ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Η αλήθεια του Calciopoli θα έπρεπε να “καίει” την Ίντερ όσο και τη Γιουβέντους

Η έφεση της Γιουβέντους να της επιστραφεί ο τίτλος του 2006 απορρίφθηκε. Η "γηραιά κυρία" έπεσε θύμα κακοδικίας, πίσω από την οποία πάντα βρισκόταν η Ίντερ. Η αληθινή ιστορία του Calciopoli είναι διαφορετική από τη δικαστική.

Η αλήθεια του Calciopoli θα έπρεπε να “καίει” την Ίντερ όσο και τη Γιουβέντους
ΣΟΥΠΕΡΛΙΓΚΑ / ΗΡΑΚΛΗΣ - ΠΑΟΚ (MOTION TEAM) MotionTeam

Δεκατρία χρόνια έχουν περάσει από το καλοκαίρι του 2006, όταν η Ιταλία έγινε το επίκεντρο του ποδοσφαιρικού κόσμου, εντός κι εκτός γηπέδων. Τον Μάιο εκείνου του έτους ξέσπασε το πιο σημαντικό σκάνδαλο του αθλήματος, που είχε ως αποτέλεσμα τον υποβιβασμό από τη Serie A και την ταπείνωση της πιο πετυχημένης ομάδας της χώρας εντός των τειχών, Γιουβέντους.

Την ώρα που οι διεθνείς Ιταλοί σήκωναν το τρόπαιο του Μουντιάλ στα γήπεδα της Γερμανίας, πίσω στη Ρώμη, ο Λουτσιάνο Μότζι και οι λοιποί μπλεγμένοι παράγοντες σήκωναν τον δικό τους σταυρό, σε μία διαδικασία που αρχικά ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2014, με τη δημοσιοποίηση του σκεπτικού των ποινών από το τελευταίο ποινικό δικαστήριο.

Παρ’ όλα αυτά, η Γιουβέντους συνέχισε τις προσπάθειές της να ανακτήσει τους δύο χαμένους τίτλους, του 2005 και του 2006, ή έστω να μην απονεμηθεί ο τελευταίος στην Ίντερ (εκείνος του 2005 δεν απονεμήθηκε κάπου), θεωρώντας ότι οι “νερατζούρι” θα έπρεπε να βρίσκονται στη θέση της. Τη Δευτέρα, η CONI, η Ολυμπιακή Επιτροπή της Ιταλίας η οποία αποτελεί τον ανώτατο αθλητικό φορέα της χώρας, απέρριψε το αίτημα της “γηραιάς κυρίας” να ανοίξει ξανά την υπόθεση εις βάρος της ομοσπονδίας (FIGC) και της Ίντερ, με συνέπεια τα δεδομένα να μείνουν ως έχουν.

Όλο αυτό το χρονικό διάστημα πληκτρολογήθηκαν άπειρες λέξεις για το “Moggiopoli” (όρος που στην Ιταλία χρησιμοποιούσε για δικούς της σκοπούς η “Gazzetta dello Sport”), με εστίαση στο σύστημα της Γιουβέντους που λυμαινόταν το ιταλικό ποδόσφαιρο. Σπάνια κάποιο δημοσίευμα προσέγγιζε το ζήτημα από τη σκοπιά της “γηραιάς κυρίας” και δη στο εξωτερικό.

Το Contra.gr είχε ρίξει φως στην “άλλη άποψη” το 2014, ερευνώντας τα γεγονότα και τις (εν μέρει δικαιολογημένες όπως προκύπτει) διαμαρτυρίες των “μπιανκονέρι” περί άδικης τιμωρίας. Μέσα από ένα εκτενές αφιέρωμα που επαναφέρεται στο προσκήνιο, θα αναλυθεί αφενός ο ρόλος της Γιουβέντους στο σκάνδαλο, που δεν ήταν τόσο μεγαλύτερος σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες, αποκλειστικά βάσει των στοιχείων που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο, αφετέρου θα εξεταστεί το σύστημα της Ίντερ που φέρεται να προκάλεσε αυτήν την εξόντωση της “γηραιάς κυρίας”.

Highlights

– Ο επικεφαλής ερευνών, καταδικασθείς για προηγούμενη υπόθεση, εξέτασε μόνο 3.000 συνομιλίες από τις 171.000 που είχε στη διάθεσή του

– Το αθλητικό δικαστήριο δεν επέτρεψε τη χρήση video, ηχητικών αποσπασμάτων ή μαρτύρων στους κατηγορούμενους λόγω οικονομίας χρόνου.

– Ο Λουτσιάνο Μότζι αθωώθηκε ή απαλλάχθηκε των κατηγοριών σε 4 από τις 5 δίκες του σε ποινικά δικαστήρια.

– Ο πρώην διευθυντής της Γιουβέντους είχε δημιουργήσει ένα δίαυλο επικοινωνίας μέσω κινητών με ελβετική SIM για να αποφύγει παρακολουθήσεις / υποκλοπές.

– Μία “προδοσία” εξέχοντος στελέχους της πλευράς Ανιέλι εμπόδισε την απόλυτη δικαίωση της Γιουβέντους από τον Οκτώβριο του 2006.

– Ο νέος πρόεδρος της ομοσπονδίας, Γκουίντο Ρόσι, άλλαξε εν μια νυκτί τον κανονισμό βάσει του οποίου έπρεπε να τιμωρηθεί η Γιουβέντους και οι υπόλοιπες ομάδες και σύμφωνα με το κατηγορητήριο η ποινή δεν μπορούσε να είναι υποβιβασμός ή αφαίρεση δύο τίτλων.

– Οι τηλεφωνικές συνομιλίες που δημοσιοποιήθηκαν μετά από την ολοκλήρωση του αθλητικού δικαστηρίου ήταν οι πρώτες στις οποίες ενεπλάκη το όνομα της Ίντερ.

– Ο τότε πρόεδρος της Ίντερ, Τζιατσίντο Φακέτι εμφανίζεται ως ο μοναδικός των νέων κασετών που επιχειρεί να επηρεάσει διαιτητές, αδίκημα που επισύρει ποινή υποβιβασμού.

– Ο αθλητικός εισαγγελέας δικαίωσε με δηλώσεις τη Γιουβέντους, αλλά αρνήθηκε να της επιστρέψει τον τίτλο του 2006

– Μάρκο Τρονκέτι Προβέρα, ο mr “Pirelli” και “Telecom Italia”, ο άνθρωπος πίσω από το σκάνδαλο των υποκλοπών που συγκλόνισε την Ιταλία και που έδωσε στο… πιάτο τις συνομιλίες στον Μάσιμο Μοράτι

– Ο πρόεδρος της ομοσπονδίας που αποφάσισε να υποβιβάσει τη Γιουβέντους ήταν πρώην μέλος του ΔΣ της Ίντερ και όταν αποχώρησε από την FIGC, έγινε διευθύνων σύμβουλος στην “Telecom Italia”

– Κάρλο Μπουόρα, ο συνεργάτης του Τρονκέτι σε “Pirelli” και “Telecom Italia”, μέτοχος της Ίντερ και μέλος του ΔΣ της “Gazzetta dello Sport” που βρήκε… αποκλειστικά τις υποκλαπείσες τηλεφωνικές συνομιλίες και “αποκάλυψε” το σκάνδαλο, αργότερα έγινε αντιπρόεδρος της Ίντερ

– Και τα τρία πρόσωπα έχουν στενή σχέση με τους “νερατζούρι”, ενώ ο Μάσιμο Μοράτι μετέχει σε όλες τις εταιρίες τους

– Η “προδοσία” εκ των έσω της Γιουβέντους! Οι εγγονοί του Τζιάνι Ανιέλι, τα αδέρφια Ελκάν, και ο επικεφαλής της Ferrari, Λούκα ντι Μοντετζέμολο, σε μυστικά ραντεβού με τον Τρονκέρι Προβέρα. Η ανοιχτή κόντρα με Μότζι

Εν αρχή ην η… δήλωση

Απρίλιος 2003 και ο ιδιοκτήτης της Βενέτσια, Φράνκο νταλ Τσιν… καταστρέφει το ιταλικό πρωτάθλημα, το κορυφαίο εκείνη την εποχή, με μία και μόνο φράση που εκστομίζει στην τηλεόραση. “Ρωμαϊκή συμμορία διαιτητών που απαντάει στον Μότζι”, ήταν η επίμαχη φράση που χτύπησε “κόκκινο” στις δικαστικές αρχές της Νάπολης, οι οποίες άρχισαν να ξεμπλέκουν σιγά σιγά το κουβάρι του Calciopoli.

Το σκάνδαλο που συντάραξε συθέμελα το κάλτσιο ευθύνεται ευθέως για την απώλεια της αίγλης και του στάτους που κατείχε κάποτε η Serie A και οι ομάδες της. Εν έτει 2014, η Μίλαν δεν αγωνίζεται στην Ευρώπη, η Ίντερ έσωσε το Europa League στο τέλος πέρυσι, ενώ η Γιουβέντους τρομοκρατείται από τις ομάδες που καλείται να αντιμετωπίσει στη φάση των 16, εάν προκριθεί ως δεύτερη του ομίλου που περιλαμβάνεται και ο Ολυμπιακός.

Οι τρεις από τις τέσσερις ομάδες των ημιτελικών του Champions League εκείνης της σεζόν (2002-2003), οι τρεις κορυφαίοι ιταλικοί σύλλογοι, βίωσαν πιο πολύ από κάθε άλλον τις βίαιες μεταβολές που επέφερε η αποκάλυψη ενός συστήματος που ακόμα και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει μετά βεβαιότητας πώς λειτουργούσε, ποιοι βρίσκονταν από πίσω του και πώς άπλωνε τα πλοκάμια του στον χώρο του ποδοσφαίρου της γειτονικής χώρας.

Ούτε ο τότε ιδιοκτήτης της Βενέτσια ούτε κανείς στην Ιταλία δεν μπορούσε να αντιληφθεί το μέγεθος των όσων θα ακολουθούσαν χάρη στην έρευνα των ιταλικών αρχών. Η διπλή επίσκεψή του στην εισαγγελία της Νάπολης, εξάλλου, για να αναλύσει το “σύστημα Μότζι”, δεν θα μπορούσε να έχει συνέχεια, εάν αυτή η μαρτυρία δεν συνοδεύονταν από περαιτέρω καταθέσεις και αποδεικτικά στοιχεία.

Έρευνα λόγω… απαγωγής

Αυτά αποκτήθηκαν από σπόντα λίγους μήνες αργότερα ή πιο συγκεκριμένα από μία απαγωγή, του Ιμάμη του Μιλάνου, Αμπού Ομάρ, από τις μυστικές υπηρεσίες της Ιταλίας και από τη CIA υπό την υποψία τρομοκρατίας. Στις δικαστικές έρευνες που ακολούθησαν την υπόθεση “Imam Rapito” ανακαλύφθηκε ένα εγχώριο παράνομο δίκτυο υποκλοπών που φέρεται να άρχισε το 1996 από τον ιταλικό “κολοσσό” τηλεπικοινωνιών “Telecom Italia”. Όπως αποδείχθηκε, η εταιρία κατέγραφε κατά παραγγελία εισερχόμενα και εξερχόμενα τηλεφωνήματα περισσοτέρων από 5.000 προσώπων της πολιτικής, της κοινωνικής, της επιχειρηματικής ακόμα και της αθλητικής ζωής της χώρας.

Οι αρχές αξιοποίησαν αυτό το υλικό και με βάση ορισμένα από τα ηχητικά ντοκουμέντα που είχαν στην κατοχή τους, διενήργησαν δικές τους -νόμιμες- τηλεφωνικές παρακολουθήσεις σε υπόπτους. Από το 2004 έως το 2006, οι αστυνομικές παρακολουθήσεις στόχευαν κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα του ποδοσφαίρου και το όνομα του τότε γενικού διευθυντή της Γιουβέντους και μέλους της “αγίας τριάδας” της ομάδας, Λουτσιάνο Μότζι, αναπόφευκτα βρισκόταν στην κορυφή της λίστας.

“Όταν εξέθεσε τον Έλληνα διαιτητή”

Σκάουτ των “μπιανκονέρι” το 1973, αργότερα εργάστηκε στη Ρόμα δύο φορές, στη Νάπολι και στην Τορίνο. Ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε τον Πάολο Ρόσι και τον Τζιανφράνκο Τζόλα, αλλά το “ταλέντο” του ήταν άλλο, πιο σκοτεινό. “Τον γνωρίζω 30 χρόνια. Πάντα κινητικός. Τα χρόνια της Νάπολι κρατούσε τον Ντιέγκο Μαραντόνα μακριά από τα ντόπινγκ κοντρόλ. Προκάλεσε τον αποκλεισμό ενός Έλληνα διαιτητή που “πιάστηκε” μετά από τον τελικό Κυπέλλου UEFA Νάπολι – Στουτγκάρδη με τρεις συνοδούς σε ξενοδοχείο“, ξεσπάει ο Νταλ Τσιν στην ” Il Giornale“.

Ο Βρετανός συγγραφέας Τζον Φουτ, από την πλευρά του, στο βιβλίο ” Winning at All Costs: A Scandalous History of Italian Soccer“, υπερθεματίζει: “… Μετακόμισε στην Τορίνο, όπου διοργάνωνε διασκέδαση με… οικοδέσποινες για τους διεθνείς διαιτητές πριν από αγώνες. Η οικογένεια Ανιέλι δεν μπορεί να είχε εξαπατηθεί όταν τον προσέλαβε. Με τα χρόνια, ο Μότζι συχνά συναναστρεφόταν με διαιτητές, συνήθως με τη δικαιολογία που ξέφτισε με τον χρόνο, ότι συναντήθηκαν τυχαία”.

Το 1994 ανέλαβε τη θέση του γενικού διευθυντή του συλλόγου μαζί με τον εκτελεστικό διευθυντή και αφεντικό της “FIAT”, Αντόνιο Τζιράουντο, καθώς και τον πρώην άσο της “γηραιάς κυρίας”, Ρομπέρτο Μπέτεγκα. Γρήγορα απέκτησαν το προσωνύμιο “La Triade”, αλλά όχι με ευγενική χροιά. Στα δώδεκα χρόνια ηγεσίας της στη Γιουβέντους, ο σύλλογος πέρασε στην πιο ανθηρή εποχή της ιστορίας του, μέχρι εκείνον τον Μάιο του 2006, όταν ανακοινώθηκε ότι η ιταλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία (FIGC) αποφάσισε να ασχοληθεί επισταμένως με τα δημοσιεύματα των ημερών που έφερναν στο φως της δημοσιότητας τηλεφωνικούς διαλόγους σημαντικών παραγόντων με τους αρχιδιαιτητές της εποχής, Πιερλουίτζι Παϊρέτο και Πάολο Μπέργκαμο.

