Το πιο μεγάλο ταξίδι

Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά, η τρομερή Γιουγκοπλάστικα, ο κύκλος του Άρη, οι ελληνικοί "εμφύλιοι",η αυτοκρατορία του Παναθηναϊκού, ο Ντούντα και όλα όσα θα θυμόμαστε από τα Final-4.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Από το 1988 και τη μαύρη γάτα στο θυρεό του Auberge Du Pêcheur στο Sint Martens (είκοσι λεπτά μακριά από τη Γάνδη) μέχρι τους κύκνους στη λίμνη του Retiro Parque της Μαδρίτης το 2015, τα final 4 του Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ, έχουν να μας διηγηθούν το καθένα από μία ιστορία, ένα ευτράπελο, μια "τομή" στο ίδιο το άθλημα που η Ελλάδα αγαπά σαν δικό της.

Το final 4 είναι όντως γιορτή, δεν είναι κοινοτυπία, με εξαίρεση πιθανόν το 1994 στο Τελ Αβίβ και το 1995 στη Σαραγόσα, φέρνει μαζί του αναμνήσεις, θύμησες, την ίδια τη νιότη μας πίσω. Έχουν περάσει 28 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη φορά του Άρη, της ομάδας όλων των Ελλήνων, όταν πρωτοακούσαμε τον όρο, οι παλιότεροι τότε μας επανέφεραν στην τάξη.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και οι άλλοι

Κι όμως είχαν ξαναγίνει final 4, η πρώτη φορά ήταν το (πολύ) μακρινό 1966 στη Bologna όπου συμμετείχε και η ΑΕΚ, η δεύτερη - και τελευταία για το "πρώτο αίμα" - την επόμενη χρονιά στη Μαδρίτη. Πέρασαν 21 χρόνια για να επαναφέρει το θεσμό η FIBA και η Ελλάδα ήταν πάλι εκεί. Με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά, στο θρυλικό Flanders Expo της Γάνδης που εξελίχθηκε σε Γη της Επαγγελίας για την παρέα του Bob Mcadoo. Ο Άρης δεν τα κατάφερε στον ημιτελικό με την Tracer (η σημερινή Armani Milano) και έχασε 87-82. Ο Bob ήταν ασταμάτητος και με 39 πόντους χάρισε στο Franco Casalini τη συμμετοχή στον πρώτο τελικό της νέας εποχής και το βράδυ της 7ης Απριλίου και το τρόπαιο, κόντρα στη μεγάλη Maccabi του Doron Jamchi.

Η αποξένωση του Άρη, το άγχος του Ιωαννίδη, η συμπεριφορά "πρωτάρη" του Άρη, στέρησε από την Ελλάδα το ξόρκι του κακού με το καλημέρα του θεσμού, αφού για να γευτεί το νέκταρ μιας κατάκτησης ελληνική ομάδα θα έπρεπε να περάσουν οκτώ χρόνια. Όλη η Ελλάδα στήριζε Άρη σε εκείνο το final 4, ήταν αδιανόητο να στηρίξεις κάτι άλλο, ο Άρης ήταν η ομάδα-υποκατάστατο της Εθνικής που μας έβγαλε στους δρόμους, η συνέχεια του έπους του 1987 που επί της ουσίας έβαλε το μπάσκετ στη ζωή μας. Μοιάζει αδιανόητο για τα σημερινά δεδομένα, αλλά ο Άρης της Γάνδης χρησιμοποίησε μόλις επτά παίκτες, στον ημιτελικό με την Tracer μόλις έξι. Άλλες εποχές, ρομαντικές και των "σαράντα λεπτών", για ένα μπάσκετ που σήμερα φαντάζει πάρα πολύ αργό, με σαφώς λιγότερη έμφαση στην άμυνα και καθόλου σύνθετο.

Ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό ολοένα και μεγάλωνε, ο Άρης εκτός του Πανιωνίου αποκτούσε και δεύτερο "σφετεριστή" του θρόνου του, το συμπολίτη ΠΑΟΚ. Εκείνος ο Άρης όμως ήταν ανίκητος, το δίδυμο Γκάλη-Γιαννάκη στην περιφέρεια ήταν, αν όχι το καλύτερο, από τα καλύτερα δίδυμα "κοντών" στην Ευρώπη και την επόμενη σεζόν ο στόχος ξαναεπετεύχθη. Τούτη τη φορά ήταν το Olympiahalle στο Μόναχο, το final 4 το φιλοξένησε η Βαυαρία, ο τόπος που το άθλημα ξεκίνησε να αλλάζει για πάντα. Για τον απλούστατο λόγο μιας παρέας από πιτσιρίκια, τα οποία καθοδηγούμενα από τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και γαλουχημένα βάσει ενός (πολύ) φιλόδοξου πρότζεκτ του προφέσορα Νίκολιτς, επανακαθόρισαν την ευρωπαϊκή μπασκετική κοσμοθεωρία. Ο Μάλκοβιτς πρόσφερε στον κόσμο το μπάσκετ χωρίς θέσεις, εισήγαγε την έννοια all around, κρυφός point guard, πρωτοεμφάνισε στο ευρύ κοινό θρύλους μετέπειτα του αθλήματος όπως ο Dino Radja και ο Toni Kukoc.

Jugoplastika, η πρώτη "έκπληξη"

Τι ομάδα εκείνη η Jugoplastika… Πόσο ταλέντο, πόση δίψα, πόση προσήλωση στο αφανές πλάνο. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη "έκπληξη" στην ιστορία των final 4 η επικράτηση των Γιουγκοσλάβων, ένα τσούρμο από αμούστακα που δίδαξε μπάσκετ στα ιερά τέρατα της Barcelona στον ημιτελικό και της Maccabi στον τελικό. Χιμένεθ, Σολοθάμπαλ, Σιμπίλιο, πάνω απ’ όλους ο "Έπι", μαζί με τους τρομακτικούς Νόρρις (αργότερα στο Περιστέρι) και Γουέιτερς οι blaugrana που υποκλίθηκαν στον ημιτελικό, Τζάμσι, Μαγκί, Μέρσερ, Μπάρλοου ενδεικτικά τα όπλα του Σβι Σερφ της Μακάμπι στον τελικό. Μιας Μακάμπι που στον ημιτελικό μπλόκαρε τον πολύ πιο χαλαρό Άρη του Ιωαννίδη στην κατά κοινή ομολογία μεγαλύτερη από τις τρεις ευκαιρίες των κιτρίνων να αγγίξουν το μεγάλο Κύπελλο.

