Η Κατερίνα Στεφανίδη έχει δίκιο, αλλά δεν θα το βρει
Η Κατερίνα Στεφανίδη έχει δίκιο να απορεί για την απουσία των φιλάθλων από τα γήπεδα, αλλά δεν πρόκειται να βρει και... φιλάθλους στα ελληνικά γήπεδα. Γράφει ο Γιάννης Φιλέρης.
Ένα tweet της Κατερίνας Στεφανίδη προκάλεσε, όπως έγραψε και ο Κώστας Μπράτσος, ολόκληρο διάλογο στο twitter. Η Ελληνίδα Ολυμπιονίκης εξέφρασε την απορία γιατί η παρουσία θεατών επιτρέπεται στις συναυλίες και στα θέατρα, όχι όμως και στα στάδια. Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν διασκεδαστικός. Απέδειξε, μάλιστα, κάτι που παρατήρησε η Κατερίνα στο τέλος, κάτι σαν συμπέρασμα όσων διάβαζε.
Ότι ο αθλητισμός για τους Έλληνες είναι ό,τι έχει σχέση με ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Θα της δώσουμε 100% δίκιο:
Υπήρξαν κι άλλα δυο tweets, το ένα από τον συνάδελφο Νίκο Παπαδογιάννη, όπου επίσης σημειώνονται δυο αλήθειες: ποδόσφαιρο και μπάσκετ ναι, αλλά όταν νικάμε μόνο. Δηλαδή, όταν νικάει η ομάδα μας:
Εδώ και πολλά χρόνια, η μετάλλαξη του Έλληνα φιλάθλου γίνεται χρόνο με τον χρόνο και φτάνουμε στο σημείο όχι μόνο να μην ανεχόμαστε ο ένας τον άλλον, αλλά να θεωρούμε πολύ φυσιολογική την ύπαρξη στρατών που υπερασπίζονται τα ιερά και τα όσια της ομάδας μας, σε κάθε σπορ.
Την αγάπη για τα σπορ μου τη μετέδωσε ο πατέρας μου, που μπορεί να μην ασχολιόταν ο ίδιος με τον αθλητισμό, ήταν όμως θεατής και γνώστης. Θυμόταν τους 20 και 30.000 κόσμο που μαζεύονταν στο Παναθηναϊκό Στάδιο για να παρακολουθήσουν τους Βαλκανικούς Αγώνες. Ο Ρένος Φραγκούδης, ο Χρήστος Μάντικας, ο Νίκος Σύλλας ήταν οι δικοί του ήρωες, πάνω στην καρβουνόσκονη του Καλλιμάρμαρου. Για πολλά χρόνια, οι Βαλκανικοί Αγώνες ήταν ένα τεράστιο αθλητικό γεγονός, το κάλυπταν οι εφημερίδες με πολλές λεπτομέρειες. Από μια Βακλανιάδα κλασικού αθλητισμού ξεκίνησε τη δημοσιογραφική καριέρα του στο ΦΩΣ των Σπορ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος...
Ο πατέρας μου ήταν Ολυμπιακός, αν και είχε μεγαλώσει στο... Κολωνάκι. Από αντίδραση κυρίως, καθώς οι περισσότεροι ήταν Παναθηναϊκοί. Είχε δει τους 'ερυθρόλευκους' και πριν και λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μου 'λεγε πόσο δαιμόνιος σέντερ-φορ ήταν ο Γιάννης Βάζος.
Σαν τον δικό μου πατέρα, βέβαια, υπήρχαν χιλιάδες άλλοι, που πήγαιναν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έβλεπαν τις ομάδες τους, είχαν τα δικά τους είδωλα. Δεν ήταν εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Η μετάλλαξή μας ήρθε λίγο αργότερα και με δική μας ευθύνη. Μπορεί να μεγαλώσαμε διαφορετικά, να πηγαίναμε μικροί θεατές σε όλα τα σπορ (από το τουρνουά Ακρόπολις, στην πυγμαχία, μέχρι τους κορυφαίους αγώνες Ολυμπιακού-Εθνικού στο ολυμπιακό κολυμβητήριο), σιγά-σιγά όμως γίναμε αυτό που περιγράφεται στα tweets, κάτω από το αρχικό της Κατερίνας.
Προσκυνήσαμε σώβρακα, φανέλες και προέδρους-επιχειρηματίες, άνευ όρων. Στρατευτήκαμε σαν τα πρόβατα, μηρυκάζοντας επιχειρήματα δημοτικού σχολείου ("σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο"). Πρώτοι εμείς, οι αθλητικοί συντάκτες, χωριστήκαμε σε στρατόπεδα, καταργήσαμε κάθε είδους δεοντολογία και πλέον ακούγεται πολύ λογικό να λέμε (στον αέρα των ερτζιανών) "την Κυριακή παίζουμε με τον τάδε". Ποιοι παίζουμε και γιατί; Πώς παίζουμε; Είμαστε εμείς η ομάδα και δεν το ξέρουμε; Αν αυτό λεγόταν πριν από 40 χρόνια, στις δυο αθλητικές εφημερίδες που εκδίδονταν, ήταν λόγος... απόλυσης, όχι αστεία. Κι ας ήξεραν όλοι ότι το ΦΩΣ συμπαθούσε τον Ολυμπιακό κι η Αθλητική Ηχώ τον Παναθηναϊκό.
Η μετάλλαξη
Ο πρώτος πληθυντικός, φυσικά, δεν ενοχλεί από μόνος του. Όταν, όμως, ο δημοσιογράφος το εννοεί κιόλας, θα φάει αμάσητο το πρώτο non paper που θα του μοιράσει η ΠΑΕ, η ΚΑΕ ή η ομοσπονδία και θα το σερβίρει προς... ενημέρωση. Προφανώς, δεν είναι φαινόμενο της αθλητικής δημοσιογραφίας, ισχύει πανταχόθεν στο επάγγελμά μας, εξ ου κι η απαξίωσή του σε όλα τα επίπεδα.
Αλώνοντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς εξέλιπαν σταδιακά οι παραδοσιακοί εκδότες, οι άνθρωποι δηλαδή που ζούσαν από τις επιχειρήσεις Τύπου, ήταν πιο εύκολο να εξαϋλωθούν οι συνειδήσεις, ειδικά νέων ανθρώπων, που ξεκινούν από την αγνή αγάπη για την ομάδα τους, την οποία σιγά-σιγά τη μετατρέπουν σε άσβεστο μίσος για τον αντίπαλο. Νομίζω ότι έχετε δει πολλές φορές το "όλοι τους και μόνοι μας", μόνο το χρώμα αλλάζει των εκάστοτε... αποφασισμένων να τα δώσουν όλα.
Με αυτόν τον τρόπο άρχισαν να αδειάζουν τα γήπεδα. Οι αθλητικές αρχές (η Πολιτεία γενικότερα), ανίκανες να διαφυλάξουν το νόημα του αθλητισμού, αποφάσισαν ότι όταν πονάει το χέρι μας, το... κόβουμε. Δεν μπορούν να βρίσκονται οι οπαδοί της φιλοξενούμενης ομάδας στο γήπεδο και όταν δεν μπορούμε να διεξαγάγουμε έναν αγώνα, απλά τον καταργούμε. Η αστυνομία έχει, πλέον, τον πρώτο λόγο για το αν πρέπει να γίνει ή όχι ένας αγώνας. Αν είναι υψηλού κινδύνου, στήνεται ολόκληρη πολεμική επιχείρηση. Σε ματς που δεν υπάρχουν καν οι οπαδοί των φιλοξενουμένων, ακόμη κι όταν είναι κλειστές οι πόρτες
Το πρόσφατο πανηγύρι των ζουρλών, όπως είχε πει κάποτε ο Γιάννης Φιλίππου (λίγο πριν αποχωρήσει από το μπάσκετ της ΑΕΚ), με την υπόθεση του φετινού τελικού του Κυπέλλου Ελλάδας στο ποδόσφαιρο, απέδειξε το μπάχαλο και τον πάτο στον οποίο έχουμε φτάσει, εδώ και καιρό. Η Ελλάδα έγινε η μόνη χώρα που την περασμένη εβδομάδα, σε περίοδο κορονοϊού, με τα γήπεδα χωρίς φιλάθλους, δεν κατάφερε να διοργανώσει τον συγκεκριμένο αγώνα. Θρίαμβος! Ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας δεν θέλησε να συμπορευτεί με τον στρατό. Αποχώρησε από την Ένωση. Ελάχιστοι ομόλογοί του προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Όσοι στην αρχή το θέλησαν, κατάλαβαν ότι ματαιοπονούν. Οι υπόλοιποι συμπορεύονται, χρησιμοποιούν το πόπολο για αλλότριους σκοπούς με τα σπορ κι έχουν ήσυχο το κεφάλι τους...
Ο υπουργός χειρονομεί
Κάποιος φίλαθλος, που μάλλον ήθελε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της προσωρινής απαγόρευσης των φιλάθλων στα γήπεδα, ρώτησε την Κατερίνα αν έχει παρακολουθήσει αγώνες στο πόλο των ανδρών και των γυναικών; Από την πλευρά του έχει δίκιο. Η εικόνα των κολυμβητηρίων, με έναν υπουργό (!) να κάνει χειρονομίες σε οπαδούς που έβριζαν, μπορεί να θεωρείται και λογική στην Ελλάδα του παραλόγου.
Η χυδαιότητα είναι συνηθισμένη, άλλωστε, σε όλες της τις εκφάνσεις, δεν υποχωρεί ακόμη κι όταν αγωνίζονται γυναίκες. Ένα βήμα για την ισότητα των δυο φύλων.
Αυτήν την ατμόσφαιρα έχει στο μυαλό του, αυτή είναι η εικόνα των γηπέδων μας, λογικό είναι να έχει τις αντιρρήσεις του, στο εξίσου λογικό επιχείρημα της Ελληνίδας πρωταθλήτριας, Όταν έχουν πέσει γροθιές σε αγώνες παιδικών και εφηβικών πρωταθλημάτων, το πιο πιθανό είναι στο πρώτο άνοιγμα των σταδίων να βρεθούν όλοι μαζί αγκαλιά να χοροπηδάνε, βρίζοντας τον αντίπαλο...
Ο οπαδισμός, η αποθέωση της νίκης της ομάδας, το μίσος προς τον αντίπαλο, έχουν διαβρώσει την αθλητική παιδεία. Μήπως δεν ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004, όπου στο ΟΑΚΑ, οι Έλληνες φίλαθλοι αποδοκίμαζαν τους Αμερικανούς σπρίντερ, γιατί υποτίθεται ότι οι κακές ΗΠΑ είχαν εξυφάνει συνωμοσία, ώστε να τιμωρηθούν οι Κώστας Κεντέρης και Κατερίνα Θάνου; Αντί να κρύβουμε το κεφάλι μας από ντροπή, θέλαμε να βγούμε κι από πάνω.
Η Κατερίνα Στεφανίδη, όσο δίκιο έχει, άλλο τόσο... δεν πρόκειται να το βρει στα ελληνικά γήπεδα. Με τους Έλληνες φιλάθλους, που τόσο στρεβλά και χωρίς αιδώ εκπαιδεύσαμε τόσα χρόνια, μετατρέποντας τους σε αιώνιους χουλιγκάνους...