβάνι έκλεισε τη σεζόν πρώτος σκόρερ της Santos με 17 γκολ στο Brasileirão και του απονεμήθηκε το βραβείο του παίκτη της χρονιάς από το γνωστό περιοδικό της Βραζιλίας Placar.

Ήδη το όνομά του άρχισε να ακούγεται και εκτός των στενών ορίων του βραζιλιάνικου πρωταθλήματος και οι διάφοροι scouts πλήθαιναν στις εξέδρες του Vila Belmiro. Ο Ζιοβάνι όμως δεν ήθελε να φύγει από το São Paulo όπου τον λάτρευαν σαν μεσσία. Οι Torcidas της Santos και ειδικά η ιστορική Força Jovem, είχε αναγορεύσει το Ζιοβάνι σε απόλυτο προφήτη του club, είχε δημιουργηθεί μέχρι και σέχτα οπαδών – “μαρτύρων” της θρησκείας του. Ήταν αδύνατο για έναν τόσο συναισθηματικό τύπο να αφήσει τόσο μεγάλες εκδηλώσεις λατρείας για να παίξει στην Ευρώπη, στο άγνωστο και πολύ πιο δύσκολο ποδόσφαιρο της ηπείρου μας. Έχει ήδη βάψει τα μαλλιά του κόκκινα προκειμένου να δηλώσει αιώνια πίστη στην ομάδα, εκφράζει την επιθυμία να μείνει και να βοηθήσει για το πολυπόθητο πρωτάθλημα.

Η κλήση στην σελεσάο

Κάπου εκεί έρχεται και η κλήση στην εθνική Βραζιλίας, το απόλυτο φετίχ για κάθε ποδοσφαιριστή από τη χώρα της σάμπα, η κορύφωση της καταξίωσης και αναγνωρισιμότητας. Ο Ζιοβάνι πλέον δεν άνηκε στο club των ολίγων ή των scouts που τον είχαν ξεχωρίσει, συστήθηκε σε σύσσωμο το ποδοσφαιρικό κοινό στον τελικό του Umbro Cup τον Ιούνιο του 1995 εναντίον της Αγγλίας στο Wembley, μπροστά σε 70 χιλιάδες κόσμο. Ήταν ένα όνειρο, αντικατέστησε το μεγάλο Ronaldo (τότε ακόμη στην Ολλανδία με την PSV) και συμμετείχε στο τρίτο γκολ της σελεσάο από τον Edmundo που παγίωσε την επικράτηση της Βραζιλίας με 3-1 Δύο πράγματα έγιναν βέβαια έκτοτε: πρώτον ότι ο Ζιοβάνι θα γίνει μόνιμο μέλος εκείνης της τρομακτικής φουρνιάς των Βραζιλιάνων και δεύτερον ότι θα ήταν η τελευταία του σεζόν στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα.

Το κάλεσμα της “Μπάρτσα”

Κλείνει τη μαγική διετία στη Santos με περισσότερα γκολ από συμμετοχές (36 συμμετοχές – 37 γκολ!) και έχει μετατραπεί σε μήλον της έριδος για τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες. Πλειοδοτεί η Barcelona του μεγάλου Bobby Robson που καταθέτει μια πρόταση 5,5 εκατ. ευρώ στη Santos για να τον κάνει μόνιμο κάτοικο Καταλονίας. Ο Ζιοβάνι δεν το σκέπτεται λεπτό, όχι τόσο λόγω της οικονομικής προσφοράς, όσο εξ αιτίας του γεγονότος πως οι blaugrana ταυτόχρονα με τον ίδιο, φέρνουν στο Camp Nou και το διόσκουρό του στην εθνική Ronaldo. Η Barcelona εκείνης της σεζόν μοιάζει αποφασισμένη να σαρώσει τους πάντες στο διάβα της, πέραν των δύο Βραζιλιάνων, αποκτά και τους Baia, Couto, Pizzi, επιστρέφει ο αγαπημένος της εξέδρας Hristo Stoichkov, δημιουργεί έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών που σπέρνουν τρόμο και καθοδηγούνται από τη σοφία του Robson, το ανερχόμενο άστρο του Jose Mourinho και τον έτερο βοηθό Andres Vilas Boas.

