Η φανταστική εξομολόγηση του Μαραντόνα για τα γενέθλιά του
Ο Ντιέγκο Μαραντίνα έχει γενέθλια στις 30 Οκτωβρίου και γράφει ένα γράμμα στον εαυτό του.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα κλείνει τα 59 χρόνια του και γράφει μία ολότελα φανταστική (και ενδεχομένως αναληθή) επιστολή στον εαυτό του.
“Κάπου κάπου, μετανιώνω που έκανα τόσα ναρκωτικά. Το είπα και στον Εμίρ. Ήθελα να το φωνάξω, όταν σχεδόν του ψιθύρισα ‘φαντάσου Εμίρ τι παίκτης θα ήμουν, αν έκοβα τα ναρκωτικά. Τι παίκτη χάσαμε, τι παίκτη χάσαμε’.
Και είναι περίεργο, αλλά το εννοούσα. Το ένιωθα ακριβώς, εκείνη τη στιγμή, ότι ήταν σαν να μιλούσα για άλλον. Για κάποιον που δεν υπάρχει. Για έναν ποδοσφαιριστή που τον σχεδίασε ένας σκιτσογράφος, κάπου στην Πλάτα, ή που τον ζωγράφισε ο Μπόρχες.
Οι λέξεις ποτέ δεν έφθαναν. Κι αυτή η οργή καθρεφτίστηκε κατευθείαν πάνω τους. Ποτέ δεν ήμουν εκείνος που θα έπρεπε, δεν ήμουν αυτός που θα έπρεπε, ενώ μεγάλωνα. Ήταν διαφορετικά. Μου άρεσε η μπάλα. Δεν υπήρχαν δεύτερες σκέψεις. Δεν υπήρχαν σύνθετες σκέψεις. Ήμουν ένα πειραματόζωο. Έχετε ακούσει τώρα τελευταία κανέναν να μπλέκει με ναρκωτικά; Στο τσακίρ κέφι τους, να παίρνουν καμιά απαγορευμένη ουσία. Εγώ έκανα κοκαΐνη στο ημίχρονο. Και μιλούσαν για απαγορευμένες ουσίες. Είναι το ίδιο πράγμα; Έπαιρνα κάτι που με έκανε να μην παίζω καλά. Δεν έβλεπα κανέναν. Λες τα ναρκωτικά να μου τα έστειλε ο Θεός, για να μη δει ποτέ ο άνθρωπος πόσο καλός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής; Δεν στο κρύβω, το έχω σκεφτεί. Φαντάσου να ήμουν στο 100% μου για δύο ή τρία χρόνια. Φαντάζεσαι; Πήρα ναρκωμένος το Παγκόσμιο Κύπελλο, το πρωτάθλημα Ιταλίας, το Κύπελλο UEFA και έπαιξα σε ακόμα έναν τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου. Φαντάσου να μην είχα ξεκινήσει τα ναρκωτικά στη Βαρκελώνη.
Από εκείνη τη μέρα που τους έσπασα το κύπελλο στο μουσείο, όταν δεν μου έδιναν το διαβατήριο για να πάω να παίξω στο φιλικό για τον Μπερντ, κανείς δεν με άντεχε. Έρχονταν οι φίλοι μου κατά δεκάδες, οι μπριζόλες από την Αργεντινή, οι γυναίκες από παντού. Και πριν γίνω ο Θεός ήμουν ο Σατανάς. Ξεκίνησα ως άγγελος, βλέπεις, ως κάποιος που προοριζόταν να κάνει τον κόσμο ευτυχισμένο και κατέληξα να κάνω τον κόσμο ευτυχισμένο κι εγώ, ως stand up κωμικός, να είμαι το μόνο πρόσωπο που παρέμενε εξοργισμένο. Ακόμα και το πρόσωπό μου, που έλαμπε όταν φτάναμε στις μεγάλες νίκες, δημιουργούσε την απάτη της χαράς, γιατί ήμουν συνεχώς εξοργισμένος. Αλλά βέβαια υπήρχε η μπάλα και η μπάλα ερχόταν στα πόδια και όταν το αριστερό την ακουμπούσε, ήταν σαν τη μητρική αγκαλιά, σαν να έχει κουλουριαστεί σε εμβρυακή στάση μέσα στα στιβαρά αν και αδύνατα χέρια της μαμάς.
