El Clasico Stories: Η εκτέλεση του προέδρου της Μπαρτσελόνα, Τζουζέπ Σουνιόλ
Με αφορμή το clasico μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης το Contra.gr σας παρουσιάζει ιστορίες του παρελθόντος, οι οποίες κατέστησαν το ντέρμπι μία μάχη που ξεπερνά το αθλητικό πλαίσιο. Στο πρώτο μέρος, η εκτέλεση του προέδρου των "μπλαουγκράνα", Τζουζέπ Σουνιόλ (videos).
Η ζύμωση ενός αριστερού Καταλανού
Το πρώτο φως του ήλιου το είδε στη Βαρκελόνη στις 21 Ιουλίου του 1898. Η οικογένειά του ανήκε στον χώρο των προοδευτικών Ρεπουμπλικανών και είχε πετύχει την οικονομική καταξίωση επενδύοντας στα ζαχαρότευτλα και επενδύοντας στην προμήθεια της Κούβας, μετά την ανεξαρτητοποίησή της το 1898. Ο πατέρας του, Χόρχε, είχε κατασκευάσει και ήταν ένας από τους κύριους μετόχους του ξακουστού εργοστασίου ζάχαρης στην Αραγονία και είχε χτίσει και μία αποθήκη από όπου την πουλούσε στη γειτονιά Μπορν της Βαρκελόνης. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ καλές όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι υπάλληλοι και η δουλειά ήταν ιδανική για τον μικρό Σουνιόλ.
Ωστόσο στα μάτια του το έργο του θείου του, Ιλντεφόνσο Σουνιόλ, φάνταζε πιο ταιριαστό στην προσωπικότητά του. Πολιτικός, ιδρυτής του κόμματος Republica Catala και πρότυπο στα μάτια του εκκολαπτόμενου ιδεολογικά Τζουζέπ. Η επιρροή που δέχθηκε από τον θείο του καθόρισε τη μετέπειτα ζωή και εν τέλει τον τραγικό θάνατό του.
Σε μία Ισπανία που ήδη δύο χρόνια μαστιζόταν από τη δικτατορία που είχε επιβάλει ο Στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα, ο Σουνιόλ γίνεται μέλος της Μπαρτσελόνα το 1925, πριν συμπληρώσει τα 27 χρόνια ζωής. Οι "μπλαουγκράνα" εκείνη την εποχή ήταν ένας σύλλογος που δεν είχε την έννομη δυνατότητα να χρησιμοποιεί την καταλανική σημαία στο γήπεδο, την καταλανική γλώσσα στις ανακοινώσεις της και οτιδήποτε θα μπορούσε να κριθεί εθνικιστικό από το καθεστώς.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σουνιόλ είχε ήδη επιλέξει την πολιτική στάση του, όντας μέλος της Accio Catalana, ενός αριστερού κινήματος που ζητούσε την ανεξαρτησία της Καταλονίας, και η εγγραφή του στην Μπαρτσελόνα δεν έμοιαζε παράταιρη. Ο σύλλογος ήταν ο σπουδαιότερος της περιοχής και με το πέρασμα των χρόνων (έστω κι αν βρισκόταν σε λειτουργία μόλις από το 1899) διαμόρφωνε ταυτότητα εκπροσώπου του καταλανικού έθνους.