Ο Ζιοβάνι προσαρμόζεται άμεσα, όπως ήταν αναμενόμενο συνθέτει ένα φονικό δίδυμο με το φαινόμενο Ronaldo, πανηγυρίζει ουσιαστικά την κατάκτηση όλων των στόχων της Barca εκτός από τη Liga που χάνεται για δύο μόλις βαθμούς από την αιώνια αντίπαλο Real. Ο Robson έχει τοποθετήσει το Ζιοβάνι πιο κοντά στο χώρο του κέντρου, προσπαθεί να τον μετατρέψει σε έναν σύγχρονο trequartista που με την ποιότητα και την έφεση σε όλους τους τομείς του επιθετικού παιχνιδιού, διευκολύνει τα μέγιστα το Ronaldo που είναι εξωγήινος την παρθενική του σεζόν. Copa del Rey, Κύπελλο Κυπελλούχων, Super Cup, η Barca κατακτά τα πάντα, η δεύτερη θέση όμως πίσω από τη Real δεν χωνεύεται εύκολα. Ο Ζιοβάνι έχει ολοκληρώσει τη χρονιά με 7 γκολ, χαρίζοντας μοναδικές στιγμές στον κόσμο με τα περίφημα κόλπα του και την εξαιρετική τεχνική του.

Φαν Χάαλ: Ο Ζιοβάνι δεν έχει θέση στο σύγχρονο ποδόσφαιρο

Το καλοκαίρι όμως, θα συμβεί το κομβικότερο παράπλευρο γεγονός που θα επηρεάσει την καριέρα του. Ο ιστορικός Πρόεδρος της Barca, José Luis Núñez, αποφασίζει να φέρει στη Βαρκελώνη καθ’ υπόδειξη του Κρόιφ, το πιο hot όνομα προπονητή στην αγορά, τον αρχιτέκτονα του μεγάλου Ajax της δεκαετίας του ’90, Louis Van Gaal. Ο Ολλανδός στα 46 του χρόνια και με την άκρως επιτυχημένη πορεία στη χώρα του, θεωρείται ο απόλυτος guru του αθλήματος, αναμορφωτής, επαναστάτης, προφήτης του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Εν μέρει όλα αυτά ίσχυαν, το νόμισμα όμως ανέκαθεν έχει δύο όψεις και στα τρομερά θετικά στοιχεία του Van Gaal προστίθεντο και τα αρνητικά του χαρακτήρα του, οι εμμονές του, κυρίως η αλαζονική συμπεριφορά και η πίστη στο δόγμα my way or no way.

Ριβάλντο-Ζιοβάνι

Η Barcelona συμπληρώνει τη βραζιλιάνικη παροικία της με τον mvp της La Coruna και επίσης πολύ καλό γνώριμό μας, Rivaldo, αλλά χάνει το φαινόμενό της Ronaldo που με μεταγραφή-ρεκόρ μετακομίζει στο Μιλάνο και την Inter. Οι αντικαταστάτες του, Sonny Anderson και Christophe Dugarry σε καμία περίπτωση δεν αναπληρώνουν το κενό, ο Rivaldo δυσκολεύεται πολύ να προσαρμοστεί στο ρόλο του αριστερού επιθετικού χαφ και ο Ζιοβάνι αδυνατεί να ακολουθήσει το αθλητικό και πολύ πιο αυτοματοποιημένο παιχνίδι της Barca. Η ομάδα κατακτά τον τίτλο, αλλά ο κόσμος γκρινιάζει για το θέαμα, η Barca έχει γίνει κυνική, λιγότερο θεαματική, η πώληση του Ronaldo δεν συγχωρέθηκε ποτέ. Συν τοις άλλοις, ο Van Gaal συγκρούεται βάναυσα με μέρος του Τύπου, αντιμετωπίζει τη δυσπιστία πολλών ποδοσφαιριστών του, είναι αντιπαθής στο δύσκολο καταλανικό κοινό.

Είναι απορίας άξιο, αλλά η Barcelona του Robson αγαπήθηκε πολύ περισσότερο από εκείνη του Van Gaal παρόλο που δεν πήρε το πρωτάθλημα. Η ομάδα δεν απέπνεε θετική αύρα, δεν χαιρόταν το ποδόσφαιρο, είχε εντελώς διαφορετική κουλτούρα από τον προπονητή της και οι περισσότεροι μπαλαδόροι της δυσανασχετούσαν. Φυσιολογικά, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Ζιοβάνι, ο οποίος από την επόμενη περίοδο βαθμηδόν έχασε και τη θέση του στη βασική ενδεκάδα, αφού ο Van Gaal ξόδεψε πάνω από 45 εκατομμύρια ευρώ και έφερε στη Βαρκελώνη τα “παιδιά του” όπως ο Patrick Kluivert, o Philip Cocu, οι αδερφοί De Boer, ο Boudewijn Zenden.

