Ελλάδα-Γεωργία: Το ταβάνι του Φαν’τ Σχιπ ορίζει και αυτό της Εθνικής
Τόσο η ενδεκάδα που επέλεξε ο Φαν'τ Σχιπ όσο και οι αλλαγές του, είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλες τρύπες στο παιχνίδι της Ελλάδας. Η ικανότητα των διεθνών συνολικά ίσως πράγματι να μην είναι αρκετή, αν όμως πρέπει να κάνουμε λόγο για αγωνιστικό ταβάνι, τότε αυτή είναι μάλλον μια κουβέντα που πρέπει να ξεκινήσει από την άκρη του πάγκου...
Το κείμενο που διαβάσατε στο Contra.gr μετά τη νίκη της Ελλάδας στο φιλικό με την Ονδούρα έκλεινε ως εξής: “Για μια χώρα φτωχή ποδοσφαιρικά, δεν είναι και τόσο τραγικό να διαθέτει συνολικά 7-8 ποδοσφαιριστές με την ικανότητα να προσφέρουν ποιοτικό ποδόσφαιρο. Έστω και μονάχα απέναντι σε σύνολα ίδιας ή μικρότερης δυναμικής. Δεν είναι δα και τόσο εξεζητημένο να το κάνει απέναντι στη Γεωργία, το Κόσοβο και γενικά ομάδες αυτής της βαθμίδας. Ο τρόπος υπάρχει και είναι στην διακριτική ευχέρεια του προπονητή να τον εφαρμόσει”.
Αυτό δεν συνέβη απέναντι στη Γεωργία, με το τελικό 1-1 στην Τούμπα να πετάει στον κάλαθο των αχρήστων τον βαθμό της πρεμιέρας, στο 1-1 με την Ισπανία στη Γρανάδα. Εκεί όπου τελείωσαν τα… εύκολα. Όπως αποδείχθηκε, ο Τζον Φαν’τ Σχιπ και οι συνεργάτες του δεν μπόρεσαν να διαβάσουν τα μηνύματα που πήραν από το 2-1 επί της Ονδούρας. Δεν εξηγείται αλλιώς ο τρόπος διαχείρισης του υλικού και της αναμέτρησης το βράδυ της Τετάρτης.
Η αδυναμία του Ολλανδού τεχνικού να αποκωδικοποιήσει τις ανάγκες του αγώνα με την Γεωργία έγινε ξεκάθαρη από την κατάρτιση της ενδεκάδας αλλά και τις αλλαγές στη διάρκεια της αναμέτρησης. Τα πρόβλημα στην ανάπτυξη δημιουργήθηκε από τις δικές του επιλογές. Φοβόταν την ικανότητα που είχε δείξει στην κόντρα η Γεωργία στα ματς με Ισπανία και Σουηδία, έτσι η εντολή στους Ζέκα – Μπουχαλάκη ήταν να μην ξεμυτάνε από την κουλούρα.
Μοιραία αυτή η κατεύθυνση του πάγκου έφερνε τον Μπακασέτα σε χαμηλά μέτρα για να γεμίσει τον χώρο που μεσολαβούσε μέχρι την αντίπαλη περιοχή. Ο μεσοεπιθετικός της Τράμπζονσπορ αναλώθηκε σε χώρο που ήταν ακίνδυνος και αρκέστηκε στον ρόλο του ‘μεσάζοντα’ για να ακουμπάει η μπάλα. Έτσι, την στιγμή που η συνεργασία Φορτούνη – Γιαννούλη δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα στους φιλοξενούμενους, ο Παυλίδης έμενε σαν την καλαμιά στον κάμπο να παλεύει με την αντίπαλη άμυνα.
Από την στιγμή που ο Φαν’τ Σχιπ είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του, όφειλε τουλάχιστον να επιλέξει τον Γιακουμάκη για την κορυφή της επίθεσης. Είναι κλασικός φορ περιοχής, πρώτος σκόρερ στην Eredivisie, έχει ρέντα, ψυχολογία και φόρμα. Όπως σημειώναμε στο φιλικό με την Ονδούρα, ο Παυλίδης είναι απόλυτα ξεκάθαρο πως στο στυλ παιχνιδιού της εθνικής μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως δεύτερος φορ, παίζοντας έξω από την περιοχή με την οξυδέρκεια να βγαίνει στην πλάτη για να εκτελέσει ανενόχλητος. Όταν αναγκάζεται να κινείται μόνος στο ‘κουτί’ πνίγεται και χαραμίζεται ακόμη και η δημιουργική του ικανότητα.