Στις 21 Ιουνίου του 1928 κατάφερε να μπει στο διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου, παρότι πρόεδρος ήταν ο Αρκάντι Μπαλαγκέρ, ένας υπερασπιστής της μοναρχίας. Τη σεζόν 1929-1930 αναδείχθηκε πρόεδρος της Καταλανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και παράλληλα άρχισε να εργάζεται και ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες, συντάσσοντας κείμενα που αφορούσαν κυρίως την πολιτική διάσταση του ποδοσφαίρου. Λίγο αργότερα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1930 άνοιξε τη δική του εβδομαδιαία εφημερίδα με την επωνυμία "La Rambla", από την οποία είχε το βήμα να δημοσιεύει αυτούσιες τις πεποιθήσεις περί νέας κοινωνικής τάξης στην οποία θα συμβάδιζε η πολιτική με το ποδόσφαιρο. Κάθε φύλλο τυπωνόταν υπό το σλόγκαν "αθλητισμός και εθνικότητα", το οποίο ο ίδιος είχε εξηγήσει ως εξής: "Το να μιλάς για αθλητισμό σημαίνει να μιλάς για το έθνος, τον ενθουσιασμό για την αισιόδοξη πάλη των νιάτων. Το να μιλάς για εθνικότητα σημαίνει να μιλάς για τον καταλανικό πολιτισμό, τον φιλελευθερισμό, τη δημοκρατία και την πνευματική προσπάθεια".
Στο πολιτικό σκηνικό μιας ταραγμένης χώρας
Το οικονομικό κραχ του 1929 επέφερε ζημίες πολλαπλών επιπέδων σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η Ισπανία δεν αποτέλεσε εξαίρεση και πολιτικά ήρθε το τέλος του καθεστώτος Ριβέρα. Το οικονομικό πλήγμα, όμως, ήταν δυσβάσταχτο. Η Δεύτερη Δημοκρατία της Ισπανίας που άρχισε στις 14 Απριλίου του 1931 θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας εποχής πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών που θα κορυφωνόταν με τον Εμφύλιο Πόλεμο. Τα άδεια ταμεία οδηγούσαν σε συνεχείς αλλαγές στα σχήματα της διακυβέρνησης της χώρας και σε συνδυασμό με την ύπαρξη τοπικών κυβερνήσεων στα αυτόνομα κρατίδια της Ισπανίας, το πολιτικό σκηνικό ήταν ρευστό.
Η Μπαρτσελόνα επλήγη αναπόφευκτα από τις εξελίξεις. Οι οικονομικές δυσχέρειες οδήγησαν τη διοίκηση (στην οποία ανήκε ο Σουνιόλ) σε αρκετές απολύσεις υπαλλήλων και περικοπές συμβολαίων. Δεν δίστασε ακόμα και να διώξει έναν από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών (δεύτερος σκόρερ της ιστορίας της), Τζουζέπ Σαμιτιέρ, με το πρόσχημα ότι είχε μεγαλώσει. Ο Σαμιτιέρ έμεινε εκτός ομάδας, εξωθήθηκε σε αποχώρηση και κατέληξε στη Ρεάλ Μαδρίτης και αργότερα με περιπετειώδη τρόπο στη Γαλλία και τη Νις. Το χρηματικό πρόβλημα επέφερε και δραματική μείωση των μελών και των θεατών στα παιχνίδια των Καταλανών, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική είχε υπερισχύσει εκείνη την εποχή του ποδοσφαίρου.
Η πορεία του Σουνιόλ, όμως, είχε πάρει αντίθετη τροχιά. Η πτώση της δικτατορίας βρήκε τον Φραντσέσκ Μασιά ι Λιουσά πίσω στην Καταλονία μετά την εξορία του, να αναλαμβάνει χρέη προέδρου του κρατιδίου ως επικεφαλής του νέου κόμματος Esquerra Republicana de Catalunya (ERC). Ο ίδιος ο Σουνιόλ, θαυμαστής του έργου του, οργάνωσε υποδοχή υποδοχής. Η φήμη του Σουνιόλ είχε διαδοθεί πλέον σε όλα τα πέρατα της Καταλονίας και οι πρώτες εκλογές μετά το πραξικόπημα τον βρήκαν βουλευτή με το ERC.
Το αριστερό πνεύμα της εποχής ενίσχυε την παρουσία των Καταλανών βουλευτών στη Μαδρίτη. Ως εκ τούτου, οι Καταλανοί αλλά και τα υπόλοιπα κρατίδια της Ισπανίας ανέκτησαν πολιτιστικές ελευθερίες. Το ERC εξελίχθηκε στη φωνή της Καταλονίας, έχοντας την πλειοψηφία μέχρι και 47% στο Κοινοβούλιο της Βαρκελόνης. Και κάπου εκεί άρχισαν τα προβλήματα του Σουνιόλ...