Ήταν άγρια χρόνια. Αυτά στη Νάπολη, λέω. Δεν είναι μυστικό ότι χρωστούσα χάρη σε κάποιους στην πόλη και ότι μου έσπασαν το αμάξι το 1988, όταν πήγαμε να πάρουμε το δεύτερο πρωτάθλημά μας. Κάναμε τις 5 τελευταίες αγωνιστικές μία ισοπαλία και 3 ήττες και χάσαμε το προβάδισμα στη βαθμολογία. Αναστήσαμε τη Μίλαν και αφού το κάναμε αυτό, οι μέρες μας ήταν μετρημένες. Κι όταν ήρθε εκείνο το καλοκαίρι του 1990, που έβαλα τον αδελφό μου να τσακωθεί με τους Ιταλούς και μπήκα στο ‘Σαν Πάολο’ για να παίξω ‘τελικό’ απέναντί τους, κάπου βαθιά μέσα μου ήξερα ότι μου την είχαν στημένη. Αλλά ήταν βαθιά μέσα μου, εκεί που βρισκόταν η ανθρώπινη συνείδησή μου, γιατί, για να πω την αλήθεια, κανέναν δεν λογάριαζα. Δεν υπήρχε κανείς να με αντιμετωπίσει. Κι έτσι νόμιζα ότι δεν μπορούσε κανείς να με αντιμετωπίσει. Αλλά ήξερα ότι αφού πήρα το πρωτάθλημα και τους νίκησα στον ημιτελικό, αφού μέχρι και τον αδελφό μου έβαλα να τσακωθεί με τους Ιταλούς δημοσιογράφους και αφού δοκίμασα μέχρι και την επίκληση στο συναίσθημα για να βάλω τους νότιους σε τύψεις συνείδησης, με κάποιον τρόπο οι χαρτογιακάδες θα μου την έφερναν. Όλοι ήξεραν τι έπαιρνα, απλώς ήταν θέμα χρόνου να το βγάλουν έξω. Και το έκαναν να φαίνεται σαν να μη φταίει η ήττα τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο, πέρασε λίγος καιρός και μετά με έστησαν. Και με έστησαν ξανά, τέσσερα χρόνια μετά. Το ξέρετε όλοι ότι θα παίρναμε το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το ξέρετε ότι θα νικούσαμε τη Ρουμανία στους ’16’, τη Σουηδία στον προημιτελικό και μετά θα κανονίζαμε τη Βραζιλία και την Ιταλία στον ημιτελικό και τον τελικό. Διάολε, είχα τον Φερνάντο πίσω και τον Γκαμπριέλο μπροστά.
Όπως, βέβαια, ξέρετε και εδώ μισοκλείνω τα μάτια, ότι ορκίστηκα μάταια πως δεν είχα κάνει χρήση, όταν εκείνη η ξανθιά με πήρε από το χέρι και με πήγε για έλεγχο. Δεν ήταν δυνατόν να μην είχα κάνει. Και όταν μιλούσα για τη μαφία της FIFA, κορόιδευα τον εαυτό μου, γιατί έχω μια ιδέα τι είναι η αληθινή μαφία.
