X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Δεν το τρώω το κουνέλι και θα βγω να παίξω μπάλα

Αν ξαφνικά άκουγα ότι απαγορευόταν να βγω να παίξω, σε αυτήν την ηλικία, δεν θα γινόταν να σκεφτώ λογικά. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο ατίθασο παιδί να τοποθετεί τη σκέψη του σε τέτοιο επίπεδο που να λέει "ε, αφού πρέπει και αφού είναι σημαντικό, ας μείνω σπίτι. Θα τα καταφέρουμε". Γράφει ο Λευτέρης Ελευθερίου.

CONTRA.GR/ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Απαραίτητη φαντάζει η προσομοίωση στα παιδικά χρόνια για εκείνον που οποιαδήποτε απαγόρευση περικλείει ένα διάνυσμα κοντά στην ηλικία του. Μπορεί ουδείς εξ ημών να έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει εκεί και ενδεχομένως να έχει εξιδανικεύσει μία εποχή που, όπως όλες, είχε τα προβλήματά της, αλλά τα παιδικο-εφηβικά χρόνια, ακόμα και για εκείνους που δεν προτίμησαν να 'καταταγούν' σε κάποιο σπορ, γίνεται να χαρακτηριστούν και ως συνυφασμένα με τον αθλητισμό.

Έτι περαιτέρω, σημασίας ης ουκ έστιν περιγραφή, με το παιχνίδι.

Μία μέρα του Οκτώβρη του 1990, απαγορεύτηκε το μάθημα στα Δημοτικά Σχολεία επειδή είχε καύσωνα. Τύπου, για εκείνους που αναμασούν φανατισμένα (με τον τονισμό στο φανατισμένα) τις αρλούμπες περί μη φυσιολογικού καιρού κάθε λίγο και λιγάκι, 36 βαθμών Κελσίου καύσωνα. Οκτώβρη. Μείναμε στο σχολείο και μετά τις 9 το πρωί -υπήρχαν κι αυτές οι εποχές- ξεκινήσαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο. Γυρίσαμε στο σπίτι με το σχόλασμα, που λένε.

Ο υπογράφων, δίχως να έχει παίξει σε κάποια ομάδα ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, πήγε για καφέ πρώτη φορά είτε στη Γ' Λυκείου είτε αργότερα, εδώ υπάρχει μια σύγχυση. Σχεδόν καθημερινά ήταν στα σημεία συνάντησης, σε βαθμό που τον Μάιο του 1994, επειδή ξεχάστηκε με το παιχνίδι, μπήκε τιμωρία να μη δει το Μίλαν-Μπαρτσελόνα στην Αθήνα και έκλαψε με λυγμούς γι' αυτήν την απώλεια. Και πάλι, δεν έκανε οργανωμένα ομαδικά σπορ, επειδή τα θεωρούσε πολύ αυστηρά. Υπήρχαν κανόνες που δεν του άρεσαν. Αυτοί, όμως, ουδόλως αφορούσαν σε μία γενικότερη απαγόρευση και στο να μην μπορεί να βγει έξω και να παίξει με τους φίλους του.

CONTRA.GR/ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Αφού έχουμε συνηθίσει το ότι δεν υπάρχει σχολικός αθλητισμός και αφού σε κάποιο σημείο ο φόβος παρεισέφρησε, δημιουργώντας ένα μίνι καθεστώς παράνοιας στις ψυχές των γονέων, που πια ακολουθούν τα παιδιά τους στα κάλαντα, ο αθλητισμός σε ζεστά γυμναστήρια, τέλος πάντων, είναι εκείνος που έχει μείνει. Το μέμο των σύγχρονων καιρών είναι οι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο χώρο άθλησης, παιχνιδιού, άσκησης. Στις κουβέντες μίας εγκύου με το σύζυγό της, εκείνα που λέγονται μεταξύ αστείων και σοβαρούν και περικλείονται στο θαυμαστό κόσμο της κύησης, είναι το άθλημα που θα κάνει το παιδί, αν είναι αγόρι ή κορίτσι. Αυτός ο διαχωρισμός ακόμη υπάρχει, ωστόσο ο παρονομαστής, στην τελική, παραμένει κοινός: το παιχνίδι.