Ο διπλός ρόλος που κατείχε, ως εξέχον στέλεχος του αριστερού κόμματός του και της πιο συντηρητικής διοικητικά Μπαρτσελόνα ερχόταν σε αντίθεση. Το χάσμα διογκώθηκε όταν το ERC υιοθέτησε συμπεριφορά μοναδικού εκπροσώπου του καταλανικού έθνους. Ο Σουνιόλ ακροβατούσε μεταξύ των δύο ιδιοτήτων του και δεχόταν κριτικές πανταχόθεν. Οι αντίπαλοί του τον χαρακτήριζαν αλαζόνα με βάση τη στάση του κόμματός του και ιδιοτελή θεωρώντας ότι θέλει να μεταφέρει πραξικοπηματικά την αποπνέουσα αίσθηση κυριαρχίας του ERC στα τεκταινόμενα της Μπαρτσελόνα.
Ο Σουνιόλ δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Τον Νοέμβριο του 1932 πέρασε στην αντεπίθεση, κατηγορώντας μέσω φιλοκομματικής εφημερίδας μέλη της διοίκησης της Μπαρτσελόνα ότι πρόσκεινται στην δεξιά καταλανική παράταξη Lliga Regionalista, μέλη της οποίας μεταγενέστερα στήριξαν το πραξικόπημα του Φράνκο. Η απάντηση σύσσωμου του διοικητικού συμβουλίου ήταν πως το δημοκρατικό καταστατικό που διέπει τη λειτουργία του συλλόγου δεν δύναται να εμποδίσει αυτά τα μέλη να ανήκουν στην Μπαρτσελόνα.
Ο βουλευτής πρόεδρος της Μπαρτσελόνα
Το 1933 κορυφώθηκε η έμπρακτη πάλη της Δεξιάς με την Αριστερά της ισπανικής επικράτειας σε όλα τα στρώματα. Μία σειρά εξεγέρσεων που καταπνίγηκαν από τον στρατό κατέληξε σε πλήρη αποσταθεροποίηση της χώρας. Η ιδέα της ανεξαρτησίας αντικαθιστούσε σταδιακά αυτήν την αυτονομίας στα επιμέρους κρατίδια που συνέθεταν τη χώρα και η παρουσία των στρατευμάτων στους δρόμους γινόταν ολοένα και πιο συχνή. Ο Στρατηγός Φρανσίσκο Φράνκο άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας και τα γεγονότα του 1933 (σε ορισμένες περιπτώσεις ηγήθηκε βίαιων καταστολών εξεγέρσεων) τον έχρισαν αρχηγό του γενικού επιτελείου.
Στα τέλη εκείνης της χρονιάς ο Σουνιόλ είχε επανεκλεγεί στην βουλή της Ισπανίας με το ERC, το οποίο απομακρυνόταν με τις θέσεις του από τις δημοκρατικές αντιλήψεις της Καταλονίας. Μαζί και ο Σουνιόλ, που εκείνη την εποχή απασχολείτο περισσότερο με την πολιτική, χρησιμοποιώντας την Μπαρτσελόνα ως "όχημα" για τα συμφέροντά του. Ο ίδιος φρονούσε ότι αυτή παράδοξη εκμετάλλευση είχε ως στόχο να ενισχύσει τις πράξεις του για το γενικότερο καλό της πατρίδας του, της Καταλονίας. Οι αντίπαλοί του στο εσωτερικό έβλεπαν τη στάση του ως ένα ακόμα μήνυμα απόσχισης. Αυτοί στην αντίπερα όχθη, της ισπανικής Δεξιάς και δη οι ηγέτες του Στρατού, εντόπιζαν στο πρόσωπό του μία επικίνδυνα ηγετική προσωπικότητα, με ικανότητες συσπείρωσης και με βήμα στο λαό μέσω του Τύπου, ήτοι όλα τα στοιχεία περί στοχοποίησής του υπό ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο.