Η Barcelona ξαναπήρε το πρωτάθλημα με χαρακτηριστική άνεση από τη Real, η γκρίνια όμως για τον Ολλανδό παρέμενε. Ο Ζιοβάνι αισθανόταν πλέον παράταιρος, εκείνος που είχε χαρίσει μοναδικές στιγμές στον κόσμο, υποχρεωνόταν να ακούει τον προπονητή του να τον μειώνει, με χαρακτηριστικότερη τη δημόσια δήλωση του Van Gaal ότι ο Βραζιλιάνος δεν έχει θέση στο ποδόσφαιρό του και δεν χρησιμοποιείται γιατί δεν είναι ούτε μέσος, ούτε επιθετικός. Μοιραία έμεινε στον πάγκο τη σεζόν 1998/99, συμπληρώνοντας μόλις 11 συμμετοχές και προσθέτοντας μόνο δύο γκολ στη χρονιά του “repeat” της Barca. Η χημεία είχε πλέον χαθεί, ο διεθνής και δευτεραθλητής κόσμου στο Μουντιάλ της Γαλλίας έναν χρόνο πριν, δεν είναι ούτε ευτυχισμένος ούτε ικανοποιημένος από το εργασιακό του περιβάλλον, αναζητεί τρόπο να αποχωρήσει από το Camp Nou και το “δικτάτορα” Van Gaal.

Ο διπλός “οργασμός” των φίλων του Ολυμπιακού

“Γεννήθηκα για να παίζω μπάλα. Εγώ δεν αντέχω να κάθομαι στον πάγκο και να παίρνω λεφτά, όσα κι αν είναι αυτά” ήταν η φιλοσοφία του, ενώ ο ψυχισμός του ο κλασσικός των παικτών-καλλιτεχνών στο γρασίδι: ήθελε να αγωνίζεται όπου τον λατρεύουν και να διαπρέπει είτε του βγαίνει είτε δεν του βγαίνει το “αδύνατο”. Ο Ζιοβάνι είχε την ανάγκη να αισθανθεί ξανά κορυφαίος, να κάνει ποδιές και να “χαζεύει” η εξέδρα, να παίζει για το “ωωωωω” του οπαδού και όχι για τη διάταξη και τα σχήματα του προπονητή. Είναι στην πιο παραγωγική ηλικία της καριέρας του, 27 στα 28 του χρόνια, μπορεί να βρει συμβόλαιο σε οποιαδήποτε top class ομάδα και οι απαιτήσεις της Barcelona είναι σε λογικά πλαίσια, αφού “περισσεύει” στο ρόστερ. Θέτει απαραίτητη προϋπόθεση στο μάνατζέρ του ότι θέλει να αγωνιστεί κάπου που θα τον αγαπούν.

Εν τέλει, εκεί που προς έκπληξη όλων κατέληξε, όχι απλώς τον λάτρεψαν, αλλά έγινε ιερό τοτέμ και μάγος μαζί. Ο Ζιοβάνι Σίλβα ντε Ολιβέιρα μεταγράφηκε στον Ολυμπιακό! Μεταγράφηκε. Δεν υπέγραψε ως ελεύθερος μήτε μετά από μήνες αγωνιστικής απραξίας. Συμφώνησε με το Σωκράτη Κόκκαλη όντας εν ενεργεία ποδοσφαιριστής της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας, πληρώθηκε αδρά, δεν ήταν ούτε “ρίσκο”, ούτε “έξυπνη βόμβα”, ούτε στοίχημα. Ο Ολυμπιακός πρόσφερε το ιλιγγιώδες ποσό των 4 δισεκατομμυρίων δραχμών στη Μπαρτσελόνα (περίπου 12 εκατ. ευρώ) και πόνταρε επάνω του τις ελπίδες για το ευρωπαϊκό του όνειρο, αφού προέρχετο από μια ονειρεμένη σεζόν στο Champions League. Είχε αποκλειστεί στα προημιτελικά της διοργάνωσης, σε εκείνο το επίπονο 1-1 με τη Juventus στο ΟΑΚΑ, εκείνο το καταραμένο ματς του “αέρα και του Αμπονσά”.

Στην είδηση της συμφωνίας του Ολυμπιακού με τη Barcelona για την παραχώρηση του Ζιοβάνι, ο κόσμος των ερυθρολεύκων στην αρχή τσιμπιόταν και κατόπιν δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ευτυχία του. Σε συνδυασμό μάλιστα και με την απόκτηση του διακαούς πόθου του Μπάγεβιτς, Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ο ερχομός του Ζιοβάνι στην Ελλάδα παρέα με τον ατίθασο Σλοβένο μπαλαδόρο της Πόρτο, είναι ότι πλησιέστερο σε διπλό οργασμό για τον οπαδό του Ολυμπιακού. Στις 16 Ιουλίου που προσγειώνεται στο αεροδρόμιο, ο παροξυσμός των οπαδών του Ολυμπιακού τον κάνει να σαστίσει, να μην ξέρει πως να αντιδράσει. Ο κόσμος είχε περικυκλώσει το αυτοκίνητο που τον μετέφερε στα γραφεία της ομάδας, εκείνος αμήχανος σήκωνε απλώς το χέρι να χαιρετήσει. Ίσα που πρόλαβε να βγάλει μερικές φωτογραφίες με το κασκόλ του Ολυμπιακού στο λαιμό, δεν πρόφτασε καν να χαμογελάσει από ευτυχία.