Από τα 6 έως τα 20-25, τα παιδιά δεν ήταν αναγκασμένα μόνο να ζήσουν για 3 μήνες δίχως να αθλούνται με τον τρόπο που τα κάνει χαρούμενα, αλλά έπρεπε να περνούν με τους γονείς τους 16 ώρες τη μέρα! Προερχόμενος από πολυμελή οικογένεια και με την αυτεπίγνωση ότι τα συμπλέγματα από τα οποία καθοδηγούμαι ανά περιπτώσεις δεν πρέπει να λογίζονται ως αμελητέα, δεν θα μπορούσα ποτέ να με φανταστώ, ως παιδί πενταμελούς οικογένειας, να πρέπει να περνάω στο σπίτι όλο τον καιρό με τους γονείς μου, οι οποίοι δεν θα εργάζονταν. Σε μία εποχή που οι γονείς δεν έπαιρναν τη βοήθεια στον τρόπο διαχείρισης που παίρνουν τώρα, που δεν είχαν την πρόσβαση ώστε δωρεάν να τροφοδοτούνται με την απαραίτητη για την ανατροφή γνώση, θα ήταν... θάνατος να μην μπορώ να βγω να παίξω. Υπό αυτήν τη χρονική οπτική γωνία, το παιχνίδι υπήρξε καταφύγιο, κρησφύγετο, ανακούφιση, λύτρωση και, όταν όλα σπανίως κυλούσαν αρμονικά και ο κόσμος στο τερέν έρεε, χαρά.

Θυμάμαι να προσπαθώ να περάσω στον αέρα κάτω από την μπασκέτα, όπως ο Μάικλ Τζόρνταν, να ζητάω την μπάλα ως εξτρέμ για να μιμηθώ τον Μαρκ Όφερμαρς, να βάζω φάλτσο στην μπάλα όπως ο Κώστας Φραντζέσκος, να δίνω no look πάσα όπως ο Τζέισον Γουίλιαμς. Τα αποτελέσματα στη συντριπτική πλειονότητα (και το συντριπτική έχει σταλινική υφή στη χρήση του) ήταν κωμικά, αλλά δεν πτοούμουν. Ήμουν έξω, έπαιζα, θα ικανοποιούμουν, θα απογοητευόμουν, θα χτυπούσα, θα νικούσα, θα ηττώμουν. Έχω δει φίλο να σπάει το πόδι του μπροστά μου, έχω σπάσει μύτη μια δυο φορές από αγκώνα και ουδείς έπαθε κάτι. Υπήρχαν μέρες που μαζευόμασταν 50 παιδιά μέσα στο σχολείο και, όταν οι πόρτες δεν ήταν ανοιχτές, σκαρφαλώναμε από τα κάγκελα. Ψάχναμε γήπεδα, παίζαμε τουρνουά το καλοκαίρι, επιστρέφαμε και προετοιμαζόμαστε για το επόμενο καλοκαίρι, πάντα παίζοντας.

Αν, λοιπόν, ξαφνικά άκουγα ότι απαγορευόταν να βγω να παίξω, σε αυτήν την ηλικία, δεν θα γινόταν να σκεφτώ λογικά. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιο ατίθασο παιδί (το οποίο θα έχει τον ίδιο ρόλο στην κοινωνία με εκείνον που θα έχει το υπάκουο, οι πιθανότητες επιτυχίας θα είναι σχεδόν ίδιες γιατί στην ούγια ο καπιταλισμός είναι ευκαιριακό σύστημα για τους μικρομεσοαστούς) να τοποθετεί τη σκέψη του σε τέτοιο επίπεδο που να λέει "ε, αφού πρέπει και αφού είναι σημαντικό, ας μείνω σπίτι. Θα τα καταφέρουμε". Μπορεί οι εποχές να αλλάζουν και το παιχνίδι σε εξωτερικούς χώρους να γίνεται πολύ δύσκολο, αλλά στην αναλογία ο αριθμός παιδιών που βγαίνουν για να επαναλάβουν την πορεία που θα τους οδηγήσει στο παιχνίδι είναι ίδιος και δεν αλλάζει ανά τις εποχές. Απλώς, την τελευταία 15ετία, ήταν σπάνιο να βρεθώ ενώπιον παιδιών μαζεμένων στα πάρκα με την μπάλα στα πόδια ή τις μπασκέτες, τουλάχιστον σε άθροισμα. Ή μπορεί αυτό να λέγεται επειδή θέλω να περιαυτολογήσω για τη γενιά μου, ότι ήταν η τελευταία που έβγαινε στη γειτονιά για να παίξουν, πως οι μανάδες των παιδιών αυτών ήταν οι τελευταίες που φώναζαν τα ονόματά τους από τα μπαλκόνια και αυτό δεν προξενούσε αμηχανία.