Τα πρώτα στάδια της έρευνας

Η έρευνα διατάζεται στις 2 Μαΐου του 2006 και η βασική “μαγιά” της είναι οι συνομιλίες που έφερε στο φως της δημοσιότητας η κορυφαία αθλητική εφημερίδα της χώρας “Gazzetta dello Sport”. Ο Μότζι παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτές, αφού φέρεται να συνομιλεί με όλους τους ανθρώπους του ποδοσφαίρου. Οι εισαγγελίες του Μιλάνου, του Τορίνου και της Νάπολης αρχίζουν ταυτόχρονες έρευνες και παραδίδουν τα εκατοντασέλιδα πορίσματά τους στον αθλητικό εισαγγελέα Στέφανο Παλάτσι.

Μέσα σε ελάχιστες ημέρες, ανακρίθηκαν δεκάδες πρόσωπα, μεταξύ αυτών παράγοντες της ομοσπονδίας, κορυφαίων συλλόγων και διεθνείς ποδοσφαιριστές, και συντάχθηκαν κατηγορητήρια. Ο πρόεδρος της FIGC, Φράνκο Καράρο, ο πρόεδρος της λίγκας, Αντριάνο Γκαλιάνι, και οι διευθυντές της Γιουβέντους, παραιτήθηκαν από τις θέσεις τους. Επικεφαλής του ιταλικού ποδοσφαίρου ήταν πλέον ο Γκουίντο Ρόσι, ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση της όλης υπόθεσης.

Στις 14 Μαΐου η Γιουβέντους στέφεται πρωταθλήτρια Ιταλίας με 91 πόντους, 5 περισσότερους από τη δεύτερη της βαθμολογίας Μίλαν. Μία ημέρα αργότερα, ο Μότζι ανακρίνεται επί πέντε ώρες στην εισαγγελία της Ρώμης. Τα παιχνίδια της Serie A και της Serie B που βρίσκονται στο “μικροσκόπιο” γίνονται ολοένα και περισσότερα μετά από κάθε κατάθεση, μετά από την ακρόαση ενός νέου τηλεφωνικού διαλόγου.

Οι βασικοί κατηγορούμενοι

Στις 22 Ιουνίου, ο εισαγγελέας Παλάτσι παρέπεμψε τις Γιουβέντους, Μίλαν, Λάτσιο και Φιορεντίνα στον αθλητικό δικαστή για παραβίαση του άρθρου 1 ή/και του άρθρου 6 του αθλητικού κώδικα, καθώς και μία σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων ο Μότζι, ο Τζιράουντο, ο Γκαλιάνι, οι ιδιοκτήτες της Φιορεντίνα, Αντρέα ντέλα Βάλε και Ντιέγκο ντέλα Βάλε, ο ιδιοκτήτης της Λάτσιο Κλαούντιο Λοτίτο, ο Καράρο κλπ.

Η εκδίκαση της υπόθεσης αρχίζει στις 29 Ιουνίου και στις 4 Ιουλίου ο εισαγγελέας Παλάτσι εισηγείται (μεταξύ άλλων) τον υποβιβασμό της Γιουβέντους “σε ένα πρωτάθλημα κατώτερο της Serie B”, την αφαίρεση του πρωταθλήματος που κατέκτησε το 2004-2005, την μη απονομή του τίτλου για το 2005-2006, καθώς και τον υποβιβασμό των Μίλαν, Λάτσιο και Φιορεντίνα στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία του καμπιονάτο.

Ώρα υποβιβασμών

Δέκα ημέρες αργότερα έρχεται η ώρα των πρωτόδικων αποφάσεων. Υποβιβασμός στη Serie B των Γιουβέντους, Φιορεντίνα, Λάτσιο, αφαίρεση βαθμών της Μίλαν και οι “μπιανκονέρι” χάνουν και τα δύο τελευταία πρωταθλήματα. Οι εφέσεις στο δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο της ομοσπονδίας σώζουν την κατηγορία για Τοσκανούς και Ρωμαίους, καθώς και το Champions League για τους Λομβαρδούς. Η έφεση της Γιουβέντους, αντιθέτως, διασώζει απλά κάποιους από τους βαθμούς που αφαιρέθηκαν.

Με τους Μότζι και Τζιράουντο να τιμωρούνται με 5 χρόνια αποκλεισμό από κάθε αθλητική δραστηριότητα (και δυνατότητα επέκτασης από την ομοσπονδία μέσα σε αυτά τα 5 χρόνια, όπως κι έγινε αργότερα), το σύστημα που λυμαινόταν το ιταλικό ποδόσφαιρο έμοιαζε να έχει δεχθεί καίριο πλήγμα. Η κάθαρση ήταν προ των πυλών. Στα χαρτιά, διότι στην ουσία, όλα τα παραπάνω δεν ήταν τίποτα άλλο από ακόμα μία “μαύρη σελίδα” στο βιβλίο του κάλτσιο…

Δίκη εξπρές

Η πρώτες επίσημες έρευνες για την υπόθεση “Fuorigioco” (“Οφσάιντ”) άρχισαν στις 2 Μαΐου. Στις 15 του μήνα, οι ΠΟ κάθε φιναλίστ του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006 έπρεπε να δηλώσουν τις 23άδες τους στη FIFA. Ως εκ τούτου, οι Ιταλοί διεθνείς έπρεπε να καταθέσουν όσο πιο σύντομα μπορούσαν ενώπιον των αρχών, ώστε μετά να τεθούν στη διάθεση του τότε ομοσπονδιακού τεχνικού Μαρτσέλο Λίπι, ο οποίος επίσης έπρεπε να καταθέσει ως μάρτυρας, μιας και εμφανιζόταν σε ορισμένες από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα… επισκέψεις αστυνομικών στο προπονητικό κέντρο όπου προετοιμαζόταν η “σκουάντρα ατζούρα” για το Μουντιάλ, όπως και έρευνες στα σπίτια διεθνών όσο αυτοί έλειπαν στις εγκαταστάσεις του Κοβερτσιάνο.

Η διαδικασία ήταν πρακτικά αδύνατον να συντελεστεί σε ομαλούς ρυθμούς. Βασικοί μάρτυρες είχαν υποχρεώσεις στο Μουντιάλ κι έπρεπε να αποχωρήσουν, ενώ η UEFA πίεζε από την πλευρά της για να λάβει τις τελικές λίστες των συλλόγων που θα μετείχαν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις της επόμενης σεζόν. Η αρχική προθεσμία έληγε στις 5 Ιουνίου, χωρίς φυσικά η υπόθεση να έχει τελεσιδικήσει. Η FIGC δεν έστειλε κάποια λίστα, απλά απέσυρε τη συμμετοχή της από το Κύπελλο Intertoto που άρχιζε από τόσο νωρίς. Η UEFA έδωσε νέα προθεσμία μέχρι τις 25 Ιουλίου ώστε η ιταλική ομοσπονδία να επικυρώσει τη βαθμολογία της σεζόν 2005-2006, ειδάλλως θα την απέκλειε από τους κόλπους της.

Η πιο σημαντική δικαστική υπόθεση του ιταλικού αθλητισμού έπρεπε να αρχίσει και να τελειώσει μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες. Το κομμάτι της έρευνας, ήτοι της απομαγνητοφώνησης και καταγραφής χιλιάδων τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η αξιολόγηση των πιο σημαντικών εξ αυτών, η διαβίβαση των στοιχείων από την αστυνομία και τους ερευνητές στους αρμόδιους εισαγγελείς, η ανάγνωσή τους και η εκ νέου αξιολόγηση, οι κλήσεις σε απολογία εκατοντάδων ανθρώπων, οι ανακρίσεις, οι καταθέσεις, η σύνταξη κατηγορητηρίων και φυσικά η ακροαματική διαδικασία και οι εφέσεις έπρεπε να είχαν οδηγήσει σε μία ετυμηγορία μέσα σε 50 ημέρες.

Κάτι τέτοιο ήταν ανθρωπίνως αδύνατο. Εκτός εάν αλλοιωνόταν η διαδικασία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η απαγόρευση της δικαστικής έδρας προς τους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων να χρησιμοποιήσουν video των επίμαχων αγώνων για να αποδείξουν ότι δεν έγινε τίποτα το μεμπτό. Ομοίως, σε μία δίκη που βασίστηκε σε τηλεφωνικές συνομιλίες, δεν επετράπη να ακουστεί κάποιο ηχητικό απόσπασμα, που θα μπορούσε να φανερώσει τη χροιά της φωνής ή τον τόνο γύρω από τον οποίο γίνεται μία συζήτηση. Αντιθέτως, χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα κείμενα των απομαγνητοφωνήσεων. Και φυσικά, δεν εξετάστηκαν μάρτυρες. Για οικονομία χρόνου…

Ο επιλεκτικός κύριος Αουρίκιο

Στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός του προαπαιτούμενου χρονικού πλαισίου έπαιξε ρόλο και ο όγκος της δικογραφίας, ο οποίος έμοιαζε τεράστιος, αλλά όπως αποδείχθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, ήταν το λιγότερο ελλιπής.

Επικεφαλής των ερευνών, όσον αφορά στην καταγραφή και απομαγνητοφώνηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχαν υποκλαπεί από την “Telecom Italia” ή είχαν εξασφαλιστεί από τις παρακολουθήσεις των αρχών από το 2004, ορίστηκε ο συνταγματάρχης Ατίλιο Αουρίκιο.

Το όνομά του δεν εμφανιζόταν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα της γειτονικής χώρας και δη της πρωτεύουσάς της. Προτού εξελιχθεί σε εκ των πρωταγωνιστών της εκδίκασης της υπόθεσης που πραγματοποιήθηκε στο “Ολίμπικο” της Ρώμης, υπήρξε πρωταγωνιστής ενός σκανδάλου κατά τη διάρκεια δημοτικών εκλογών στην “αιώνια πόλη” στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αφού είχε κριθεί ένοχος για αλλοίωση των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας.

Σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, ο Αουρίκιο εξέτασε περίπου 3.000 συνομιλίες, τις χώρισε σε τρεις κατηγορίες με χρωματιστά αυτοκόλλητα (πράσινο οι μη ενδιαφέρουσες, κίτρινο και πορτοκαλί οι ενδιαφέρουσες και κόκκινο οι πολύ ενδιαφέρουσες) και στη συνέχεια διαβίβασε στον εισαγγελέα Παλάτσι αυτές που ο ίδιος έκρινε ικανές να αξιοποιηθούν στη δικογραφία.

Τα αποτελέσματα της δικής του δουλειάς ουσιαστικά καταδίκασαν πρωτίστως τη Γιουβέντους και δευτερευόντως Φιορεντίνα, Λάτσιο και Μίλαν. Όπως γνωστοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα, όμως, οι καταγεγραμμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις από εκείνη τη διετή έρευνα (2004-2006) ανέρχονταν σε 171.000 και ο Αουρίκιο είχε απόλυτη γνώση της ύπαρξης των υπολοίπων τηλεφωνικών κλήσεων. Όταν, μάλιστα, χρόνια αργότερα ρωτήθηκε ενώπιον του δικαστηρίου τι συνέβη με τις υπόλοιπες τηλεφωνικές συνομιλίες και δεν έφτασαν στα χέρια του εισαγγελέα Παλάτσι απάντησε “δεν ξέρω”.

Ο Ιταλός αξιωματικός αλλοίωσε εκ νέου τα στοιχεία που είχε στα χέρια του και διαβίβασε στις δικαστικές αρχές τηλεφωνικές συνομιλίες που “έκαιγαν” τη Γιουβέντους και τον Μότζι κατά κύριο λόγο, καθώς και τις υπόλοιπες μεγάλες ομάδες, πλην της Ίντερ. Καμία συνομιλία από εκείνες που επέλεξε ο Αουρίκιο να δώσει στον εισαγγελέα Παλάτσι από τις 3.000 που -θεωρητικά- εξέτασε δεν στοιχειοθετεί κατηγορία κατά των “νερατζούρι”, παρότι υπήρχαν τέτοιες και μάλιστα πολύ πιο επιβαρυντικές από όσες οδήγησαν στην καταδίκη της Γιουβέντους στο αθλητικό δικαστήριο.

Τρία παιχνίδια, τρεις “αθωώσεις”

Το κατηγορητήριο ήταν τόσο έωλο που αρκετές φορές δημιουργήθηκαν κωμικές καταστάσεις στην δικαστική αίθουσα. Τρανό παράδειγμα ένα από τα παιχνίδια, τα οποία οι παράγοντες της Γιουβέντους κατηγορούνται ότι χειραγώγησαν. Με βάση τις κατηγορίες, ο Μότζι είχε συνεννοηθεί ο διαιτητής του αγώνα Γιουβέντους – Σαμπντόρια της σεζόν 2004-2005 να επιτρέψει ένα γκολ οφσάιντ των “μπιανκονέρι”. Το παιχνίδι τελείωσε όντως με 1-0 χάρη σε γκολ οφσάιντ, μόνο που ο σκόρερ ήταν παίκτης των “μπλουτσερκιάτι” (Άιμο Ντιάνα), αφού οι Γενοβέζοι ήταν αυτοί που νίκησαν!

Μόλις έγινε γνωστό το σωστό αποτέλεσμα, το κατηγορητήριο άλλαξε και το επίμαχο παιχνίδι ήταν πλέον το 3-0 του πρώτου γύρου στο “Λουίτζι Φεράρις”, όπου η Γιουβέντους. Μάλιστα, για το συγκεκριμένο παιχνίδι υπήρχε συνομιλία του διαιτητή Πάολο Ντονταρίνι με τον αρχιδιαιτητή Παϊρέτο, στο οποίο ο πρώτος εξηγούσε στον δεύτερο πώς αρχικά δεν ήθελε να αναιρέσει την απόφαση για ανύπαρκτο πέναλτι υπέρ των γηπεδούχων, αφού το σκορ ήταν ήδη 3-0 υπέρ της “γηραιάς κυρίας” και οι Γενοβέζοι ήταν εξαγριωμένοι από το πρώτο (ορθό) πέναλτι των φιλοξενουμένων. Ήτοι, βάσει όσων καταγράφηκαν στην τηλεφωνική συνομιλία, επιζητούσε διαιτητική εύνοια της Σαμπντόρια εναντίον της Γιουβέντους ώστε να κατευνάσει τα πνεύματα.

Ένα δεύτερο παιχνίδι για το οποίο κατηγορήθηκε η “γηραιά κυρία” είναι το… Ουντινέζε – Μπολόνια, μία αγωνιστική πριν από το Γιουβέντους – Ουντινέζε. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μότζι είχε δώσει εντολή στους διαιτητές να “κιτρινιστούν” οι Τζιαμπιέρο Πίντζι και Ντάβιντ ντι Μικέλε της ομάδας του Φρίουλι, ώστε να συμπληρώσουν κάρτες και να μην αγωνιστούν κόντρα στη Γιουβέντους. Όπερ και εγένετο, ωστόσο αμφότεροι ήταν “καθαροί” από προηγούμενες κάρτες κι έτσι αγωνίστηκαν κανονικά την επόμενη εβδομάδα. Ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχασε τον αγώνα της Γιουβέντους λόγω καρτών ήταν ο Μάρεκ Γιανκουλόφσκι, ο οποίος αποβλήθηκε με κόκκινη στον αγώνα κόντρα στους “ροσομπλού”.