Εκείνος που πραγματικά έλαμπε ήταν ο Πέτρος Κόκκαλης που τον συνόδευσε, ήξερε από την πρώτη στιγμή που ο Βραζιλιάνος πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, ότι η οικονομική θυσία του πατέρα του και του συλλόγου θα έβρισκε άμεση ανταπόκριση στο κοινό της ομάδας που λάτρευε, λατρεύει και θα λατρεύει αυτού του τύπου τους ποδοσφαιριστές, αυτούς τους καλλιτέχνες που με μία και μόνον ενέργεια σε αναγκάζουν να πας και να ξαναπάς στο γήπεδο. Ο Ολυμπιακός και το “αναπτυσσόμενο” ελληνικό πρωτάθλημα της εποχής, είχαν αποκτήσει τη #1 ατραξιόν τους, τον ποδοσφαιριστή στον οποίο ήθελαν να μοιάσουν όλα τα παιδάκια και να παίξουν δίπλα του όλοι οι συνάδελφοί του.

Ο “μάγος”

Αυτά τα πράγματα που έκανε ο Ζιοβάνι στην Ελλάδα μέχρι εκείνη την αποφράδα ημέρα του Δεκεμβρίου του 1999 στο Καυταντζόγλειο, δεν τα έχει ξανακάνει ποδοσφαιριστής στην Ελλάδα. Παρακολουθούσες παιχνίδι του Ολυμπιακού και γνώριζες ανά πάσα στιγμή ότι πρόκειται να βρεθείς ενώπιον μιας ανεπανάληπτης ποδοσφαιρικής στιγμής, ενός “περιττού” όπως έχουμε μάθει να το αποκαλούμε, που κάνει και τον πιο μετριοπαθή να λατρέψει το ποδόσφαιρο. Δεν ήταν ούτε οι λόμπες, ούτε οι τρίπλες, ούτε οι “ποδιές” που έγραψαν ιστορία ακόμη και στις προπονήσεις στου Ρέντη. Ήταν το για πρώτη φορά άρωμα Βραζιλίας στην Ελλάδα, από έναν άνθρωπο που μέχρι πρότινος στεκόταν σαν ίσος προς ίσο με παγκόσμιους ποδοσφαιριστές όπως ο Ronaldo, o Figo, o Rivaldo, o Ronaldinho, o Roberto Carlos, o Cafu, η λίστα είναι αμέτρητη.

Φυσικό και επόμενο να γίνει αμέσως “ο μάγος”, οι πατεράδες έπαιρναν τους γιους από το χέρι και πήγαιναν από νωρίς στο γήπεδο για να δει το παιδί την παράσταση. Διότι παράσταση έδινε ο Ζιοβάνι, επέστρεψε στα χρόνια της Βραζιλίας, τότε που το ποδόσφαιρο το χαιρόταν και έπαιζε για να είναι ευτυχισμένος. Και μέσα από την ευτυχία του, μετέδιδε το ίδιο συναίσθημα και στον κόσμο που τον παρακολουθούσε, ειδικά εκείνο το γεμάτο τρίμηνο, ειδικά σε “εκείνο” το παιχνίδι με τη Ρεάλ Μαδρίτης στο ΟΑΚΑ. Το τελικό 3-3 αδικούσε τον Ολυμπιακό, κυρίως την εμφάνιση του Ζιοβάνι και του Ζάχοβιτς, των δύο αστέρων που παρέπεμπαν σε δίδυμο επιπέδου Primera Division. Ο κόσμος όμως παραληρούσε, ήξερε ότι ο Βραζιλιάνος και ο Σλοβένος είναι οι προφήτες και ευελπιστούσε ότι και η υπόλοιπη ομάδα θα οδηγηθεί στη γη Χαναάν.

