Πίρλο, ο Ζιντάν της Γιουβέντους
Το εγχείρημα των ‘μπιανκονέρι’ να προσλάβουν για τον πάγκο τους ένα θρύλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου αντιστοιχεί στην απόφαση της Ρεάλ Μαδρίτης να αντικαταστήσει τον Ράφα Μπενίτεθ με έναν από τους κορυφαίους παίκτες στην ιστορία, τις πρώτες μέρες του 2016.
Η περίπτωση του Αντρέα Πίρλο ως ποδοσφαιρικής φυσιογνωμίας είναι ανεπανάληπτη στα ποδοσφαιρικά χρονικά: δεν υπάρχει κάποιος που να τον αντιπαθεί. Προφανώς, η παραπάνω έκφραση αποτελεί υπόθεση, πάντως θα ήταν δυνατόν να εγείρει αξιώσεις. Για το νέο τεχνικό της Γιουβέντους δεν έχει ακουστεί κακή κουβέντα, τουλάχιστον κάποια που να βρίσκεται στο γνωστικό πεδίο και το περιβάλλον του υπογράφοντος.
Ο Πίρλο ήταν ένας ποδοσφαιριστής που στην καριέρα του κέρδισε τον καθολικό σεβασμό. Ακόμα κι όταν οι ομάδες στις οποίες έπαιζε αγωνίζονταν σε ‘καυτές’ έδρες θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο πως τα σφυρίγματα που ακούγονταν από την κερκίδα έπιαναν το χαμηλότερο των ντεσιμπέλ τους όταν είχε την μπάλα στα πόδια. Ήταν η αύρα που άφηνε η οντότητα στον αγωνιστικό χώρο.
Μετά το παιχνίδι με την Αγγλία (2-1) στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014, όταν άφησε την μπάλα να περάσει κάτω από τα πόδια του για να φτάσει στον Κλαούντιο Μαρκίζιο, για το 1-0, το παρατσούκλι ήταν έτοιμο: Football Jesus. Ήταν μία φάση με θρησκευτική προέκταση, άλλωστε πόσο διαφορετικά πέρασε την Ερυθρά Θάλασσα ο Μωυσής; Κι αυτό συνέβη χωρίς κόπο, λες και εκπληρωνόταν κάποια προφητεία.
Αυτή η συγκεκριμένη φάση, όπως βεβαίως και εκείνο το πέναλτι στον προημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2012 απέναντι στον ίδιο αντίπαλο (το πιο τρομακτικό, όπως απορρέει από τα εκατοστά του δευτερολέπτου σιωπής στην εξέλιξη του σκαφτού σουτ), δεν συμβόλιζε αλλά, ήταν όλη η καριέρα του.
Ο Αντρέα Πίρλο αρέσει σε όλους, διότι εκπροσωπεί όλες τις τάξεις: η κίνησή του στον αγωνιστικό χώρο ήταν γαλαζοαίματου, η αντιμετώπιση οποιασδήποτε κατάστασης αναδείκνυε τον ορισμό της κομψότητας και της κλάσης και ταυτοχρόνως ήταν απλός, δίχως σωματικά προσόντα ή κάποια αξιομνημόνευτη αθλητικότητα. Δεν λογιζόταν ως ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας του και σε όλη την καριέρα του δεν υπήρξε το πρώτο όνομα. Όμως, περισσότερο από κάθε άλλον ο Αντρέα Πίρλο άνετα θα μπορούσε να γίνει ντοκιμαντέρ, με μία κάμερα να ακολουθεί κάθε κίνησή του στον αγωνιστικό χώρο.
Ήταν πάντα ο καλύτερος συμπαίκτης, ο πιο σεβαστός αντίπαλος, δεν τον χτυπούσαν ποτέ. Σαν να τον περιέβαλλε ένα πλαίσιο προστασίας και σαν να γέμιζε με δέος τους μέσους και τους αμυντικούς που αντιμετώπιζε, έμοιαζε να κινείται έξω από τα ανθρώπινα μέτρα. Ήταν απλώς άπιαστος, χωρίς να γίνει απαραίτητο να εγείρει ο ίδιος αξιώσεις με την παρουσία του. Πιθανότατα, ήταν κάτι έξω και από την ίδια τη συνειδητότητά του που τον καθιστούσε ξεχωριστό, αφού και να το επιδιώξεις δεν γίνεται να τα καταφέρεις.