Η Μπαρτσελόνα περνούσε ένα αγωνιστικό τέλμα, αφού τα οικονομικά προβλήματα είχαν αποψιλώσει το ρόστερ και η "χρυσή εποχή" της δεκαετίας του ’20 έμοιαζαν με μακρινό παρελθόν. Το επιφανές οικονομικό status του τον κατέστησε ιδανικό υποψήφιο για την προεδρία του συλλόγου και έτσι το 1934 του έγινε η σχετική πρόταση. Ο ίδιος αρνήθηκε, επικαλούμενος φόρτο εργασίας στις οικογενειακές επιχειρήσεις και ορισμένα προβλήματα υγείας. Η αλήθεια είναι ότι τα ταξίδια του στο εξωτερικό για κάποιες χειρουργικές επεμβάσεις ήταν δεδομένα, ωστόσο φημολογείται ότι έπασχε και από μορφινομανία. Η άρνησή του, πάντως, μεταφράστηκε αμέσως στην παραχώρηση προτεραιότητας στο πολιτικό σκηνικό από μέρους του.
Ένα χρόνο αργότερα η πρόταση επανήλθε επί τάπητος. Αυτή τη φορά ο Σουνιόλ την αποδέχθηκε και στις 27 Ιουλίου του 1935 έγινε ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα. Μέλημά του να επαναφέρει τον κόσμο στο "Λες Κορτς" εξ ου και η συμφιλίωση με τον Σαμιτιέρ. Σε αγαστή συνεργασία με τον προηγούμενο πρόεδρο της ομάδας (τον οποίο και εκτιμούσε ο Σουνιόλ), Εστέβε Σάλα, ο οποίος ανέλαβε χρέη ταμία, και του λογιστή Φρανσέσκ Τσαβιέρ Κασάλς, η σεζόν έκλεισε με αξιόλογο κέρδος.
Στο γήπεδο, η ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα Καταλονίας και έφτασε μέχρι τον περίφημο τελικό του 1936 στο "Μεστάγια". Η Μπαρτσελόνα αντιμετώπιζε τη Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία είχε κερδίσει τα πρωταθλήματα του 1932 και 1933, καθώς και 6 κύπελλα και αποτελούσε ανερχόμενη δύναμη στο ισπανικό ποδόσφαιρο. Ο Καταλανός Ρικάρντο Θαμόρα, με καριέρα στην Μπαρτσελόνα και κυρίως στην Εσπανιόλ, έμελε να κρίνει το παιχνίδι. Παρότι οι Μαδριλένοι έπαιξαν στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα με 10 παίκτες, κατάφεραν να νικήσουν με 2-1 χάρη σε μία εμφάνιση του Ισπανού τερματοφύλακα που έμεινε στην ιστορία. Οι πολιτικές ζυμώσεις ήταν τέτοιες, όμως, που το αγωνιστικό σκέλος θα περνούσε γρήγορα στο περιθώριο...
Το μοιραίο ταξίδι
Το Φεβρουάριο του 1936 το Λαϊκό Μέτωπο επικράτησε στις εκλογές και συνέθεσε κυβερνητικό σχήμα. Επρόκειτο για έναν συνασπισμό Κομουνιστών και Σοσιαλιστών, που εξέφραζε την αριστερή ιδεολογία της εποχής. Η δημοκρατία διαφάνηκε να ισχυροποιείται, αφού σταδιακά μέχρι εκείνο το σημείο είχαν αποφυλακιστεί όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι τοπικές κυβερνήσεις επέστρεψαν στην εξουσία. Ο Σουνιόλ εξελέγη βουλευτής για τρίτη φορά, με το κόμμα του, σε αυτό το ένα έτος που συμπλήρωνε ως πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, να έχει πετύχει διπλασιασμό των ποσοστών του.