Το φονικό τάκλιν του Σέμου

Ήταν 4 Δεκεμβρίου του 1999 στη Θεσσαλονίκη, όταν η μαγεία έπαψε να λάμπει. Τάκλιν του Λάζαρου Σέμου, κραυγή του Ζιοβάνι, φορείο. Ρήξη χιαστών. Άφνου έρχονται στο νου τα αναδραγαθήματα: το ποίημα εναντίον του ΠΑΟΚ, τα δύο γκολ με τη Ρεάλ, οι μοναδικές παραστάσεις είτε σε περιβάλλον Champions League είτε στα τσιμέντα του Κορυδαλλού με την Προοδευτική. Το ελληνικό ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός έχασαν πάρα πολλά από εκείνον τον τραυματισμό. Περισσότερα έχασε ο Ζιοβάνι. Διότι αν και επέστρεψε, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος, παρόλο που προσπαθούσε να κάνει ακριβώς τα ίδια πράγματα που έκανε και πριν, η επίγευση ήταν γλυκόπικρη για όλους μας. Πριν τον τραυματισμό τα έκανε όλα ένα κλικ πιο γρήγορα, η τρίπλα ήταν κινηματογραφική, η ταχύτητα, το ξεπέταγμα αλλιώτικα.

Η ποιότητα παρέμεινε βέβαια, η τέχνη είναι πάντα τέχνη, η δυστυχία όμως ήταν ότι δεν θαυμάσαμε το συγκεριμένο ποδοσφαιριστή ποτέ στο 100%. Πήραμε μόνο ψήγματα του τι μπορούσε να δώσει στο χαμηλότερο επίπεδο που ήρθε για να βρει πάλι την αγάπη που δεν είχε στη Βαρκελώνη του Van Gaal, προλάβαμε μόνο ένα μέρος του μεγαλείου και ενός ποδοσφαίρου που όπως ειπώθηκε και στην αρχή, έχει ήδη γίνει προστατευόμενο είδος. Η απουσία του επηρέασε και τον Ολυμπιακό, η καταστροφική πορεία στο Champions League έφερε και την απόλυση του Μπάγεβιτς, ο Ζάχοβιτς ουδέποτε προσαρμόστηκε/ήθελε να έρθει στον Ολυμπιακό, ο Αλμπέρτο Μπιγκόν ήταν μια ατυχέστατη επιλογή του Πέτρου Κόκκαλη. Το underachieving των ερυθρόλευκων, σε συνδυασμό με την απουσία του Ζιοβάνι και τα ευτράπελα του ελληνικού πρωταθλήματος, επισκίασαν το ποδόσφαιρο, έκαναν την προσμονή για την επιστροφή του πληγωμένου μάγου λιγότερο θελκτική για τους ουδέτερους.

Εκείνοι που ουδέποτε άλλαξαν άποψη, εκείνοι που παρέμειναν και ανέμεναν στωικά την επιστροφή του, ήταν οι οπαδοί του Ολυμπιακού που φώναζαν το όνομά του ακόμη και όταν βρισκόταν εκτός αποστολής στο κρεββάτι της ανάρρωσης. Ο Ζιοβάνι θα επιστρέψει νωρίτερα από το προβλεπόμενο, τέλη Μαΐου του 2000 πια, στην αυλαία του πρωταθλήματος εναντίον της Παναχαϊκής στο ΟΑΚΑ. Θα σκοράρει. Αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια με εκείνη στο ξεκίνημα της σεζόν. Ο Ολυμπιακός έχει αλλάξει κι άλλον προπονητή, τη θέση του Αλμπερτίνο Μπιγκόν έχει πάρει ο Γιάννης Ματζουράκης, που επιζητώντας την ανανέωση του προσωρινού συμβολαίου του, έχει “μαζέψει” αρκετά την ομάδα, στοχεύοντας στην κατάκτηση του τίτλου απέναντι σε έναν Παναθηναϊκό που αντικειμενικά τον άξιζε πιο πολύ.

Η επιστροφή στην Πάτρα

Η επιστροφή του Ζιοβάνι την τελευταία αγωνιστική, ήταν ένας άνεμος αισιοδοξίας για την επόμενη σεζόν, ένας λόγος να χαμογελάσει ο κόσμος του Ολυμπιακού, μια αιτία να πειστεί ότι η σεζόν δεν θα επαναληφθεί και το κλίμα θα βελτιωθεί. Διότι το κλίμα ήταν κάκιστο, τουλάχιστον μέχρι να κατακτηθεί με βεβαιότητα ο τίτλος, αφού ο Ζάχοβιτς είχε κάνει την ομάδα άνω κάτω ζητώντας “εδώ και τώρα μεταγραφή στη Βαλένθια”, είχαν παρεμβληθεί τα θλιβερά γεγονότα του Νίκος Γκούμας στο ντεμπούτο του Μπιγκόν, είχε κλείσει ο πρώτος κύκλος του Μπάγεβιτς, υπήρχε η πληγή της Μόλντε, ο τραυματισμός του ίδιου του Ζιοβάνι, πολλά, πάρα πολλά που έπρεπε να μεταβολίσει ο κόσμος του Ολυμπιακού.