Το τρίτο “επίμαχο” παιχνίδι που αφορά άμεσα τη Γιουβέντους είναι ένα παιχνίδι που δεν την… αφορά με κανέναν τρόπο σε βαθμολογικό επίπεδο. Βάσει κατηγορητηρίου, ο Ντιέγκο ντέλα Βάλε της Φιορεντίνα επικοινώνησε με τον Μότζι και του ζήτησε να επηρεάσει τους διαιτητές ώστε το αποτέλεσμα του Λέτσε – Πάρμα στο φινάλε της σεζόν 2004-2005 να συμβάλει ώστε οι Τοσκανοί να παραμείνουν στην κατηγορία. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι σχετικές τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν καταγραφεί και υπήρχαν στη δικογραφία αφορούσαν σε επικοινωνία του Ντέλα Βάλε με τον Μπέργκαμο (αρχιδιαιτητής), με τον Καράρο (πρόεδρος FIGC) και με τον Τζενάρο Ματσέι (αντιπρόεδρος FIGC), χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά στον Μότζι.

Το άρθρο 1 που μετατράπηκε σε 6 εν μια νυκτί

Ήταν ηλίου φαεινότερον ότι μία τέτοια δίκη εξπρές δεν θα μπορούσε να είχε τα επιθυμητά για ορισμένους αποτελέσματα εάν δεν υπήρχαν διαφόρων ειδών “μαγειρέματα”. Η αλλοίωση των στοιχείων ήταν το ένα, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε δικαιοσύνη σε αθλητικό επίπεδο ένα δεύτερο.

Τα (ελλιπή) στοιχεία που παρουσίασαν οι δημόσιοι κατήγοροι στο αθλητικό δικαστήριο δεν ήταν επαρκή ώστε να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες περί επηρεασμού των διαιτητών.

Οι τηλεφωνικές συνομιλίες που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο δεν εμφάνιζαν τον Μότζι να συνομιλεί με κάποιον διαιτητή που επρόκειτο να διευθύνει αγώνα της Γιουβέντους, αλλά τον Ιταλό παράγοντα να συνομιλεί με τους δύο αρχιδιαιτητές, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τον ορισμό των διαιτητών, χωρίς να τους πιέζει ή να τους δίνει εντολές.

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η Γιουβέντους παραβίασε το άρθρο 1 του αθλητικού κώδικα της Ιταλίας, ο οποίος αφορά τη συμπεριφορά των στελεχών κάθε ομάδας και η οποία κρίθηκε αντιαθλητική. Αναλόγως τη βαρύτητα των αδικημάτων, μία τέτοια παραβίαση επισύρει τιμωρία που κυμαίνεται από ένα μικρό πρόστιμο μέχρι και αφαίρεση ορισμένων βαθμών.

Αντιθέτως, η προσδοκία αρκετού κόσμου κατά την έναρξη της διαδικασίας ήταν να αποδειχθεί παραβίαση του άρθρου 6 που έχει να κάνει με την προσπάθεια απόκτησης πλεονεκτήματος στον βαθμολογικό πίνακα μέσω χειραγωγημένου αγώνα ή απόπειρας χειραγώγησης. Μία τέτοια παραβίαση επιφέρει άμεσο υποβιβασμό της κατηγορούμενης ομάδας, ωστόσο το αθλητικό δικαστήριο απάλλαξε όλους τους κατηγορούμενους συλλόγους από οποιαδήποτε τέτοιου είδους παραβίαση.

Η πλειονότητα των κατηγορουμένων κρίθηκε ένοχη για παράβαση ορισμένων διατάξεων του άρθρου 1, ενώ κάποιες περιπτώσεις όπως του Μότζι και του Τζιράουντο για πολλαπλές και κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις του συγκεκριμένου άρθρου. Με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, κάτι τέτοιο έπρεπε να επιφέρει πιο αυστηρή κύρωση στη Γιουβέντους και στους παράγοντες, αλλά σε καμία περίπτωση ποινή υποβιβασμού και φυσικά αφαίρεσης τίτλων.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ο νέος πρόεδρος της FIGC, Γκουίντο Ρόσι, τροποποίησε την κείμενη νομοθεσία και εξομοίωσε το άθροισμα πολλών παραβάσεων του άρθρου 1 με παράβαση του άρθρου 6, κάτι που ίσχυσε μόνο στην περίπτωση της Γιουβέντους, παρότι κι άλλοι παράγοντες ομάδων είχαν πολλαπλές παραβάσεις του άρθρου 1.

Με τα νέα δεδομένα, ο Ρόσι αποφάσισε τον υποβιβασμό της Γιουβέντους, παρότι οι παράγοντές της δεν είχαν ορίσει ούτε επιχειρήσει να ορίσουν κάποιον διαιτητή σε αγώνα της ομάδας τους ή σε κάποιον άλλον αγώνα του πρωταθλήματος.

Το φιάσκο του ποινικού δικαστηρίου

Η αθλητική δικαιοσύνη στην Ιταλία διαθέτει δύο δικαιοδοτικά όργανα όσον αφορά στην ομοσπονδία, ενώ μία υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί σε τρίτο βαθμό, μέσω της αρμόδιας υπηρεσίας της ανώτατης αθλητικής της χώρας, της CONI (ολυμπιακή επιτροπή).

Μετά από την απόφαση για υποβιβασμό της Γιουβέντους, οι διοικούντες που αντικατέστησαν την “τριάδα” η οποία είχε παραιτηθεί υπό το βάρος των κατηγοριών, αποφάσισαν να παρακάμψουν τις αθλητικές αρχές, οργισμένοι από τη “στοχοποίηση” του σωματείου από το αθλητικό δικαστήριο.

Μάλιστα, έκαναν αίτηση στο περιφερειακό δικαστήριο του Λάτσιο (η επαρχία της οποίας πρωτεύουσα είναι η Ρώμη), ζητώντας την επάνοδο της ομάδας στη Serie A, την επιστροφή των δύο πρωταθλημάτων και αφαίρεση βαθμών έως 20 πόντων. Το αίτημα βασιζόταν στη διαφορά βαρύτητας της ποινής που επιβλήθηκε στη Γιουβέντους σε σχέση με αυτές των υπολοίπων κατηγορούμενων συλλόγων, καθώς και στη ζημιά 130.000.000 ευρώ που θα επέφερε ο υποβιβασμός και η οποία από μόνη της είναι μία “κολοσσιαία” τιμωρία.

Με τη Γιουβέντους να απευθύνεται στην ποινική δικαιοσύνη για μία αθλητική υπόθεση, η FIFA προειδοποίησε τη FIGC ότι εγκυμονεί κίνδυνος αποβολής της για 5 χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εθνικές ομάδες (η πρωταθλήτρια κόσμου στους άνδρες Ιταλία δεν θα μπορούσε να λάβει μέρος στο επερχόμενο Κύπελλο Συνομοσπονδιών και στα Euro 2008 και Μουντιάλ 2010) και τους συλλόγους της χώρας.

Η ομοσπονδία και η CONI κινητοποιήθηκαν άμεσα ώστε να πείσουν τη Γιουβέντους να αποσύρει την αίτηση και να διεκδικήσει το (όποιο) δίκιο της σε αρμόδια αθλητικά όργανα. Μετά από την αποχώρηση της “τριάδας”, οι αποφάσεις από το ΔΣ των “μπιανκονέρι” παίρνονταν με διαφορετικό τρόπο και οι επιρροές προέρχονταν από διαφορετικά πρόσωπα. Ένα εξ αυτών, ο επικεφαλής της Ferrari, Λούκα ντι Μοντετζέμολο, ο οποίος άσκησε πιέσεις ώστε η Γιουβέντους να αποσύρει το αίτημα στο περιφερειακό δικαστήριο και εν συνεχεία ευχαρίστησε την FIGC, μία κίνηση που αρκετός κόσμος χαρακτήρισε “προδοσία” (περισσότερα στο 2ο μέρος του αφιερώματος).

Οι “μπιανκονέρι” εν τέλει υπέκυψαν στις πιέσεις και συντάχθηκαν με τις υπόλοιπες ομάδες που άσκησαν έφεση στην CONI, αποσύροντας την αίτηση στις 31 Αυγούστου κι ενώ την 1η Σεπτεμβρίου ήταν προγραμματισμένη η ακρόασή τους. Οι διοικούντες υποστήριξαν, μάλιστα, ότι η αιτία της μεταστροφής ήταν “η θέληση της FIGC και της CONI να αναθεωρήσουν την υπόθεση”. Εκ των υστέρων, αυτό μεταφράστηκε απλά σε αφαίρεση 9 πόντων από τη σεζόν 2006-2007 στη Serie B, αντί για 17, όπως είχε επιβληθεί δευτεροδίκως. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο πρώην ανώτατος δικαστής Αντόνιο Μπαλντασάρε μίλησε στην “Tuttosport” και υποστήριξε ότι “εάν η Γιουβέντους είχε προχωρήσει στο αίτημά της σε ποινικό δικαστήριο, πιθανότατα θα είχε κερδίσει και ως αποτέλεσμα θα είχε συντρίψει το σύστημα που αυτήν τη στιγμή ελέγχει το ποδόσφαιρο στη χώρα μας”.

Η μάχη του Μότζι

Για πολλά χρόνια, η φιγούρα του Λουτσιάνο Μότζι, του “Λάκι Λουτσιάνο” του ιταλικού ποδοσφαίρου, είχε ταυτοποιηθεί με τη Γιουβέντους. Σε αυτήν τη δύσκολη στιγμή, όμως, ακολούθησαν δρόμους χωριστούς, έστω κι αν κάποιες φορές αυτοί ήταν παράλληλοι.

Ο εσωτερικός πόλεμος που δεχόταν η “τριάδα” και δη τους τελευταίους μήνες πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο ήταν ανηλεής και ουχί πάντοτε κρυφός. Ως εκ τούτου, μικρή έκπληξη προκάλεσε η απόφαση της (νέας) διοίκησης του συλλόγου να μην στηρίξει με δικούς της δικηγόρους τον επί δεκαετία νο 2 του οργανογράμματός της, ούτε φυσικά και τον Αντόνιο Τζιράουντο, σε αυτές τις δικαστικές διαμάχες.

Ακόμα κι έτσι, ο Μότζι κατάφερε να αποκρούσει τη συντριπτική πλειονότητα των κατηγοριών που τον βάραιναν (κέρδισε 4 από τις 5 δίκες σε ποινικά δικαστήρια), παρότι απέναντί του είχε κάθε δικαστικό, κάθε φίλαθλο άλλης ομάδας, σχεδόν κάθε ΜΜΕ και φυσικά την κοινή γνώμη που τον αντιμετώπιζε ως “πέτρα του σκανδάλου” προτού καν (κατά)δικαστεί.

Η έρευνα των αρχών γύρω από το πρόσωπο του Μότζι ήταν πολύπλευρη και δεν αφορούσε μόνο στις επαφές του με το διαιτητικό προσωπικό της Ιταλίας. Εξάλλου, προτού ξεσπάσει το Calciopoli, υπήρχε εν εξελίξει έρευνα σχετικά με την εταιρία μάνατζερ “GEA World”, στην οποία επικεφαλής είναι ο Αλεσάντρο Λίπι, γιος του Ιταλού προπονητή.

Η εν λόγω εταιρία συνεργαζόταν πολύ συχνά με τον Μότζι για μεταγραφικά θέματα (οι αντίπαλοί του υποστηρίζουν ότι μέσω αυτής καθόριζε ποιος παίκτης θα πάει πού σε κάθε μεταγραφική περίοδο) και οι αρχές έκαναν έρευνα για τυχόν ξέπλυμα χρήματος και λογιστικές απάτες. Συν αυτώ, δύο πελάτες της “GEA”, οι Μανουέλε Μπλάζι και Νικόλα Αμορούζο τον κατήγγειλαν για απειλές σε περίπτωση που δεν δέχονταν να αποχωρήσουν από τη Γιουβέντους. Ο δικαστής απάλλαξε τον Μότζι από κάθε οικονομικό αδίκημα σχετικά με την υπόθεση, τον τιμώρησε για βιαιοπραγία, αλλά στην έφεση ο Μότζι αθωώθηκε λόγω “μη σωστής εφαρμογής του νόμου” (το αδίκημα είχε παραγραφεί κατά την εκδίκασή του σε πρώτο βαθμό).

Οι ελβετικές κάρτες SIM

Από τον Οκτώβριο του 2004 μέχρι τον Μάιο του 2005, τα τηλεφωνήματα μεταξύ των ατόμων που παρακολουθούνταν είχαν μειωθεί αισθητά. Το τηλέφωνο του Μότζι χτυπούσε ολοένα και λιγότερο, όπως αυτά των δύο αρχιδιατητών. Οι αρχές που κατέγραφαν κάθε κλήση τους μέχρι τότε είχαν φτάσει σε αδιέξοδο μέχρι που στις 9 Φεβρουαρίου 2005 ο Πάολο Μπέργκαμο, από το κανονικό κινητό του, καλεί σε έναν άγνωστο μέχρι τότε αριθμό, το 41764334741.

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής βρίσκεται ο Μότζι και αμέσως η μονάδα παρακολούθησης άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι. Ο Μότζι μιλούσε σε κινητό με ελβετική SIM, μία από τις πολλές που έφερε από τη γειτονική χώρα. Ο ίδιος ο Μότζι βρέθηκε στο οικογενειακό μαγαζί στο Κιάσο από το οποίο προέρχονταν οι SIM μόνο μία φορά και μάλιστα δεν αγόρασε. Η συναλλαγή ήταν δουλειά ενός συνεργάτη της Γιουβέντους (Τζιανκάρλο Μπερτολίνι), ο οποίος είχε κάνει 10-11 επισκέψεις. Ορισμένες SIM προέρχονταν και από το Λίχτενσταϊν, ενώ υπήρχε και μία από τη Σλοβενία.

Με αυτόν τον τρόπο, ο Μότζι δημιούργησε ένα δίκτυο 31 αριθμών (21 ελβετικών, 9 από Λίχτενσταϊν, ένας από Σλοβενία), τους οποίους μοίρασε στα κατάλληλα πρόσωπα πχ. Παϊρέτο, Μπέργκαμο, τα οποία με τη σειρά τους έδωσαν ορισμένες συσκευές και νούμερα σε δικά τους “κατάλληλα πρόσωπα” (πχ. διαιτητές).

Το πρόβλημα που έγκειται με αυτές τις συσκευές είναι νομικό, αφού αφορούν ξένο κράτος και οι ιταλικές αρχές δεν έχουν δικαιοδοσία να τις παρακολουθούν. Όσες συνομιλίες καταγράφηκαν σε αυτό το διάστημα και μέχρι να τελειώσει ο χρόνος ομιλίας τους, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψιν στις δικαστικές αίθουσες, αφού θεωρούνταν προϊόν υποκλοπής.

Αυτό που χρησιμοποιήθηκε ως στοιχείο, όμως, είναι οι ημερομηνίες και ώρες των κλήσεων, το ποιες ήταν εισερχόμενες και ποιες εξερχόμενες και διάφορα τέτοια στοιχεία που δεν έχουν να κάνουν με υποκλοπή προσωπικών δεδομένων.

