ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Η φανέλα με το νούμερο που φορούσα όταν ήμουν μικρός

Το νούμερο στο πίσω μέρος της φανέλας δεν είναι απλά για να ξεχωρίζουν όσοι παίζουν ποδόσφαιρο και μία τυχαία επιλογή. Για τους περισσότερους σημαίνει πολλά και 8+1 δημοσιογράφοι βγάζουν τα εσώψυχα τους και αποκαλύπτουν ποιο νούμερο κουβάλησαν στα νιάτα τους, όταν έπαιζαν ποδόσφαιρο (ή έστω προσπαθούσαν).

Η φανέλα με το νούμερο που φορούσα όταν ήμουν μικρός

Ενα πουλόβερ του πατέρα, ο Γιάννης Φιλέρης

Μικροί, δηλαδή πόσο μικροί; Δέκα-δώδεκα;Κοιτάξτε να δείτε, στο μακρινό 1977 (χα,χα) όποια φανέλα και να μας είχε γυαλίσει … δεν μας την έπαιρναν οι γονείς, γιατί απλά δεν είχαν λεφτά. Τότε, κάθε Σάββατο βλέπαμε αθλητικό απόγευμα στην ΥΕΝΕΔ με αγγλικό ποδόσφαιρο, που μετέδιδε ο Βασίλης Γεωργίου (αργότερα και ο Γιάννης Αργυρίου) και είχα εντυπωσιαστεί από κάτι. Όλοι οι τερματοφύλακες στην Αγγλία, φορούσαν πράσινη φανέλα, είτε ήταν ο Κλέμενς της Λίβερπουλ, ή ο Μπέιλι της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ξέχασα να επισημάνω ότι ήμουν και ένας ανερχόμενος τερματοφύλακας, που στα όνειρά μου, έπαιζα ήδη στο Γουέμπλεϊ, το Σαν Σίρο και το Μπερναμπέου. Στο ξυπνιο μου, περιοριζόμουν στο γηπεδάκι της Πλατείας Μεσολογγίου, το Παναθηναϊκό Στάδιο και σε ιδανικές περιπτώσεις στο πράσινο (το μεγάλο) γήπεδο της Πανεπιστημιούπολης.δαΈψαχνα να βρω μετά μανίας μια τέτοια φανέλα σε όλα τα λιγοστά μαγαζιά αθλητικών ειδών που υπήρχαν τότε. Είδα κι απόειδα, πήρα ένα πράσινο πουλόβερ του συγχωρεμένου του πατέρα μου, κότσαρα το “1” από πίσω και έγινα… ο Ρέι Κλέμενς των φτωχών.

Το ‘5’ με μαρκαδόρο, ο Σταύρος Καραΐνδρος

Λόγου όγκου (βασικά, άμπαλος ήμουν, απλά το διατυπώνω πιο ευγενικά), η συνηθισμένη θέση μου στο ποδόσφαιρο ήταν στην άμυνα. Και επειδή τα παλιά χρόνια που ζήσαμε την αρίθμηση στις φανέλες από το 1 έως το 11 είθισται τα πρώτα νούμερα να είναι αυτά των αμυντικών, το 5 μπήκε κάπου, κάπως, κάποτε στη ζωή μου. Μάλιστα, η πρώτη μου φανέλα δεν ήταν από αγορά ή δώρο, αλλά προήλθε από δική μου ευρεσιτεχνία. Μία άσπρη κοντομάνικη μπλούζα, όπου σχηματίστηκε στην πλάτη με μαρκαδόρο το 5, αλλά επειδή με τα πλυσίματα το χρώμα έφευγε, κατέφυγα στη λύση της ταινίας.

Αυτές οι μαύρες, αυτοκόλλητες ταινίες, μία εκ των οποίων σπατάλησα για να σχηματίσω στην πλάτη τον αριθμό και έκανα τον πατέρα μου να την αναζητά στα εργαλεία του. Ενα μεγάλο, τετραγωνισμένο 5 που έγινε το σήμα κατατεθέν στην αλάνα, στις πρώτες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις. Αμυντικός γαρ.