Ο Ματζουράκης τελικά κέρδισε την ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του από τον Κόκκαλη, προσπάθησε να εντάξει το Ζιοβάνι σε εκείνον τον περίφημο “ρόμβο με ένα κλικ” και προτιμούσε πιο πολύ τη συντηρητική προσέγγιση στους αγώνες, παρά το ορμητικό στυλ που ταίριαζε στον Ολυμπιακό. Ο Ζιοβάνι έκανε πάντοτε τη δουλειά του, χάριζε τις μοναδικές στιγμές στο κοινό του, μερικές φορές το παραέκανε κιόλας παρότι δεν του έβγαινε. Είναι πολύ δύσκολο να πειστεί ένας αθλητής πως μετά από έναν τόσο σοβαρό τραυματισμό που επηρέασε και την ψυχολογία του, πρέπει να μετριάσει το “περιττό”. Ο Ματζουράκης, με τον οποίον οι σχέσεις τους ήταν σχετικά αδιάφορες, αποτέλεσε πολύ γρήγορα παρελθόν, ήρθε ο Τάκης Λεμονής που επίσης δεν “κόλλησε” με το Βραζιλιάνο, δεν τον “έφτιαξε”, δεν πήρε απ’ αυτόν όλα όσα μπορούσε και έπρεπε να πάρει.

“Ζιοβάνι για πάντα στο λιμάνι”

Ο μόνος που έφτιαχνε πλέον τον Ζιοβάνι ήταν ο κόσμος. Όχι μόνο στο γήπεδο, όχι μόνο όταν έκανε κάτι μαγικό και εξεζητημένο, όχι όταν έπιανε η “ποδιά”. Ο κόσμος τον λάτρευε το ίδιο και εκτός γηπέδου, έξω στις βόλτες του στην παραλία που τόσο αγαπούσε ο Βραζιλιάνος επειδή του θύμιζε την πατρίδα του. Ο κόσμος τον στήριξε όσο κανένας προπονητής του, ο κόσμος του Ολυμπιακού τον έκανε να νιώθει ακόμη ξεχωριστός, ακόμη κι όταν τα πόδια δεν ακολουθούσαν πλέον το νου. Και ο Βραζιλιάνος αποζημίωνε. Όχι με τη συχνότητα του παρελθόντος, αλλά αποζημίωνε, επέστρεφε στον κόσμο κομμάτι της αγάπης του, αισθανόταν και ήταν ευγνώμων που αγωνιζόταν με την ερυθρόλευκη, γεγονός που εκτιμήθηκε περισσότερο και από το “καντηλάκι” στο Μοντραγκόν ή το joga bonito ανά την επικράτεια.

Ζιοβάνι

Η σχέση του Ζιοβάνι με την ομάδα είχε μετατραπεί σε τυπική, ο Λεμονής έψαχνε τρόπο να απαλλαγεί από αυτόν, η διοίκηση σιγοντάριζε διότι το συμβόλαιό του ήταν δυσβάστακτο σε ένα περιβάλλον χωρίς τα παράλογα εκατομμύρια και της δεύτερης ψηφιακής πλατφόρμας του Alpha Digital. Ήρθε ένα ακόμη πρωτάθλημα στο νήμα, με εκείνο το 4-3 και την ισοβαθμία με την ΑΕΚ του Ψωμιάδη, χάθηκε το νταμπλ σε έναν τελικό που η ΑΕΚ πήρε την άτυπη ρεβάνς. Το συμβόλαιο του Ζιοβάνι είχε φτάσει στο τέλος του, ο Λεμονής ήταν εμφανές στις δημόσιες τοποθετήσεις του, ότι είχε θέσει άλλες – αγωνιστικές – προτεραιότητες, ο Κόκκαλης αμφιταλαντευόταν σε σχέση με την ανανέωση συμβολαίου, με σαφή ροπή προς το όχι, ωστόσο. Και τότε το ποιμνίο έκανε το χρέος του.

Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, προσπαθώντας να ανταποδώσουν στο ελάχιστο τις μαγικές στιγμές που τους χάρισε ο Ζιοβάνι, πίεσαν όσο ποτέ το Σωκράτη Κόκκαλη, κάποιοι έφτασαν στο σημείο και να τον αποδοκιμάσουν στη “φιέστα” εναντίον της Πάρμα στο “Καραϊσκάκης”. Ένα ολόκληρο πέταλο και η συντριπτική πλειοψηφία του υπόλοιπου γηπέδου να κραυγάζει “Ζιοβάνι για πάντα στο λιμάνι”, να πιέζει τον Πρόεδρο του Ολυμπιακού να τον διατηρήσει στο ρόστερ, να μην φύγει ποτέ. Ο Κόκκαλης ανέκαθεν παρορμητικός και αφουγκραζόμενος τη δίψα του κόσμου για ένα “άλλο” ποδόσφαιρο, έκανε πίσω. Όλοι τον έλεγαν τρελό, οι εφημερίδες είχαν προεξοφλήσει το τέλος του Ζιοβάνι, ο Λεμονής σχεδίαζε την ομάδα χωρίς την παρουσία του, managers πρότειναν ποδοσφαιριστές-αντικατατάτες του. Ο Κόκκαλης όμως έκανε την έκπληξη.