Ακόμα κι έτσι, όμως, τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχθεί. Ο Μότζι και οι υπόλοιποι κάτοχοι των ελβετικών αριθμών υποστήριξαν στις καταθέσεις τους ότι ποτέ δεν έκαναν ή έλαβαν τηλεφωνήματα από τους συγκατηγορουμένους τους. Οι δικαστικοί υπάλληλοι της Νάπολης, κατά τη διάρκεια της σχετικής δίκης του Μότζι, απάντησαν με πίνακες που έδειχναν ημερομηνίες, ώρες και αριθμούς κλήσης από τη σεζόν 2004-2005.

Ο Μότζι υποστήριξε ότι οι αριθμοί ίσως να είναι αληθινοί, ωστόσο τα υπόλοιπα δεδομένα είναι πλαστά. Και δεν έμεινε εκεί. Χρησιμοποίησε μία από τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του εκείνη την περίοδο για να δείξει πώς μπορεί να παραβιαστεί η ασφάλεια ενός κινητού τηλεφώνου και να φαίνεται ότι πραγματοποίησε κλήσεις για τις οποίες ο κάτοχός του δεν έχει την παραμικρή ιδέα.

Επισκέφτηκε το στούντιο συνοδεία ενός τεχνικού τηλεφωνικής εταιρίας, ο οποίος μέσω ενός προγράμματος υπολογιστή έκανε χάκινγκ στις συσκευές των παρευρισκομένων και καλούσε διάφορους αριθμούς. Ο τεχνικός υποστήριξε, μάλιστα, ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε σχετικά εύκολα να χρησιμοποιήσει ένα πρόγραμμα που αλλάζει τη φωνή του, κάτι που περιπλέκει την εγκυρότητα των στοιχείων που υποστήριζε πως είχε στα χέρια του ο δημόσιος κατήγορος.

Στην ερώτηση, δε, γιατί είχε στην κατοχή του μία τηλεφωνική συσκευή με ελβετικό νούμερο, ο Μότζι υποστήριξε ότι ήθελε να προστατευτεί από ενδεχόμενο παρακολούθησης από κάποιον ανταγωνιστή του στις συζητήσεις που έκανε με ανθρώπους του ποδοσφαίρου για μεταγραφικά ζητήματα.

Μόνος εναντίον όλων

Ακόμα μία αθώωση για τον Μότζι σε μία… παράπλευρη δίκη, ενώ μία τρίτη υπόθεση, αυτή του ελέγχου των διαιτητών, εγκαταλείφθηκε από το ίδιο το δικαστήριο, από τη στιγμή που κατά τη διάρκεια εκδίκασης του Calciopoli σε αθλητικό επίπεδο, στην ετυμηγορία αναφέρεται κατηγορηματικά ότι κανείς εκ των πρωταγωνιστών δεν επηρέασε ή επιχείρησε να επηρεάσει διαιτητές με στόχο τη χειραγώγηση αγώνα.

Οι περιπέτειες του Μότζι στα ποινικά δικαστήρια περιελάμβανε και μία υπόθεση λογιστικής απάτης. Αυτή ήταν και η μοναδική υπόθεση στην οποία είχε τον ίδιο δικηγόρο με τον Τζιράουντο (ο οποίος είχε κερδίσει κι αυτός όλες τις υποθέσεις μέχρι τότε), ενώ στο κατηγορητήριο περιλαμβανόταν και το όνομα του Μπέτεγκα, του οποίου το όνομα δεν ενεπλάκη στο σκάνδαλο (αν και παραιτήθηκε) και γι’ αυτό επέστρεψε στην ομάδα λίγο αργότερα. Η “τριάδα” βγήκε νικήτρια και σε αυτόν τον αγώνα, μόνο που τώρα Μότζι και Τζιράουντο είχαν να αντιμετωπίσουν το μεγαλύτερη δικαστήριο, που είχε να κάνει με όλες τις προηγούμενες κατηγορίες.

Στο πέμπτο δικαστήριο, περί “συνέργειας σε αθλητική απάτη”, οι δύο κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν εάν θα αποδεχθούν μία άμεση ετυμηγορία που δεν θα επέτρεπε τη χρησιμοποίηση νέων στοιχείων ή θα επέλεγαν να γίνει κανονικά η δίκη. Ο Τζιράουντο επέλεξε την πρώτη εξέλιξη, με συνέπεια να του επιβληθεί 3ετής φυλάκιση με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν από το αθλητικό δικαστήριο του 2006. Κατέθεσε άμεσα έφεση και πλέον είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει και τα νέα στοιχεία που βγήκαν στην επιφάνεια.

Ο Μότζι διάλεξε διαφορετική κατεύθυνση και επιχείρησε να υπερασπιστεί το όνομά του και μαζί με αυτό και την ίδια τη Γιουβέντους. Ενδεχόμενη αθώωση του θα καταργούσε ηθικά κάθε απόφαση που πάρθηκε εκείνο το -εξωαγωνιστικά- “μαύρο” καλοκαίρι.

Τα στοιχεία που “καρφώνουν” την Ίντερ

Η νέα δίκη άρχισε στις 20 Ιανουαρίου 2009. Η πολυπληθής νομική υπηρεσία του Μότζι φέρνει τα πάνω κάτω από τις πρώτες ακροαματικές διαδικασίες, αφού αποκαλύπτει 72 τηλεφωνικές συνομιλίες της διετίας των παρακολουθήσεων, οι οποίες δεν είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης από την FIGC.

Το περιεχόμενο των συνδιαλέξεων είναι ακόμα πιο σημαντικό. Περιλαμβάνει συνομιλίες μάνατζερ σχεδόν όλων των ομάδων με τους αρχιδιαιτητές, με συνέπεια να καταπέσει η θεωρία της “αποκλειστικότητας” του Μότζι με τον Παϊρέτο και ιδίως τον Μπέργκαμο, με τον οποίο τον συνδέει φιλία 30 ετών.

Σε αυτές τις συνομιλίες ακούγεται για πρώτη φορά στη διάρκεια του σκανδάλου και το όνομα της Ίντερ. Ο πρόεδρος του συλλόγου την περίοδο των αποκαλύψεων και παλιός “θρύλος” της ομάδας, Τζιατσίντο Φακέτι, ο οποίος “έσβησε” τον Σεπτέμβριο του 2006, φέρεται να συνομιλεί και αυτός με τους αρχιδιαιτητές. Αν και τόσο ο ίδιος, όσο και ο Μάσιμο Μοράτι είχαν δηλώσει ότι ποτέ δεν επικοινωνούσαν με τους ανθρώπους της ιταλικής διαιτησίας, οι απομαγνητοφωνημένες κλήσεις ζωγράφιζαν μία διαφορετική εικόνα των σχέσεών τους. Σε τηλεοπτική συνέντευξη, μάλιστα, ο Μπέργκαμο υποστήριξε ότι ο Φακέτι ήταν ο πιο δραστήριος από τους συνομιλητές του και τον καλούσε στο τηλέφωνο τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα.

Η δικαστής Τερέζα Καζόρια δέχθηκε ως στοιχεία τις νέες συνομιλίες, οι οποίες από δεκάδες έγιναν εκατοντάδες και από εκατοντάδες έγιναν χιλιάδες. Ο εκ των δικηγόρων του Μότζι, Νίκολα Πέντα, κατάφερε να εξετάσει περίπου 30.000 συνομιλίες, πλην των 3.000 από το 2006. Ωστόσο ούτε η υπεράσπιση των κατηγορουμένων του Calciopoli στο ποινικό δικαστήριο κατάφερε να απομαγνητοφωνήσει και τις 171.000 συνομιλίες που είχαν καταγραφεί από το 2004 μέχρι το 2006.

Η έφεση της Γιουβέντους

Πλέον ήταν γεγονός. Όλες οι ομάδες και οι παράγοντες είχαν την ίδια συμπεριφορά με εκείνους της Γιουβέντους, όσον αφορά στις επαφές τους με τον διαιτητικό κόσμο. Μεταξύ αυτών και η Ίντερ, ωστόσο με βάση το περιεχόμενο των συνομιλιών που ακούστηκαν στην εκδίκαση της υπόθεσης, οι συνομιλίες Φακέτι και Μοράτι με τους αρχιδιαιτητές και τους παράγοντες της ομοσπονδίας ήταν πολύ πιο ενοχοποιητικές από τις υπόλοιπες. Οι διοικούντες τους “νερατζούρι” επιζητούσαν τηλεφωνικώς μυστικές συναντήσεις με τους αρμοδίους και συχνά πίεζαν για να τοποθετηθεί διαιτητής της αρεσκείας τους, κάτι που αντιβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 6 του αθλητικού κώδικα και τιμωρείται με άμεσο υποβιβασμό.

Η αίσθηση που αποκόμισε το δικαστήριο ήταν λογική. Εάν αυτές οι καταδικαστικές για τους “νερατζούρι” συνομιλίες είχαν δει το φως μαζί με τις υπόλοιπες το 2006, η εικόνα του σκανδάλου θα ήταν τελείως διαφορετική. Από τις νέες συνομιλίες, οι παράγοντες της Ίντερ, της Μίλαν και της Λιβόρνο είναι εκείνοι που βάσει συνομιλιών μπορεί να ειπωθεί ότι επιχειρούν να επηρεάσουν τον ορισμό κάποιου διαιτητή και την απόδοσή του στον αγώνα. Χαρακτηριστική η περίπτωση του υπευθύνου δημοσίων σχέσεων με τη διαιτησία των “ροσονέρι”, Λεάντρο Μεάνι, ο οποίος συνομιλούσε συχνά με τον Παϊρέτο, αλλά εν προκειμένω καταγράφηκε να απειλεί έναν βοηθό διαιτητή πριν από παιχνίδι της ομάδας του. “Όταν η Μίλαν είναι στο γήπεδο, να κρατάς τη σημαία σου κάτω, εκτός εάν η μπάλα είναι στο απέναντι μισό του αγωνιστικού χώρου. Ειδάλλως, θα σου σπάσουμε το κεφάλι”, ακούγεται να λέει χαρακτηριστικά.

Όπως είναι φυσικό, στο άκουσμα των νέων στοιχείων, η διοίκηση της Γιουβέντους που είχε περάσει πλέον στα χέρια του Αντρέα Ανιέλι επιχειρεί να περάσει στην αντεπίθεση. Τον Μάιο του 2010 καταθέτει επισήμως αίτημα στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία, ζητώντας να αναθεωρήσει την υπόθεση με βάση τα νέα στοιχεία και να επιστρέψει τα δύο πρωταθλήματα στο Τορίνο.

Το “χαστούκι” της παραγραφής

Η αισιοδοξία της Γιουβέντους ότι θα δικαιωθεί μετά από τις τελευταίες αποκαλύψεις δέχθηκε ισχυρό πλήγμα όταν έλαβε την απάντηση της FIGC στο αίτημά της. Η ομοσπονδία έκρινε ότι οι “μπιανκονέρι” δεν είχαν κάποιο πάτημα στο αίτημά τους, αφού πλέον το όποιο αδίκημα της Ίντερ είχε παραγραφεί και δεν θα μπορούσε να ανοίξει νέα διαδικασία.

Λίγες ημέρες αργότερα, ο εισαγγελέας που είχε αναλάβει την υπόθεση από την πρώτη μέρα, Στέφανο Παλάτσι, δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο “Ansa” ότι η Ίντερ είχε παραβιάσει το επίμαχο άρθρο που επισύρει υποβιβασμό. Ήταν Ιούλιος του 2011 και ο Παλάτσι είχε δαπανήσει όλο τον προηγούμενο χρόνο εξετάζοντας τις συνομιλίες που έπρεπε να είχε στα χέρια του τον Μάιο του 2006, αλλά δεν έφτασαν ποτέ στο γραφείο του.

“Η Ίντερ παραβίασε το άρθρο που αφορά σε αθλητική εξαπάτηση, σχετικά με την πιθανότητα απόκτησης πλεονεκτήματος στον βαθμολογικό πίνακα. Είναι άμεσα υπεύθυνη για την εξασφάλιση πλεονεκτήματος στο πρωτάθλημα, με τον καθορισμό της λειτουργίας του διαιτητικού τομέα”, ήταν τα λόγια του Παλάτσι, τα οποία συνοδεύτηκαν με μία 72σελιδη αναφορά.

Η Γιουβέντους δικαιώθηκε ηθικά ωστόσο κυνήγησε την υπόθεση μέχρι τέλους. Ζήτησε από την FIGC το σκεπτικό της απόρριψης του αιτήματός της, ώστε να ανακοινωθεί και δημόσια εάν η αρχειοθέτηση έγινε διότι οι κατηγορίες εναντίον της Ίντερ δεν ίσχυαν ή λόγω παραγραφής. “Μόνο εφόσον δημοσιοποιηθούν τα έγγραφα μπορεί η FIGC και η κοινή γνώμη να αποφασίσει εάν το ηθικό κίνητρο πίσω από την απονομή του σκουντέτο του 2006 στην Ίντερ άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου και των καταστάσεων, που όλως περιέργως προέκυψαν πολλά χρόνια αργότερα”, καταλήγει η σχετική ανακοίνωση.

Το ΔΣ της ομοσπονδίας στις 18 Ιουλίου αποφάσισε οριστικά να μην αφαιρέσει τον τίτλο του 2005-2006 από την Ίντερ, διότι “δεν υπήρχε η δικαστική βάση για την αφαίρεση”.

Η καταδίκη του “συστήματος Μότζι”

Το τελειωτικό χτύπημα για τη Γιουβέντους ήρθε στις 8 Νοεμβρίου του 2011. Μετά από μία μαραθώνια διαδικασία, το δικαστήριο της Νάπολης ήρθε η ώρα να βγάλει την ετυμηγορία για τους κατηγορούμενους του Calciopoli.

Σχεδόν 5,5 χρόνια μετά από την καταδίκη τους από την αθλητική δικαιοσύνη, ο Μότζι, ο Τζιράουντο, ο Μπέργκαμο, ο Παϊρέτο και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του σκανδάλου κρίθηκαν ένοχοι για αθλητική απάτη. Τα νέα στοιχεία που βγήκαν στην επιφάνεια δεν έσωσαν κανένα ούτε καταδίκασαν κάποιον άλλον, λόγω παραγραφής.

Το τέλος του σημαντικότερου ποδοσφαιρικού σκανδάλου πιθανότατα στον πλανήτη άρχισε να λαμβάνει τέλος. Έμενε απλώς η διαδικασία των εφέσεων για τους 16 που καταδικάστηκαν. Η ποινή του Μότζι μειώθηκε από 5 χρόνια και 4 μήνες σε 2 χρόνια και 4 μήνες, ωστόσο δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη φυλακή.