Ήταν ο ποδοσφαιριστής που σεβάστηκε περισσότερο από όλους ο ατίθασος Μάριο Μπαλοτέλι, εκείνος για τον οποίο στο Μιλάνο θεωρούν ότι η παραχώρησή του στη Γιουβέντους έπειτα από 10 χρόνια στους ‘ροσονέρι’, το 2011, ήταν η αρχή του τέλους για τη Μίλαν. Ο τελευταίος τίτλος που κατέκτησε η επτάκις πρωταθλήτρια Ευρώπης, άλλωστε, ήταν το πρωτάθλημα του 2011, οπότε το επιχείρημα λογίζεται ως αρκούντως πειστικό.
Με την εθνική Ιταλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, πήρε δύο Champions League με τη Μίλαν, το 2003 και το 2007, κατέκτησε εγχώριους τίτλους, προϋπάντησε τον Ρομπέρτο Μπάτζιο στον αποχαιρετισμό του στο ποδόσφαιρο. Έμοιαζε να είναι παντού. Με τα μικρά βήματα στον αγωνιστικό χώρο, το σοφιστικέ τρέξιμο, την αντίληψη, την ίδια την μπάλα, που θα ορκιζόσουν πως για εκείνον κινούνταν με διαφορετική ταχύτητα από ό,τι στον αληθινό κόσμο.
Ταυτοχρόνως, τα ακριβά πουκάμισα πέφτουν πάνω του τέλεια, καμία τρίχα των μαλλιών του δεν δείχνει λανθασμένη κατεύθυνση και η φυσιογνωμία του, αριστοκρατική το δίχως άλλο, εμπνέει μειλιχιότητα και ηρεμία, ενώ, χωρίς να είναι γερασμένο, το πρόσωπό του έχει το βάθος εκείνου που έχει πορευτεί στη ζωή τόσο ώστε να πιστώνεται σε άνθρωπο που έχει φτάσει στη σοφία.
Όλη αυτή η περιγραφή ανήκει στο νέο προπονητή της Γιουβέντους, εκείνον που κλήθηκε να αναλάβει την ομάδα Κ23, αλλά που, μετά τον αποκλεισμό στο Champions League με θύτη τη Λυών, εσπευσμένα καλείται να οδηγήσει την ιταλική ομάδα, η οποία με τα 9 πρωταθλήματα δεν λογαριάζει καν ως επιτυχημένη την περίοδο η οποία τελειώνει απλώς με το σκουντέτο, ου μην και το νταμπλ, στην κορυφή της Ευρώπης.
Ο Πίρλο αντικαθιστά τον Μαουρίτσιο Σάρι, που με τα καλά του και τα κακά του είναι ένας προπονητής που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο και που είναι από εκείνους τους τεχνικούς που έχουν ολόκληρη κοσμοθεωρία για το παιχνίδι, την οποία υπηρετούν πιστά. Αυτό ως αποτέλεσμα έχει το ατημέλητο, αυτό που τη σύγχρονη εποχή αποκαλείται αντιτουριστικό. Ο Σάρι δεν έφυγε ως αποτυχημένος, αλλά ως θύμα της σκληρής λογικής του ‘Champions League ή Βατερλώ’ στο Τορίνο.
Μια τέλεια αντιστοιχία
Τόσο το διαμέτρημα του Πίρλο όσο και ο προπονητής τον οποίον αντικαθιστά θυμίζουν, εν πολλοίς, την απόφαση που πήρε η διοίκηση της Ρεάλ Μαδρίτης αρχές Γενάρη του 2016, να δώσει, δηλαδή, την μπαγκέτα του μαέστρου στον Ζινεντίν Ζιντάν. Ο κοινός παρονομαστής είναι, βεβαίως, ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο οποίος δεν μπορούσε να ανεχθεί τον Ράφα Μπενίτεθ.
Ως ομάδα που όχι απλώς τραβά τη σαπουνόπερα αλλά το δράμα δημοσιοποιείται στις λεπτομέρειές του, το γεγονός ότι οι παίκτες ομαδόν και διαρρήδην δεν ήθελαν τον πρώην προπονητή των Βαλένθια και Λίβερπουλ οδήγησε στον Γάλλο, ο οποίος ήταν στην άκρη του πάγκου με τον Κάρλο Αντσελότι, αλλά γενικώς δεν φαίνεται ότι βιαζόταν ή ακόμα και ήθελε να αναλάβει πρώτος προπονητής και να επωμιστεί ένα τέτοιο βάρος.
Στην περίπτωση, όμως, του σχεδόν μονίμως δεύτερου κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο και ενός εκ των καλύτερων όλων των εποχών, αυτό που από το μυαλό του έλειπε ήταν ο σεβασμός προς τον τεχνικό της ομάδας του. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο πιο εργατικός ταλαντούχος ποδοσφαιριστής στην ιστορία, από χρόνια δεν έχει ανάγκη έναν τεχνικό που να βλέπει το ποδόσφαιρο ως επιστήμη.