Κάλεσε το Βραζιλιάνο στο γραφείο του, τα βρήκαν σχεδόν αμέσως και έκανε το δώρο στον κόσμο του Ολυμπιακού: Ζιοβάνι τριετίας, θα φύγει – αν φύγει – κλεισμένα 33. Ο Ζιοβάνι συγκινημένος ευχαρίστησε το Θεό και τον κόσμο του Ολυμπιακού. Ανταπέδωσε με το πρώτο γκολ στο ματς “της Ριζούπολης”, στο σεύτερο συνεχόμενο πρωτάθλημα που κατέκτησε ο Ολυμπιακός στην ισοβαθμία. Και πάλι όμως η ομάδα ήταν άνω κάτω. Ο Λεμονής επίσης είχε αποχωρήσει, παρενεβλήθησαν η ατυχής επιλογή του “psychosa” Κάτανετς, η απίθανη έμπνευση Κόλλια, η τελική επιλογή Προτάσοφ. Ο Ολυμπιακός ξαναέκανε το ίδιο σφάλμα, προχώρησε και στη νέα σεζόν με τον “υπηρεσιακό” όπως έκανε και με το Ματζουράκη και η κατάληξη ήταν ακριβώς η ίδια. Ο Ζιοβάνι παρότι ξεκίνησε καλά, παρασύρθηκε στη μετριότητα και τις παλινωδίες της ομάδας.

Latin παροικία VS Μπάγεβιτς

Μετά το τραγικό βράδυ στο Τορίνο, τίποτα δεν ήταν ίδιο στον Ολυμπιακό, χάθηκε ακόμη και ο “βέβαιος” τίτλος από τον Παναθηναϊκό του Γιτζάκ Σουμ, το Κύπελλο στη Νέα Σμύρνη στη λεγόμενη “αποκαθήλωση”. Το δυστυχές της ιστορίας είναι πως προπονητής του Ολυμπιακού ήταν ο Αλέφαντος, ότι κι αν έκανε ο Ζιοβάνι, όσα γκολ κι αν έβαζε ακόμη, η σεζόν είχε τελειώσει στο Τορίνο. Ήταν η τελευταία καλή χρονιά του στην Ελλάδα, ο ερχομός του παλιόφιλου Ριβάλντο του ανύψωσε για λίγο το ήθικο, η συνύπαρξη όμως όλων με τον Μπάγεβιτς που στο μεταξύ ξαναεπιστρατεύτηκε για να ξαναστήσει τον Ολυμπιακό στα πόδια του, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη. Τα αποδυτήρια του Ολυμπιακού εκείνη την εποχή μόνο με ωρολογιακή βόμβα μπορούν να παρομοιαστούν.

Ολόκληρη η latin παροικία στου Ρέντη λοιδορούσε έως σιχαινόταν το Σερβοβόσνιο, ο Ζιοβάνι παρότι μετριοπαθής δεν αποτέλεσε εξαίρεση μιας και στο μεταξύ είχε απωλέσει και τη θέση του στην αρχική ενδεκάδα και είχε μετατραπεί σε ποδοσφαιριστή rotation. Ο Ολυμπιακός εξακολούθησε να είναι άρρωστος, η συνταγή Μπάγεβιτς δεν πέτυχε όπως την πρώτη φορά, ο Ζιοβάνι έφτασε στο σημείο να ζητήσει να φύγει από τον Πρόεδρο του Ολυμπιακού. Πείστηκε να παραμείνει και να εξαντλήσει το συμβόλαιό του, κατέκτησε ένα ακόμη νταμπλ, αλλά τίποτε δεν ήταν όπως παλιά. Ακόμη και το νταμπλ είχε διαφορετική γεύση από τα προηγούμενα, είχε επιτευχθεί με δαιδαλώδη τρόπο και υπό τρομερή αμφισβήτηση.