Η ανάδειξη του Λαϊκού Μετώπου στην πολιτική ηγεσία της Ισπανίας "πυροδότησε" την εκπόνηση σχεδίων για πραξικόπημα από τον Στρατό. Η υλοποίηση άρχισε στις 18 Ιουλίου του 1936. Η νέα ποδοσφαιρική σεζόν θα άρχισε στις αρχές Σεπτεμβρίου, ωστόσο υπό τις πολεμικές συγκρούσεις να μαίνονται σε όλη την επικράτεια, κάτι τέτοιο θεωρούταν αδύνατο. Το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση εν μέσω θέρους, με θέμα συζήτησης το μέλλον της Μπαρτσελόνα. Το υπάρχον πολιτικό σκηνικό κατέρρεε και οι εχθροπραξίες στους δρόμους της Βαρκελόνης έθετε σε κίνδυνο την ομάδα. Τα γραφεία μπορεί να βρίσκονταν προφυλαγμένα στο κέντρο της πόλης, ωστόσο το γήπεδο ανήκε σε μία περιοχή στα αραιοκατοικημένα προάστια της καταλανικής πρωτεύουσας και ως εκ τούτου ήταν ευάλωτο σε ενδεχόμενη απόπειρα κατάληψης από τα στρατεύματα. Σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα που θα ταλάνιζαν την ομάδα εν καιρώ πολέμου, υπήρξε σκέψη ακόμα και για αναστολή λειτουργίας.
Η απόφαση που πάρθηκε ήταν η Μπαρτσελόνα να συμμετέχει μόνο στις τοπικές διοργανώσεις. Παράλληλα έγιναν μεγάλες περικοπές, με τον διεθνή Ουρουγουανό Ενρίκε Φερνάντες που βρισκόταν σε διακοπές στην πατρίδα του να αποδέχεται τη συμβουλή να μην επιστρέψει, ενώ διακόπηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη μεταγραφή του επίσης διεθνή με την "τσελέστε" Ραούλ Βιγιάμπα. Επιπλέον, λύθηκε το συμβόλαιο του έτερου ξένου, του Ούγγρου μέσου Ελεμέρ Μπέρκεσι, ενώ στις 31 Ιουλίου του 1936 σημειώθηκε η τελευταία πράξη του Σουνιόλ ως πρόεδρος της Μπαρτσελόνα. Ο 38χρονος πρόεδρος των "μπλαουγκράνα" συμμετείχε στη συνεδρίαση του διοικητού συμβουλίου που αποφάσισε να λυθούν κι άλλα συμβόλαια.
Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Σουνιόλ άρχισε το ταξίδι χωρίς επιστροφή... Προορισμός η Μαδρίτη, με μία σύντομη στάση στη Βαλένθια. Σκοπός να συναντηθεί με άλλους Δημοκρατικούς που είχαν διασυνδέσεις με διάφορες περιοχές της χώρας, ώστε να συντονιστούν οι αντιστασιακές ενέργειες. Ενας επίσημος ιστορικός της Μπαρτσελόνα, πάντως, ισχυρίζεται ότι ανάμεσα στους σκοπούς του ταξιδιού του Σουνιόλ στη Μαδρίτη ήταν και κάποιες μεταγραφές του συλλόγου. Στη Βαρκελόνη είχε ήδη αποκρουστεί η πρώτη επίθεση των Στρατηγών Φερνάδεθ Μπουριέλ και Μανουέλ Γκοδέδ μετά από ένα λουτρό αίματος. Στο σχέδιό του να συναντηθεί και με μία καταλανική φάλαγγα που αντιστέκονταν εντός Μαδρίτης στις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο.
Η εκτέλεση του Σουνιόλ
Στις 4 Αυγούστου αναχώρησε από τη Βαλένθια και την επομένη βρισκόταν ήδη στην ισπανική πρωτεύουσα. Μετά τις πρώτες συναντήσεις με εξέχοντα στελέχη των Δημοκρατικών, θέλησε να αντικρίσει ιδίοις όμμασι το "μέτωπο" και ταξίδεψε με ένα αυτοκίνητο προς τους λόφους που διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις. Μαζί του ένας οδηγός που του παρείχαν οι Δημοκρατικοί, ακόμα ένα άτομο και μία καταλανική σημαία που κυμάτιζε στην οροφή, αφού ο Σουνιόλ είχε την ιδιότητα του βουλευτή και εκπροσωπούσε την Βαρκελόνη, η οποία είχε αντισταθεί (και μάλιστα επιτυχώς) στο πραξικόπημα.