CONTRA.GR/ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Μία φουρνιά παιδιών σε απόσταση 15-20 χρόνων μεταξύ τους δεν θα έχει λόγο να υποστηρίξει οποιοδήποτε μελλοντικό σχέδιο ανθρώπων που με την πιο εμφανή απάθεια τους στερούν ό,τι στα αλήθεια είναι το ζην, ο πίνακας ζωγραφικής των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τους, εκείνη την έξη που θα καλλωπίσει μελλοντικά την ατελή φύση τους. Κι αν τα άχυρα είναι πολλά και ο ψύλλος σχεδόν αόρατος, σε αυτήν την περίπτωση που ο λόγος γίνεται για θύματα, δεν υπήρξε πρόβλεψη, ούτε καν για να τους δείξουν ότι τα σκέφτονται. Εδώ ο φίλος μου ο Δημήτρης, μεσήλικος πια, και μελαγχολούσε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο επειδή οι στίβοι ήταν κλειστοί.

Η μπάλα είναι, προφανώς, μία μεταφορά. Ένα κοριτσάκι που κολυμπάει, ένα αγοράκι που έχει ανακαλύψει τη μαγεία της ξιφασκίας, ένα παιδί που, δίχως να θέλει, σύρθηκε από τους γονείς του σε σκοπευτήριο εξαιτίας της Άννας Κορακάκη και το αγάπησε, οι Τσιτσιπάδες και οι Σάκκαρες του μέλλοντος, οι αυτονόητοι υπήκοοι του κράτους του Γιάννη Αντετοκούνμπο, οι ποδοσφαιριστές προφανώς, οι θαυμάστριες της Γελένα Ισινμπάιεβα και του Κενενίσα Μπεκέλε, οι λάτρεις του Ρόι Τζόουνς τζούνιορ και του Εβάντερ Χόλιφιλντ, το φαν κλαμπ της Βικτόρια Καμόβα και της Σιμόν Μπάιλς, οι πιστές της Άνα Μπεσόναβα, ακόμα και εκείνοι που κοντοστάθηκαν όταν πρωτάκουσαν το ονοματεπώνυμο Τάιγκερ Γουντς... απλώς ήταν αναγκασμένοι να μείνουν μέσα την πρώτη φορά. Η δεύτερη είναι λόγος αντιπάθειας, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη, καταλογίζεται δόλος και επιζητούνται εξηγήσεις, που αν θέλει κάποιος βρίσκει, για αυτήν την απαγόρευση.

Είναι αδύνατον να φανταστείς κάποιον με τέτοιο τραύμα (και μάλιστα δίχως σύνδρομο Στοκχόλμης να λειτουργεί ως ιώδιο στη βαθιά πληγή), να επιστρέφει μελλοντικά σε εκείνους που τον καταδίκασαν σε ό,τι είναι κοντινότερο προς τη δυστυχία: την απαγόρευση του παιχνιδιού. Μοιάζει με την απαγόρευση σεξουαλικών σχέσεων πριν από το γάμο, αν σε κάθε ζευγάρι έχει βάλει το κράτος από δύο ντετέκτιβ να το ακολουθούν και να το αποτρέπουν να προβεί στο... απονενοημένο.

Μερικές καταστάσεις απλώς τις θυμάσαι για πάντα. Διότι όταν ξεχνάς την αιτία, έχουν καθορίσει σε τέτοιο βαθμό την ύπαρξή σου, που λειτουργούν ως το περίγραμμά της. Ως αίσθηση.

24MEDIA NETWORK