Το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης, το οποίο δημοσιοποιήθηκε τρεις μήνες μετά και από το εφετείο, ήταν καταπέλτης. Ο Μότζι, μαζί με τον Τζιράουντο και τον Μπέργκαμο “έρχονταν σε συμφωνίες για το ποιος θα διηύθυνε τους αγώνες. Αυτό μοιάζει εξαιρετικά σοβαρό εξαιτίας του πρόδηλου πλήγματος στην ακεραιότητα η οποία είναι απαραίτητη για έναν διαιτητή, αφού ο διαιτητής οφείλει κατ’ αρχάς να διατηρεί αποστάσεις από τους αντιπάλους”, αναφέρει μεταξύ άλλων το σκεπτικό.

Αν και επισημαίνεται ότι πολλές φορές οι συνομιλίες που καταγράφηκαν μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων έμοιαζαν ακίνδυνες, υπογραμμίζεται “ο σκοπός της απόκτησης του κυρίου ελέγχου” ειδικά από πλευράς Μότζι.

Για τον πρώην διευθυντή της Γιουβέντους, εξάλλου, αφιερώνεται μία ολόκληρη ενότητα του 242σελιδου σκεπτικού της απόφασης, με τους δικαστές να μην έχουν καμία αμφιβολία για τον βαθμό της ανάμιξής του. “Ήταν ασυνήθιστα αδίστακτος στις συμφωνίες του και η θέση του μοιάζει βέβαιη και πέραν πάσης αμφιβολίας. Δημιούργησε την κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να έχει μία πραγματικά αφύσικη επιρροή στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία”, αναφέρεται μεταξύ άλλων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Με αυτόν τον τρόπο, στις 17 Μαρτίου του 2014 έπεσαν οι τίτλοι τέλους και στα ποινικά δικαστήρια του σκανδάλου που έπληξε το ιταλικό ποδόσφαιρο.

Το δικαιοδοτικό όργανο της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας επικαλέστηκε την παραγραφή και επέμεινε στις αποφάσεις που πάρθηκαν το 2006, παρότι προέκυψαν καινούργια στοιχεία, τα οποία δεν άλλαξαν την απόφαση περί ενοχής των παραγόντων της Γιουβέντους.

Αν και στο αθλητικό δικαστήριο δεν αποδείχθηκε ποτέ η παραβίαση του άρθρου που οδηγεί σε υποβιβασμό, η Γιουβέντους πλήρωσε με δύο πρωταθλήματα και την πρώτη σεζόν της εκτός Serie A τα όσα εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έκαναν οι διευθυντές της.

Στην αντίπερα όχθη, μία ομάδα που φέρεται να είχε τουλάχιστον την ίδια παραβατική στάση στην εξεταζόμενη διετία, η Ίντερ, έμεινε και θα παραμείνει “αλώβητη” από όλο αυτό το σκάνδαλο, κερδισμένη κατά ένα πρωτάθλημα που ακόμα και ο εισαγγελέας που κίνησε τα νήματα σε αυτήν την υπόθεση υποστηρίζει ότι δεν το δικαιούται.

Ο ένοχος ρόλος της “Gazzeta dello Sport”

Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν οι συνομιλίες του Μότζι και των υπολοίπων κατηγορούμενων του 2006, η κορυφαία αθλητική εφημερίδα της Ιταλίας, με κυκλοφορία εκατοντάδων χιλιάδων φύλλων και με εκατομμύρια αναγνώστες ημερησίως, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση. Η “Gazzetta dello Sport” δημοσίευσε πρώτη δεκάδες διαλόγους οι οποίοι ταρακούνησαν την ιταλική κοινή γνώμη και -όπως αποδείχθηκε- τις δικαστικές αρχές, σε αθλητικό και ουχί μόνον επίπεδο.

Από τα τέλη Απριλίου και σχεδόν καθημερινά, απομαγνητοφωνημένες κασέτες έκαναν παρέλαση στις ροζ σελίδες του ιστορικού εντύπου. Από δημοσιογραφική σκοπιά, η επιτυχία ήταν “κολοσσιαία”, ωστόσο με βάση την εξέλιξη των ερευνών στην υπόθεση, γεννήθηκε ένα εύλογο ερώτημα: ποιος ο ρόλος της Ίντερ στο όλο σκάνδαλο; Οι διάλογοι της “Gazzetta” δεν ενέπλεκαν πουθενά τους “νερατζούρι”, εν αντιθέσει με άλλες σημαντικές ομάδες, όπως η Γιουβέντους και η Μίλαν.

Την ώρα που η “Gazzetta” προχωρούσε σε συνεχείς αποκαλύψεις και αύξανε τις πωλήσεις κατά 50.000 φύλλα ημερησίως, άλλες εφημερίδες όπως η (με βάση το Τορίνο και φίλα προσκείμενη στη Γιουβέντους) “Tuttosport”, κραύγαζαν ότι στην υπόθεση εμπλέκεται και η Ίντερ, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν κι άλλες κασέτες, πλην εκείνων που είχαν ενταχθεί στους φακέλους της δικογραφίας.

Οι δημοσιογραφικές επιτυχίες της “Gazzetta” δεν σταμάτησαν με τη δημοσιοποίηση των διαλόγων, αλλά συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του αθλητικού δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, στις 24 Ιουνίου 2006 κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τις ποινές που θα επιβάλλονταν (σε πρώτο βαθμό) στις κατηγορούμενες ομάδες και στις 4 Ιουλίου το δημοσίευμα επιβεβαιώθηκε με ελάχιστες αποκλίσεις. Ήταν φανερό ότι οι πηγές του εντύπου ήταν κάτι περισσότερο από καλά ενημερωμένες…

Ο ρόλος της “Gazzetta” στο ξετύλιγμα του κουβαριού εκείνη την περίοδο ήταν σχεδόν ισότιμος με αυτόν των αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών. Εξάλλου, δημοσιογράφος της (Μαουρίτσιο Γκάλντι) αποκαλύφθηκε το 2010 ότι είχε συνεργαστεί στις έρευνες. Πλην του ιταλικού λαού, από την εν λόγω εφημερίδα και την ιστοσελίδα της ενημερωνόταν η συντριπτική πλειονότητα των ξένων ΜΜΕ και φιλάθλων. Είναι χαρακτηριστικό πώς η πρώτη ονομασία του σκανδάλου, το περίφημο “Moggiopoli”, αποτέλεσε έμπνευση της “Gazzetta” που χρησιμοποιήθηκε μόνο από εκείνη εντός των συνόρων, αλλά από πλειάδα ΜΜΕ εκτός αυτών.

Μάρκο Τρονκέτι Προβέρα: Ο ιδιοκτήτης

Η εξήγηση του “ρεπορτάζ” και των “αποκλειστικών” της “Gazzetta dello Sport” εκπορεύεται από τις ενέργειες τεσσάρων σημαντικών στελεχών της επιχειρηματικής και ζωής της γειτονικής χώρας. Ένα κουαρτέτο που συνασπίστηκε εκείνη τη χρονική περίοδο και που όπως φαίνεται κατάφερε να συντρίψει την triade της Γιουβέντους.

Μάρκο Τρονκέτι Προβέρα, Κάρλο Μπουόρα, Γκουίντο Ρόσι και φυσικά Μάσιμο Μοράτι συνθέτουν το καρέ εκείνο που φέρεται να εργάστηκε παρασκηνιακά, ώστε να εκτεθούν στη δημοσιότητα οι συνομιλίες των παραγόντων της Γιουβέντους και να εξαλειφθεί, μαζί με τους “μπιανκονέρι”, ο ανταγωνισμός της Ίντερ εντός των τειχών. Τέσσερα ονόματα που το καθένα με διαφορετικό τρόπο στηρίζουν τους “νερατζούρι” επί δεκαετίες και που ύφαιναν επί χρόνια ένα δίκτυο μεταξύ του ποδοσφαίρου και των επιχειρήσεων στις οποίες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, με στόχο τον στραγγαλισμό των αντιπάλων.

Η άκρη του νήματος εντοπίζεται στο 1992, όταν ο Τρονκέτι Προβέρα αναλαμβάνει τη διαχειριστική διεύθυνση του ομίλου “Pirelli”. Ικανότατος μάνατζερ και γαμπρός του ιστορικού ηγέτη της εταιρείας, Λεοπόλντο Πιρέλι, εντάχθηκε στο διοικητικό δυναμικό της εταιρείας το 1986. Η ανέλιξή του ήταν τάχιστη και παρότι χώρισε με την Τσετσίλια Πιρέλι, κατάφερε να γίνει το νο1 της εταιρείας όταν ο Πιρέλι αποχώρησε από κάθε εκτελεστικό πόστο, μετά από την αποτυχημένη απόπειρα εξαγοράς της “Continental”.

Ο Τρονκέτι Προβέρα προχώρησε σε ριζική αναδιοργάνωση της “Pirelli” και με νέες ιδέες κατάφερε να την καταστήσει εκ νέου έναν βιομηχανικό “γίγαντα” στη γειτονική χώρα, ο οποίος πλέον δεν απασχολείτο αποκλειστικά με τις γόμες και τα ελαστικά, αλλά μπήκε δυναμικά και στον χώρο της παραγωγής καλωδίων για ενέργεια και επικοινωνίες. Η μεταστροφή αυτή απέφερε εκτόξευση των εσόδων της εταιρείας και συνάμα διεύρυνση του brand name της.

Η αναγεννημένη “Pirelli” εισήλθε στον… κόσμο της Ίντερ ως χορηγός της φανέλας το καλοκαίρι του 1995, λίγους μήνες μετά από την ανάληψη της διοίκησής της από τον Μάσιμο Μοράτι. Έναν χρόνο αργότερα, ο Τρονκέτι Προβέρα έδωσε ξανά τα χέρια με τον Μοράτι διότι η “Pirelli” αγόρασε το 13,9% του μετοχικού πακέτου του συλλόγου έναντι 7.750.000 ευρώ.

Στο παιχνίδι και η “Telecom Italia”

Το 1994 η ιταλική κυβέρνηση προχώρησε σε αναδιοργάνωση του χώρου των τηλεπικοινωνιών και συγχώνευσε κρατικές εταιρείες του τομέα, μεταξύ των οποίων και ο εθνικός φορέας τηλεπικοινωνιών “SIP” που διατηρούσε το μονοπώλιο της χώρας. Από τη συγχώνευση προέκυψε η “Telecom Italia”, η οποία το 1995 “γέννησε” την “TIM” για τον χώρο της κινητής τηλεφωνίας.

Το 1997, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ρομάνο Πρόντι, αποφάσισε την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας έναντι 13.000.000.000 ευρώ. Πρόεδρος της εταιρείας σε αυτό το χρονικό διάστημα της μετάβασης, ένας πασίγνωστος Ιταλός μάνατζερ και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ίντερ από το 1995 μέχρι το 1999, ο Γκουίντο Ρόσι. Το ενδιαφέρον από τον επενδυτικό κόσμο δεν ήταν μεγάλο και είναι χαρακτηριστικό ότι κοινοπραξία με επικεφαλής την οικογένεια Ανιέλι εξαγόρασε μόλις το 6,62% των μετοχών. Οι ισορροπίες ήταν εύθραυστες μέχρι το 1999 να αναλάβουν το πακέτο το μετοχών η “Olivetti” (εταιρεία διάσημη για τις γραφομηχανές της) και ο επιχειρηματίας Ρομπέρτο Κολανίνο.

Η θέση της “Olivetti-Telecom” ήταν ζημιογόνος και από τις αρχές του 2001 αναζητήθηκε νέος αγοραστής. Ο Τρονκέτι Προβέρα έγινε (τον Ιούλιο του ίδιου έτους) ο απόλυτος άρχων της “Telecom Italia”, τόσο σε μετοχικό επίπεδο όσο και σε διοικητικό, ως πρόεδρος και μέλος του ΔΣ.

Κάρλο Μπουόρα: Ο πολυθεσίτης

Μαζί του στη νέα εταιρεία, ο Τρονκέτι Προβέρα φέρνει τον διευθύνοντα σύμβουλο της “Pirelli” από το 1999, Κάρλο Μπουόρα. Ο Μπουόρα υπήρξε στενός συνεργάτης του Τρονκέτι Προβέρα από το 1991, όταν εγκατέλειψε τον ρόλο του γενικού διευθυντή στη “Benetton” (στην οποία είχε μετακομίσει μετά από μία πενταετία στη “Fiat” των Ανιέλι). Μετά από οκτώ χρόνια, ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην “Pirelli” και ακολούθως ανέλαβε εκτελεστικός διευθυντής ταυτόχρονα και στην “Telecom Italia”.

Από τον Ιανουάριο του 2004, ο Μπουόρα συνυπάρχει σε ακόμα ένα διοικητικό συμβούλιο με τον Τρονκέτι Προβέρα, αυτό της Ίντερ. Εκτός από μέλος του ΔΣ, στους “νερατζούρι” καταλαμβάνει και τη θέση του εκτελεστικού αντιπροέδρου και τυπικά γίνεται το νο2 στο οργανόγραμμα του συλλόγου, πίσω μόνο από τον Μοράτι.

Την ίδια περίοδο έγινε μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της “RCS Mediagroup S.p.A.” (από πρόεδρος της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου), ήτοι της εκδοτικής κοινοπραξίας, στην οποία ανήκουν μεταξύ άλλων κορυφαίες εφημερίδες και περιοδικά της Ευρώπης, όπως η “Gazzetta dello Sport” και η “Marca”.

Οι εξέχουσες θέσεις που κατείχε και μάλιστα ταυτόχρονα ο Μπουόρα σε “Pirelli”, “Telecom Italia”, Ίντερ, “RCS Mediagroup S.p.A.” κ.ά. τον κατέστησαν το 2006 ως τον πιο ακριβοπληρωμένο μάνατζερ της Ιταλίας, αφού ο συνολικός μισθός του υπολογιζόταν σε 18.800.000 ευρώ ετησίως.

6/11/2009 ASSOLOMBARDA OSSERVATORIO GIORDANO DELL'AMORE SUI RAPPORTI DIRITTO E ECONOMIA XXI CONFERENZA INTERNAZIONALE NELLA FOTO GUIDO ROSSI DOCENTE EMERITO DI DIRITTO COMMERCIALE UNIVERSITA' BOCCONI Franco Cavassi

Γκουίντο Ρόσι: Το εκτελεστικό όργανο

Τον Σεπτέμβριο του 2006, ο εσωτερικός πόλεμος που δέχθηκε ο Τρονκέτι Προβέρα στην “Telecom Italia” από το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τη στρατηγική της εταιρείας οδηγεί στην παραίτησή του από κάθε διοικητικό αξίωμα. Ο Μπουόρα παραιτείται κι αυτός από τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου και το διοικητικό κενό που δημιουργείται, καλείται να καλύψει ο Γκουίντο Ρόσι.

