OPINIONS

Η θέση του Φάνη Χριστοδούλου δεν κρίνεται από την πορεία που δεν πήρε

Ο Φάνης Χριστοδούλου θα μπορούσε να κάνει περισσότερα, να ανακαλύψει τον εαυτό του, να του γεννηθεί έτι περαιτέρω η επιθυμία για τον πρωταθλητισμό. Αλλά θα χάναμε τον μποέμ, τον άνθρωπο που θα έκανε το απρόβλεπτο και εκτός του αγωνιστικού χώρου, εκείνον που θα έβγαινε από το κλειστό και θα έπιανε κουβέντα με όλους.

Η θέση του Φάνη Χριστοδούλου δεν κρίνεται από την πορεία που δεν πήρε
Ο Φάνης Χριστοδούλου με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, στην κοινή θητεία τους στον Πανιώνιο. EUROKINISSI

Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ταλέντα του ελληνικού μπάσκετ, που δεν έπιασαν το πικ των δυνατοτήτων τους, ο Φάνης Χριστοδούλου έπαιξε. Υπήρξε για χρόνια ένας ατρόμητος αμυντικός, ένας επιθετικός με πλήρες οπλοστάσιο, ένας παίκτης που ‘διάβαζε’ το παιχνίδι και κινούνταν. Το μπάσκετ του Φάνη παίχθηκε στο μέλλον και μόνο, όμως, που υπάρχει ως ‘μπάσκετ του Φάνη’, σημαίνει ότι έπαιξε κατ’ αυτόν τον τρόπο σε διάρκεια.

Το κόστος ευκαιρίας, που προφανώς είναι ένας οικονομικός όρος, αφορά στο αν την ώρα που είσαι κάπου θα μπορούσες να είσαι κάπου αλλού καλύτερα. Ο Φάνης είχε την ευκαιρία να πάει στο ΝΒΑ, και αυτή ήταν η πραγματική μοναδική ευκαιρία, διότι εξαρτάτο από τον ίδιο περισσότερο από κάθε άλλη. Μπορεί να αντιληφθεί ο θεατής της συνέντευξης που έδωσε στον Βασίλη Σκουντή για το Sport24.gr, πώς ο τελευταίος πεισματικά επιστρέφει στο να ζητήσει απαντήσεις για το δικό του απωθημένο, όχι για εκείνο του αθλητή που έχει απέναντί του.

Πώς σε όλες τις κινήσεις και τις ερωτήσεις του, ενός δημοσιογράφου που τα έζησε όλα όντας παρόντας σε όλα, ο συναισθηματικός κόσμος του βρυχάται ζητώντας απαντήσεις, ίσως για να διεκδικήσει ο ίδιος την ηθική ικανοποίηση σε ό,τι αφορά ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έχει αντικρίσει. Ο Φάνης έχει μία διαφορετική αλήθεια, είτε αυτή αφορά στην προπόνηση είτε σε όλες τις προτάσεις που ερήμην του απορρίφθηκαν, ακόμα και στην κάθοδό του για να γίνει ένας από τους σημαντικούς μοχλούς της ΕΟΚ που, με μπροστάρη τον Παναγιώτη Φασούλα, θα ασχοληθεί με όλο το φάσμα του ελληνικού μπάσκετ.

Ένα σπορ δεν ‘χρειάζεται’ κανέναν. Απλώς θα ήταν καλό οι σπουδαίες φυσιογνωμίες του να βρίσκουν χώρο για να μπορούν να ασχολούνται με αυτό ανυστερόβουλα, μακριά από συμφέροντα και άτεγκτοι, δίχως να κάνουν χατίρια. Η ιστορία δείχνει ότι όταν γίνονται χατίρια, το παιχνίδι βαλτώνει. Αυτήν τη στιγμή, δίχως μεμψιμοιρίες, κορόνες και αφοριστικό πνεύμα, η αλλαγή για το ελληνικό μπάσκετ είναι επιθυμία και όχι ανάγκη. Θα συνεχιστεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και τυχαία γεγονότα θα φέρουν την ακμή και, ξανά, την παρακμή του. Καλύτερο, λοιπόν, είναι ένα οργανόγραμμα που θα αφήνει στην τύχη (όχι τίποτα, διότι δεν είναι εφικτό αλλά) όσο λιγότερα γίνεται.

Ο Φάνης Χριστοδούλου ήταν ένας σπουδαίος παίκτης. Πήρε ένα πρωτάθλημα το 1998 με τον Παναθηναϊκό, ένα Κύπελλο το 1991 με τον Πανιώνιο, έχει ένα Ευρωμπάσκετ, το 1987, ένα αργυρό το 1989, τρεις 4ες θέσεις σε Ευρωμπάσκετ, το 1993, το 1995 και το 1997, μία 4η θέση σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, το 1998, μία 5η θέση σε Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1996.