Οταν μετά από κάποια χρόνια μού έκαναν δώρο την φανέλα της Γιουβέντους (την πρώτη που απέκτησα), αυτή την κλασική των αρχών της δεκαετίας του ’90 με την διαφήμιση γνωστής γαλατοβιομηχανίας μπροστά, δεν υπήρχε η επιλογή νούμερου. Να σας πω την αλήθεια, ουδόλως με απασχολούσε γιατί το όνειρο ήταν να αποκτήσω αυτή τη φανέλα και μετά όλες τις άλλες που έφτασαν κατά καιρούς στα χέρια μου. Η ανάμνηση του 5 είχε σβήσει από το μυαλό, αλλά αυτή της μαυρόασπρης ριγωτής ποτέ. Και να σας πω την αλήθεια, το 5 σε φανέλα της Γιουβέντους δεν ήταν ό,τι καλύτερο εμφανισιακά.

Το “23” του Jordan ο τερματοφύλακας, Θοδωρής Ρούσσος

Η φανέλα με την οποία έχω συνδέσει τα παιδικά μου χρόνια, ήταν μια ρέπλικα των Chicago Bulls. Αυτή φορούσα όταν έπαιζα ποδόσφαιρο. Πάντα είχα ως όνειρο να φορέσω το δέκα (λόγω Ντέταρι), αλλά δεν ήμουν ο καλός της παρέας, της ομάδας, ούτε καν της γειτονιάς. Ημουν ο χοντρός της παρέας, της ομάδας και της γειτονιάς, άρα η θέση μου ήταν ανάμεσα στις πέτρες ή τις τσάντες: τερματοφύλακας. Οπότε είτε εμφανιζόμουν με τον “άσο”, είτε με το “23” του Michael Jordan, o στόχος ήταν ίδιος: Οχι να περπατάω στον αέρα, αλλά να βοηθάω την ομάδα μου με τα χέρια. Με αυτή τη φανέλα έχω συνδέσει, το ποδόσφαιρο της αλάνας και τις μελανιές στους γοφούς και τους αγκώνες μου.

Όταν ξαπλώνει το ‘8’, ο Ηλίας Ευταξίας

Είναι περίεργο, αλλά είναι αλήθεια. Ποτέ δεν κατάφερα να συνδέσω το νούμερο της φανέλας που επέλεγα μικρός, με κάποιον ποδοσφαιριστή. Άλλωστε, πρώτα ερωτεύτηκα το ‘8’ και μετά είδα τον Ινιέστα και τον Τζέρναρντ να το κουβαλούν με μεγαλοπρέπεια. Ίσως αν είχαν γίνει ανάποδα τα πράγματα να είχα επηρεαστεί, αλλά όχι. Μη μπερδεύεσαι, δεν είχα καμία σχέση με την ποδοσφαιρική ευφυΐα του μαέστρου της Μπαρτσελόνα ή την αρχηγική αύρα του Άγγλου, αλλά επειδή από μικρός ήξερα πως δεν είμαι ταλέντο, απέφυγα ευλαβικά το ‘9’ – ’10’ – ’11’. Η επιλογή της φανέλας βέβαια δεν ήταν τυχαία. Το ‘8’ κάνει λιγότερα χιλιόμετρα και λάντζα από το ‘6’ και μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας που τραβάει το ’10’. Παράλληλα όμως προσφέρει ουσία και μαγεία. Όλα αυτά βέβαια είναι άσχετα, καθώς εγώ αγωνιζόμουν συνήθως ως δεξί μπακ, αλλά νούμερο φανέλας δεν δεχόμουν να αλλάξω. Αργότερα, όταν έμαθα πως αν ξαπλώσεις το ‘8’ σημαίνει άπειρο, την ψώνισα λίγο παραπάνω και για να μου πάρεις τη φανέλα έπρεπε να κεράσεις σουβλάκια για τουλάχιστον ένα μήνα. Στο τέλος, τα σουβλάκια κέρδισαν και το ποδόσφαιρο δεν έχασε τίποτα περισσότερο από έναν περίεργο που έπαιζε δεξί μπακ(α) με το ‘8’ στην πλάτη.