Ο πρόεδρος της “Telecom Italia” κατά την εποχή της κρατικοποίησής της είχε μόλις ολοκληρώσει τη θητεία του ως πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Ιταλίας (FIGC), δηλαδή ήταν ο άνθρωπος ο οποίος διαχειρίστηκε τη δικαστική υπόθεση του σκανδάλου Calciopoli. Λίγες ημέρες μετά από την οριστικοποίηση του υποβιβασμού της Γιουβέντους, της αφαίρεσης των δύο πρωταθλημάτων, της παραχώρησης του ενός στην Ίντερ, του αφανισμού για τα επόμενα χρόνια σχεδόν κάθε εσωτερικού ανταγωνισμού των “νερατζούρι”, τον Σεπτέμβριο του 2006, το πρώην μέλος του ΔΣ της Ίντερ τοποθετείται από τον μεγαλομέτοχο της “Telecom Italia” και σημαντικό μέτοχο της Ίντερ μέσω της “Pirelli”, τον Τρονκέρι Προβέρα, στη θέση του προέδρου του τηλεπικοινωνιακού κολοσσού.

Μάσιμο Μοράτι: Ο εντολέας

Σε όλες αυτές τις (μετα)κινήσεις των Τρονκέρι Προβέρα, Μπουόρα και Ρόσι, ο ιδιοκτήτης της Ίντερ μόνο θεατής δεν υπήρξε. Τον Ιούνιο του 2006 κι ενώ οι πρώτες δίκες για το σκάνδαλο βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη, ο Ιταλός μεγιστάνας εξαγόρασε το 15,26% των μετοχών της Ίντερ από την “Pirelli” για 13.500.000 ευρώ, εξυπηρετώντας την αλλαγή πλάνων της εταιρείας ελαστικών, που είχαν εγκριθεί από τον Φεβρουάριο και αφορούσαν στην διακοπή μη στρατηγικών οικονομικών συμμετοχών. Παρά τη μείωση της μετοχικής συμμετοχής της “Pirelli” στην Ίντερ, η χορηγική συνεργασία συνεχίστηκε απρόσκοπτα.

Έναν χρόνο αργότερα, ο Μοράτι έγινε μέτοχος στις “Gruppo Partecipazioni Industriali” με ποσοστό 6,5% και “Camfin” με 2,91%, στις οποίες ανήκει η “Pirelli”, ενώ έγινε μέτοχος και της εταιρείας ελαστικών. Κάποιες από τις τελευταίες μετοχές άρχισε να τις “ξεφορτώνεται” τον Ιανουάριο του 2011 για 4.400.000 ευρώ, ενώ τις μετοχές των μητρικών της “Pirelli” τις “επέστρεψε” τον Οκτώβριο του 2013 στον… μεγαλομέτοχό τους και φίλο του, στον Τρονκέτι Προβέρα, για 19.500.000 ευρώ. Οι συγκεκριμένες πωλήσεις, μάλιστα, συνέπεσαν χρονικά με την περίοδο κατά την οποία παραχώρησε και την Ίντερ στον Ινδονήσιο επιχειρηματία Έρικ Τοχίρ.

Πώς ξέσπασε το Calciopoli

Τέσσερα συνεργαζόμενα πρόσωπα σε καίριες θέσεις, τέσσερις επιχειρηματίες με κοινά συμφέροντα και όλα τα μέσα στη διάθεσή τους για να ικανοποιήσουν τους στόχους τους. Και όπως δείχνουν τα στοιχεία, προσπάθησαν νωρίτερα από εκείνο το καλοκαίρι του 2006.

Η πρώτη καταγγελία σχετικά με το Calciopoli πραγματοποιήθηκε νωρίτερα. Ο τότε πρόεδρος της FIGC, Φράνκο Καράρο, παρέδωσε ορισμένες κασέτες στην εισαγγελία του Τορίνο, η οποία έβαλε στο αρχείο την υπόθεση, αφού έκρινε πως στις συνομιλίες δεν προκύπτουν επιβαρυντικά στοιχεία για τους εμπλεκόμενους.

Οι… άμεσα ενδιαφερόμενοι δεν πτοήθηκαν και βρήκαν άλλη μέθοδο ώστε να προχωρήσει η υπόθεση. Αυτή η μέθοδος δεν είναι άλλη από τη… “Gazzetta dello Inter”, όπως είναι γνωστή στην Ιταλία η μεγαλύτερη αθλητική εφημερίδα της χώρας. Η πρόσβαση ήταν εύκολη μέσω του Μπουόρα και από τις 4 Μαΐου του 2006 άρχισε ο καταιγισμός… ρεπορτάζ της εφημερίδας.

Οι συνομιλίες που οι εισαγγελικές αρχές έκριναν μη επιλήψιμες προκάλεσαν τεράστιο κρότο. Η συνέχεια είναι γνωστή. Υπό το βάρος της σοκαρισμένης κοινής γνώμης, η εισαγγελία της Νάπολης, που είχε αρχίσει έρευνα από το 2004 για παράνομο τζόγο, ζήτησε τις κασέτες και διενήργησε τη δική της έρευνα, ξετυλίγοντας του κουβάρι του Calciopoli.

Η μέθοδος των υποκλοπών

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι έρευνες και οι παρακολουθήσεις τηλεφωνικών κλήσεων κάθε εισαγγελίας είναι μυστικές. Σε κάθε επαρχία της Ιταλίας υφίσταται ένα κέντρο παρακολούθησης που συνεργάζεται με τις εταιρείες τηλεφωνίας. Στο Μιλάνο πχ. βρίσκεται εκείνο της “Telecom Italia”. Κάθε φορά που κάποια εισαγγελία διενεργεί έρευνα, απευθύνεται στην αρμόδια εταιρεία για να συνεργαστεί σε τεχνικό επίπεδο.

Αυτό έκανε το 2004 η εισαγγελία της Νάπολης, όταν ζήτησε από την “Telecom Italia” να διαθέσει τις γραμμές της για την παρακολούθηση συγκεκριμένων προσώπων από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της.

Τυπικά, τέτοιες εντολές διέπονται από απόλυτη εχεμύθεια και τεχνικά δεν υπάρχει τρόπος διαρροής των καταγεγραμμένων δεδομένων από τις παρακολουθήσεις. Εξάλλου, κάθε εταιρεία τηλεφωνίας διαθέτει ιδιόκτητο σύστημα ασφάλειας γι’ αυτόν τον σκοπό.

Η περίπτωση της “Telecom Italia”, όμως, είναι διαφορετική. Από το 1999, η εταιρεία φέρεται να παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις εκατοντάδων προσώπων της χώρας από κάθε τομέα της ιταλικής ζωής. Πολιτικοί, επιχειρηματίες, άτομα ειδικού ενδιαφέροντος, ακόμα και αθλητές ή σελέμπριτι είχαν πέσει θύματα υποκλοπών από την “Telecom Italia”. Υποκλοπές οι οποίες έφτασαν μέχρι τα δικαστήρια και που αποδείχθηκε πώς πραγματοποιούνταν κατά παραγγελία.

Συν αυτώ, τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπά της “Telecom Italia” είναι τα ίδια με κορυφαία παραγοντικά στελέχη της Ίντερ (Τρονκέτι Προβέρα – Μπουόρα). Ως εκ τούτου, οι μυστικές έρευνες της εισαγγελίας δεν ήταν τόσο μυστικές στους ανθρώπους των “νερατζούρι” και δη στον Μοράτι.



Επαγγελματικές σχέσεις που είχαν κατά καιρούς με την “Telecom Italia”

Οι ομολογίες και η “σκοτεινή” αυτοκτονία

Η αρχή της… διαπλοκής έγινε με την παραγγελία της εισαγγελίας Νάπολης στην αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας, για παρακολούθηση ορισμένων τηλεφώνων. Η υπόθεση ανατέθηκε σε δύο αστυνομικούς με… παρελθόν, στον Τζιοβάνι Αρκανιόλι που το 1992 είχε εμπλακεί σε απόπειρα εξαφάνισης στοιχείων συνεργασίας κράτους με Μαφία, στο περιθώριο της δολοφονίας του δικαστή Πάολο Μπορσελίνο στο αυτοκίνητό του. Ο δεύτερος είναι ο Ατίλιο Αουρίκιο, για τον οποίο είχε καταδικαστεί για αλλοίωση αποτελεσμάτων δημοτικών εκλογών στη Ρώμη.

Αυτοί οι δύο αστυνομικοί ανέλαβαν τις παρακολουθήσεις και παρέδωσαν τα αποτελέσματά τους στον Αντάμο Μπόβε, τον υπεύθυνο ασφαλείας της “Telecom Italia” και επικεφαλής του κέντρου παρακολουθήσεων της εταιρείας. Όπως αποδείχθηκε, παράλληλα με τις παρακολουθήσεις που διέταξε η εισαγγελία και οι οποίες έφτασαν παρανόμως στα χέρια του μέσω των δύο αστυνομικών, ώστε να τις διοχετεύσει κατά το δοκούν, ο Μπόβε προέβη και σε άλλες, ξεχωριστές παρακολουθήσεις, κατόπιν εντολής.

Η γραμματέας του, Κατερίνα Πλατέο, ομολόγησε στην αστυνομία ότι μετά από μία συνάντηση στην οποία συμμετείχαν όλα τα παραπάνω πρόσωπα καθώς και ο πρόεδρος της Ferrari και μέλος του ΔΣ της FIAT, Λούκα ντι Μοντεντζέμολο, όλοι όσοι απασχολούνταν στο πρότζεκτ των παρακολουθήσεων δέχθηκαν μία… παράξενη εντολή. Αυτή ήταν η άμεση διακοπή ή τροποποίηση διαφόρων ενεργών παρακολουθήσεων και η σήμανση συγκεκριμένων τηλεφώνων, ώστε οι κάτοχοί τους να ειδοποιούνται τη στιγμή που μία κλήση τους παρακολουθείται.

“Θυμάμαι πριν από δύο χρόνια, στη Ρώμη, στο πλαίσιο μίας συνάντησης του τμήματος ασφάλειας στο οποίο ήμαστε παρόντες εγώ, ο Αντάμο Μπόβε και ο Τζιουλιάνο Ταβαρόλι, ο τελευταίος είπε στον Μπόβε να επισημάνει τα τηλέφωνα του προέδρου Τρονκέτι, του Κάρλο Μπουόρα και του Μάρκο ντε Μπενεντέτι. Η σήμανση του αριθμού ενός χρήστη περιελάμβανε την προειδοποίησή του σε πραγματικό χρόνο, σε περίπτωση που το τηλέφωνο παρακολουθείτο από τις εισαγγελικές αρχές”, επιβεβαιώνει στην κατάθεσή του ο Φάμπιο Γκιόνι, νούμερο 1 χάκερ της Ιταλίας που εκείνη την περίοδο ανήκε στο δυναμικό του τμήματος τεχνικής ασφάλειας της “Telecom Italia”.

Η κορυφαία εταιρία τηλεπικοινωνιών της γειτονικής χώρας είχε τη μέθοδο, είχε το κίνητρο, είχε τα υλικά, είχε τους ανθρώπους και είχε τις εγγυήσεις ότι δεν θα γίνει κάποιο λάθος με τις υποκλοπές σε κάποιο από τα πρόσωπα που ανήκαν στην ίδια… ομάδα.

Το μόνο που δεν είχε υπό τον έλεγχό της ήταν η μοίρα. Οι μαρτυρίες των δύο υπαλλήλων της εταιρίας δημοσιεύτηκαν στον Τύπο στις 31 Αυγούστου 2006. Η ένορκη κατάθεσή τους στο δικαστήριο έγινε στις 10 Ιουλίου 2006. Στις 21 Ιουλίου 2006, βρέθηκε το πτώμα του Μπόβε σε γέφυρα της Νάπολης. Ο υπεύθυνος ασφαλείας της “Telecom Italia” είχε αυτοκτονήσει μόλις 10 ημέρες μετά από τις καταθέσεις της γραμματέως και του συνεργάτη του, σχετικά με το σκάνδαλο της συνεργασίας της εταιρείας με την Sismi, την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της Ιταλίας.

Ο Ταβαρόλι “έδειξε” Μοράτι

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπόθεση, πλην του Μπόβε, είχε και ο Τζιουλιάνο Ταβαρόλι, ο οποίος τον διαδέχθηκε στη θέση του επικεφαλής τεχνικής ασφάλειας της “Telecom Italia” (κατείχε και παλιότερα το ίδιο αξίωμα), πόστο που παράλληλα κατείχε και στην “Pirelli”. Πρώην πράκτορας της Sismi, στενός φίλος με τον Μάρκο Μαντσίνι, διευθυντή Επιχειρήσεων και Αντικατασκοπείας της Sismi (το νο2 στην ιεραρχία), ήταν ο άνθρωπος που κλήθηκε να εξηγήσει τα… ανεξήγητα στο ποινικό δικαστήριο για το σκάνδαλο “Telecom-Sismi”.

Ο Ταβαρόλι συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 2006, ωστόσο η δίκη του άργησε μερικά χρόνια. Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας, ήταν αποκαλυπτικός. Μεταξύ των θυμάτων παρακολούθησης ήταν και ο (μπλεγμένος στο Calciopoli) διαιτητής Μάσιμο ντε Σάντις, ο οποίος είχε ασκήσει μήνυση στον Μοράτι, αφού θεωρούσε ότι βρισκόταν πίσω από τις υποκλοπές.

Με αυτόν τον ισχυρισμό συμφώνησε και ο Ταβαρόλι, ο οποίος υποστήριξε στο δικαστήριο ότι του ζητήθηκε να σχηματίσει έναν φάκελο υπό τον τίτλο “Κλέφτες” (πλην του Ντε Σάντις, στον φάκελο περιλαμβανόταν τα ονόματα ακόμα τεσσάρων ατόμων, όπως του πρώην αθλητικού διευθυντή της Μεσίνα και της Τζένοα, Μαριάνο Φαμπιάνι, ή του βοηθού διαιτητή Ενρίκο Τσενικόλα). Όταν ο δικηγόρος του Ντε Σάντις ρώτησε από ποιον του ζητήθηκε αυτή η ενέργεια, απάντησε “από τον Μοράτι” και πρόσθεσε “για την Ίντερ”. Ο Ταβαρόλι ισχυρίστηκε, μάλιστα, ότι οι δυο τους είχαν συχνή επικοινωνία, όπως είχε και με τον τότε πρόεδρο της Ίντερ, Τζιατσίντο Φακέτι, για την οργάνωση της υποκλοπής. Όταν ο δικηγόρος τον ρώτησε εάν η εντολή ήρθε από τον Μοράτι, ο Ταβαρόλι απάντησε με ένα “ναι”.

Ο ίδιος ο Μοράτι είχε πάρει θέση από τις 31 Αυγούστου 2006 για την υπόθεση, όταν είχε ερωτηθε ί από την “Corriere della Sera” για το εάν είχε δώσει εντολή παρακολούθησης του διεθνή διαιτητή. “Ναι, το έκανα… Όχι μισό. Ίσως… Δεν είμαι βέβαιος”, ήταν η απόκρισή του, σύμφωνα με το βιβλίο “Mandiamo la Juve in B: Calciopoli o Fasopoli Antonello Oggiano”.