Η κατάσταση στα βουνά, αλλά και στους χαμηλούς λόφους της Βαρκελόνης ήταν ασαφής. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές καταλάμβαναν και ανακαταλάμβαναν χωριά και διαβάσεις με τέτοιο ρυθμό που ήταν αδύνατη η ασφαλής χαρτογράφηση. Σε συνδυασμό με την προπαγάνδα που συνόδευε τα νέα από το "μέτωπο", ουδείς μπορούσε να χαρακτηρίσει μία περιοχή συμμαχική ή στρατιωτική. Το όχημα είχε περάσει από το χωριό Γκουαδαράμα και ανέβαινε το βουνό. Στο 52ο χιλιόμετρο του δρόμου που ένωνε τη Μαδρίτη με την Κορούνια, σταμάτησε σε ένα στρατιωτικό μπλόκο. Ο οδηγός φέρεται πως μπερδεύτηκε και πέρασε σε περιοχή που είχε καταληφθεί από τις φασιστικές δυνάμεις. Ο Σουνιόλ δεν το είχε αντιληφθεί και σύμφωνα με τον μύθο βγήκε από το αυτοκίνητο και φώναξε "Viva la Republica" (="ζήτω η δημοκρατία"), θεωρώντας ότι οι πολιτοφύλακες από τη Μαδρίτη. Οπως γίνεται κατανοητό, η συγκεκριμένη φράση μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο από τους στρατιώτες που ήταν παρόντες στη σκηνή.
Το βέβαιο είναι ότι αναγνώρισαν τον ήδη διάσημο εθνικιστή Καταλανό Σουνιόλ και τον συνέλαβαν. Χωρίς να γίνει καμία δίκη, το απόγευμα της 6ης Αυγούστου εκτελέστηκε δια τυφεκισμού τόσο ο ίδιος, όσο και οι δύο συνοδοιπόροι του.
Η επικίνδυνη μετά θάνατον υστεροφημία
Τα νέα της εκτέλεσης του Σουνιόλ καθυστέρησαν να διαδοθούν. Η 7η και η 8η Αυγούστου κύλησαν μέσα σε ένα κλίμα αβεβαιότητας. Οι εφημερίδες ανησυχούσαν για την εξαφάνισή του και στις 9 Αυγούστου η "La Rambla" δημοσιεύει την είδηση του θανάτου. Ακόμα και τότε ουδείς μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει την είδηση. Στο ισπανικό κοινοβούλιο οι πρώτες πληροφορίες έκαναν την εμφάνισή τους λίγες ημέρες αργότερα και ήταν ασαφείς. Έκαναν λόγο βέβαια για "εκτελεστικό απόσπασμα", αναφέροντας ως ημερομηνία εκτέλεσης την 10η Αυγούστου.
Μετά από μία εβδομάδα η είδηση επιβεβαιώθηκε. Ο Τζουζέπ Σουνιόλ ι Γαρίγα είχε εκτελεστεί από φάλαγγα του πραξικοπήματος. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ και ακόμα και ο ακριβής προσδιορισμός της εκτέλεσης ήταν πολύ δύσκολος τα επόμενα χρόνια. Ο "φάκελος Σουνιόλ", εξάλλου, αποτέλεσε ταμπού για δεκαετίες.