Όλοι θυμούνται τον καυγά του Γιαννάκη με το συχωρεμένο Κέβιν Μαγκί, δεν έχει σημασία αν όντως εξ αιτίας εκείνης της διακοπής έμεινε εκτός νυμφώνος ο Άρης. Σημασία έχει ότι η Μακάμπι κλείδωσε το Γκάλη στους 21 (κατόρθωμα να σου βάλει ο Γκάλης μόνον 21 πόντους) και διαχειρίστηκε καλύτερα το παιχνίδι στα μέσα του δευτέρου μέρους. Ο Άρης (ξανα)έφτασε κοντά, ήταν σε καλή κατάσταση, είχε και τον Σούμποτιτς σε καλή μέρα, το Γιαννάκη κάτι παραπάνω από συγκινητικό, αλλά λύγισε. Και λύγισε διότι δεν είχε ψηλό, το αιώνιο πρόβλημα εκείνης της ομάδας που επέμενε στον ξανθομάλλη Καναδό Γκρεγκ Γουίλτζερ που δεν ζητούσε πολύ μπάλα και άφηνε το Γκάλη, το Γιαννάκη και τον "Πίξι" να κάνουν τα δικά τους.

Ο τελικός της 4ης Απριλίου ήταν το θαύμα της Jugoplastika, ο καθαγιασμός του ταλέντου του Kukoc, του Ivanovic και του Radja, η απόδειξη ότι το μπάσκετ είναι το πιο απλό σύνθετο άθλημα που υπάρχει. Ο Άρης τερμάτισε τρίτος νικώντας την απογοητευμένη Μπαρτσελόνα στον τελικό των απογοητευμένων, είναι η υψηλότερη θέση που κατέκτησε σε final 4, ουσιαστικά η τελευταία του φορά που μετείχε σαν φαβορί σε μια διοργάνωση που εξελισσόταν σε τουρνουά των αουτσάιντερ. Η Σαραγόσα του 1990 ήταν το κύκνειο άσμα, το αντίο ίσως της τελευταίας ομάδας που ένωσε τους Έλληνες και μας έκανε να στηνόμαστε στις οβάλ τότε οθόνες των τηλεοράσεων τις νύχτες της Πέμπτης. Ταυτόχρονα όμως, το final 4 στο Πρίνθιπε Φελίπε, ήταν το μεγάλο repeat του Μπόζα και η πρώτη φορά που ο κόσμος του μπάσκετ ξεκίνησε να μιλάει για "κατάρα" του Αΐτο.

Όταν έκλεισε ο κύκλος του Άρη

Ο Άρης μπορεί να έκλεισε τον κύκλο του στη Σαραγόσα, το ελληνικό μπάσκετ όμως ολοένα και θέριευε. Ο ΠΑΟΚ πια ήταν πιο μεγάλος από ποτέ, στην Αθήνα τα λιμνάζοντα ύδατα άρχισαν να κινούνται μετά από χρόνια, ο Παύλος Γιαννακόπουλος αγκάλιασε τον μπασκετικό Παναθηναϊκό, ο Σωκράτης Κόκκαλης το μπασκετικό Ολυμπιακό, η Εθνική μετά το χρυσό στο ΣΕΦ και το ασημένιο στο Ζάγκρεμπ, θα πήγαινε το καλοκαίρι στη Ρώμη για μετάλλιο. Διότι το μπάσκετ είχε μπει για τα καλά στη ζωή μας, ήταν και είναι το μοναδικό άθλημα που αισθανόμαστε "δικό μας", αυτό που είμαστε καλοί και κατέχουμε. Η επιτυχία του 1987 είχε κεφαλαιοποιηθεί, τα παιδάκια έπαιρναν μια πορτοκαλί μπάλα αγκαλιά και έβγαιναν στη γειτονιά να παίξουν, το μπάσκετ έγινε το άθλημα του Έλληνα που σιγά σιγά αποκτούσε και παιδεία, τεχνική άποψη, ήταν σε θέση να κατανοήσει αυτό που παρακολουθεί και όχι να περιορίζεται σε ρόλο θεατή.

Όταν η κουτσουρεμένη Pop ’84 πια ολοκλήρωνε το θρίαμβό της στο γιορτινό Παρίσι τον Απρίλιο του 1991, ο ΠΑΟΚ είχε σπάσει το ρόδι στη Γενεύη φέρνοντας το Κύπελλο Κυπελλούχων μετά από 23 χρόνια ξανά στην Ελλάδα. Το final 4 ήταν το πρώτο χωρίς ελληνικό ενδιαφέρον κι όμως αξίζει ιδιαίτερης μνείας αφού επρόκειτο για το κλείσιμο ενός τεράστιου κύκλου, για το επιστέγασμα και την επιβράβευση εκείνου του "πρότζεκτ" που εκπονήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 από το Νίκολιτς και άφησε στο διηνεκές την πιο επιτυχημένη ομάδα των final 4, τη Jugoplastika. Χωρίς Ράτζα, πάνω απ’ όλα χωρίς τον ίδιο το Μάλκοβιτς που πλέον καθόταν στον απέναντι πάγκο και μέσα στην παραζάλη του έδινε οδηγίες στα δικά του παιδιά, στο συγκλονιστικό τελικό της Pop (και του επίσης "δικού" μας Ζόραν Σάβιτς) με την -για όλους loser πια- Μπαρτσελόνα.

Μέχρι τότε ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη στο θεσμό, μέχρι την επόμενη όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος Νίκος Γκάλης, ακριβώς έναν χρόνο αργότερα στο Abdi Ipekci της Κωνσταντινούπολης, στο final 4 του Ζοτς. Τότε έσπασε το ρόδι ο Ομπράντοβιτς, σε έναν θεσμό που σήμερα μπορεί κάλλιστα να ευαγγελίζεται ότι διαφεντεύει. Το μετέωρο σουτ του Τζόρτζεβιτς μετά το καλάθι του Ράφα Γιοφρέσα, τα δάκρυα του μεγάλου Ζόρντι Βιγιακάμπα, το πρώτο final 4 που κρίθηκε στο τελευταίο σουτ. Ο μύθος χτίζεται και από τέτοια σουτ, από τέτοιες εκρήξεις αδρεναλίνης και τέτοιες ιστορίες με τα αουτσάιντερ να καταβάλλουν τα φαβορί. Η αγκαλιά του Ζοτς με το Νίκολιτς, το χάδι του Ντούντα στο Ντανίλοβιτς, η περηφάνια ενός ολόκληρου λαού που δοκιμαζόταν λόγω πολέμου στην Ευρώπη που άλλαζε για πάντα.

Φαβορί μεν, αλλά...