Επαγγελματικές σχέσεις που είχαν κατά καιρούς με τη “Gazzetta dello Sport”

Το “φιλτράρισμα” των συνομιλιών που “αποκαλύφθηκαν”

Το παράνομο πλέγμα που είχαν στήσει όλοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας είχε ως στόχο τον απόλυτο έλεγχο των παρακολουθήσεων. Εκείνες της εισαγγελίας διέρρευσαν μέσω Μπόβε και Ταβαρόλι στους ανθρώπους της Ίντερ, οι οποίοι βρίσκονταν πίσω και από άλλες, παράνομες υποκλοπές της “Telecom Italia” στα κινητά τηλέφωνα παραγόντων όπως ο Μότζι και ανθρώπων της διαιτησίας όπως ο Παϊρέτο.

Αυτές οι τηλεφωνικές συνομιλίες πιθανότατα αξιολογήθηκαν από “κατάλληλα” άτομα και στη συνέχεια κατέληξαν στα χέρια δημοσιογράφων ενός φιλικού στο σύστημα ΜΜΕ, όπως η “Gazzetta dello Sport”, με σκοπό να προκαλέσουν σάλο. Νωρίτερα, όμως, είχαν περάσει από το κατάλληλο “κόσκινο”, με συνέπεια να μην δημοσιευτεί εκείνη την περίοδο ούτε μία συνομιλία που να εμπλέκει ανθρώπους της Ίντερ με διαιτητές.

Σε αυτό προστέθηκε και η… εκλογή των συνομιλιών που έφτασαν μέχρι το δικαστήριο από τον Αουρίκιο, αφού από τις 171.000 συνομιλίες που καταγράφηκαν από την εισαγγελία, ο υπεύθυνος για την έρευνα αστυνομικός εξέτασε μόλις τις 3.000 και παρέδωσε στο δικαστήριο με την υποσημείωση “άκρως ενδιαφέρουσα” μερικές δεκάδες. Ούτε σε αυτές τις συνομιλίες, τις νόμιμες, δεν υπήρχε κάποια συνδιάλεξη παράγοντα της Ίντερ με αρχιδιαιτητή ή διαιτητή.

Η εμπλοκή της Ίντερ στις νέες συνομιλίες

Μέχρι που άρχισε η δίκη του Λουτσιάνο Μότζι και οι συνήγοροι υπεράσπισης έκαναν φύλλο και φτερό τις απομαγνητοφωνημένε συνομιλίες κι εντόπισαν χιλιάδες στις οποίες μετέχουν παράγοντες της Ίντερ ή εμπλέκονται κι οι “νερατζούρι”. Συνομιλίες που τεχνηέντως παρέμειναν κρυμμένες το 2006 και που ήρθαν στην επιφάνεια πολλά χρόνια αργότερα.

Σε αυτές, ο Μοράτι, που κατά δήλωσή του δεν είχε μιλήσει ποτέ με αρχιδιαιτητές, εμφανίζεται να μιλάει με… αρχιδιαιτητές. Το ίδιο ισχύει και με τον αείμνηστο Φακέτι, ο οποίος προχωράει ένα -καθοριστικό- βήμα παραπάνω και συζητάει και απαιτεί εξυπηρετήσεις από τους υπευθύνους ορισμού των διαιτητών.

Οι συνομιλίες που ακούστηκαν πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2010 στις δικαστικές αίθουσες, (θα έπρεπε να) ήταν καταδικαστικές για τους “νερατζούρι”. Μία εξ αυτών, μάλιστα, μεταξύ του Φακέτι και του αρχιδιαιτητή Παϊρέτο από τις 26 Νοεμβρίου 2004, στην οποία συζητούν για τους διαιτητές της προσεχούς αγωνιστικής, χαρακτηρίστηκε ως “μητέρα των συνομιλιών” από τον δικηγόρο του Μότζι, Πάολο Τροφίνο.

Ήταν η πρώτη που δημοσιοποιήθηκε κι εμπλέκει παράγοντα της Ίντερ. Σε ένα απόσπασμά της, ακούγεται χαρακτηριστικά ο Φακέτι να ενημερώνει τον Μπέργκαμο ότι η Ίντερ έχει πρόβλημα με τον διαιτητή Πάολο Μπερτίνι διότι την είχε αδικήσει σε αγώνα με τη Γιουβέντους στο Τορίνο την προηγούμενη σεζόν, και ζήτησε να ενημερώσει όλους τους αρμόδιους.



Επαγγελματικές σχέσεις που είχαν κατά καιρούς με την “Pirelli”

Το “δώρο” του Μοράτι και η “τσαρίνα”

Σε μία άλλη επικοινωνία από τις 23 Δεκεμβρίου 2004, ο Φακέτι κάνει παράπονα για τα όσα είπε σε τηλεοπτική εκπομπή ο σύμβουλος του Μότζι, Νίκολα Πέντα, οι δύο άντρες καταλήγουν να συζητούν για τον Μοράτι και ο πρόεδρος της Ίντερ λέει στον Μπέργκαμο: “Αν μπορείς να έρθεις από εδώ (σ.σ. από το γραφείο του Μοράτι στο Μιλάνο) γιατί έχει ένα δωράκι να σου δώσει”.

Ο Μπέργκαμο συμφώνησε και τόνισε ότι και ο ίδιος θέλει να τον δει. Όταν στη συνέχεια κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις, δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο “Ansa” ότι δεν θυμάται εάν έγινε αυτή η συνάντηση και πως ήταν εθιμοτυπικό οι παράγοντες των ομάδων να του προσφέρουν δώρα τις ημέρες των Χριστουγέννων.

Οι συναντήσεις των κορυφαίων παραγόντων της Ίντερ με τους αρχιδιαιτητές δεν αφορούσαν μόνο στις εορταστικές περιόδους, όπως αποδεικνύουν οι συνομιλίες του Μπέργκαμο με την προσωπική βοηθό του, Μαρία Γκράτσια Φάτζι. Σε ορισμένες εξ αυτών εμφανίζονται να κανονίζουν δείπνο με τον Φακέτι στις αρχές του 2005, λίγες ημέρες πριν από το παιχνίδι Λιβόρνο – Ίντερ 0-2.

Η Φάτζι υπήρξε γραμματέας της Διαιτητικής Ένωσης Ιταλίας (AIA), όπου απέκτησε το προσωνύμιο “τσαρίνα” και πρωταγωνίστησε σε αρκετές από τις συνομιλίες που καταγράφηκαν από τις αρχές και από την “Telecom Italia”.

Ο ρόλος της δεν ήταν απλά να κανονίζει τα ραντεβού του Μπέργκαμο με τους παράγοντες των ομάδων. Η προϋπηρεσία της στον χώρο των διαιτητών την καθιστούσε ουσιαστικά δεξί χέρι του Μπέργκαμο. Αρκετές φορές, μάλιστα, ακούγεται να συμβουλεύει τον αρχιδιαιτητή για το πώς να ενεργήσει μετά από κάποια αιτήματα ή αντιδράσεις ομάδων.

Συνομιλίες χειρότερες από αυτές της Γιουβέντους

Το περιεχόμενο των νέων συνομιλιών που εμπλέκουν και την Ίντερ επιδέχεται μεγάλης κριτικής. Συγκριτικά με αυτές που βρίσκονταν στο κατηγορητήριο της Γιουβέντους (και των υπολοίπων ομάδων) στη δίκη του 2006, δεν έχει μεγάλες διαφορές.

Παράγοντες των “νερατζούρι” συνομιλούν κατά συρροή με αρχιδιαιτητές, με στόχο να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης. Η πρακτική δεν είναι παράταιρη, τουλάχιστον όχι εκείνη την εποχή.

Αυτό που διαφέρει, όμως, σε σχέση με το 2006 είναι ότι στις νέες συνομιλίες, αυτές που άρχισαν να βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας το 2010 και ανάγκασαν την εισαγγελία της Νάπολης να ζητήσει και τις 171.000 συνομιλίες για να διενεργήσει κανονική έρευνα αυτήν τη φορά, με όλα τα στοιχεία στα χέρια της, είναι ορισμένες που καταστρατηγούν τους κανονισμούς που διέπουν το κάλτσιο.

Μέχρι το 2006 και την ανάδυση του σκανδάλου, βάσει κανονισμών απαγορευόταν η επαφή παραγόντων με διαιτητές, αλλά όχι με υπόλοιπα στελέχη της διαιτησίας στη χώρα. Η AIA, μάλιστα, ενθάρρυνε τους παράγοντες να συνομιλούν με τους αρχιδιαιτητές, σε μία προσπάθεια δημιουργίας δεσμών και κλίματος εμπιστοσύνης, ώστε να κατευνάζονται πιο εύκολα τα πνεύματα μετά από κάποια αναπόφευκτα λάθη.

Επαναλαμβανόμενες επαφές και πιέσεις σε αρχιδιαιτητές, βέβαια, συνιστούσαν παράβαση διατάξεων του άρθρου 1 του ποδοσφαιρικού κανονισμού, επισύροντας ποινή προστίμου ή σε σοβαρές παραβάσεις μέχρι και αφαίρεση κάποιων βαθμών.

Η παράβαση που επισύρει ποινή υποβιβασμού αφορά στο άρθρο 6, περί χειραγώγησης ή απόπειρας χειραγώγησης αγώνα και γι’ αυτόν τον λόγο απαγορευόταν οποιαδήποτε επικοινωνία παραγόντων απευθείας με διαιτητές ή οι απαιτήσεις προς τον αρχιδιαιτητές.

Η ελαστικότητα του συγκεκριμένου κανονισμού δοκιμάστηκε ουκ ολίγες φορές από τους παράγοντες. Ακόμα κι έτσι, στο κατηγορητήριο του 2006 δεν υπήρχε καμία τέτοια υποκλαπείσα τηλεφωνική συνδιάλεξη που να αφορούσε τη Γιουβέντους. Αντιθέτως, υπήρξαν τέτοιες στις συνομιλίες που ήρθαν στο φως το 2010 (και καταγράφηκαν στη διετία των παρακολουθήσεων, μεταξύ 2004 και 2006, αλλά έμειναν καλά κρυμμένες στη δίκη του 2006) και αφορούσαν τρεις ομάδες της Serie A: Ίντερ, Μίλαν και Λιβόρνο.

Οι συνομιλίες του προέδρου της Ίντερ, Τζιατσίντο Φακέτι, του υπευθύνου δημοσίων σχέσεων διαιτησίας της Μίλαν, Λεάντρο Μεάνι, και του ιδιοκτήτη της Λιβόρνο, Άλντο Σπινέλι ήταν αυτές που παραβίασαν τις διατάξεις του άρθρου 6 και εφόσον είχαν παρουσιαστεί μαζί με εκείνες του 2006, θα έπρεπε να οδηγήσουν τις τρεις ομάδες στον υποβιβασμό.



Επαγγελματικές σχέσεις που είχαν κατά καιρούς με την Ίντερ

Πώς η Μίλαν… έσωσε τον υποβιβασμό της

Μία εξ αυτών είναι αλήθεια ότι υπήρχε ως στοιχείο στο κατηγορητήριο, αλλά κατάφερε να καλυφθεί με έναν άκρως εξεζητημένο τρόπο. “Όταν η Μίλαν είναι στο γήπεδο, κράτα τις σημαίες σου κάτω, εκτός εάν είσαι στο άλλο μισό του γηπέδου, ειδάλλως θα σου σπάσουμε το κεφάλι”. Αυτή είναι η φράση που χρησιμοποίησε ο Μεάνι σε συνομιλία του με τον βοηθό διαιτητή Κριστιάνο Κοπέλι το 2005 και που μόνο το τηλεφώνημα συνιστά σοβαρή παράβαση.

Οι ευθείες απειλές αποτελούν απόδειξη απόπειρας επηρεασμού του διαιτητή, παρ’ όλα αυτά το αθλητικό δικαστήριο του “Ολίμπικο” δεν πείστηκε. Αυτό συνέβη διότι η Μίλαν, η οποία όλο αυτό το διάστημα πίεζε από τα ΜΜΕ του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ζητώντας αθώωση, υποβίβασε τον ρόλο του Μεάνι στο οργανόγραμμά της.

Οι “ροσονέρι” παρουσίασαν τον Ιταλό παράγοντα ως κατώτερο υπάλληλο, που δεν εκφράζει τον σύλλογο (παρότι αποτελούσε δεξί χέρι του Γκαλιάνι, κάτι που διαφαίνεται και από τηλεφωνικές συνομιλίες των δυο τους) και ως εκ τούτου απέφυγαν τη βαριά τιμωρία και μάλιστα, τη σεζόν 2006-2007 αντί να αγωνιστούν στη Serie C2 ως υπότροποι από τη δεκαετία του 80′, αγωνίστηκαν στο Champions League, το οποίο κατέκτησαν στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας.

Το “γκριλ” των διαιτητών

Οι προσπάθειες των παραγόντων των συλλόγων να επηρεάσουν άμεσα ή κεκαλυμένα τους παράγοντες της διαιτησίας συνήθως δεν αφορούσαν στον ορισμό διαιτητών στο επόμενο παιχνίδι τους. Αυτό για πολλούς λόγους ήταν αδύνατο, ειδικά στην αρχή μιας σεζόν, εξαιτίας του ιδιαίτερου συστήματος που κυριαρχούσε στην περίοδο του Calciopoli στην Ιταλία.

Οι αρχιδιαιτητές δεν ορίζουν τους διαιτητές κάθε αγώνα, οι οποίοι δεν προκύπτουν ούτε μετά από μία απλή κλήρωση. Ουσιαστικά υπάρχει μία συνδυαστική διαδικασία των δύο μεθόδων, η οποία στην Ιταλία ονομάζεται “griglia” (“γκριλ”). Η αγωνιστική των 10 παιχνιδιών χωρίζεται σε δύο ίδια ταμπλό, όπου στο πρώτο τοποθετούνται τα πέντε πιο σημαντικά παιχνίδια της αγωνιστικής (πχ. ντέρμπι, αγώνες αποφυγής υποβιβασμού ή διεκδίκησης τίτλου και ευρωπαϊκών εισιτηρίων και στο δεύτερο τοποθετούνται τα εναπομείναντα 5 παιχνίδια. Ακολούθως, οι πέντε πιο έμπειροι και καλοί διαιτητές της ομοσπονδίας αναλαμβάνουν να σφυρίξουν παιχνίδια του δυνατού γκρουπ, ενώ οι υπόλοιποι τα παιχνίδια του κανονικού γκρουπ.

Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι περιορισμοί, όπως ότι κανείς διαιτητής δεν μπορεί να σφυρίξει ομάδα του τόπου διαμονής του και κανείς δεν μπορεί να σφυρίξει μία ομάδα σε περισσότερους από 3 αγώνες τη σεζόν.

Με αυτές τις δύο δικλείδες ασφαλείας, συχνά παράγοντες υπολόγιζαν ποιοι διαιτητές θα σφυρίξουν την ομάδα τους. Ένας εξ αυτών ήταν φυσικά ο Μότζι, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2007, με αυτά τα δεδομένα, είχε καταφέρει να μαντέψει τους διαιτητές του δυνατού ταμπλό της 22ης αγωνιστικής σε τηλεοπτική εκπομπή.