Όταν τελείωσε ο κύκλος του, μαζί με το συνοδοιπόρο του σχεδόν σε όλη αυτήν την περιπέτεια, τον Παναγιώτη Φασούλα, ήταν η λήξη μίας εποχής και αυτό αποτυπώθηκε άγαρμπα και σχεδόν βίαια στα αποτελέσματα της υπόλοιπης πενταετίας. Έπρεπε να περάσουν έξι χρόνια, να λανσαριστούν τέσσερις πραγματικά υπέροχοι γκαρντ, για να βρει ξανά η Εθνική το δρόμο της, αρχής γενομένης από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Πλέον, έχουν περάσει 11 χρόνια από το χάλκινο της Πολωνίας, το 2009, οπότε το διάνυσμα είναι μεγαλύτερο.

Η καριέρα του σε δύο ομάδες είναι βέβαιον, για αυτούς που ξέρουν, ότι αδικεί εκείνα που θα μπορούσε να έχει κάνει, αλλά δεν διαφοροποιείται από το ότι αδικείται και από την εποχή που έπαιξε. Ο Φάνης, όσο όραμα κι αν ανέδιδε με το παιχνίδι του, δεν είχε τις ίδιες προσλαμβάνουσες με τους σημερινούς αθλητές ούτε, βέβαια, την ίδια προστασία από οποιαδήποτε εξωγενής συνθήκη. Ταυτοχρόνως, δεν βίωσε την πρόοδο του παιχνιδιού στο βαθμό που εκείνη πραγματοποιήθηκε μετά τα 24 δευτερόλεπτα στην Ευρώπη, κάτι που επίσης θα του ταίριαζε. Εν ολίγοις, αυτό σημαίνει ότι δεν είχε το κατάλληλο… antivirus για να οχυρωθεί απέναντι στους ιούς και το μερίδιο ευθύνης του είναι το μικρότερο δυνατό.

Συν τοις άλλοις, ακόμη μνημονεύεται ως ο παίκτης που έκανε τα πάντα στο παρκέ, που μπορούσε να παίξει παντού και σε οποιαδήποτε συνθήκη. Οι βολές του Αργύρη Καμπούρη, το καλάθι του Φασούλα με τη Γαλλία στον προημιτελικό του 1993, το τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη με τη Γαλλία το 2005, το λέι απ του Θοδωρή Παπαλουκά με τη Σλοβενία το 2007 και το δικό του τρίποντο με τη Σοβιετική Ένωση το 1989 είναι τα πιο σημαντικά σουτ στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.

Μια πεντάδα σουτ που υπερτερούν των άλλων, εκείνου του Αντώνη Φώτση με την Αυστραλία το 2006, αυτού του Βασίλη Σπανούλη με την Κροατία το 2007, του Λιβέρη Ανδρίτσου με τη Σοβιετική Ένωση το 1987 και, βέβαια, όλων των υπέροχων στιγμών του Νίκου Γκάλη, που μπαίνει σε ξεχωριστή κατηγορία κυρίως για την αισθητική.

Ο Φάνης δεν έχει χάσει από την υστεροφημία του επειδή δεν έκανε την καριέρα που ‘έπρεπε’ να κάνει. Δεν είναι το χαμένο ταλέντο, που δεν έφτασε τις δυνατότητές του όπως αυτές παρουσιάζονταν όποια δεδομένη στιγμή και με το κίνητρο που είχε. Μπορούσε να κάνει περισσότερα, να ανακαλύψει τον εαυτό του, να του γεννηθεί έτι περαιτέρω η επιθυμία για τον πρωταθλητισμό. Αλλά θα χάναμε τον μποέμ, τον άνθρωπο που θα έκανε το απρόβλεπτο και εκτός του αγωνιστικού χώρου, εκείνον που θα έβγαινε από το κλειστό και θα έπιανε κουβέντα με όλους.

Ο πρωταθλητής τις μέρες μας δεν έχει αυτήν την αίσθηση του μπον βιβέρ που είχε ο Φάνης. Στην Ελλάδα, δε, δεν εκφράζεται και, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, ο Φάνης θα έλεγε αυτό που σκεφτόταν. Κάτι που δεν θα συνέβαινε αν υπήρχαν μεγάλοι τίτλοι μπροστά του και σοβαροί σύλλογοι, που δεν εκτιμούν την αμετροέπεια και την ωμότητα της αλήθειας. Ακόμα και τότε, 25 χρόνια πίσω.

Παραμένει ένας παίκτης-σύμβολο και, όσο κι αν εκείνοι που τον έζησαν, οι φίλοι του, οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, εκτιμούν ότι θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα, αυτά που έκανε ώστε να διατηρήσει την υστεροφημία του και τη θέση στην κορυφαία δεκάδα Ελλήνων όλων των εποχών, ήταν υπεραρκετά. Παραμένει ως πλήρης μπασκετμπολίστας, σε μία αυστηρή ελίτ, στο μυαλό όλων μας. Ως υπόθεση εργασίας, το ερώτημα ‘τι θα γινόταν αν’ έχει την πλάκα του. Ως μετάνοια, όμως, υπάρχει μία σαδιστική διάσταση, η οποία είναι τοξική για το ποιόν του ανδρός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