Το “18′ του Γιούργκεν Κλίνσμαν, ο Γιώργος Περπερίδης

Ήταν ποδοσφαιρικός έρωτας με την πρώτη ματιά. Ψηλός, ξερακιανός, με ξανθιά χαίτη και ψυχρός εκτελεστής με κάθε τρόπο. Μόλις τον είδα για πρώτη φορά στο γήπεδο ήμουν δεν ήμουν 12-13 χρονών. Και είπα “αυτός είναι”. Παρακολούθησα φανατικά την καριέρα του. Σε αυτόν οφείλεται ότι συχνά – πυκνά με “γλεντάει” ο περίγυρος για τις ομάδες που υποστηρίζω σε Ιταλία και Αγγλία. Βλέπετε, όταν φόρεσε τη φανέλα της Ίντερ και μετά αυτή της Τότεναμ (έγινε μόλις ο τρίτος ξένος στην ιστορία του αγγλικού πρωταθλήματος που είχε ψηφιστεί ως ο κορυφαίος παίκτης τη σεζόν), δεν μπορούσα παρά να ταυτιστώ απόλυτα. Ήταν και αυτός που έκανε μόδα το Νο 18 στην πλάτη των στράικερ. Τα βάζα που έσπασα στο σπίτι, με τη μάνα μου να με κυνηγάει με τον πλάστη (ξέρετε, εκείνο το κυλινδρικό με το οποίο ανοίγουν φύλλο), ήταν προϊόν των προσπαθειών μου να μιμηθώ τον τρόπο που σκόραρε. Μέχρι και ψαλιδάκια από τον καναπέ στο πάτωμα έκανα (ναι ξέρω, ήμουν βαρεμένος). Βέβαια το ταλέντο μου έφτανε μέχρι τη θέση του στόπερ και αργότερα αυτή του αμυντικού μέσου στα τοπικά του Πειραιά. Αλλά το “18” σπανίως το αποχωριζόμουν (όταν “ελευθερώθηκαν” τα νούμερα και στην Ελλάδα). Σε κάθε περίπτωση, Γιούργκεν Κλίνσμαν ήσουν λατρεία. Και παραμένεις μια από τις πιο όμορφες ποδοσφαιρικές αναμνήσεις των παιδικοεφηβικών μου χρόνων. Μόνο “18”.

Το ’10’ (φυσικά), ο Κώστας Μπράτσος

Ως το καλύτερο αριστερό πόδι του Παγκρατίου, αναπόφευκτα οι fans μου με ταύτιζαν με παίκτες άρτιας τεχνικής κατάρτισης. Παραδοσιακά αυτοί στους αγώνες φορούσαν τη φανέλα με το νούμερο 10, οπότε η σύνδεση ήταν αναπόφευκτη. Εξάλλου, η θέση μου ήταν ‘δεκάρι’, έστω κι αν συχνά μικρός έπαιζα και ρόλο ‘φουνταριστού’, όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Ακόμα κι όταν ακολούθησα δρόμο Φραντς Μπεκενμπάουερ και σταδιακά οπισθοχώρησα μέχρι τη θέση του λίμπερο, διατήρησα το καλύτερο αριστερό πόδι του Παγκρατίου και ως εκ τούτου κράτησα και το νούμερο σε όποια φανέλα κι αν φορούσα, ακόμα κι αν ο καλύτερος παίκτης που είδα, φορούσε άλλο νούμερο, το 22, αλλά έπαιζε σε χώρο ‘δεκαριού’.