Ο ίδιος ο Φράνκο φρόντισε να συλήσει τη μνήμη του Σουνιόλ μετά θάνατον, χαρακτηρίζοντάς τον αντι-ισπανό και ξεγράφοντάς τον από την ιστορία της Μπαρτσελόνα και της καταλανικής πολιτικής σκηνής. Οι αρχές, μάλιστα, διατάχθηκαν να αναγράψουν στην ταφόπλακά του το όνομά του με την καστιγιάνικη γραφή ως "Josep Sunol", αντί του καταλανικού "Sunyol". Στις 28 Δεκεμβρίου του 1939 διεξήχθη στρατοδικείο, στο οποίο διωκόταν ο ίδιος έστω και μεταθανάτια για εγκλήματα πολέμου. Σε αυτό αναφέρθηκε ότι αποτελούσε γνώριμο πρόσωπο της πολιτικής σκηνής και πως ήξερε ότι στο εν λόγω ταξίδι του στην Γκουαδαράμα θα αιχμαλωτιζόταν και θα εκτελούταν μετά από δίκη.
Η σπίλωση συνεχίστηκε και όσον αφορά την έτερη ιδιότητα που κατείχε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του ο Σουνιόλ, αυτήν του προέδρου της Μπαρτσελόνα. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 1940 συντάχθηκε αναφορά από το επιτελείο της φάλαγγας που είχε καταλάβει πλέον την Βαρκελόνη στο οποίο ο Σουνιόλ κατηγορείτο πως είχε περάσει αντι-ισπανική γραμμή στον σύλλογο.
Ο σύλλογος, αντιθέτως, τίμησε τον Σουνιόλ, με το διοικητικό συμβούλιο να τον χρίζει πρόεδρο εν απουσία από τις 16 Νοεμβρίου του 1936 μέχρι τις 17 Ιανουαρίου του 1939. Η επανέναρξη του πρωταθλήματος, όμως, τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς βρήκε την Μπαρτσελόνα στα πρόθυρα μιας από τις πιο "μαύρες" εποχές της ιστορίας της. Παράλληλα, η εικόνα που είχε προσδοθεί στον σύλλογο γιγάντωσε την "κόντρα" με τη Μαδρίτη και δη τη Ρεάλ, διαμορφώνοντας σταδιακά την πόλωση Καστίλης-Βαρκελόνης σε υπέρτατη αθλητική διαμάχη μεταξύ των δύο συλλόγων. Το el clasico είχε περάσει κι επισήμως εκτός ποδοσφαιρικών συνόρων και αγκάλιαζε την πολιτική υπόσταση που διατηρεί έως και σήμερα, με τον πιο ισχυρό δεσμό που θα μπορούσε να προκύψει, το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων του Εμφυλίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, Τζουζέπ Σουνιόλ ι Γαρίγα.
Η σπίλωση του Σουνιόλ από την σύγχρονη Μπαρτσελόνα
Επί χρόνια οι κατά καιρούς πρόεδροι της Μπαρτσελόνα αρνούταν να παραχωρήσουν στον Σουνιόλ την πραγματική θέση του στην ιστορία του συλλόγου. Ακόμα και μετά την πτώση της δικτατορίας, οι εκάστοτε δεξιές διοικήσεις του καταλανικού συλλόγου θεωρούσαν ότι η αναγνώριση του έργου του θα αναμόχλευε τα πολιτικά μίση.
Το 1986, στην επέτειο συμπλήρωσης 50 χρόνων από την εκτέλεσή του, η διοίκηση του Τζουζέπ Λουίς Νούνιεθ αρνήθηκε να αποτίσει τον παραμικρό φόρο τιμής. Το 1994, ο δημοσιογράφος Τζουζέπ Μαρία Λιαδό, με μία σειρά άρθρων στην εφημερίδα "Avui" ανέδειξε το θέμα σε συνεργασία με έρευνες του Αντόνι Στρουμπέλ, διαμορφώνοντας τη λαϊκή απαίτηση της αναγνώρισης του Σουνιόλ από την επίσημη Μπαρτσελόνα.
