OPINIONS

Ο Μαραντόνα διέλυσε τους ηθικούς φραγμούς για όλες τις αμαρτίες

Ο κόσμος τού συγχώρεσε τα πάντα. Οτιδήποτε αξιοκατάκριτο ως σημείου καρατόμησης κάποιου, ήταν αποδεκτό αν γινόταν από τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.

Ο Μαραντόνα διέλυσε τους ηθικούς φραγμούς για όλες τις αμαρτίες
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα της Αργεντινής κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου πριν από την αναμέτρηση με τη Βουλγαρία για τη φάση των ομίλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1994, στο στο ξενοδοχείο 'Sheraton Park Plaza', Ντάλας | Πέμπτη 30 Ιουνίου 1994 AP Photo/Tim Sharp

Απόσπασμα ελληνικής πολιτικής εφημερίδας στις 13 Ιουνίου του 1992 απένειμε τα εύσημα στον Τόμας Χέσλερ. Ο κοντοπίθαρος μέσος, στην πρώτη εμφάνιση της ενωμένης εθνικής Γερμανίας σε μεγάλη διοργάνωση, είχε ισοφαρίσει με απευθείας χτύπημα φάουλ στις καθυστερήσεις το γκολ που είχε πετύχει με πέναλτι ο Ίγκαρ Νταμπραβόλσκι από το 64′ κι έτσι η Κοινοπολιτεία, στην πρώτη δική της μεγάλη διοργάνωση, δεν κατάφερε να πάρει τη νίκη στην πρεμιέρα του Euro 1992.

Ο συντάκτης του κειμένου έγραφε ότι ο Χέσλερ έχει ύψος 1,66μ., ακριβώς όσο ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Ως τρικ, ήθελε να προκύψει η σύγκριση από έναν τυχαίο αριθμό. Αυτήν τη στιγμή, όταν θυμάσαι τον Χέσλερ, μοιάζει όντως 1,66μ. Ο Μαραντόνα, μικρός το δέμας, ήταν κατά πολύ ψηλότερος.

Ο Μαραντόνα κατέκτησε τον κόσμο. Δύο ποδοσφαιριστές έχουν σηκώσει στις πλάτες τους φίλαθλοι ύστερα από έναν τελικό Παγκόσμιου Κυπέλλου: αυτόν, στις 29 Ιουνίου 1986 στο ‘Αζτέκα’, έπειτα απ’ το 3-2 της Αργεντινής επί της Δυτικής Γερμανίας (σε μία διοργάνωση που είχε 5 γκολ και ισάριθμες ασίστ), και τον Πελέ, στις 21 Ιουνίου του 1970, έπειτα απ’ το 4-1 της Βραζιλίας επί της Ιταλίας στο ίδιο γήπεδο. Ο Μαραντόνα πέθανε πρώτος και ο Πελέ θα πεθάνει μόνος του, κάνοντας τα πάντα σωστά.

Η εμβληματική φωτογραφία στο Μουντιάλ '86. Ο Μαραντόνα με το Παγκόσμιο Κύπελλο στα χέρια. Όλος ο κόσμος δικός του AP Photo/Carlo Fumagalli

Οι πιστοί του ‘Dios’ είναι αμέτρητοι, αλλά αυτοί που τον αγαπούν είναι ακόμα περισσότεροι. Η απόσταση των πιστών με εκείνους που τον αγαπούν είναι πολύ μικρή. Το συναίσθημα είναι άδολο. Οι 45άρηδες και οι 40άρηδες τούτου του κόσμου έχουν ταυτιστεί μαζί του, η δεκαετία του ’80 για όσους ασχολήθηκαν με το ποδόσφαιρο του ανήκει αποκλειστικά, περισσότερο από ό,τι στον Μάικλ Τζάκσον, τη βρετανική ποπ ή τη Μαντόνα. Υπάρχει κάτι εύφλεκτο σε αυτό το πάθος, που δεν είναι καν αμοιβαίο. Εδώ ο λόγος δεν γίνεται καν για τους Ναπολιτάνους, αλλά για τους δικούς μας 45άρηδες, ακόμα και 50άρηδες, που από το 1984 έως το 1991 διένυαν την εφηβεία ή τη μετεφηβεία. Είναι απιθανότητα κάποιος, σε τέτοια συνθήκη, να προτιμά οποιονδήποτε άλλον: ο Μαραντόνα λάβωνε κατευθείαν την καρδιά του και, επειδή μιλάμε για ποδόσφαιρο, όπου οι σεξουαλικοί όροι έχουν την ίδια δυναμική με τους πολεμικούς, τη λίμπιντό του.