Οι… μαντικές ικανότητες του Μότζι, που επιδείκνυε αρκετές φορές μέσω τηλεφώνου στους αρχιδιαιτητές, συμπεριλήφθηκαν στο κατηγορητήριο κατά του Ιταλού παράγοντα, αλλά όταν εξήγησε στο δικαστήριο, τόσο ο ίδιος όσο και οι αρχιδιαιτητές, τον τρόπο με τον οποίο ορίζονται οι διαιτητές αγώνων, ο Μότζι απαλλάχθηκε από την κατηγορία.

Το… χάρισμα του τίτλου στην Ίντερ

Οι επιβαρυντικές αυτές συμπεριφορές ήρθαν στο φως της δημοσιότητας πολλά χρόνια μετά από το ξέσπασμα του σκανδάλου, αρκετά ώστε να υπάρξει ένα νομικό “παράθυρο” που θα διέσωζε τόσο την Ίντερ όσο και τον Μάσιμο Μοράτι. Η παραγραφή έγινε συνώνυμο του “σωσίβιου” για τους “νερατζούρι”, αφού τον Ιούλιο του 2011 ο εισαγγελέας της Νάπολης που είχε αναλάβει την υπόθεση από το 2006, Στέφανο Παλάτσι, κατόπιν εξέτασης επί έναν χρόνο και των νέων συνομιλιών που είχαν… χαθεί στην πρώτη δίκη, συνέταξε ένα πόρισμα 72 σελίδων στο οποίο περιγράφεται πώς η Ίντερ παραβίασε το άρθρο 6 “που αφορά σε αθλητική εξαπάτηση, σχετικά με την πιθανότητα απόκτησης πλεονεκτήματος στον βαθμολογικό πίνακα. Είναι άμεσα υπεύθυνη για την εξασφάλιση πλεονεκτήματος στο πρωτάθλημα, με τον καθορισμό της λειτουργίας του διαιτητικού τομέα”.

Το εδώλιο του κατηγορουμένου, τόσο σε αθλητικό όσο και σε ποινικό επίπεδο, δεν γνώρισε νέα πρόσωπα. Το “νοθευμένο” κατηγορητήριο του 2006, μάλιστα, είχε στέψει πρωταθλητές Ιταλίας εκείνη τη σεζόν αυτά τα πρόσωπα που κατηγορούνταν από τον Παλάτσι για απόπειρα χειραγώγησης αγώνων. Οι “μπιανκονέρι” το 2006 δεν καταδικάστηκαν για στήσιμο αγώνα, αλλά υποβιβάστηκαν κι έχασαν τους τίτλους του 2005 και του 2006, η Ίντερ κατηγορήθηκε με στοιχεία που υπήρχαν από το 2006 για απόπειρα χειραγώγησης αγώνα, αλλά της απονεμήθηκε στα χαρτιά ο τίτλος εκείνης της σεζόν!

Η έκβαση δεν είναι τόσο παράλογη εάν ληφθεί υπόψη το σύστημα της Ίντερ που αναλύθηκε παραπάνω και που ανέδειξε το σκάνδαλο και του οποίου η λειτουργία του κορυφώθηκε με την ανάδειξη του πρώην μέλους του ΔΣ των “νερατζούρι” και πρώην προέδρου της αμαρτωλής “Telecom Italia” Γκουίντο Ρόσι σε επικεφαλής της FIGC, ως αντικαταστάτη του Φράνκο Καράρο που ενεπλάκη στο Calciopoli.

Ο υπ’ αριθμόν 1 άνθρωπος του ιταλικού ποδοσφαίρου την περίοδο της εκδίκασης του Calciopoli σε αθλητικό επίπεδο ήταν ένας άνθρωπος της Ίντερ και είχε τη δυνατότητα να επιλέξει την τύχη του πρωταθλήματος της σεζόν 2005-2006. Προτού το κάνει αυτό, άλλαξε τους κανονισμούς εν μια νυκτί, ώστε ο αθλητικός δικαστής να βρει πρόσφορο έδαφος και να… αθροίσει τις παραβάσεις των ανθρώπων της Γιουβέντους για μία πιο αυστηρή ποινή.

Παρά τον σχηματισμό μιας τριμελούς Επιτροπής Σοφών με συμβουλευτικό χαρακτήρα, την απόφαση για την απονομή του τίτλου στην Ίντερ φέρεται να την πήρε ο ίδιος ο Ρόσι. “Εμείς έπρεπε να επιβεβαιώσουμε εάν οι κανονισμοί και οι νόμοι της UEFA, της FIGC και της λίγκας έδιναν τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μία βαθμολογική κατάταξη μετά από τις ποινές των συλλόγων. Έπρεπε να πούμε ναι ή όχι, εάν ο κομισάριος είχε τη δυνατότητα για μία διαφορετική βαθμολογία. Στόχος ήταν να παρουσιαστεί μία λίστα ομάδων που θα εγγραφόταν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις της νέας σεζόν και η απάντησή μας ήταν θετική”, δήλωσε στην “Corriere della Sera” το μέλος εκείνης της επιτροπής και πρώην γενικός γραμματέας της UEFA, Γκέρχαρντ Άιγκνερ (μαζί του στην Επιτροπή Σοφών ήταν και οι Μάσιμο Κότσια και Ρομπέρτο Παρντολέζι).

Συνεχίζοντας, υποστήριξε ότι η απόφαση της απονομής του τίτλου στην Ίντερ ήταν του Ρόσι: “Με τον Ρόσι δεν μιλήσαμε ποτέ για την Ίντερ ή για άλλη ομάδα. Η απόφαση απονομής του πρωταθλήματος ήταν του Γκουίντο Ρόσι. Ο πρόεδρος επέλεξε να αναδείξει έναν πρωταθλητή και πιθανότατα να το έκανε για να προσδώσει περισσότερες εγγυήσεις στο ιταλικό ποδόσφαιρο ενώπιον της UEFA. Ο Ρόσι έκανε ό,τι μπορούσε για να προστατέψει τα συμφέροντα του κάλτσιο σε διεθνές επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, δεν γνωρίζω εάν πραγματικά πεπεισμένος ότι η Ίντερ άξιζε τον τίτλο”.

Η “προδοσία” της οικογένειας Ανιέλι

Στην προσπάθεια του Ρόσι και του συστήματος της Ίντερ να καταστρέψουν τη Γιουβέντους, είναι πολύ πιθανό να βρήκαν έναν σκοτεινό, όσο και απρόσμενο σύμμαχο: την οικογένεια Ανιέλι.

Μετά από τον διαδοχικό θάνατο το 2003 και το 2004 των δύο “πυλώνων” της οικογενείας, Τζιάνι και Ουμπέρτο, οι οποίοι “γιγάντωσαν” τόσο τη “Fiat” όσο και τη “γηραιά κυρία”, οι επιχειρήσεις των Ανιέλι πέρασαν στους διαδόχους τους. Από τη μία ο γιος του Ουμπέρτο, Αντρέα Ανιέλι, από την άλλη οι εγγονοί του Τζιάνι, Τζον και Λάπο Ελκάν.

Τα συμφέροντα των δύο πλευρών διαφορετικά και αλληλοσυγκρουόμενα, στην προσπάθειά τους να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στις επιχειρήσεις της οικογένειας, μία εκ των οποίων ήταν και η Γιουβέντους, η οποία μέχρι να ξεσπάσει το σκάνδαλο του 2006 ουσιαστικά ήταν στον απόλυτο έλεγχο των Μότζι – Τζιράουντο – Μπέτεγκα. Ο Αντρέα Ανιέλι είχε ταχθεί με το μέρος της “τριάδας”, ωστόσο η πλευρά των Ελκάν ήθελε να την “ξεφορτωθεί” για να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο της ομάδας.

Με τη μετοχική ισχύ της πλευράς Αντρέα Ανιέλι στις γενικές συνελεύσεις και την αγάπη που έτρεφε ο κόσμος για την “τριάδα” κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο με… θεμιτά μέσα. Ο εκτοπισμός τους, όμως, επετεύχθη λίγες εβδομάδες πριν από την αποκάλυψη του σκανδάλου, όταν στο Χρηματιστήριο του Μιλάνου παρατηρήθηκε τέσσερις φορές μεγαλύτερη κινητικότητα στη συναλλαγή των μετοχών της Γιουβέντους. Οι έρευνες της αρμόδιας υπηρεσίας της Εφορίας έδειξαν ότι είχαν μοιραστεί μετοχές σε νέους μετόχους και με αυτόν τον τρόπο μειώθηκε η εκλογική δύναμη των δύο μεγαλύτερων μετόχων του συλλόγου πλην οικογένειας Ανιέλι και εταιριών, του Τζιράουντο και του Μότζι.

Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίστηκε πως εάν οι δυο τους αρνηθούν να αποχωρήσουν από τα διοικητικά της ομάδας, η ΓΣ θα μπορούσε να ψηφίσει την αποπομπή τους, αφού πλέον είχε την πλειοψηφία έναντι της πλευράς Αντρέα Ανιέλι. Μότζι και Τζιράουντο παραιτήθηκαν προτού εγείρει ζήτημα η πλευρά Ελκάν, στο περιθώριο των αποκαλύψεων του Calciopoli.

Το ύποπτο “ευχαριστώ” στον Ντι Μοντετζέμολο

Αμφότεροι αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους με δικούς τους νομικούς εκπροσώπους, αφού ούτε η “Fiat” ούτε η Γιουβέντους τους παρείχε δικηγόρο, παρά τα όσα προσέφεραν στην ομάδα.

Ακόμα πιο αξιοσημείωτο, όμως, είναι το γεγονός της προσφυγής της Γιουβέντους στα πολιτικά δικαστήρια, όταν διατηρήθηκε η ποινή υποβιβασμού στην εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό από την ομοσπονδία. Η ακροαματική διαδικασία από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Λάτσιο ήταν προγραμματισμένη για την 1η Σεπτεμβρίου, ωστόσο η αίτηση αποσύρθηκε στις 31 Αυγούστου, κατόπιν έντονων πιέσεων, όπως εξήγησαν οι διοικούντες τη Γιουβέντους, αφού το ιταλικό ποδόσφαιρο κινδύνευε με αποβολή από τη FIFA και από την UEFA, αφού θα παραβιαζόταν το αυτοδιοίκητο.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο πρώην ανώτατος δικαστής Αντόνιο Μπαλντασάρε μίλησε στην “Tuttosport” και υποστήριξε ότι “εάν η Γιουβέντους είχε προχωρήσει στο αίτημά της σε ποινικό δικαστήριο, πιθανότατα θα είχε κερδίσει και ως αποτέλεσμα θα είχε συντρίψει το σύστημα που αυτήν τη στιγμή ελέγχει το ποδόσφαιρο στη χώρα μας”.

Όταν έγινε γνωστή η οπισθοχώρηση των “μπιανκονέρι”, η τότε υπουργός αθλητισμού Τζιοβάνα Μελάντρι ευχαρίστησε δημόσια τη Γιουβέντους και τον πρόεδρο της Ferrari και εκ των διευθυντών της “Fiat”, Λούκα ντι Μοντετζέμολο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή δεν είχε καμία σχέση με τον σύλλογο!

Η δήλωση αυτή παραξένεψε αρκετό κόσμο, ωστόσο η μαρτυρία της Κατερίνα Πλατέα, της γραμματέως του επικεφαλής ασφάλειας της “Telecom Italia”, Αντάμο Μπόβε, ο οποίος αυτοκτόνησε όταν ήρθαν στο φως της δημοσιότητας λεπτομέρειες για τις υποκλοπές, ήταν κατατοπιστική.

Σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψε η Πλατέα στις αρχές, ο Ντι Μοντετζέμολο επισκεπτόταν συχνά τα γραφεία της “Telecom Italia” όπου εκείνη πραγματοποιούσε τις υποκλοπές και τον έβλεπε από κοντά. Τον θυμάται να επισκέπτεται τα γραφεία του προέδρου και μεγαλομετόχου Μάρκο Τρονκέτι Προβέρα και του μετόχου και μέλους του ΔΣ, Μάσιμο Μοράτι.

Ένα εξέχον στέλεχος της εταιρίας στην οποία ανήκει η Γιουβέντους είχε συναναστροφές με τους ανθρώπους που κατασκόπευαν παράγοντες της Γιουβέντους και έκαναν τα πάντα για να την υποβιβάσουν και να της αρπάξουν τον τίτλο του 2005-2006 για λογαριασμό της Ίντερ. Λίγο καιρό αργότερα, η “Telecom Italia” έγινε μέγας χορηγός της Ferrari στη Formula 1, προσφέροντας δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε μία εταιρία της “Fiat”, με πρόεδρο τον Τζον Ελκάν…

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Από την πρώτη μέρα που ξέσπασε το σκάνδαλο του 2006, η πλευρά της Ίντερ διατράνωνε πώς ποτέ δεν ακολουθούσε τις πρακτικές της Γιουβέντους και πώς γι’ αυτό οι “νερατζούρι” δεν ακούγονταν στις συνομιλίες που είχαν έρθει τότε στη δημοσιότητα.

Πέντε χρόνια αργότερα αποδείχθηκε πως αυτός ο ισχυρισμός (που έγινε και από τα χείλη του Μοράτι) ήταν ψευδής και πώς υπήρχαν κασέτες με εξίσου επιβαρυντικές συνομιλίες, που εάν υπήρχαν στο κατηγορητήριο, θα είχαν οδηγήσει στον υποβιβασμό (και) της Ίντερ.

Το πώς δεν ήρθαν ποτέ στη δημοσιότητα αυτές οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις έχουν να κάνουν με τους θεμέλιους πυλώνες των αποκαλύψεων, τα τέσσερα πρόσωπα στις τέσσερις καίριες θέσεις που είχαν τη δυνατότητα να διαχειριστούν αυτές τις πληροφορίες με όποιον τρόπο ήθελαν.

Η τοποθέτηση του Γκουίντο Ρόσι στη θέση του προέδρου της FIGC, η απονομή του τίτλου στην Ίντερ και η πρόσληψή του τον Σεπτέμβριο του 2006, λίγες εβδομάδες μετά από εκείνη την απόφαση που προκάλεσε ορυμαγδό αντιδράσεων στην Ιταλία, ως διευθύνοντας σύμβουλος της “Telecom Italia”, του φορέα που βρισκόταν πίσω από τις (παράνομες) υποκλοπές της “Gazzetta dello Sport”, ήταν τουλάχιστον ενδεικτική του τι συνέβη όλο εκείνο το διάστημα.

Μοράτι, Τρονκέτι Προβέρα, Ρόσι και Μπουόρα είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν ένα σύστημα ακόμα πιο ισχυρό από αυτό της Γιουβέντους, το οποίο, όμως, μπορούσε να λειτουργήσει σε διαφορετικό ταμπλό, αφού ήταν εξωαγωνιστικό. Όταν προκάλεσαν τις συνθήκες (διαρροή συνομιλιών), το νερό είχε μπει στο αυλάκι και πλέον θα μπορούσαν να το κατευθύνουν εκεί που επιθυμούσαν.

Το εάν όντως το έκαναν, είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί, παρά μόνο με δική τους ομολογία. Το βέβαιο είναι πως είχαν το μαχαίρι και το καρπούζι, είχαν και το κίνητρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