Το ’11’ του Ντέμη, ο Ηλίας Αναστασιάδης

ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Δεν έχω παίξει σε ποδοσφαιρική ομάδα, αλλά έχω παίξει τόνους ποδόσφαιρο στη ζωή μου. Φήμες λένε ότι ήμουν γνωστό καφενείο, αλλά τις διαψεύδω και ανταπαντώ. Ποιος ο λόγος ένας φουνταριστός που βρίσκει ανελλιπώς δίχτυα να γυρίζει πίσω για να βοηθάει στην άμυνα. Μικρός είχα έκρηξη, καλό δεξί, αξιοπρεπές αριστερό και οι ιδανικές μου συνθήκες ήταν να παραμονεύω σε κάποιο κόρνερ ή φάουλ αντιπάλου για να ξεχυθώ μόνος στην αντεπίθεση. Σαφώς, μου ήταν χρήσιμο το γεγονός ότι δεν παίζαμε με οφσάιντ, γιατί σίγουρα θα είχα σπάσει κάθε γνωστό ρεκόρ στα σχολεία της Αθήνας. Φόραγα το 11 του Ντέμη στην κυριολεξία. Είχα λιώσει τη φανέλα με τον μεγάλο, 3D δικέφαλο, γνωστή και ως καλύτερη φανέλα στην ιστορία της ΑΕΚ. Ήμουν πιο ψηλός από τον Ντέμη, γι’ αυτό καμπούριαζα όταν παίζαμε μπάλα. Ήθελα να αισθάνομαι κοντός, γιατί Ντέμης αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς. Ήμουν τόσο καλός στην μπάλα, που τελικά έπαιξα μπάσκετ σε ομάδες. Τι να κάνεις, συμβαίνουν αυτά.

Τερματοφύλακας με όνομα “Τσίριο” και “1”, ο Νίκος Συριώδης

Μεγάλωσα στη Χίο και οι περισσότεροι φίλοι μου και συμμαθητές εκεί με φωνάζουν Τσίριο. Πώς προέκυψε αυτό; Είχε πάει ένα φιλαράκι στο τσίρκο και είχε παρακολουθήσει τους αδελφούς Τσιριόλο (δεν έχω ιδέα ποιοι ήταν αυτοί), με λένε Συριώδη στο επίθετο και με κάποιο τρομερό τρόπο προέκυψε το “Τσίριο”. Έμεινε από το γυμνάσιο και με λένε έτσι μέχρι και σήμερα. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα…

Όταν έπαιζα μπάλα και ήμουν τερματοφύλακας με προεδρικό διάταγμα… δικό μου (ουδέποτε υπήρξε σχετική διαπραγμάτευση), είχα κλασικά το “1” και το σχετικό παρατσούκλι στη φανέλα. Παρέπεμπε και σε Ιταλό που έχουν παράδοση στους γκολκίπερ, επομένως έδεσε το γλυκάκι μια χαρά. Εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία υπήρχε ο Παλιούκα, ο Τόλντο, ο Μαρκετζιάνι, ο Περούτσι, ο Ρόσι…

Μπάλα με κουτάκι πορτοκαλάδας, με μπαλάκι του τένις, με καπάκι από μπουκαλάκι νερό, με οτιδήποτε μπορούσε κάποιος να κλωτσήσει. Όταν υπήρχε μπάλα (Select κατά προτίμηση), γινόταν πάρτι. Ανίκητος κάτω από τα γκολπόστ, η περιβόητη “στάση Τσίριο”. Μάχη για το μηδέν παθητικό κάθε φορά!

Το ‘7’ της μοίρας του, ο Γιάννης Ζωιτός

Lucky Number Se7en. Δεν κατάλαβα ποτέ αν με ‘καταδιώκει’ ή εγώ το κυνηγώ. Ταυτιστήκαμε όμως απ’ όταν ήρθα στη ζωή – είναι παντού. Ονομαστική εορτή και γενέθλια προσδιορίζονται από το ‘7’, δεν έλειπε ποτέ (όπως τα ‘παράγωγά’ του) από τα δελτία του ΛΟΤΤΟ που συμπλήρωνα πιτσιρικάς με τον παππού, ήταν ο αριθμός που συνόδευσε την καριέρα του Δημήτρη Σαραβάκου και αυτός της πρώτης εμφάνισης που επέλεξα να φορέσω ως παίκτης του μπασκετικού Χαραυγιακού στ’ ανοικτά της Ηλιούπολης. Ευχή και κατάρα δηλαδή, γιατί ούτε χρήματα μού απέφερε ούτε φυσικά καριέρα κατάφερα να κάνω. Τουλάχιστον έκανε αντί εμού ο κορυφαίος όλων, ο ‘μικρός’ που μάς μεγάλωσε. Μήπως αυτός να ‘ναι ο υποσυνείδητος λόγος που όποιες εμφανίσεις ευρωπαϊκών κλαμπς αγόρασα έκτοτε να είναι no name – no number στην πλάτη;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