Το αποτέλεσμα αυτής της έλξης είναι μία απίστευτη ηθική ευλυγισία. Ο Μαραντόνα, προφανώς, δεν συστήνεται στον κόσμο ως role model, ούτε μπορεί να γίνει το παράδειγμα σε κάποιον που αγαπά το ποδόσφαιρο. Αναγκαστικά, βάσει των ικανοτήτων του, πρέπει να υποψιαστεί ο αναγνώστης ότι πάμπολλα παιδάκια έχουν επιχειρήσει να του μοιάσουν. Και ασφαλώς η κατάχρηση κάποιου πράγματος πρέπει να αφορά σε κάτι τόσο ωραίο, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί το νόημα του ουσιαστικού. Δεν μπορείς, επί παραδείγματι, να καταχραστείς το καρότο. Όσα λαχανικά και να φας, δεν λογίζονται ως κατάχρηση.

Αντιθέτως, αν κάνεις κοκαΐνη, αυτό είναι από μόνο του μια πράξη κατάχρησης, πόσω μάλλον αν κάνεις σεβαστή ποσότητα κοκαΐνης. Αν πίνεις, αν έχεις εξώγαμα, αν, εν πάση περιπτώσει, δεν σε διέπει φίλτρο σε λόγια και πράξεις, αυτό είναι ασυδοσία. Και πρέπει, εδώ, να παραδεχθεί οποιοσδήποτε ότι ο Μαραντόνα ήταν ασύδοτος. Στον πλούτο, στα πάθη, στους εθισμούς.

Ακριβώς σε αυτό το σημείο έγκειται η φύση του θαυμασμού, η οποία ξεφεύγει από το δέος και μετατρέπεται σε υποταγή. Ο ‘Πελούσα’ χάραξε την πορεία που ήθελε, έκανε τη ζωή ενός ευάλωτου ανθρώπου, χωρίς σκληρή προσωπικότητα, δίχως το σθένος να αντισταθεί σε οτιδήποτε. Δεν περιμένεις, βεβαίως, από κάποιον με τέτοιες προσλαμβάνουσες, ένα φτωχαδάκι από το Λανούς που ο κόσμος του ήταν η μπάλα, να κάνει κάτι διαφορετικό. Αλλά ο κόσμος που τον λάτρεψε, δεν έχει οποιοδήποτε ηθικό ζήτημα με τις πράξεις του, ίσα ίσα που οι θαυμαστές του γελούσαν κάτω από τα μουστάκια τους κάθε φορά που μία συζήτηση πήγαινε στα ναρκωτικά και τις γκόμενες. Πρόκειται για ανθρώπους που, οπωσδήποτε, δεν θα συγχωρούσαν οποιονδήποτε άλλο για παρεμφερείς συνήθειες: για εκείνους που ‘έκραξαν’, για να τεθεί ένα παράδειγμα, τον Μάικλ Τζόρνταν για τον εθισμό του με τον τζόγο.

Ο Μαραντόνα δεν υπάγεται σε τέτοια κατηγορία. Ακόμα κι εκείνοι που λατρεύουν τον Τζόρνταν, θα δέχονταν να συζητήσουν για τον τζόγο, ενδεχομένως να στρίφνωναν, να απέδιδαν δίκιο ακόμα και στην εμπάθεια των συνομιλητών τους. Για τον σπουδαίο Ντιέγκο όμως, ούτε λόγος, ακόμα και από εκείνους που αποφεύγουν μετά βδελυγμίας τα ναρκωτικά και οποιουδήποτε είδους καταχρήσεις, παλεύοντας καθημερινά για να βάζουν τη δική τους ζωή στις ράγες μιας ‘χρυσής ισορροπίας’.

Ντιέγο Μαραντόνα, Φιδέλ Κάστρο, Ούγο Τσάβες, μαζί πλέον...


Το ποδόσφαιρο, πάντως, άλλαξε εξαιτίας του. Και για να τεθεί, πάλι, η υπόθεση στη σωστή βάση της, αν έπαιζε τώρα θα ήταν μισή ντουζίνα φορές καλύτερος από την εποχή του. Βέβαια, δεν θα έβριζε τη FIFA ούτε θα έκανε οτιδήποτε που θα προκαλούσε το κοινό αίσθημα, αφού μάλλον, όταν έβριζε τον Ζοάο Χαβελάνζε και τον Κάρλος Μενέμ δεν μιλούσε ο ίδιος, αλλά η θολούρα στο μυαλό του. Ο τελευταίος Αργεντινός ανάλογου ψυχισμού (αλλά, έως και βέβαιον, υγιέστατος) κάθεται στον πάγκο της Ατλέτικο…

Γι’ αυτό, κιόλας, ο Μαραντόνα ήταν ένας, μοναδικός και ανεπανάληπτος. Τρεις χαρακτηρισμοί, για να γίνει κι η σωστή αναλογία με την Αγία Τρίαδα, μια κι η έλευσή του στον κόσμο ήταν μία θεϊκή πράξη κι η φυγή του, ένα ταξίδι προς τα μέρη που βρίσκονται οι υπόλοιποι μεγάλοι. Ήταν ένας φανταστικός ποδοσφαιριστής, αλλά οι καταχρήσεις τον έκαναν Θεό και αθάνατο, προστάτη και προστατευόμενο.