Ο Νούνιες θεώρησε αυτές τις ενέργειες συνωμοσία αντιπάλων εναντίον του και επιχείρησε να καταπνίξει το κοινό αίσθημα μέσω μιας επιστολής, η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1996 και η οποία σύστηνε ενότητα, χωρίς να αναφέρεται στον Σουνιόλ. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς το περιοδικό "El Temps" φιλοξένησε πολυσέλιδο αφιέρωμα για τον Σουνιόλ και κατηγόρησε ανοιχτά τη διοίκηση της Μπαρτσελόνα. Οι αντιδράσεις γιγαντώθηκαν με διάφορες μορφές εκδηλώσεων και η οργάνωση "Amics de Josep Sunyol" ("Φίλοι του Τζουζέπ Σουνιόλ") αποφάσισε στην επέτειο των 60 χρόνων από τον θάνατό του να τοποθετήσει μία αναμνηστική πλάκα στον τόπο που εκτελέστηκε.
Μετά από δύο αγωνιστικά αποτυχημένες χρονιές και με τις επερχόμενες εκλογές του 1997 να πιέζουν για ψήφους, η διοίκηση Νούνιεθ υποχώρησε εν μέρει και δύο μέλη της διοίκησης, ο Τζουάν Ραβεντός και ο Τζάουμε Σοβρέκς (επίσημος ιστορικός της ομάδας) παρευρέθηκαν στην εκδήλωση της αποκατάστασης της μνήμης του Σουνιόλ, μαζί με επιφανείς πολιτικούς της Καταλονίας (μεταξύ τους και ο πρόεδρος του κοινοβουλίου της Καταλονίας).
Εκείνο το έτος κυκλοφόρησε και το βιβλίο των Σολέ ι Σαμπατέ, Κάρλες Λιορένς και Τόνι Στρούμπελ, το οποίο αποτελούσε την πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη σχετικά με τα γεγονός του 1936 που αφορούσαν στη δολοφονία του Σουνιόλ. Ο τίτλος του "Sunyol, l'altre president martir".
Παράθεση 1
Από το 1935 μέχρι το 1939 πρόεδρος της Ρεάλ Μαδρίτης ήταν ο Ράφαελ Σάντσεθ Γκουέρα. Γνωστός Δημοκρατικός, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη κινδυνεύοντας να πέσει στα χέρια του Φράνκο. Οπερ και εγένετο, με τον Σάντσεθ Γκουέρα να συλλαμβάνεται, αλλά να διαφεύγει στο Παρίσι, όπου και εξελίχθηκε σε σημαντικό στέλεχος της κυβέρνησης εξορίας. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου δεν συμμετείχε αρκετά ενεργά στη διοίκηση της Ρεάλ, αφού αντ’ αυτού έτρεχαν τον σύλλογο οι ανεπίσημοι πρόεδρος Χουάν Χοσέ Βαγέχο και Αντόνιο Ορτέγα.
Παράθεση 2
Η ακατάσχετη φημολογία που κυριάρχησε μετά την εκτέλεση του Σουνιόλ σπίλωσαν την εικόνα του. Μόνο μετά τον θάνατο του Φράνκο άρχισαν οι πρώτες δειλές έρευνες για την συγκεκριμένη υπόθεση. Την αρχή έκανε ένας Καταλανός πανεπιστημιακός, ο Αντόνι Στρούμπελ, ο οποίος δημοσίευσε αγγελίες σε τρεις εφημερίδες ζητώντας πληροφορίες από όσους γνωρίζουν οτιδήποτε. Η σύνθεση ιστοριών από τα εκατοντάδες γράμματα που έλαβε από βετεράνους πολέμου ή απογόνους τους τον βοήθησαν να βγάλει μία πρώτη άκρη για τα γεγονότα εκείνων των ημερών, αλλά κανένα δεν περιελάμβανε πληροφορίες που να αφορούσαν το περιστατικό της εκτέλεσης του Σουνιόλ. Δύο Καταλανοί πολιτοφύλακες και ένας Φρανκιστής υπολοχαγός μίλησαν σε δύο άλλες εφημερίδες και οι μαρτυρίες τους φαίνεται πως ταυτίζονται με το τι πραγματικά συνέβη.