Τα χρόνια είχαν περάσει, ο Ζιοβάνι ήταν σαφές ότι διήγαγε το τέλος της καριέρας του στην Ελλάδα και τον Ολυμπιακό. Παρέθεσε συνέντευξη Τύπου παρουσία του Κόκκαλη, εξομολογήθηκε ότι τα έξι χρόνια στην Ελλάδα ήταν τα καλύτερα στην καριέρα του κι ας είχε ζήσει από μουντιάλ μέχρι τίτλους με τη Μπαρτσελόνα. Άφησε και τις σαφείς αιχμές του για τον Μπάγεβιτς, αλλά ήταν σαφές ότι είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Αποχώρησε με δάκρυα στα μάτια, ειλικρινή και όχι κορκοδείλια όπως άλλοι. Επέστρεψε για λίγο στη Santos για να ξανανιώσει σημαντικός, “Μεσσίας” όπως κάποτε αποκλείεται να ξαναγινόταν στα 34 του. Έφυγε από τον Ολυμπιακό με 61 γκολ, το ένα ομορφότερο από το άλλο, με εκατοντάδες “ποδιές”, δεκάδες λόμπες, άπειρες στιγμές σπάνιας ποδοσφαιρικής ευφυΐας και τέχνης.

Η επιστροφή στον Εθνικό

Ζιοβάνι ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Ολοκλήρωσε τη σεζόν στη Βραζιλία, ταξίδεψε στο Ριάντ και την Αλ Αχλί για τα τελευταία ένσημα, δεν μπορούσε όμως να βγάλει την Ελλάδα και την αγάπη μας από την ψυχή του. Επέστρεψε έστω για μια χούφτα ματς στον Εθνικό, είδε παλιούς του φίλους να αγοράζουν εισιτήριο μόνο και μόνο για να τον ξαναδούν από κοντά να παίζει ποδόσφαιρο, στα 35 του είχε την ίδια όρεξη, το ίδιο πάθος, την ίδια αφοσίωση. Ο Εθνικός πολύ γρήγορα διαλύθηκε (μια πολύ αμαρτωλή ιστορία), ο Ζιοβάνι μετά πόνου καρδίας επέστρεψε στη Βραζιλία, υπέγραψε για ένα εξάμηνο στη Recife, για ακόμη ένα στη Mogi Mirim και λίγο πριν συμπληρώσει τα 37 του χρόνια περίμενε την πρώτη του αγάπη, τη Santos.

Τα ψάρια ανταποκρίθηκαν, τον κάλεσαν για το τελευταίο αντίο, το τελευταίο τιμητικό συμβόλαιο. Το τίμησε και αυτό ο Ζιοβάνι, σκόραρε κιόλας στις λιγοστές εμφανίσεις που (ξανα)έκανε στο Vila Belmiro. Έκλεισε μια απίστευτη και διάρκειας 21 ετών καριέρα το 2010, εν μέσω δακρύων συγκίνησης και αναγνώρισης της προσφοράς του. Σταμάτησε όπως του άρμοζε, σαν Πρωταθλητής, κατακτώντας και το Paulista και το Κύπελλο Βραζιλίας, οι τίτλοι άλλωστε δεν του έλειψαν ούτε σε συλλογικό ούτε σε εθνικό επίπεδο. Τιμήθηκε από τη Santos, τιμήθηκε εν μέσω αποθέωσης και από τον Ολυμπιακό που όπως ο ίδιος έχει δηλώσει είναι η ομάδα που έχει πιο κοντά στην καρδιά του.

Η ζωή μετά το ποδόσφαιρο

Από τότε που σταμάτησε την καριέρα του επέστρεψε στο Belém, έχτισε και άνοιξε ένα σχολείο, μια κλινική φυσιοθεραπείας αφιερωμένη στο γιο του τον Juliano, ένα παιδί με κινητικά προβλήματα, η ιστορία του οποίου του έδωσε το έναυσμα και να πλησιάσει περισσότερο στο Θεό και να μοιραστεί τα (πολλά) χρήματα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο με τους συμπατριώτες του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκτελεί και χρέη scout για λογαριασμό του Ολυμπιακού, δεν ξεχνά ποτέ τη χώρα μας, τον κόσμο, τη θάλασσα, το κλίμα που “είναι ότι πλησιέστερο στο κλίμα της Βραζιλίας”.

Μοιάζει να μην έχει συνειδητοποιήσει πως ανήκει στα “προστατευόμενα είδη”, αναλογιζόμενος από καιρού εις καιρόν την καριέρα του στις συνεντέυξεις του, εμφανίζεται με παράπονο κυρίως για την αποπομπή από τη Barcelona, για την πενιχρή προσφορά του στην Εθνική (20 ματς με 6 γκολ σε μια τετραετία) αλλά δηλώνει ότι όσα στερήθηκε του τα έδωσαν πίσω απλόχερα ο Ολυμπιακός και η Santos. Νιώθει ευλογημένος που ήρθε στην Ελλάδα, εμείς που τον είδαμε να παίζει ποδόσφαιρο. Δύσκολα θα μας ξεχάσει, ακόμη πιο δύσκολα θα τον ξεχάσουμε εμείς. Χρόνια πολλά Gio.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