Γιουγκοσλαβία και Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχαν πια, ο ευρωπαϊκός χάρτης πολιτικά και οικονομικοπολιτισμικά επρόκειτο να αλλάξει μια για πάντα, πολλώ δε στο ίδιο το μπάσκετ. Η Ελλάδα διήγαγε τη χρυσή της δεκαετία, το ελληνικό πρωτάθλημα το είχαμε ανακηρύξει σε "κορυφαίο της Ευρώπης" παρά την παντελή απουσία πραγματικών υποδομών και είχαμε την τύχη να διαθέτουμε μια καταπληκτική ομάδα (πιο ορθά πεντάδα) που στόχευε με αξιώσεις στην κατάκτηση του Κυπέλλου στο πρώτο "εντός έδρας" final 4 της ιστορίας. Κόρφας, Πρέλεβιτς, Μπάρλοου, Λέβινγκστον και Φασούλας, υπό τις οδηγίες του Ντούσαν Ίβκοβιτς, ήταν τα μέλη μιας πεντάδας που στο ΣΕΦ φάνταζε το φαβορί. Το final 4 όμως δεν ήταν ποτέ μια διοργάνωση φαβορί, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Ο ΠΑΟΚ αποκλείστηκε από τη Μπενετόν του Πέταρ Σκάνσι, με τον Κούκοτς στις τελευταίες του παραστάσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους, πληρώνοντας ένα τρακάρισμα/τραυματισμό του Χρήστου Τσέκου (που προοριζόταν από τον Ίβκοβιτς ως προσωπικός φρουρός του Ρουσκόνι και κλειδί στην αμυντική λειτουργία) και μια απίστευτη ρέντα από Ιακοπίνι και Ραγκάτσι αντίστοιχα. Η κάθοδος των βορείων στιγματίστηκε από το σαμποτάζ του τελικού, τα συνθήματα κατά της FIBA, του Στάνκοβιτς, της "μαφίας" του μπάσκετ όπως αποφάσισαν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ. Πέρασε σε δεύτερη μοίρα η επιτυχία της Λιμόζ (πάλι) του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς που (ξανα)άλλαξε το μπάσκετ, αυτή τη φορά προς το χειρότερο: από την αποθέωση της Jougoplastika, στο slow motion της Λιμόζ, στις επιθέσεις των 29 δευτερολέπτων και το "ξύλο" στην άμυνα.

Πολύ ξύλο. Τόσο που ο Σκάνσι μετά το πέρας του τελικού, ξέχασε τα ανδραγαθήματα του Μπόζα στο Σπλιτ και εμφανώς καταβεβλημένος, ανέφερε ότι "πέθανε το μπάσκετ". Πράγματι, η σχολή της Λιμόζ ήταν αντιτουριστική, σίγουρα δολοφονούσε το θέαμα, με την πάροδο όμως των ετών, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς ότι μας έκανε σοφότερους και μας έμαθε να "διαβάζουμε" καλύτερα το άθλημα, να το κατανοήσουμε τακτικά, να εκτιμούμε μια καλή άμυνα, ένα δυνατό σκριν και ούτω καθεξής. Αν και εκείνη την εποχή, το τελευταίο που ενδιέφερε τον Έλληνα "μπασκετόφιλο" ήταν η τακτική ανάγνωση του παιχνιδιού. Διότι το μπάσκετ πλέον είχε αφήσει για πάντα πίσω εκείνη την αίσθηση ρομαντισμού που το διακατείχε και έγινε πολύ πιο "δημοφιλές" με ότι αυτό συνεπάγεται.

Ο ΠΡΩΤΟΣ "ΕΜΦΥΛΙΟΣ", Ο ΖΑΡΚΟ ΚΑΙ Ο ΡΟΙ

Και αυτό το αντιληφθήκαμε στην ολότητά του στο final 4 του Ισραήλ. Ο πρώτος "εμφύλιος" του ελληνικού μπάσκετ ήταν γεγονός, αντίπαλοι στο "σπίτι του λαού" Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός, με καραβάνια οπαδών "που αυτούς έχουμε και δεν τους αλλάζουμε", στις εξέδρες και τους δρόμους και ποταμούς από μελάνι πίσω στην πατρίδα για "τη μητέρα των μαχών". Ο Ολυμπιακός κατήλθε ως το απόλυτο φαβορί, επιβεβαίωσε τον τίτλο του στον ημιτελικό νικώντας τον Παναθηναϊκό 77-72 με το Γιώργο Σιγάλα να "κλειδώνει" το Γκάλη και στον τελικό εναντίον της Χουβεντούδ το ερώτημα αφορούσε μόνο την τελική διαφορά. Για πολλοστή φορά όμως, ο Ιωαννίδης δεν κατόρθωσε να διαχειριστεί το άγχος, για πρώτη στην καριέρα του οδήγησε την ομάδα του σε έναν τελικό και λύγισε.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Ίσως ανάγετο στη σφαίρα του μεταφυσικού αυτό που συνέβη στον Ολυμπιακό σε εκείνο το παιχνίδι εναντίον της Μπανταλόνα. Το μπλακ άουτ, τα ψυχολογικά του Ζάρκο, ο καυγάς του Μπάμπη Παπαδάκη με το Ρόι. Μια ιστορία μόνος του ο Ρόι, ο οποίος θεώρησε σώφρον να πιει καμιά εικοσαριά μπύρες και να μην τελεί απλώς "εν ευθυμία" αλλά και εν πλήρει αταξία. Ο τελικός κλειστός, το δράμα γνωστό και χιλιοειπωμένο: το τρίποντο του Κόρνι Τόμπσον, η τετράκις αποτυχημένη προσπάθεια του Ολυμπιακού να ξαναφέρει τούμπα το ματς, η σύγχυση του ξανθού, ο Σίσυφος Ζάρκο. 59-57, ο πρώτος τελικός για το ελληνικό μπάσκετ είναι μια αρχαία τραγωδία που "διασκεδάζεται" από τη νίκη στον ημιτελικό στα καθ’ ημάς.

Το Κύπελλο αρχίζει και μοιάζει καταραμένο για την Ελλάδα, ακόμα κι όταν η ελληνική ομάδα είναι το φαβορί. Έγινε μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον μια εμφύλια διαμάχη φθείρει σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιτρέπει το underachieve στο μεγάλο τελικό, γεγονός πάντως είναι πως και την επόμενη χρονιά που το ταξίδι ολοκληρώθηκε (ξανά) στη Σαραγόσα, γίναμε στο ίδιο έργο θεατές. Πάλι Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός στον ημιτελικό, χωρίς Γκάλη, χωρίς Παβλίτσεβιτς, χωρίς Ζάρκο που είχε αλλάξει στρατόπεδο και φορούσε την πράσινη φανέλα, χωρίς Ρόι. Αλλά με Έντι. Διότι ο μεγάλος πρωταγωνιστής εκείνου του ημιτελικού ήταν ο Λούκι Λουκ. Τέσσερα απίθανα τρίποντα, όταν η μπάλα έκαιγε, το ένα πιο σημαντικό από το άλλο, μέχρι το χαριστικό χτύπημα του Μίλαν Τόμιτς, επίσης με τρίποντο, που πήγε το δείκτη του σκορ στο +4 και έθεσε τέλος στις φιλοδοξίες του Παναθηναϊκού.

Μέσα στο μεθύσι της αντιπαράθεσης και της εν γένει ποδοσφαιροποίησης, η δήλωση του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου, πως είναι καλύτερο που προκρίθηκε ο Ολυμπιακός, διότι είχε περισσότερες πιθανότητες να φέρει το Κύπελλο με δεδομένη την απουσία του Γιαννάκη, πέρασε στα ψιλά και δεν τονίστηκε όσο θα έπρεπε. Ωστόσο και Γιαννάκης να υπήρχε και ο Παναθηναϊκός να είχε προκριθεί στον τελικό, πολύ δύσκολα εκείνο το Κύπελλο θα ξέφευγε από την αγκαλιά του θαύματος της φύσης. Σπανίως ένα Κύπελλο πιστώνεται τόσο πολύ σε έναν αθλητή, όπως η Ευρωλίγκα του 1995 στον Άρβιντας Σαμπόνις. Πρόκειται για έναν από τους καλύτερους όλων των εποχών, για έναν θηριώδη Λιθουανό center με μυαλό play maker, για μια από εκείνες τις περιπτώσεις που οι Αμερικανοί λένε "once in a million".

Ο Σάμπας οδήγησε τη Ρεάλ του Ομπράντοβιτς σε μια άνετη κατάκτηση, με τον Έντι Τζόνσον να εγκλωβίζεται στις δαγκάνες του Σάντος και της σύνθετης άμυνας με βοήθειες του Ομπράντοβιτς και η βασίλισσα στέφθηκε – δικαίως – πρωταθλήτρια Ευρώπης.

Το ρόδι έσπασε στο Παρίσι

Το ελληνικό μπάσκετ ήδη μετρούσε πια έξι χαμένες ευκαιρίες, οι δύο μάλιστα μια ανάσα από το τρόπαιο. Το ρόδι έσπασε επιτέλους την επόμενη χρονιά στο Παρίσι. We ‘ll always have Paris, διότι η πρώτη φορά του ελληνικού μπάσκετ ήταν και θα παραμείνει επεισοδιακή, γεμάτη sidestories. Το αντικανονικό πέραν πάσης αμφιβολίας κόψιμο του Στόγιαν, μετά από συγκλονιστικό σπριντ ωστόσο και υπερπήδηση ανθρώπινων εμποδίων (αξέχαστη η εικόνα του Στόικο να ανοίγει τα…κανιά του πάνω από τον Κόρφα), το φάουλ στο Γιαννάκη, το κόλλημα στο χρονόμετρο, όλα.

Ο τελικός του Bercy είναι ο τελικός του Στόγιαν, του Ντομινίκ, του Γιαννάκη, του Αλβέρτη, του Παύλου, του Θανάση, του Παναθηναϊκού. Η ιστορία δικαίωσε τους κόπους των αδελφών, το ξεκίνημα, η αφετηρία έμελλε να είναι εκείνο το final 4 στο Παρίσι. Οι 35 του Human Highlight Film στον ημιτελικό με την CSKA, ο καταπληκτικός Αλβέρτης στον αγχώδη τελικό του 67-66, το νέκταρ μιας κούπας πρωταθλητριών που μέχρι τότε αποτελούσε χίμαιρα για το ελληνικό μπάσκετ, που ήταν να μην κάνει την αρχή. Διότι και την επόμενη σεζόν, αυτή τη φορά στην Αιώνια Πόλη και όχι στην Πόλη του Φωτός, το Κύπελλο βάφτηκε γαλανόλευκο. Όπως έλεγε και το τραγούδι που έπαιζε εκείνα τα χρόνια στο ΣΕΦ, "κατακτητές της κορυφής, με τη σημαία μας ψηλά".

Ο Ολυμπιακός διαδέχθηκε τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ευρώπης, χωρίς όμως Ιωαννίδη, ο οποίος παρά το ιστορικό 73-38 εναντίον του Πρωταθλητή Ευρώπης Παναθηναϊκού, πλήρωσε την…αδυναμία του να οδηγήσει τον Ολυμπιακό στον Όλυμπο της Ευρώπης και μάλιστα δις. Πολλά άλλαξαν στο ελληνικό μπάσκετ εκείνη τη χρονιά, εν πρώτοις υποχώρησε σε τεράστιο βαθμό η Θεσσαλονίκη που έχασε και τον τελευταίο των Μοϊκανών, Μπάνε Πρέλεβιτς και εν συνεχεία αποπέμφθηκε και ο Γιάννης Ιωαννίδης από τον Ολυμπιακό, μια εξέλιξη που άλλαξε τον ρου της ιστορίας. Ήρθε ο Ντούντα, ο "σοφός", με μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση και έναν Ολυμπιακό πολύ πιο χαλαρό και απελευθερωμένο. Ίσως λιγότερο "Ολυμπιακό" απ’ όσο εκείνος του Ιωαννίδη, αλλά νικητή, "κατακτητή της κορυφής" που λέγαμε πριν.

Τα πήρε όλα ο "Ντούντα"

Το τελικό ταμείο έβαλε στη ζωή μας τον όρο triple crown, ο Ολυμπιακός του Ίβκοβιτς τα πήρε όλα, από τον Ιανουάριο κι έπειτα ο αρχηγός πια, Γιώργος Σιγάλας ύψωνε δάχτυλα. Και ένα και δεύτερο και τρίτο. Ο Ολυμπιακός του PalaEur συνοψίζεται στο χειροκρότημα του Ντούντα στον τελικό, σε εκείνο το χαμένο lay up του Νάκιτς. "Πάμε μπρε". Και πήγαν όλα κατ’ ευχήν, ο Ολυμπιακός έπαψε να κουβαλάει το προσωνύμιο του loser της διοργάνωσης, κατέβαλε τη Μπαρτσελόνα 73-58 με μια ραψωδία του David Rivers και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Ιστορία που σίγουρα χρωστάει κάτι στο Γιάννη Ιωαννίδη και την ΑΕΚ, που την επόμενη χρονιά στη Βαρκελώνη, πήγε να ολοκληρώσει τον κύκλο του…ΠΟΚ στο ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Το off balance τρίποντο του Μπάνε στον ημιτελικό με τη Μπενετόν του Ομπράντοβιτς, το Palau Sant Jordi ντυμένο στα κιτρινόμαυρα και τελικός. Απέναντι οι V Nere, η μεγάλη Virtus του Έτορε Μεσίνα, με Ντανίλοβιτς, με Σάβιτς, Σκονοκίνι, Ριγκοντώ, Νεστέροβιτς. Τεράστια η διαφορά ποιότητας, ο Ιωαννίδης προσπάθησε να κλέψει το ματς, η αλήθεια είναι ότι το παράκανε και ήταν η μοναδική φορά που σε final 4 επιδόθηκε σε τόσο έντονο overcoaching. Πλησίασε στο τέλος, αλλά το τρίποντο του Σάβιτς έβαλε τέλος στα όνειρα της ΑΕΚ. Το τελικό 58-44 καταδεικνύει και το έλλειμμα ποιότητας του τελικού, ήταν όμως μεγάλη τιμή για το ελληνικό μπάσκετ να διαθέτει πέντε συνεχόμενες παρουσίες σε τελικό Ευρωλίγκας, μάλιστα με τρεις διαφορετικές ομάδες.

Παραλίγο να αποκτήσει και έκτη συνεχόμενη παρουσία, αν ο Ολυμπιακός ήταν πιο τυχερός και δεν έπεφτε πάνω στην "αλλαγή" του ίδιου του μπάσκετ, το 1999 στο Μόναχο. Την αλλαγή σαν άλλο ΠΑΣΟΚ την έφερε μια ομάδα που φορούσε πράσινα, η Ζάλγκιρις του Γιόνας Καζλάουσκας που δίδαξε το γρήγορο και αθλητικό μπάσκετ της νέας χιλιετίας. Ο Ολυμπιακός "παλιομοδίτης" και με τους πλανήτες εναντίον, είχε παραδώσει σάρκα και πνεύμα από το ημίχρονο κιόλας, ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει την επιθετική άμυνα των (τρόπος του λέγειν με Edney και Bowie) Λιθουανών, οι οποίοι επανέλαβαν το "θαύμα" και στον τελικό εναντίον της κατόχου του τίτλου Virtus Kinder. Το Κύπελλο επέστρεφε στα χέρια των αουτσάιντερ. Με τη μόνη διαφορά ότι από την επόμενη σεζόν κι έπειτα και για αρκετά χρόνια, το Κύπελλο που κάποτε η Ελλάδα κυνηγούσε σαν Άγιο Δισκοπότηρο, έγραφε στην ουγιά "Παναθηναϊκός".

Η αυτοκρατορία του Παναθηναϊκού

Στο μεσοδιάστημα το τριφύλλι το ανέλαβε ο Ομπράντοβιτς, ο Γιαννακόπουλος εξακολουθούσε να μη φείδεται χρημάτων και κάπως έτσι χτίστηκε τη δεκαετία του 2000, η πράσινη αυτοκρατορία. Αρχής γενομένης από το final 4 στο νεότευκτο "Παλατάκι" στην Πυλαία, όπου ο Όντετ Κάτας συνεπικουρούμενος από έναν αφοπλιστικά αλτρουιστή Ντέγιαν Μποντίρογκα και έναν καταπληκτικό Ζέλικο Ρέμπρατσα, χάρισε τη δεύτερη κούπα στον Παναθηναϊκό. Ήταν το 13ο final 4, για πολλούς "γρουσούζικος" αριθμός, για τον Παναθηναϊκό παντελώς φιλικός και συνειρμικός.

Εκείνη η ομάδα θα είχε κατακτήσει και το δεύτερο συνεχόμενο στο Παρίσι την επόμενη χρονιά, της το στέρησε όμως ο "οικοδεσπότης" Ντοριζόν για το χατήρι της Μακάμπι, που όλο στην πηγή έφτανε κι όλο νερό δεν έπινε. Η Μακάμπι τοπήρε το τρόπαιο και ουσιαστικά διαδραμάτισε το ρόλο της "παρένθεσης", αφού ακολούθησε "εκείνο" το final 4. Palamalaguti, Bologna, Casalecchio di Reno. 3 και 5 Μαΐου 2002, ημερομηνίες που είναι αδύνατον να ξεχάσουν οι φίλοι του Παναθηναϊκού και όλοι οι φίλοι του μπάσκετ. "Ρεβάνς" από τη Μακάμπι στον ημιτελικό με το Ντέγιαν να κάνει όργια και μετά ο τελικός. Όχι οποιοσδήποτε τελικός, αλλά εναντίον των NBAers. Τζινόμπιλι, Γκρέηντζερ, Γκρίφιθ, Ριγκοντώ, Σμόντις, Γιάριτς, Μπετσίροβιτς, ρόστερ δίχως τέλος, ομάδα φόβητρο, που εκτός των άλλων αγωνιζόταν και εντός έδρας.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Τι μπορούσε να αντιτάξει σε εκείνη τη Virtus ο Παναθηναϊκός του μειωμένου μπάτζετ και του ελλιπούς ρόστερ; Όλοι συμφωνούσαν ότι είχε ανάγκη ένα θαύμα, μια συνομωσία πλανητών, έναν λαγό απ’ το καπέλο. Τελικά δεν χρειάστηκε τίποτα απ’ όλα αυτά, διότι ο Παναθηναϊκός καθοδηγούμενος από έναν μεταφυσικό Ομπράντοβιτς στον πάγκο και έναν μοναδικό σολίστ στο παρκέ, τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, επαναπροσδιόρισε το μπάσκετ. Ο Ντέκι να εναλλάσσεται σε όλες τις θέσεις (!) στην ίδια επίθεση, ο Λάζαρος να ανασταίνεται, ο Κουτλουάι να γίνεται ΝΒΑer, ο Μίντλετον να ξανανιώθει 25χρονος, ο Ρότζερς, ο Μούλα, ο Καλαϊτζής, ο Σάντσες και ο Φράγκι. Ένας Αλβέρτης που σε εκείνο το final 4, σε εκείνον τον τελικό εποποιΐα έκανε κατανοητό ότι ανήκει στο πάνθεον. Δεν έχει ξαναδουλέψει στο παρκέ ομάδα επί σαράντα λεπτά όπως ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς στο Palamalaguti.

Μετά το 83-89 του τελικού, στον ευρωπαϊκό θρόνο δεν κάθισε μόνο ο Παναθηναϊκός. Κάθισαν και ο Ζοτς με τον Ντέκι που έχω την αίσθηση πως από εκείνον τον τελικό κι έπειτα λογίστηκαν οι κορυφαίοι της ηπείρου μας. Ο Ντέγιαν το απέδειξε και την επόμενη σεζόν, όταν έκανε ακριβώς το ίδιο πράγμα και με την "καταραμένη" Μπαρτσελόνα. Για την κούπα πήγε στο Palau San Jordi, την κούπα κατέκτησε. Μαζί του ο Σάρας, ο "μπόμπα", ο πολυτάλαντος Γκρεγκόρ Φούτσκα. Το τρόπαιο όμως ήταν δικό του, το "θύμα" του ακόμη μια ιταλική ομάδα, η Μπενετόν του Τάιους Έντνι. Το final 4 της Βαρκελώνης ήταν το πρώτο από τα δύο χωρίς αμιγώς ελληνική εκπροσώπηση, το ελληνικό μπάσκετ δεν περνούσε τις καλύτερες μέρες του, τα μπάτζετ πλην Παναθηναϊκού (που επίσης είχε "διορθώσει") είχαν πιάσει ιστορικά χαμηλά, το πρωτάθλημά μας δεν ήταν καν στα τρία καλύτερα της Ευρώπης.

Στη διετία της κυριαρχίας της Μακάμπι (το 2004 "εντός έδρας" στο Τελ Αβίβ και το 2005 στην αφιλόξενη αλλά εν τέλει "γη Χαναάν" Μόσχα) ο Παναθηναϊκός τρύπωσε μια φορά, τερματίζοντας στην τρίτη θέση στο Olimpiisky. Πάλεψε με ρώμη και περίσσιο θράσσος απέναντι στην ομάδα του λαού, αλλά όταν από τη μία έχεις το Λόνι Μπάξτερ και από την άλλη τον Άντονι Πάρκερ, πάσα συζήτηση τελειώνει εν τη γενέσει της. Κι αν για τον Παναθηναϊκό ο "μη τελικός" ήταν αποτυχία, για την CSKA ήταν πια κάτι παραπάνω από κυνήγι μαγισσών η κατάκτηση ενός τίτλου. Άπειρα χρήματα στον κάλαθο των αχρήστων, πολιτικές ίντριγκες, η σκιά του Πούτιν, πανεθνικό ζήτημα η επιτυχία της "αρκούδας", η οποία χρειάστηκε να περιμένει 35 ολόκληρα χρόνια για να ξαναγευτεί το νέκταρ ενός Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ: ΠΗΡΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΝ ΤΣΣΚΑ

Οι Ρώσοι ανέβηκαν στο θρόνο στο θαυμάσιο final 4 της Πράγας το 2006 και για να καταφέρουν το μέχρι εκείνη την περίοδο "ακατόρθωτο", χρειάστηκε ένας Έλληνας να τους πάρει από το χέρι: ο Θοδωρής Παπαλουκάς. Ο Μεσσίνα αποτίνασσε από πάνω του τη στάμπα του loser, οι Ρώσοι με ένα ρόστερ που θα ζήλευαν ακόμα και στο ΝΒΑ κατέβαλαν μετά κόπων και βασάνων τη Μακάμπι του μεγάλου Πίνι χάρη στην εξωπραγματική εμφάνιση του Θοδωρή που τα έκανε όλα: 18 πόντους με 5 στα 8 σουτ, 6/8 βολές, 7 ασσίστ, 6 ριμπάουντ, 3 τάπες, κυρίως το καθαρό μυαλό στην επιλογή τέμπο, ένα απαράμιλλο leadership όταν οι πολυδιαφημισμένοι Λάνγκτον και Χόλντεν έλιωναν υπό το βάρος της κατάκτησης του μεγάλου στόχου. Ο Θοδωρής προσπάθησε να το ξανακάνει και την επόμενη σεζόν, στην Αθήνα, εκεί όμως ήταν αδύνατον να τα καταφέρει ολομόναχος.

Σε έναν από τους χορταστικότερους, συγκλονιστικότερους και πιο έντονους τελικούς στην ιστορία της διοργάνωσης, εκείνον το Μάιο στο ΟΑΚΑ, ο Παναθηναϊκός επέστρεψε. Δεν είχε φύγει ποτέ, απλώς επέστρεψε. 93-91 με τον Ιταλό σχολιαστή Flavio Tranquillo που μετέδιδε το παιχνίδι για λογαριασμό του Sky Sports να αναφωνεί ότι ο τελικός είναι ο καλύτερος όλων των εποχών. Πια ήταν ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς και του Διαμαντίδη, ο Παναθηναϊκός των αστέρων, το ελληνικό μπάσκετ είχε επιστρέψει. Ήταν το τρίτο Κύπελλο σε μια επταετία, το τέταρτο σε έντεκα χρόνια, μια καταπληκτική επίδοση για μια ομάδα που συλλήβδην έμπαινε στο πολύ κλειστό club με τις ομάδες-θρύλους του θεσμού, όπως η Βαρέζε, η CSKA, η Ρεάλ.

Την επόμενη χρονιά με το final 4 προγραμματισμένο και πάλι στη Μαδρίτη, ο Παναθηναϊκός τυγχάνει θύμα έκπληξης από το πανεπιστήμιο της Παρτίζαν στο top 16, συνεπώς η CSKA βρίσκει το πεδίο ελεύθερο και επανέρχεται στο θρόνο. Εν τω μεταξύ το μπάσκετ στην Ελλάδα μοιάζει να "επιστρέφει", ο Ολυμπιακός με τη δραστηριοποίηση των αδελφών Αγγελόπουλων ξαναδίνει σημεία ζωής και αναμένονται ομηρικές μάχες και στο εγχώριο και στο διεθνές τοπίο. Τα αδέλφια, θαρρείς και θέλουν να συναγωνιστούν σε τρέλα τα έτερα αδέλφια, ξοδεύουν και ξοδεύουν και ξαναξοδεύουν, θέλουν να είναι πανέτοιμοι για το μεγάλο ραντεβού στο Βερολίνο. Η μοίρα δεν μας χάρισε έναν αμιγώς ελληνικό τελικό, αφού την πρωτομαγιά του 2009 στην ολοκαίνουρια Ο2 Arena, παίχτηκε το έργο του τρίτου "εμφυλίου".

Περιττό να αναφερθεί ότι επρόκειτο για την πολλοστή "μητέρα των μαχών", ότι έσπασαν καρδιές, ότι όλα κρίθηκαν στο τέλος, στο σουτ, σε μια φάση. Ο "άγουρος" ακόμα Ολυμπιακός έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο για πρώτη φορά μετά από μια μάχη με τον Παναθηναϊκό, ο οποίος είχε μπροστά του την κατάρα του "αδειάσματος" στον τελικό. Εκείνος ο Παναθηναϊκός όμως όπως προαναφέρθηκε ήταν φτιαγμένος από άλλο μέταλλο, ευγενές, που δεν έλιωνε με τίποτα. Το καταλάβαιναν ακόμη και οι ξένοι δημοσιογράφοι πέριξ της O2-Platz, ήταν σαφές ακόμη και στον Μεσσίνα που αναζητούσε τη μεγάλη ρεβάνς από τον Ομπράντοβιτς. Ο Παναθηναϊκός είχε ταξιδέψει στο Βερολίνο για να πάρει και το πέμπτο. Και ασφαλώς το πήρε. Γιατί το σουτ του Σίσκα βρήκε σίδερο και γιατί ήταν αδύνατον να χάσει μια εν πολλοίς "παναθηναϊκο-ελληνικού" dna ομάδα, από τη στρατιά μισθοφόρων της CSKA.

Η επιστροφή του ελληνικού μπάσκετ

Είναι ανώφελο να τονίσει κανείς, ότι το ελληνικό μπάσκετ ήδη από το 2010 ανήκε στην ελίτ, ότι η διοργάνωση έτεινε να εξελιχθεί σε ένα ελληνικό ταξίδι στο καριγιόν της ιστορίας του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Η καθολική άνοδος και του Ολυμπιακού, μετέτρεψε το final 4 σε "δική μας" υπόθεση, αφού πλην Παναθηναϊκού, το ελληνικό μπάσκετ απέκτησε και δεύτερο εκπρόσωπο. Ο Ολυμπιακός ήταν πειστικός το 2010 που ο Παναθηναϊκός αποκλείστηκε και πάλι στο top 16 από την Παρτίζαν (εξελίχθηκε συλλήβδην σε κακό του δαίμονα) όχι όμως όσο πειστικός και έμπειρος χρειαζόταν για να υπερκεράσει το εμπόδιο της Μπαρτσελόνα στο final 4 του Bercy. H νίκη με την Παρτίζαν στον ημιτελικό με εκείνο το 83-80 που έσπασε καρδιές, ήταν καλός οιωνός, αλλά στον τελικό το sexy basket του Καζλάουσκας δεν έφτανε.

Προεξέχοντος του "μπόμπα" Ναβάρρο, η Μπάρτσα στέφθηκε πρωταθλήτρια και ανάγκασε το διοικητικό και ιδιοκτησιακό δίδυμο της περιαώτικης ΚΑΕ να αναθεωρήσει σχετικά με το ορθό του πλάνου που ακολουθείτο. Ο ΝΒΑer Childress το πάλεψε όσο μπορούσε, σηματοδότησε την "επιστροφή", κάτι όμως έλειπε ακόμη. Ο ανταγωνισμός ωστόσο με τον Παναθηναϊκό βοήθησε και τους ερυθρόλευκους, όπως βοήθησε και τον ίδιο τον Παναθηναϊκό να διατηρηθεί στο υψηλό επίπεδο. Κι όταν το 2011 στη Βαρκελώνη ήρθε και ο έκτος τίτλος, ήταν σαφές ότι διάγουμε την εποχή που στα final 4 φύτρωνε τριφύλλι. Μια χαψιά τη Μοντεπάσκι στον ημιτελικό, παρέλαση με τη Μακάμπι στον τελικό με το Δημήτρη Διαμαντίδη να σταματάει στους 16 πόντους και τις 9 ασίστ, πλην της κλασσικής πλέον συνεισφοράς του στην οργάνωση, στην άμυνα, στην καθοδήγηση.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι εκείνη η κούπα – η τελευταία έκτοτε για τον Παναθηναϊκό – είχε κατακτηθεί από τα play offs, όταν στην πολλοστή "ζότσεια" μαγεία, οι πράσινοι απέκλεισαν με μειονέκτημα έδρας τη Μπαρτσελόνα, χάνοντας μόλις ένα παιχνίδι κι εκείνο στον πόντο. Στον τελικό απέμεναν μόνο οι στιγμές, οι εικόνες. Και καλύτερη εικόνα ως επιστέγασμα της εποχής Γιαννακόπουλων-Ομπράντοβις-Μποντιρόγκα-Διαμαντίδη από τη θερμή και ειλικρινή αγκαλιά του Ζοτς με τον 3 υπάρχει. Για μένα εκείνη η εικόνα, αυτό το στιγμιότυπο είναι το κλείσιμο του κύκλου, το απόλυτο highlight μιας ομάδας που χάρισε τόσες συγκινήσεις και τόσες επιτυχίες στο ελληνικό μπάσκετ. Δεκατρία ολόκληρα χρόνια, μια ολόκληρη ζωή σε μια εικόνα.

Το πιο απίθανο από τα απίθανα

Το ιδανικό για το ελληνικό μπάσκετ θα ήταν ο κύκλος να έκλεινε (είτε θετικά είτε αρνητικά, δεν έχει σημασία) στην Κωνσταντινούπολη την αμέσως επόμενη σεζόν, με έναν τελικό ελληνικό, με μια απτή απόδειξη ότι κάναμε το άθλημα εσωτερική υπόθεση. Η CSKA χάλασε την 11η Μαΐου εκείνο το όνειρο, ακολούθησε όμως μία ακόμη εποποιΐα που γρήγορα ξεχάστηκε. Δεν ήταν πράσινη, αλλά ερυθρόλευκη. Η CSKA "ψηλωμένη" από το 66-64 και τον αποκλεισμό – επιτέλους – του Παναθηναϊκού, ήταν το απόλυτο φαβορί, πιο φαβορί δεν γινόταν. Απέναντί της ένας Ολυμπιακός με ψαλιδισμένο μπάτζετ, με άλλη φιλοσοφία, χωρίς Childress, χωρίς Milos που πλέον μπίσταγε τη μπάλα στη Μόσχα.

Αυτό που χάρισε στον κόσμο του και σε όλο το ελληνικό μπάσκετ σε εκείνον τον τελικό της Πόλης ο Ολυμπιακός, δεν είχε ούτε πρόκειται να έχει προηγούμενο. Δεν είναι τόσο το διάσημο πια "πεταχτάρι" του Γιώργου Πρίντεζη ή το total recall από το μείον…διακόσια. Είναι ότι εκείνο το Κύπελλο ανήκει στο Σπανούλη, τον Παπανικολάου, το Σλούκα, τον ίδιο τον Πρίντεζη. Με καθοδηγητή το μεγάλο Ντούσαν Ίβκοβιτς, οι τρεις σωματοφύλακες και ο Ντ’ Αρτανιάν Σπανούλης, κατέκτησαν το πιο απίθανο από τα απίθανα Κύπελλα στην ιστορία. Ίσως να συγκρίνεται μόνο με εκείνο της Παρτίζαν το μακρινό 1992, αλλά και πάλι εκείνο δεν αφορούσε τόσο ξεκάθαρη μάχη Δαυίδ εναντίον Γολιάθ. Διότι τέτοια ήταν τα μεγέθη που αντιπαρατέθηκαν στο Atakoy εκείνη τη μαγική νύχτα της 13ης Μαΐου. Κι εκεί που λες "δεν ξανάγινε" έρχεται το Λονδίνο του 2013.

Το πιο μεγάλο ταξίδι

Ότι γίνεται μία φορά, ξαναγίνεται. Έγινε κατανοητό με τον πιο εύγλωττο τρόπο στη North Greenwich Arena, με τον "μνημονιακό" Ολυμπιακό του Γιώργου Μπαρτζώκα. Παρέλαση. Σε ένα Λονδίνο που ούτως ή άλλως έχει ελληνικό χρώμα από μόνο του και εκείνη τη βραδιά του ημιτελικού με την CSKA βάφτηκε – και παρέμεινε – ερυθρόλευκο. Οι Ρώσοι παγιδευμένοι στις δαγκάνες του Μπαρτζώκα, σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους, το τελικό 52-69 περιποιεί τιμή σε εκείνους και όχι στον Ολυμπιακό. 36 πόντοι παθητικό σε τρεις περιόδους, Πέρο Άντιτς, Κάιλ Χάινς και εκείνος: ο Βασίλης Σπανούλης. Ο τελικός με τη Ρεάλ ήταν μια απλή διεκπεραίωση, το μείον 17 στην πρώτη περίοδο λογικά το έκανε επίτηδες ο Ολυμπιακός για να αποκτήσει ενδιαφέρον ο αγώνας. Εκατό-κατοστάρα-εκατό και τρίτη κούπα, δεύτερη συνεχόμενη. Μήπως έχουμε ενώπιον ημών τη νέα Jugoplastika;

Δεν το μάθαμε δυστυχώς ποτέ, διότι η Ρεάλ πήρε την άτυπη ρεβάνς στα play offs της επόμενης σεζόν, αποκλείοντας τον Ολυμπιακό στην κόψη του ξυραφιού στο πέμπτο παιχνίδι. Εκεί δηλαδή που αποκλείστηκε και ο Παναθηναϊκός από το έτερο φαβορί, την πάντα παρούσα CSKA, με τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία του πρώτου αγώνα στη Μόσχα. Κάπως έτσι δεν είχαμε ελληνική εκπροσώπηση στο Μιλάνο, όπου η CSKA (και πάλι) έπεσε θύμα έκπληξης αποκλειόμενη στον πόντο από τη Μακάμπι στον ημιτελικό και ο τελικός ήταν κάτι σαν χρονικό προαναγγελθείσας πρωταθλήτριας Ευρώπης: της Σταχτοπούτας Μακάμπι. Η Ρεάλ αφού στην κυριολεξία διέλυσε τη Μπαρτσελόνα στον ημιτελικό με 100-62, δεν στάθηκε συνεπής στο ραντεβού με το πεπρωμένο της και έγινε έρμαιο στις διαθέσεις της Σταχτοπούτας του Ντέηβιντ Μπλατ.

ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ (ΞΑΝΑ)... ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ Ο ΣΠΑΝΟΥΛΗΣ

Από το 1995 το κυνηγούσε το Κύπελλο η Ρεάλ, το στερείτο διαδοχικά από λογής Σταχτοπούτες. Η μεγάλη ευκαιρία ήταν πέρσι, το 2015, το final 4 θα διεξάγετο και πάλι εντός έδρας, τα σημάδια έδειχναν να είναι μαζί της. Όταν όμως ο Σπανούλης "σεληνιάστηκε" στον ημιτελικό με την CSKA και ο Ολυμπιακός την (ξανα)απέκλεισε επιστρέφοντας από τα τάρταρα, την παρέα του Ρούντι την έζωσαν τα φίδια. Ακόμα μια ελληνική συμμετοχή σε τελικό, ακόμη μια φορά ο Ολυμπιακός έτοιμος για το πολλοστό θαύμα, για το "τέταρτο". Τούτη τη φορά όμως ο Λάσο ήταν υποψιασμένος, ο Σπανούλης περιορίστηκε στους μόλις 3 πόντους και ο Ολυμπιακός του Γιάννη Σφαιρόπουλου δεν άντεξε. Θα άντεχε εάν ο Σπανούλης – διότι μόνο αυτός μπορούσε – (ξανα)γινόταν εξωγήινος, όπως στον ημιτελικό με τη δύσμοιρη CSKA, αλλά δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς το ίδιο θαύμα δις.

Το χρέος του ο Ολυμπιακός το είχε κάνει άλλωστε, το ελληνικό μπάσκετ ήταν και πάλι εκεί, όπως τόσα χρόνια από καταβολής του θεσμού. Διότι μπορεί φέτος το ταξίδι να μην έχει ελληνική συμμετοχή, η ίδια η διοργάνωση όμως φωνάζει Ελλάδα, είναι πλημμυρισμένη από το ελληνικό μπάσκετ. Δεν είναι υπερβολή ότι είναι "ελληνικό" το final 4. Έχουν περάσει 28 χρόνια κι αν ανατρέξει κανείς στους πολυνίκεις του θεσμού, στο podium θα βρει τον Παναθηναϊκό με έξι κατακτήσεις και στο τρίτο βάθρο τον Ολυμπιακό (από κοινού με το παραμύθι της Jugoplastika) με τρεις. Ακόμη όμως και μακριά από τις κορυφαίες θέσεις, είναι εκεί η νιότη μας με τον Άρη, ο μεγάλος ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, όλο το ελληνικό μπάσκετ έχει παρελάσει από το final 4, γενιές ολόκληρες που έχουν κάνει το μπάσκετ εθνικό άθλημα. Γιατί πολύ απλά, πουθενά αλλού σε αθλητικό επίπεδο δεν είμαστε πάντα "εκεί" ακόμα κι όταν δεν είμαστε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Οι 10 κορυφαίες φιγούρες των Final-4
Οι 10+1 τρελοί, τρελοί σουτέρ
Όταν οι Μάβερικς έκαναν πρόταση στον Σιγάλα στα μπουζούκια

News 24/7

24MEDIA NETWORK