Ο ίδιος, μέσα από την τριβή του με το σπορ και την εμμονή που έχει για αυτό, σε αγωνιστική, διατροφική, εν ολίγοις ζωτική σημασία, έχει ξεπεράσει το να ασχολείται με το παιχνίδι σε ό,τι αφορά τα βασικά του ή την τακτική. Έχει φτάσει σε ένα επίπεδο που οτιδήποτε τακτικό δεν τον αφορά, άσε που θα βρεθεί στην πορεία. Αυτό που επιζητά είναι να εμπιστεύεται το πρόσωπο στην άκρη του πάγκου. Και αφού έχει καλύψει όλο το φάσμα γνώσης και δεν έχουν να του ‘πουν’ κάτι οι μελετηροί προπονητές, γυρεύει να παίζει για μία σημαντική ποδοσφαιρική φυσιογνωμία.
Ο Πορτογάλος, εν ολίγοις, θα αντιγυρίσει στους διαφωνούντες τη απόφαση της πρόσληψης ενός άγουρου προπονητή στον πάγκο των ‘μπιανκονέρι’ την εξέλιξη που είχε το διάβημα των διοικούντων τη Ρεάλ στην παραχώρηση των κλειδιών στον Ζιντάν. Θα μιλήσει για την επιρροή που άσκησε σε αυτήν την απόφαση, στο πώς ο ίδιος τράβηξε σαν διελκυστίνδα τους συμπαίκτες του και στον τρόπο που μέσα στον αγωνιστικό χώρο κάλυψαν το έλλειμμα πείρας και όποια άγνοια του Γάλλου προπονητή, οδηγώντας τη Ρεάλ σε τρία διαδοχικά τρόπαια Champions League. Θα πει, εν ολίγοις, ότι αυτό που έχει σημασία για εκείνον και τους συμπαίκτες του είναι να βρίσκονται ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα -και τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει το τεχνικό επιτελείο.
Κι αυτό θα το κάνει χωρίς να μπορεί να του προσάψει κάποιος αδιαφορία. Σκόραρε τα δύο γκολ της Γιουβέντους στην απόπειρα ανατροπής της στο δεύτερο ματς της φάσης των ‘16’ με τη Λυών, έβαλε 31 γκολ σε 33 ματς πρωταθλήματος και έφτασε τα 50 στη Serie A. Ήταν το δεύτερο πιο γρήγορο ‘πενηντάρι’ στην ιστορία, έγινε ο τρίτος ποδοσφαιριστής της Γιουβέντους που βάζει τουλάχιστον 30 γκολ σε ένα πρωτάθλημα, ενώ με τα συνολικά 37 γκολ έκανε το μεγαλύτερο ενεργητικό στην ιστορία της Γιουβέντους, αφού πέρασε τα 36 του Φέλιξ Μπορέλ προπολεμικά. Συν τοις άλλοις, έγινε ο πρώτος που κάνει κάτι τέτοιο στα τρία μεγάλα πρωταθλήματα, το αγγλικό, το ισπανικό και το αγγλικό.
Ως εκ τούτου, γίνεται σαφές ότι δεν επιδιώκει να ‘ντύσει’ με ίντριγκα τη γνώμη του. Τα πράγματα για τον ίδιο (και άρα για όλο το κλαμπ) είναι απλά. Με τον Άλεξ Φέργκιουσον ο Ρονάλντο έμαθε ό,τι ήταν να μάθει από έναν προπονητή, ο Ζοσέ Μουρίνιο προσέθεσε στην ήδη πλούσια γνώση του και από εκεί και ύστερα δεν είναι αφύσικο να νιώθει ότι χρειάζεται κάποιον για να γίνει η δουλειά και όχι κάποιον που θα προβαίνει σε ποδοσφαιρικά μαθήματα ή θα έχει μια γνώμη για το παιχνίδι η οποία θα τον ξενίζει.
Στο Τορίνο ελπίζουν να δουλέψει αυτή η διαδικασία, που για τους ‘μερένγκες’ της Μαδρίτης δημιούργησε ανέλπιστο, ακτινοβόλο, απόλυτο φως σε ένα αδιέξοδο από το οποίο θα είχαν δυσκολία, σε άλλη περίπτωση να βγουν. Κι αυτό θα είναι καλό για να διατηρήσει κι ο ίδιος ο Πίρλο το status quo του, ακόμα κι αν δεν τον πολυνοιάζει να τσαλακωθεί, ίσως διότι θεωρεί, με τη σοφία του σοφού Νέστορα, ότι δεν υπάρχει ‘τσαλάκωμα’ και πως αυτό που οι άλλοι αποκαλούν ‘διασυρμό προφίλ’ εκείνος το ονομάζει ‘ζωή’.