Με τον Φορτούνη να αλωνίζει κινούμενος από αριστερά και συγκλίνοντας προς τον άξονα, ο Τζόλης ήταν ο έτερος παίκτης που προσπαθούσε να βρεθεί σε θέση βολής. Το έκανε στο πρώτο μέρος, χάνοντας μια καλή ευκαιρία. Το επιχείρησε σε 2-3 ακόμη περιπτώσεις, όταν βγήκε σε καταστάσεις ‘1vs1’, έστω και χωρίς επιτυχία. Ήταν, ωστόσο, στον χώρο που έπρεπε. Ο Φαν’τ Σχιπ αποφάσισε να τον αντικαταστήσει στην ανάπαυλα, ρίχνοντας στο ματς τον Λημνιό. Ακατανόητη επιλογή. Ο ακραίος κυνηγός της Κολωνίας έχει ελάχιστο χρόνο συμμετοχής τη φετινή σεζόν στην Γερμανία, δεν έχει ρυθμό, παίζει στο πλάτος της επίθεσης και δεν πατάει περιοχή με συνέπεια για να απειλήσει ευθέως.
Η έξοδος του Τζόλη από το ματς ήταν βιαστική, αφού έχει τουλάχιστον το ένστικτο να κυνηγάει το γκολ, ενώ συνδυάστηκε και με την λάθος επιλογή αντικαταστάτη. Η είσοδος έστω του Μασούρα θα είχε πολύ μεγαλύτερο νόημα. Ήταν αυτός που κέρδισε το πέναλτι σε χαμένη φάση στη Γρανάδα, αυτός που είχε την ασίστ στο 2-1 επί της Ονδούρας και παράλληλα μπορεί να δώσει ένταση με τη συνεχή του πίεση.
Λάθος ήταν και η είσοδος του Μαυρία αντί του τραυματία Μπακάκη. Ο αμυντικός της ΑΕΚ το πάλεψε με τον εξαιρετικό Κβαρατσχέλια και όταν βγήκε αναγκαστικά από το παιχνίδι, υπήρχε η επιλογή δύο μπακ που δεν διακρίνονται τόσο για το αμυντικό τους παιχνίδι, αφού ξεκίνησαν την καριέρα τους ως μεσοεπιθετικοί. Η διαφορά είναι πως ο Ανδρούτσος κάνει απείρως καλύτερη σεζόν από τον Μαυρία και θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στον περιορισμό του Κβαρατσχέλια, με ένα τρικ: όχι όσον αφορά το καθαρά ανασταλτικό σκέλος, αλλά το αντίθετο.
Παίρνοντας μέτρα ψηλά στην επίθεση, ώστε να ωθήσει τουλάχιστον τον αντίπαλο πάγκο σε ένα δίλημμα: είτε να δώσει εντολή στον 20χρονο εξτρέμ να τον ακολουθεί, άρα να τον αναγκάσει να χάσει μέτρα στην επίθεση (ο Κβαρατσχέλια περίμενε μονίμως ψηλά εκμεταλλευόμενος την ατολμία μας), είτε να ρισκάρει να αφήσει ελεύθερο τον Ανδρούτσο, επιλογή που θα μας έδινε το πλεονέκτημα της υπεραριθμίας στην επίθεση από δεξιά.
Και η απόφαση να έρθει ο Σιώπης από τον πάγκο στο 87′, ίσως να ήταν η πλέον ανησυχητική. Καθώς φανέρωσε ένα και μόνο πράγμα: πως ο πάγκος της εθνικής ομάδας φοβόταν περισσότερο μην χάσει το ματς, παρά πίστευε ότι μπορεί να το πάρει… Η λογική επιλογή θα ήταν ο Πέλκας, που κάνει πολύ καλή σεζόν στην Τουρκία, ακόμη κι αν αυτή απαιτούσε αλλαγή διάταξης. Αν δεν ρισκάρεις να πάρεις το ματς με την Γεωργία στην Τούμπα, πού και πότε θα το κάνεις; Απέναντι στη Σουηδία;
Οι διεθνείς μας πέφτουν συχνά θύμα συλλογικών αντιπαράθεσεων και φορτώνονται με ιστορίες που δεν θα έπρεπε. Προφανώς δεν μιλάμε για τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου, ωστόσο για έλλειψη διάθεσης δεν μπορεί να τους κατηγορήσει κανείς. Η ικανότητα τους συνολικά ίσως πράγματι να μην φτάνει για μια πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ. Αν όμως πρέπει να κάνουμε λόγο για αγωνιστικό ταβάνι, τότε αυτή είναι μάλλον μια κουβέντα που πρέπει να ξεκινήσει από την άκρη του πάγκου…