Δεν ξέρω καν αν το πάθος αυτό, που με βάζει να σταυρώνω τα χέρια μου και να μιλάω στον ουρανό είναι για το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτή η ζωή. Την έζησα με όλες τις διαθέσιμες αισθήσεις και παραισθήσεις, επίσης την έζησα κι όταν δεν επρόκειτο να την ζήσω. Μου είχαν πει για όλα εκείνα τα αναμμένα κεριά κατά μήκος της Αργεντινής όταν επρόκειτο να πεθάνω, όταν ήταν σίγουρο ότι θα ακολουθούσα τη μοίρα τόσων και τόσων ανθρώπων. Ήμουν διαολεμένα αθάνατος, γι’ αυτό δεν ανήκα ποτέ στον Παράδεισο. Ήμουν ο Σατανάς και με αυτόν τον τρόπο έκανα ό,τι έκανα. Οι άνθρωποι με αγάπησαν γιατί ήθελαν να είναι σαν εμένα. Να μη δίνουν δεκάρα τι κάνει ο δίπλα, να τους υποκλίνονται και ταυτοχρόνως να βρίζουν το καθεστώς, λες και δεν είναι μέρος του.
Βλέπεις τώρα τον καημένο τον Λίο, τον έχουν αλυσοδέσει, πηγαινοέρχεται ανήμπορος να αντιδράσει, να ζήσει, να κάνει οτιδήποτε για τον εαυτό του. Η μεγαλύτερη απόλαυσή του ήταν η φοροδιαφυγή, όταν για μένα το να φοροδιαφεύγω ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Έβριζα κάποιον από αυτούς τους συμβούλους, που μου έλεγαν να είμαι ανεκτός πολίτης και ο κόσμος, που το κεφάλι του το χτυπάει σφυρί από τις δηλώσεις και αυτά που πρέπει να πληρώσει, συνέχιζε να με αγαπάει. Ενώ ήμουν καταζητούμενος σε μία χώρα, δεν μπορούσα να πάω και τελικά πήγα, μόνο και μόνο για να με πιάσουν και να με αφήσουν.
Σου γράφω από τον πάγκο, από το γήπεδο. Οι παίκτες της Χιμνάσια Εσκρίμα μού έφεραν την τούρτα. Είχαμε προπόνηση σήμερα, το γρασίδι παραμένει πράσινο κι εγώ πριν φύγω, πάντα θα κάνω ένα κόλπο. Φαντάζομαι πως προπονητής καλός δεν είμαι, γιατί ακόμα να μπορέσω να καταλάβω τις αλλαγές. Κι αν αρχίζει μια εξομολόγηση και παραδέχεσαι τα λάθη σου, πρέπει να τα παραδέχεσαι όλα.
Αλλά αφού έσβησα το κεράκι και οι παίκτες βγήκαν στο γήπεδο και έκαναν ζέσταμα και σουτάκια και αστειεύτηκα με τους άλλους προπονητές, αυτό που μένει να πω είναι ότι ζω. Δεν το περίμενα, μα την αλήθεια. Τα 59 είναι πολλά χρόνια για τις καταχρήσεις μου. Και τι δεν έχω κάνει. Και πού δεν έχω πάει. Και τι δεν έχω πιει. Και τι δεν έχω φάει. Αναρωτιέμαι, αληθινά, σε ποιον έχω κάνει τέτοιο καλό ώστε να μου επιστρέφεται. Αν αρκούσε η μπάλα και το πόσο εύκολο ήταν για μένα να σβήνω όλους τους άλλους από το γήπεδο, ώστε η κλωστή που με κινεί από τον ουρανό να μην έχει σπάσει ακόμη.
Ζω. Είναι κουφό. Αλλά σήμερα έχω γενέθλια. Χρόνια μου πολλά. Χρόνια πολλά Ντιέγκο. Έσωσες τα συκώτια σου, την καρδιά σου και το κεφάλι σου. Δεν τα υπολόγιζες ποτέ αυτά, αλλά να που τώρα σου είναι απαραίτητα, που ίσως καταλαβαίνεις την αξία τους περισσότερο. Το φως που κάποτε νόμιζες ότι από αυτό αποτελείσαι, έχει σβήσει από καιρό. Οπότε μόνο ένα πράγμα απομένει να σου πω: Σου εύχομαι να γεράσεις”.
Πόσα λάθη υπάρχουν στις υποψηφιότητες για τη Χρυσή Μπάλα; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο: