Θανάσης Κωστούλας στο Contra.gr: Όσα δεν είχε πει και δεν ξέχασε
Επτάμιση χρόνια, μια ζωή στον Ολυμπιακό. Γεωργάτος, Ζιοβάνι, Καστίγιο, Τζόρτζεβιτς, Κόκκαλης, Λούβαρης, Αλέφαντος, Μπάγεβιτς, Ριζούπολη, Δούρος, Ευθυμιάδης, Ολισαντέμπε, Λυμπερόπουλος. Ο Θανάσης Κωστούλας εξιστορεί την καριέρα του στον Σταύρο Γεωργακόπουλο. Μιλάει ανοιχτά για πρόσωπα και γεγονότα και θυμάται περιστατικά που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας.
Εθνική οδός με κατεύθυνση από Αθήνα για Θεσσαλονίκη. Απομεσήμερο Παρασκευής. Κατακλυσμός. Έχουν ανοίξει οι ουρανοί. Η ορατότητα περιορισμένη στα 20 μέτρα, το αυτοκίνητο ζορίζεται από τα λιμνάζοντα νερά, το λαμπάκι του λαδιού αναμμένο σχεδόν σε όλο το ταξίδι, αλλά ποιος νοιάζεται;
Μετά από τρεις ώρες, όλα ξεχάστηκαν με μιας. Όρια Νομού Μαγνησίας. Κάπου εκεί συναντηθήκαμε με μια πολύ γνώριμη φιγούρα των ελληνικών γηπέδων. Έναν από τους πιο συμπαθείς και χαμηλών τόνων ποδοσφαιριστές, ο οποίος περνούσε απαρατήρητος έξω από το γήπεδο. Μέσα σε αυτό, όμως, θα έπρεπε να ματώσεις για να τον περάσεις.
Ο Θανάσης Κωστούλας με 7 πρωταθλήματα, 2 Κύπελλα, 335 συμμετοχές στην Α’ Εθνική με τον Ολυμπιακό (σ.σ. ρέκορντμαν έως την ημέρα που σταμάτησε από τους εν ενεργεία), κρέμασε τη φανέλα του και αποχώρησε τόσο ήσυχα από το χώρο του ποδοσφαίρου που ίσως κάποιοι να τον έχουν ξεχάσει. Εκείνος, όμως, έχει όλα όσα έζησε 20 χρόνια στα γήπεδα στο σκληρό δίσκο του μυαλού του. Και τα μοιράστηκε μαζί μας όπως θα διαπιστώσετε στις γραμμές που ακολουθούν.
Πρόκειται για μια συνέντευξη-εξομολόγηση, μια σπάνια εξωτερίκευση συναισθημάτων, εικόνων, στιγμών που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Λέει πράγματα που όσοι δεν γνωρίζουν, δεν θα μπορούσαν ούτε να φανταστούν. Μας έβαλε όχι μόνο μέσα στο γήπεδο, αλλά και στα αποδυτήρια και μας μίλησε για ΟΛΑ σε μια κουβέντα ανοικτής καρδιάς που ξεπέρασε σε διάρκεια τις 3,5 ώρες, διάστημα στο οποίο δεν έγινε ούτε… ημίχρονο.
Μας υποδέχθηκε στο χώρο που αποτελεί τη νέα επαγγελματική του ενασχόληση. Εκεί όπου η μοναδική σχέση με το ποδόσφαιρο αφορά τα πούλμαν με τις αποστολές των ομάδων που σταματούν για φαγητό ή καύσιμα. Ο Θανάσης ή «Μανιά» των γηπέδων, όπως ήταν το παρατσούκλι που τον συνόδευε στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού, έγινε Κωστούλας των επιχειρήσεων και τα καταφέρνει εξίσου καλά. Τη «μάχη», άλλωστε, σε κάθε γήπεδο, ποδοσφαίρου ή άλλο, δεν τη φοβήθηκε ποτέ και είχε τον τρόπο να βγαίνει πάντα νικητής. Έχοντας χάσει τον πατέρα του, σε ηλικία 10 ετών, τίποτα δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε να ωριμάσει από πολύ μικρός, να φροντίσει τον μικρότερο αδερφό του και να μάθει ότι η πιο μεγάλη, είναι η μάχη της επιβίωσης.
Λίγους μήνες μετά τον πρώην συμπαίκτη του Ιεροκλή Στολτίδη, ο οποίος πέντε χρόνια μετά το πέσιμο της αυλαίας στα γήπεδα, μίλησε στο Contra.gr για όλους και για όλα, ο Θανάσης Κωστούλας ήταν ο επόμενος… στόχος. Μια ζωή λιγομίλητος και μετρημένος, ήθελε τα κατάλληλα ερεθίσματα για να πει όλα όσα συνόδευσαν τη ζωή του πάνω στο χορτάρι. Τα είπε χωρίς φόβο, με ατελείωτο πάθος και απίστευτη ειλικρίνεια. Όταν, άλλωστε, δεν έχει τίποτα να κρύψεις και δεν φοβάσαι την αλήθεια, το αποτέλεσμα είναι μοναδικό…
Θανάσης Κωστούλας, λοιπόν, ένας από τους πιο επιτυχημένους Έλληνες ποδοσφαιριστές, στη «ταινία» της αθλητικής του ζωής, μέσα από 7.000 και πλέον λέξεις. Μια ταινία που δεν λείπει κανείς. Από τον Κόκκαλη και τον Μπάγεβιτς, μέχρι τον Καστίγιο και τον Τουρέ.
Από τον Γεωργάτο και τον Ζιοβάνι μέχρι τον Αλέφαντο και τον Λούβαρη.
Από τον Ζάχοβιτς, τον Μπαμπανγκίντα και τον Σόλιντ μέχρι τον Βαζέχα, τον Ντέμη και τον -ανιψιό του- Τάσο Λαγό.
Από τον Βουλινό και τον Αργύρη Μήτσου μέχρι τον Ζαϊρζίνιο και τον Λάμπρο Χούτο.
Από το 3-0 της Ριζούπολης και το 1-4 της Λεωφόρου, μέχρι το 2-2 του Δούρου και το 1-1 του Ευθυμιάδη!
Ένα μικρό ζέσταμα ήταν αρκετό για να πάρει τη μπάλα στα πόδια και να βάλει διαδοχικά γκολ. Μπορεί, όντας κεντρικός αμυντικός, να πέτυχε ελάχιστα, αλλά εδώ τα έβαλε όλα μαζεμένα. Χωρίς άλλο πρόλογο, ο πάντα σεμνός και ταπεινός, αλλά συνάμα αποφασιστικός και «πολεμιστής» Θανάσης Κωστούλας αποκαλύπτεται και συγκλονίζει…
Ο Ζιοβάνι, ο Ζάχοβιτς και ένα παιδάκι
– Πολλοί δεν το γνωρίζουν, αλλά με 335 συμμετοχές στην πρώτη Εθνική, ήσουν ο πρώτος σε συμμετοχές από τους εν ενεργεία ποδοσφαιριστές την ημέρα που αποχώρησες. Δεν βαρέθηκες τόσα παιχνίδια;
(σ.σ. γελάει). Δεν το ήξερα. Κάτι είχα ακούσει, αλλά… Αυτό οφείλεται στο ότι έμεινα στην Ελλάδα όλα τα χρόνια. Βέβαια, το να φτάσεις τις 335 συμμετοχές δεν είναι και λίγο πράγμα. Είχα γεμάτες χρονιές με τον Ολυμπιακό, την Καλαμάτα, την Ξάνθη…
– Τόσα πολλά ματς. Άγχος, κούραση, τρέξιμο, προπόνηση. Κατάλαβες πως πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια;
Όχι! Τώρα κουβεντιάζοντας και γυρνώντας πίσω τα σκέφτομαι. Αν και υπήρξε προπονητής όσο έπαιζα στον Ολυμπιακό, ήταν ο Λεμονής που μας έλεγε: “Αυτά που ζείτε τώρα, θα περάσουν πολλά χρόνια να το αντιληφθείτε, να αντιληφθείτε το μέγεθος της επιτυχίας”. Είναι δύσκολο συνειδητοποιήσεις κάποια πράγματα όταν είσαι εν ενεργεία. Τα βλέπεις τελείως διαφορετικά όταν είσαι εκτός γηπέδου.
– Όταν είσαι ποδοσφαιριστής και παίζεις στο υψηλό επίπεδο είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσεις πόσο κόσμο κουβαλάς στη φανέλα σου…
Δεν θα διαφωνήσω σε τίποτα. Όταν σταματάς, καθαρίζεις το μυαλό σου, αντιλαμβάνεσαι τι έχεις κάνει, τι έχει συμβεί και ότι αυτό που ζούσες το ζούσαν εκατομμύρια άνθρωποι μαζί σου. Εάν αυτό το συνειδητοποιήσεις όταν είσαι εν ενεργεία περισσότερο φρένο μπορεί να δημιουργήσει στην καριέρα σου.
– Όταν σκέφτεσαι πως ήσουν πρώτος σε συμμετοχές πως σου ακούγεται;
Δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω. Είναι μεγάλο το μέγεθος.
– Όλα τα παιδιά που ξεκινούν με μια μπάλα στα πόδια κάτι τέτοιο ονειρεύονται. Εσύ το πέτυχες.
Και δεν το κατάλαβα κιόλας…
– Το τερμάτισες.
Δεν μπορώ να το περιγράψω. Αλήθεια. Ό,τι και να πω μου ακούγεται πολύ λίγο μπροστά σε αυτό που έχει συμβεί. Σίγουρα είναι πολλά τα χρόνια και για να το καταφέρεις είναι πολλά τα “πρέπει”, οι θυσίες που έχει δεχθεί ο οργανισμός μου. Από ένα σημείο και μετά, όλο αυτό γίνεται τρόπος ζωής, καθημερινότητα, το βιώνεις πολύ πιο εύκολα. Δεν σου κρύβω ότι δεν μπορούσα να το έχω φανταστεί.
– Εάν κάποια στιγμή τα παιδιά σου, ο Κωνσταντίνος 10 ετών και ο Χαράλαμπος που είναι στα 8, καταλάβουν τι έκανε ο μπαμπάς τους ως ποδοσφαιριστής τι θα τους πεις;
Μέχρι στιγμής, τους έχω πει λίγα πράγματα. Τα περισσότερα τον τελευταίο χρόνο, αφού τώρα αρχίζουν και καταλαβαίνουν. Ίσως ακούν από άλλα παιδάκια κάποια πράγματα για μένα, γιατί και στην περιοχή που ζούμε, δεν είναι και πολλοί εκείνοι που έφτασαν να αγωνιστούν σε υψηλό επίπεδο. Αντιλαμβάνεσαι, ότι θέλοντας και μη τα παιδάκια της περιοχής βλέπουν στο πρόσωπό μου έναν άνθρωπο που έχει καταφέρει μέρος των φιλοδοξιών και των ονείρων τους. Σίγουρα τους κινεί την περιέργεια πως τα έχω καταφέρει. Είμαι άνθρωπος που ποτέ δεν έλεγα πολλά λόγια και από την άλλη θεωρώ ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας θα αντιληφθούν από μόνα τους κάποια πράγματα.
– Όταν ρωτήσουν τα παιδιά σου “μπαμπά τι έκανες στο ποδόσφαιρο” τι θα απαντήσεις;
Αυτό που έχει συμβεί. Την πραγματικότητα. Πρωτόπαιξα σε ηλικία 14 ετών στις αλάνες του χωριού μου, στον Αίαντα Σούρπης. Την επόμενη χρονιά έπαιξα στον Αλμυρό, έμεινα για δύο σεζόν, πήγαινα εκεί και στο Λύκειο. Πρωί σχολείο, μετά φροντιστήριο, προπόνηση και γύριζα σπίτι βράδυ. Για να πετύχω αυτό που πέτυχα έπρεπε αφιερώσω όλη τη ζωή μου. Αυτό είναι μεγάλο εφόδιο. Δεν έχω να τους κρύψω κάτι.
– Έπαιξε ρόλο στην καριέρα και στην αφοσίωσή σου στο ποδόσφαιρο, το γεγονός ότι έχασες τον πατέρα σου σε ηλικία 10 ετών;
«Πάρα πολύ. Αυτό το γεγονός με ωρίμασε ως παιδί πιο γρήγορα από άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Με έκανε να σκέφτομαι πιο ώριμα. Βλέπεις τελείως διαφορετικά το σκληρό πρόσωπο της ζωής από νωρίς. Όταν είσαι σε ηλικία ανάμεσα στα 10 και τα 15, χρειάζεσαι περισσότερο το πρότυπο του πατέρα που είναι στήριγμα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο. Το πιστεύω. Το βλέπω και στον αδερφό μου που είναι ένα χρόνο μικρότερος και έπαιξε ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά, ότι αυτό το γεγονός μας ωρίμασε πιο γρήγορα από άλλα παιδιά της ηλικίας μας.
– Άκουσα πως όταν πήγες να υπογράψεις στον Ολυμπιακό ήταν μαζί και ο αδερφός σου. Ήταν πάντα δίπλα σου. Είναι αλήθεια;
Αυτό συνέβη το φθινόπωρο του ’98, όταν ήμουν ήδη μία τετραετία στην Καλαμάτα. Είχαμε επιτυχία με την Εθνική Ελπίδων. Φτάσαμε στον τελικό με την Ισπανία. Νομίζω ότι αυτό το γεγονός με βοήθησε πάρα πολύ. Με αυτά τα παιδιά στην Ελπίδων ήμασταν μαζί μία 4ετία. Εγώ τότε έπαιζα στη Β’ Εθνική με την Καλαμάτα και ο Ολυμπιακός έχει πάρει ελάχιστους από τη δεύτερη κατηγορία.
Εκείνο το καλοκαίρι, είχαν γίνει τρεις μεταγραφές στον Ολυμπιακό. Η τρίτη ήταν η δική μου που πέρασε και στα ψιλά. Ήταν του Ζιοβάνι από τη Μπαρτσελόνα και του Ζάχοβιτς από την Πόρτο. Και κάπου εκεί ανάμεσα στους δύο πύργους, ήρθα κι εγώ. Ακόμα και έμπειροι παράγοντες όπως ο Λούβαρης λογικό ήταν να απορήσουν. Όταν με πρωτοείδε, μαζί με τον αδερφό μου, θα σκέφτηκε φαντάζομαι ότι έδωσαν εκατομμύρια να πάρουν δύο τόσο μεγάλους παικταράδες κι ένα παιδάκι από μια ομάδα Β’ Εθνικής.
Ο Τζόλε με τράβηξε απ’τα μαλλιά
– Πως πήγες στον Ολυμπιακό;
Είχα κλείσει στον Ολυμπιακό έξι μήνες νωρίτερα. Τότε τα συμβόλαια προέβλεπαν οικονομικά ανταλλάγματα. Υπέγραψα με τον Ολυμπιακό τις ημέρες των Χριστουγέννων. Παίζαμε με αντίπαλο την Καλαμαριά στη Θεσσαλονίκη και στην επιστροφή έμεινα στην Αθήνα και υπέγραψα για το επόμενο καλοκαίρι. Υπήρχε ανησυχία μεγάλη στο να μη διαρρεύσει η μεταγραφή μου.
– Για να μην μπουν κι άλλες ομάδες στο χορό;
Ναι! Γυρνώντας από την Καλαμαριά την επόμενη μέρα, είχαμε ραντεβού με τον Λούβαρη. Μαζί και αδερφός μου. Καθοδόν για τα γραφεία μας παίρνουν τηλέφωνο από την ΠΑΕ και μας λένε “καλύτερα μην έρθετε εδώ κάτω”. Υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός τότε. Εμείς, οι διεθνείς, είχαμε μπει στο στόχαστρο των μεγάλων ομάδων. Μετά από καμιά ώρα, μας ειδοποίησε ο Λούβαρης. Ήρθε με τον οδηγό του στο Δέλτα Φαλήρου, μπαίνουμε στο Μερσεντές, χωνόμαστε σε κάτι στενά και υπέγραψα μέσα στο αυτοκίνητο. Είχαν συμφωνηθεί όλα, πήραμε και προκαταβολή. Ο Λούβαρης μας έλεγε ότι δεν είχε ξανακάνει τέτοια μεταγραφή. Μέσα στο αυτοκίνητο.
– Υπήρξε και από άλλες ομάδες ενδιαφέρον;
Εκείνο το καλοκαίρι ακούγονταν διάφορα σενάρια. Μάνατζερ μου έλεγαν ότι είχαν προτάσεις από Τότεναμ και Κρίσταλ Πάλας. Από Παναθηναϊκό με είχε πάρει τηλέφωνο ο Αργύρης Μήτσου, αλλά όταν είχα κλείσει ήδη στον Ολυμπιακό. Και ο ΠΑΟΚ με είχε προσεγγίσει. Με πρόεδρο τον Βουλινό. Με έπαιρνε τηλέφωνο τότε ο Βασιλάκος και μάλιστα κατέβηκαν στο Άργος να με βρουν να μιλήσουμε, ώστε να μη μας δουν στην Καλαμάτα. ΠΑΟΚ και ΠΑΟ μπήκαν για μένα από τον Μάρτιο, ενώ είχα ήδη υπογράψει στον Ολυμπιακό.
– Όταν έπαιζες στην Καλαμάτα είχε πολύ καλή ομάδα…
Έχω δουλέψει εκεί με προπονητές τον Κόκοτοβιτς, τον Ζαϊρζίνιο, τον Σουηδό Πέτερσον. Ήταν από τους πρώτους που έφεραν στην Ελλάδα τη ζώνη.
Στο άκουσμα ότι έρχεται προπονητής στην Καλαμάτα ο Ζαϊρζίνιο ανατριχιάζαμε. Δεν το πιστεύαμε. Μας έλεγε ιστορίες, μας έβαζε και βλέπαμε παιχνίδια εκείνης της ανεπανάληπτης Βραζιλίας. Έχουν άλλη κουλτούρα. Βλέπουν τελείως διαφορετικά το ποδόσφαιρο. Ως διασκέδαση. Πάμε να παίξουμε να κάνουμε το φίλαθλο να περάσει ωραία και να δει ωραίο θέαμα. Προσπάθησε να περάσει τη φιλοσοφία του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει ότι στην Ελλάδα μετά από δύο-τρεις ήττες, δεν έχεις περιθώρια. Δεν πα να είσαι ο Ζαϊρζίνιο ή ο Μέσι, δεν έχεις τύχη.
– Πώς έγιναν τα πρώτα σου βήματα στο ποδόσφαιρο;
Στα 14, έπαιζα στο χωριό μου, τον Αίαντα Σούρπης. Δεν ήμουν πολύ μικρός για εκείνη την εποχή. Τώρα στα 14 θεωρείσαι έτοιμος. Στα 15 η τοπική κατηγορία ήταν πολύ σκληρή. Εκείνη την εποχή για να παίξεις Β’ Εθνική έπρεπε να έχεις άντερα για να μην πω κάτι άλλο. Θράσος, εξυπνάδα… Εάν δεν σου κόβει, δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσεις. Κακώς δεν το αντιλαμβάνονται στην Ελλάδα όσοι ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα, πολλοί προπονητές δουλεύουν κατευθείαν στο κομμάτι της τεχνικής και της τακτικής. Μα για να φτάσεις εκεί, έχεις άλλα στοιχεία που χρειάζεσαι. Την ψυχή, την εξυπνάδα πως θα τα βελτιώσεις; Γι αυτό και πολλά ταλέντα δεν καταφέρνουν να εξελιχθούν..
– Το επόμενο βήμα;
Από τον Αίαντα στο τοπικό, έπαιξα δύο χρονιές με τον Αλμυρό στη Δ’ Εθνική που για μένα ήταν Μεταπτυχιακό. Η Μαγνησία τότε είχε τέσσερις ομάδες στη Δ’ Εθνική. Τη δεύτερη χρονιά στον Αλμυρό κλήθηκα στα βόρεια κλιμάκια της Εθνικής ομάδας και την επόμενη βρέθηκα στον Ολυμπιακό Βόλου στη Β’ Εθνική. Πρωτάθλημα-πυρκαγιά. Προπονητής στα Γιάννενα τότε ο Ντράγκαν Κοκότοβιτς. Μέχρι Γενάρη είχαμε παίξει τέσσερα ματς αντίπαλοι και επόμενη χρονιά είχα μάθει από συμπαίκτες μου ότι ο Κοκότοβιτς από τότε με είχε σταμπάρει. Μάρτιο έφυγε από τα Γιάννενα, πήγε στην Καλαμάτα και το καλοκαίρι η Καλαμάτα απέκτησε 16 παίκτες. Οι μεταγραφές τότε ήταν ο Μύρτσος, ο Χρήστος Δημόπουλος ο φονιάς, ο Λύσσανδρος Γεωργαμλής, ο Παύλος Παπαϊωάννου, ο οποίος είναι από τους λίγους που έχω χάσει μετά την Καλαμάτα. Τη μέρα του παιχνιδιού δεν έπινε ούτε νερό, ούτε έτρωγε. Εκείνη τη σεζόν ήρθαν ο Μουφ και ο Μιλόγεβιτς από τα Γιάννενα, τον Γενάρη οι Μπελά και Τζούμπα. Εκείνη τη χρονιά καταφέραμε και βγήκαμε στην Α’ Εθνική. Σε εκείνη την ομάδα εγώ και ο Νίκος Λυμπερόπουλος παίζαμε αμυντικά χαφ. Από νεαρούς είχαν πάρει εμένα, τον Λύμπε, τον Γεωργέα.
– Ωραίες εποχές…
Γενικά ήμουν τυχερός που έπαιξα σε ομάδες με διοικητική σταθερότητα. Στην Καλαμάτα πήγα 18 ετών και έφυγα στα 23 για Ολυμπιακό. Πέντε χρονιές γεμάτες, Την πρώτη μας χρονιά στην Α’ Εθνική, ήρθαν Χάγκαν και Τζόνσον! Με τις κελεμπίες είχαν σκάσει στην προπόνηση. Τον Τζόνσον στη συνέχεια τον πούλησε στην Άντερλεχτ η Καλαμάτα. Έπαιζε ότι θέση και να τον έβαζες, ακόμα και τερματοφύλακας. Από το ‘96 άρχισαν να μπαίνουν οι ξένοι ως κοινοτικοί, με αποτέλεσμα να μην παίρνουν ανάλογες ευκαιρίες τα Ελληνόπουλα. Βέβαια, έτσι όπως είναι τώρα δομημένο το σύστημα στην Ελλάδα, όταν Ελληνόπουλα παίρνουν την ευκαιρία πολλές φορές δεν μπορούν να την εκμεταλλευθούν, γιατί δεν έχουν σκληραγωγηθεί. Δεν έχουν ψηθεί για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα.
– Εκείνα τα χρόνια στη Β’ Εθνική γινόταν πόλεμος…
Για να φανταστείς πριν πάω στον Ολυμπιακό είχα παίξει 9 γεμάτα χρόνια, τα έξι σε επαγγελματικές ομάδες. Παίζαμε με την Καλαμάτα στο γήπεδο του Μεσσηνιακού και σε κάθε ματς ήταν γεμάτο. Είχαμε ντέρμπι-θανάτου στην Πάτρα και τον Πύργο. Φαντάσου ότι σε ένα ματς Πανηλειακού-Καλαμάτας στον Πύργο, ο Τζόλε με τράβηξε από τα μαλλιά! Του είχα κάνει ένα δυνατό τάκλιν και τον είχα σηκώσει στον αέρα… Δεν το είχε ξεχάσει (σ.σ. γελάει) και μου έλεγε “ρε συ μου είχες σπάσει τα νεύρα”, όταν βρεθήκαμε ξανά στου Ρέντη ως συμπαίκτες.
Ο Ζάχοβιτς έλεγε πως είμαστε τεμπέληδες, μόνο για φραπέ!
– Και τελικά φτάνεις στου Ρέντη και τον Ολυμπιακό, όπου πήγες τραυματίας στην προετοιμασία και με κάταγμα. Πολύ… τυχερός!
Το έπαθα μία εβδομάδα πριν, κάνοντας διακοπές στη Σκιάθο με τον αδερφό μου και φίλους. Είμαι στην ξαπλώστρα, σηκώνομαι και ξαφνικά νιώθω σα να έχει κοπεί όλη μου η γάμπα. Στα καλά καθούμενα. Δεν το πίστευα. Διαγνώστηκε κάταγμα περόνης. Αυτό συνέβη από κόπωση, γιατί δεν είχα ξεκουραστεί καθόλου. Έκανα κάθε μέρα ατομική προπόνηση ώρες ατελείωτες για να πάω έτοιμος στον Ολυμπιακό. Τελευταία εβδομάδα πριν ξεκινήσουμε πήγα λίγες μέρες διακοπές. Μόλις κάνω ακτινογραφία και μου λέει έχεις ράγισμα και τρεις εβδομάδες ακινησία λέω “δεν μπορεί, κάποιος μου κάνει πλάκα”. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τελικά, αν με ρωτήσεις τώρα, εκεί πιστεύω ότι οφείλεται το μεγαλύτερο κομμάτι της επιτυχίας. Το ότι δούλευα πολύ. Μόνο που δεν κοιμόμουν μέσα στο γυμναστήριο. Χρειάζεσαι και βοήθεια, ανθρώπους που θα σε συμβουλεύσουν και θα σε καθοδηγήσουν, αλλά την τύχη του, ο καθένας την ορίζει μόνος του.
– Ξεκινά, λοιπόν, έστω και με αναποδιές η πρώτη προετοιμασία με τον Ολυμπιακό…
Όταν έμαθε ο Μπάγεβιτς ότι ήμουν τραυματίας με φώναξε στο γραφείο του στο Ρέντη. Μου είπε αυτό που περίμενα και είχε δίκιο. Όταν ο Ολυμπιακός παίρνει Ζιοβάνι, Ζάχοβιτς και ο προπονητής επιμένει να πάρει και τον Κωστούλα κι εκείνος τραυματίζεται, τότε εκτίθεται με το καλημέρα.
Κάνω το παγώνι, δεν μιλάω καθόλου γιατί ήξερα πως ότι κι αν πω θα περνούσε στο ντούκου. Μου είπε “καταλαβαίνεις πόσο πολύ με έχεις εκθέσει όταν εγώ σε επιλέγω” και άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορεί από ομάδα Β’ Εθνικής να σε παίρνει ο Ολυμπιακός και να έρχεσαι τραυματίας. Δεν στάθηκε στο πως έγινε ο τραυματισμός. Του είπα ότι δεν αληθεύουν τα δημοσιεύματα ότι έπαιζα ρακέτες στην παραλία, αλλά ότι ήταν κάταγμα κοπώσεως. Θυμάμαι ότι μου έδωσε κάλυψη. Αισθάνθηκα αυτό που λέμε ομπρέλα και με έκανε ακόμα περισσότερο να το εκτιμήσω αυτό και να προσπαθήσω στο μέλλον να το ανταποδώσω.
– Τι θυμάσαι από το πρώτο διάστημα που συνδυάστηκε και με την έλευση Ζιοβάνι των Ζάχοβιτς;
Εμένα δεν με υπολόγιζε κανείς. Ζιοβάνι, Ζάχοβιτς στην ομάδα κι εγώ με πατερίτσες! Στην επίσημη φωτογράφιση, μου είχαν πετάξει τις πατερίτσες και με είχαν βάλει πίσω-πίσω να μη φαίνομαι. Ήταν άσχημη περίοδος για μένα. Ενώ η μοίρα μου είχε παίξει το καλύτερο παιχνίδι, ξαφνικά ήρθαν τα πάνω κάτω.
– Τι κλίμα συνάντησες; Σε βοήθησαν τα παιδιά του Ολυμπιακού που ήξερες από τις Εθνικές ομάδες;
Πράγματι ήξερα και είχα φιλικές σχέσεις με τον Ελευθερόπουλο, τον Άντζα, τον Σφακιανάκη, τον Μαυρογενίδη. Με είχε βοηθήσει πολύ, ειδικά στο διάστημα του τραυματισμού. Όσοι ήμασταν τότε σε εκείνη την Εθνική Ελπίδων, ήμασταν μια παρέα. Μπορεί σε ένα δωμάτιο να μαζευόμασταν και οι 18. Δύσκολο να το συναντήσεις αυτό σήμερα.
– Πως ήταν η συμβίωση με Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς;
Πρώτη μου αποστολή στον Ολυμπιακό μετά τον τραυματισμό, ήταν λίγο πριν φύγει ο Μπάγεβιτς. Μοιράζομαι το ίδιο δωμάτιο με τον Ζιοβάνι στο «Ουράνιο Τόξο». Από τον Ιούνιο που χτύπησα, μου πήρε δυόμιση μήνες να μπω σε αποστολή. Ανταλλάξαμε δέκα κουβέντες όλες κι όλες. Μόνο απ’ τη ντροπή μου που είχα δίπλα μου έναν άνθρωπο που είχε κάνει αυτά που είχε κάνει τότε και είχε έρθει από τη Μπαρτσελόνα, καταλαβαίνεις… Συν ότι ήταν και κλειστός ως άνθρωπος.
Δεν τον βοηθούσε και η γλώσσα, δεν μιλούσε αγγλικά. Ήταν όμως, πολύ εντάξει απέναντί μου και απέναντι σε όλους. Βέβαια, ήταν η μέρα με τη νύχτα με το Ζάχοβιτς. Ο Ζάχοβιτς ήρθε στον Ολυμπιακό χωρίς να το θέλει κι αυτό το έβγαζε, το έδειχνε. Είχε τουπέ. Ήταν η λεγόμενη ντίβα, η φίρμα… Μέχρι που έφτασε σε σημείο να μας κατηγορήσει ανοικτά τους Έλληνες ως τεμπέληδες κι ότι είμαστε μόνο για φραπέ! Το έκανε, προφανώς, για να διευκολύνει την αποχώρησή του από τον Ολυμπιακό.
– Δημιουργούσε εντάσεις για να φύγει;
Έγινε ολόκληρη φασαρία θυμάμαι στο «Θεοξένια» επειδή είχαν παραγγείλει κάποιοι να φάνε σολομό αντί για κρέας, επειδή νήστευαν. Μόλις τελείωσαν οι μερίδες του σολωμού, ο Ζάχοβιτς έκανε ολόκληρο σκηνικό. Σηκώθηκε από το τραπέζι κι έφυγε! Μετά είχε φύγει κι από την ομάδα για ένα διάστημα, γύρισε για έναν-δύο μήνες και μετά έφυγε οριστικά.
– Ο Στολτίδης μου είπε σε μια αντίστοιχη συνέντευξη πριν από μερικούς μήνες, ότι παίκτη σαν το Ζιοβάνι δεν έχει ξανασυναντήσει.
Συμφωνώ με τον Ιέρο. Ο Ζίο είχε τρομερή φαντασία ως παίκτης. Αυτά που έκανε στα παιχνίδια τα έκανε κι ακόμα περισσότερο στις προπονήσεις. Εμείς έχουμε δει πολλά περισσότερα στις προπονήσεις. Τρελαινόντουσαν με τις ποδιές ο Ζιοβάνι και δεν υπήρχε προπόνηση που να μην περάσει ποδιά. Ειδικά, όταν περνούσε σε Ανατολάκη, Γκέο με τους οποίους πειραζόντουσαν πολύ, γινόταν χαμός. Ο Ζιό ερχόταν πρώτος και έφευγε τελευταίος στην προπόνηση. Χαμηλών τόνων, θρήσκος, είχε τον Καστίγιο από κοντά και πιστεύω ότι Καστίγιο έχασε πάρα πολύ απ’ τη στιγμή που έφυγε ο Ζιοβάνι. Δεν μπόρεσε τελικά να τον γαλουχήσει και να τον κάνει να σκέφτεται όπως αυτός…
– Τεράστιο ταλέντο και ο Καστίγιο, αλλά δεν είχε την εξέλιξη που όλοι περίμεναν…
Θυμάμαι μια φορά που ο Ζε Ελίας κυνηγούσε τον μικρό (σ.σ. Νέρι) για να τον κοπανήσει. Του είχε περάσει ποδιά στην προπόνηση ο Καστίγιο κι ο Ζε Ελίας είχε λυσσάξει. Τον κυνηγούσε και ήταν σα να μας παρακαλάει να δώσουμε τη μπάλα στον Νέρι για να πάει και να τον σηκώσει στον αέρα.
Ο Καστίγιο έριξε καρατιά στον Τουρέ
– Εσύ νευρίαζες ποτέ στην προπόνηση;
Είχα μανουριάσει πολλές φορές στις προπονήσεις, αλλά όχι σε σημείο να τσακωθώ. Στις προπονήσεις, εκεί που θυμάμαι ότι γινόταν σκοτωμός με την καλή έννοια, ήταν με Σόλιντ που και αυτός για την εποχή του ήταν πολύ προοδευτικός προπονητής. Σύγχρονος. Μας έβαζε και παίζαμε τουρνουά τετράδες, πεντάδες με βαθμολογίες, γκολ, συν, πλην. Θυμάμαι τον Γκέο να θολώνει και να γίνεται χαμός ή τον Ιέρο να βγάζει σπίθες. Με Τουρέ, Σούρερ, Μπαμπαγκίντα, Μπουλούτ, είχαν γίνει πολλά σκηνικά σ’ αυτά τα τουρνουά.
– Δηλαδή;
Έχουν ξεκινήσει μια κόντρα οι Λάτιν Σούρερ, Γκάμπριελ Άλβες, Καστίγιο με τους Αφρικανούς Τουρέ, Μπαμπαγκίντα και Μάρκο Νε. Δεν είχα αντιληφθεί πως ακριβώς ξεκίνησε όμως από ένα σημείο και μετά ήταν αισθητό, όταν η προπόνηση έφτασε στο πικ, ότι τα νεύρα ήταν τεντωμένα. Σούρερ και Τουρέ κουβέντα στην κουβέντα πήγαν να έρθουν στα χέρια και φεύγει ο Καστίγιο από 30 μέτρα και ρίχνει του Τουρέ καρατιά στα πλευρά! Έγινε αίμα και άμμος! Μέχρι και ο Σόλιντ έτρεχε να ξεχωρίσει παίκτες. Μετά από λίγο που ηρέμησαν τα πνεύματα η προπόνηση συνεχίστηκε σα να μην τρέχει τίποτα. Δεν έφυγε κανείς για τα αποδυτήρια. Συμβαίνουν κι αυτά…
– Από συμπαίκτες ποιους θα ξεχώριζες;
Κακά τα ψέματα ήμουν κι εγώ στην εποχή που ο Ολυμπιακός μπορούσε να φέρνει παίκτες παγκόσμιας κλάσης. Ζιοβάνι, Καρεμπέ, Ζε Ελίας έπαιζαν σε πρωταθλήματα υψηλού επιπέδου. Ο Τουρέ που ήρθε λίγο πιο μετά από αυτούς έκανε μπαμ ότι είναι άλλο επίπεδο. Φαινόταν. Έφυγε, θυμάμαι, τότε για το πρωτάθλημα Αφρικής μέσα στο χειμώνα. Η ομάδα του αποκλείστηκε νωρίς, αλλά εκείνος γύρισε μετά από περίπου ένα μήνα, με οκτώ κιλά επιπλέον! Ακόμη κι έτσι έμπαινε στο γήπεδο και έκανε παπάδες. Θυμάμαι τον Νίκο Καρύδα τον γυμναστή που έλεγε ότι “δεν μου έχει ξανασυμβεί παίκτης να πάρει οκτώ κιλά σε ένα μήνα”, αλλά έβλεπες ότι o Γιάγια ήταν άλλη κλάση. Τρία επίπεδα πάνω από μας. Τον περνούσες και ξαφνικά τον έβλεπες πάλι μπροστά σου. Λέγαμε με τον Πάντο: “Τι είναι αυτός ρε;” Όπου και να τον έβαζες, έπαιζε κι έκανε διαφορά.
– Από Έλληνες;
Από Έλληνες ήταν πολλοί που διακρίνονταν για διαφορετικά στοιχεία ο καθένας. Την εκτελεστική δεινότητα του Αλεξανδρή δύσκολα θα τη συναντήσεις. Θυμάμαι όταν ξεκινούσε η σεζόν κάποιοι έκραζαν κι έλεγαν “πάλι με τον Αλέκο θα πάμε;”, αλλά αυτή την ικανότητα όσο και να τη δουλέψεις, λίγο μπορείς να τη βελτιώσεις. Ή το έχεις ή δεν το χεις. Επιθετικοί έρχονταν κι έφευγαν, αλλά ο Αλέκος τα κολλούσε!
Στον Ολυμπιακό για ποιον να πρωτοπείς; Για τον Γεωργάτο που στη θέση του ήταν ότι πιο σύγχρονο υπήρχε; Για τον Γιαννακό, για τον Τζόλε; Είχα την τύχη να προλάβω ακόμα Καραταΐδη και Καραπιάλη για ένα χρόνο. Τους είχαμε κερδίσει προηγούμενη χρονιά στην Καλαμάτα με 3-0 και αντίπαλος που ήμουν με τον Καραπιάλη δεν το πίστευα. Μήπως ο Άντζας με τον Πατσατζόγλου είχαν λίγες ικανότητες; Ο «Πάτσα» αν είχε ωριμάσει πιο νωρίς και δεν τραυματιζόταν θα μπορούσε να κάνει τεράστια καριέρα. Ακόμη και ο Βενετίδης που ήταν πιο χαμηλών τόνων. Βλέπαμε με τους γιους μου το πρωτάθλημα τη χρονιά της Ριζούπολης. Ξέρεις τι ματσάρες είχε κάνει ο «Βένε»; Ασταμάτητος σε όλα τα ματς.
——————————————————————————————————————————
——————————————————————————————————————————
– Ποιοι αντίπαλοι σε είχαν ταλαιπωρήσει;
Από αντιπάλους ο Βαζέχα, ο Ντέμης, ο Κετσπάγια, ο Μπατίστα, μέχρι και τον Σαραβάκο πρόλαβα. Επίσης, Λύμπε, Κωνσταντίνου, Οκκάς, Χούτος. Ευτυχώς που τους τρεις τελευταίους από ένα σημείο και μετά τους είχα συμπαίκτες.
– Για όσους δεν το γνωρίζουν, οι συμπαίκτες σου σε φώναζαν «Μανιά». Ποιος και πως σου κόλλησε αυτό το παρατσούκλι;
Ο Τοχούρογλου φταίει (σ.σ. γέλια)! Αυτό το έλεγα εγώ στον «Τοχού» και το γύρισαν οι υπόλοιποι σε μένα μετά. «Μανιά» λέμε στα μέρη μου τη γριά. Τη γιαγιά την ταλαιπωρημένη, την κουρασμένη που γκρινιάζει συνεχώς. Που είναι μέσα στη μίρλα. Τότε η ομάδα είχε διώροφο λεωφορείο και με το που ανέβαινες το σκαλί και κοίταζες πίσω, η μόνη φιγούρα που έβλεπες πίσω ήταν Τοχού να κακομοιριάζει και να γκρινιάζει: «πάμε, θα φάμε ξύλο» και τέτοια έλεγε συνεχώς. Κάποια στιγμή του λέω «ρε μας έχεις βγάλει τη ψυχή. Όλο μιρλιάζεις σαν κάτι μανιές εκεί στο χωριό που μοιρολογούν». Πες-πες τελικά το κόλλησαν σε μένα. Τοχούρογλου απίστευτος. Έμενε στην ίδια πολυκατοικία με τον Μαυρογενίδη και όταν πήγα στο Φάληρο με βοήθησε πάρα πολύ. Μας μάζευε στο σπίτι του, μας τάιζε, μας πότιζε. Εμένα τον Μαύρο, τον Πασσαλή που έμενε επίσης στο Φάληρο.
– Υπάρχουν άλλα τέτοια περιστατικά που δεν θα ξεχάσεις;
Θυμάμαι το 1999, τη χρονιά του χρηματιστηρίου, πολλά παιδιά είχαν επενδύσει μέρος από τα χρήματά τους. Είμαστε αποστολή στο Πόρτο. Εκείνο το πρωί άρχισε να γκρεμίζεται το χρηματιστήριο. Είχαν κοκκινίσει τα πάντα και όλοι έτρεχαν σαν τρελοί να δουν τι γίνεται με τις μετοχές τους.
Τότε στην αρχή γελούσαμε, αλλά κάποια στιγμή τέθηκε θέμα σοβαρό από τον προπονητή ότι το χρηματιστήριο αποσπά την προσοχή κάποιων παιδιών. Είχαν έρθει, λοιπόν, στου Ρέντη, από τη διοίκηση και ενημέρωσαν ότι το χρηματιστήριο δεν είναι επένδυση στην οποία μπορείς να περιμένεις για χρόνια εισόδημα σοβαρό. Ότι εμπεριέχει ρίσκο και δεν θα πρέπει να συνδέεται το ένα με το άλλο. Από κει και πέρα, έτρεχαν όλοι να προλάβουν τους χρηματιστές, για τους οποίους τότε ήμασταν εύκολη λεία…
Η Ριζούπολη ήταν για έξι γκολ
– Ποια είναι τα μεγάλα παιχνίδια που θυμάσαι πιο έντονα;
Πάρα πολλά. Ήμουν από το καλοκαίρι του 1999 μέχρι το Γενάρη του 2007 στον Ολυμπιακό. Πήραμε επτά πρωταθλήματα και δύο κύπελλα συμμετέχοντας σε τέσσερις τελικούς.
Κάθε χρόνο είχε και ντέρμπι τα οποία πέρα από γοήτρου ήταν και βαθμολογικής σημασίας ματς ζωής και θανάτου, αλλά είχαμε και πολλά μικρά ματς που ήταν καθοριστικά, με Λάρισα, Παναχαϊκή, Γιάννενα, Καλαμάτα, Πύργο, Ηράκλειο.
-Ωστόσο, εάν ξεχώριζες κάποιο, ποιο θα ήταν αυτό;
Νομίζω πως αποκορύφωμα ήταν αυτό το ματς στη Ριζούπολη, σε μία χρονιά όπου έχουμε αλλάξει τέσσερις προπονητές, έχουμε ξεκινήσει με στόχο να τα κατακτήσουμε όλα αλλά τα έχουμε χάσει όλα από νωρίς και προσπαθούμε μέσα από πρωτάθλημα καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Έτσι, φτάνουμε σ’ αυτό το ματς που θέλουμε νίκη και μάλιστα, με δύο τέρματα διαφορά για να κατακτήσουμε τον τίτλο. Κυνηγούσαμε κι αυτό το ρεκόρ των έξι συνεχόμενων πρωταθλημάτων που είχε η ομάδα επί προεδρίας Γουλανδρή γι αυτό και θέλαμε το 7ο σερί, οπωσδήποτε. Θυμάμαι ότι είχε έρθει και ο πρόεδρος και μας είχε τάξει διπλά πριμ τότε για το ματς με τον Παναθηναϊκό. Δεν ήταν όμως, τα χρήματα που σε έκαναν ως ποδοσφαιριστή να θέλεις να κερδίσεις αυτό το παιχνίδι αλλά ο τρόπος του Κόκκαλη με τον οποίο σου έδινε να καταλάβεις πόσο σημαντική ήταν η νίκη.
-Ισχύει ότι σ’ αυτό το 3-0, η ομάδα πήγε στο γήπεδο νηστική απ’ το άγχος;
Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα δεν κατέβαινε μπουκιά. Όλοι ήμασταν λιγομίλητοι. Σ’ εκείνο το γεύμα, στο Ledra Marriot, πριν το παιχνίδι δεν έτρωγε κανείς. Φύγαμε από το ξενοδοχείο με συνοδεία και καθώς φτάναμε στο γήπεδο, βλέπουμε μία μεγάλη σημαία του Ολυμπιακού και εκατοντάδες φιλάθλους να την προσκυνούν. Το πούλμαν είχε σταματήσει γιατί δεν μπορούσε να περάσει.
-Εκείνη τη στιγμή νιώσατε πίεση;
(Γέλια)… Θυμάμαι να σηκώνεται ο Νινιάδης και βλέποντας όλον αυτό το χαμό να λέει: «Ρε μ@@κες, τι γίνεται; Θα μας γ@@@σουν εάν δεν κερδίσουμε σήμερα. Μανιά, το νου σου μη σου φύγει ο Ολιζαντέμπε και φάμε γκολ». Πριν από το παιχνίδι, είχαν γίνει πολλά τετ α τετ του προέδρου μαζί μας. Εμένα μου είχε πει: «Θανάση, τον καταπίνεις τον Ολιζαντέμπε και δεν τον αφήνεις».
-Πάντως, για εκείνο το παιχνίδι ακόμα «φωνάζουν» στον Παναθηναϊκό σε ό,τι αφορά τις συνθήκες που επικράτησαν.
Εάν το δεις αυτό το ματς είναι για έξι γκολ όχι για τρία! Εξάλλου, όταν πηγαίναμε εμείς στη Λεωφόρο τι γινόταν; Τα ίδια και χειρότερα! Σ’ εκείνο το ματς που ο Ευθυμιάδης έχει φάει πολύ ξύλο, εμένα τον Τζόλε και τον Ελέ, μας έσωσε ο Καρβουνίδης, ο φυσικοθεραπευτής, γιατί είχαμε ξεμείνει στο γήπεδο. Θα μας σκότωναν! Είχαμε πάρει πλαστικά καθίσματα, τα είχαμε βάλει στο κεφάλι για να αποφύγουμε τα αντικείμενα και μας είχε φυγαδεύσει. Το ίδιο βράδυ τον έψαχναν για να περάσει από αυτόφωρο γιατί κάποιοι δήλωσαν εικονικά ότι τον Ευθυμιάδη τον χτύπησε ο Καρβουνίδης προκειμένου να τη γλιτώσουν οι πραγματικοί ένοχοι!
Και με αναζητούσε ο άνθρωπος, καθώς ο τότε παρατηρητής είχε γράψει ότι στα επεισόδια πρωτοστάτησε ο Καρβουνίδης. Πήγα στο αστυνομικό τμήμα του Φαλήρου, μαζί με τον Ελέ και δηλώσαμε την αλήθεια ότι όχι μόνο δεν συμμετείχε, αλλά ήταν εκείνος που μας φυγάδευσε κι έτσι γλίτωσε ο άνθρωπος. Κι αυτό ο Χρήστος μου είπε ότι δεν θα το ξεχάσει ποτέ.
Ο Γεωργάτος μας είπε “θα σας γα@@σω αν δεν έρθετε”
-Πάντως, στην ιστορία έχει μείνει και το 1-4 της Λεωφόρου για το κύπελλο.
Με Λουτσιάνο να κάνει όργια. Άλλος τρελοβραζιλιάνος κι αυτός! Πόσα κιλά μπάλα ήξερε… Αυτό το ματς έμεινε στην ιστορία κι εμείς μαζί του. Τότε, δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε. Δεν ήταν μόνο σκορ που ήταν υπέρ μας αλλά θεωρώ πως ήταν από τις κορυφαίες νίκες του Ολυμπιακού σε ματς αιωνίων. Είχε προηγηθεί στο Ολυμπιακό Στάδιο το 1-1 με τον Λυμπερόπουλο να μας έχει δείξει την πλάτη.
-Κι εσείς δείξατε τη δική σας στον επαναληπτικό της Λεωφόρου και με το τελικό σκορ στο 1-4…
Το είχαμε συζητήσει μεταξύ μας. Περισσότερο ενόχλησε τα παιδιά που ήμασταν μαζί του στην Εθνική, γιατί ο Λύμπε ήταν χαμηλών τόνων. Δεν πιστεύω ότι ήθελε να πικάρει εμάς, αλλά να στείλει μηνύματα στον κόσμο του Παναθηναϊκού, γιατί είχαν κάποια δικά τους θέματα τότε. Στα αποδυτήρια, λοιπόν, το είχαμε συζητήσει και έλεγε ο κοντός (σ.σ. Γεωργάτος) πως εάν σκοράρει θα δείξουμε όλοι την πλάτη. «Μη δεν έρθει κανείς ρε μ@@νιά, θα σας γα@@σω» έλεγε. Στη φωτογραφία είμαστε εγώ ο Γρηγόρης, ο Πάτσα, ο Αλέκος. Μετά ο Ζιοβάνι με τα χέρια ψηλά που πέφτουμε όλοι πάνω του. Μεγάλος πανικός, κόλαση έγινε και στα αποδυτήρια. Την ικανοποίηση που αισθανόσουν σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να την περιγράψει. Η ικανοποίηση που έδινες σε εκατομμύρια κόσμο, η χαρά όχι δεν πληρώνεται, δεν μπορείς να την αποτιμήσεις με τίποτα. Καλώς ή κακώς αυτό είναι το στοιχείο που μας συνόδευε τότε.
– Έχεις πανηγυρίσει ξανά τόσο έντονα;
Είχαμε χάσει από την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ 1-2 για το Κύπελλο και είχαμε κερδίσει 4-3 μία εβδομάδα νωρίτερα με Βασάρα. Να δεις πανηγυρισμό σ’ εκείνο το ματς με Αλεξανδρή την ώρα που σκοράρει. Είχα σκαρφαλώσει πάνω του…
– Τελικά εκείνη η ομάδα γιατί δυσκολευόταν τόσο πολύ στα εκτός έδρας ματς του Champions League;
Τελικά, μας έκανε μεγάλο κακό στην Ευρώπη το ότι δεν είχαμε ισχυρό αντίπαλο στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ήμασταν καβάλα στο άλογο, αλλά το πληρώναμε στην Ευρώπη.
Το αυτογκόλ με τον Παναθηναϊκό στιγμάτισε την καριέρα μου
-Έχω ακούσει από παλιούς συμπαίκτες σου ότι έλεγες εδώ και χρόνια πως μόλις τελειώσεις με τη μπάλα θα γίνεις επιχειρηματίας.
Το να συμμετάσχω σε αυτή την επένδυση, το είχα σκεφτεί εδώ και πολλά χρόνια. Δεν μπορούσα, όμως, να φανταστώ και να προβλέψω το φινάλε, ότι θα σταματήσω και δεν θα ξανασχοληθώ με το ποδόσφαιρο, όπως συμβαίνει τα τελευταία δύο χρονιά. Ένας λόγος είναι και το ότι θέλω να αφοσιώνομαι με ό,τι ασχολούμαι. Και είναι γεγονός πως έπεσα με τα μούτρα στην επιχείρηση, σε τέτοιο βαθμό που πλέον σπάνια βλέπω αγώνες ακόμη και στην τηλεόραση.
– Περίμενες να φτάσεις στο σημείο να μη βλέπεις ματς του Ολυμπιακού;
Όχι δεν το περίμενα. Όχι μόνο του Ολυμπιακού, αλλά και της Ξάνθης που έπαιξα για πέντε χρόνια. Δεν θα έλεγα ότι είχα ανάγκη να ξεκόψω όπως υποστηρίζουν άλλα παιδιά, αλλά το έφερε έτσι η συγκυρία.
– Έφυγες γεμάτος από το χώρο του ποδοσφαίρου;
Έκρινα αναγκαίο το γεγονός ότι θα πρέπει να ασχοληθώ με την επένδυση εδώ κι ότι στο κάτω-κάτω έχω επενδύσει πολλά χρήματα. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που έβγαλα από το ποδόσφαιρο, τα έβαλα σ’ αυτή τη δουλειά και -πρώτα ο Θεός- δείχνει τώρα να μπαίνει μπροστά και να αποδίδει. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να είμαι το ίδιο αφοσιωμένος στο ποδόσφαιρο όταν το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων μου το είχα επενδύσει σε έναν άλλο χώρο και να άφηνα να τα διαχειρίζονται άλλοι άνθρωποι. Είμαι εδώ και εργάζομαι από το πρωί έως το βράδυ κι όχι καθισμένος απλά σε ένα γραφείο…
– Τι είναι άραγε πιο δύσκολο; Να πρωταγωνιστείς σε υψηλό επίπεδο μέσα στο γήπεδο ή να πετυχαίνεις στον επιχειρηματικό στίβο;
Είναι το ίδιο δύσκολα και τα δύο. Διαφορετικά μεν πράγματα, αλλά με πολλά κοινά. Μπορεί μόνο τα νούμερα να αλλάζουν, τα μεγέθη. Υπάρχουν μεγάλες δυσκολίες είτε στον ένα χώρο είτε στον άλλο και κάποιες φορές φαίνονται ανίκητες. Ένα από τα στοιχεία που θέλω να περάσω και στα παιδιά μου είναι να μη σταματήσουν και να αγωνίζονται ποτέ με ότι κι αν ασχοληθούν.
– Από τον Ολυμπιακό, πάντως, δεν αποχώρησες και με τον καλύτερο τρόπο. Όλα είχαν γίνει μέσα σε μια νύχτα αν θυμάμαι καλά…
Είναι η χρονιά 2006-07, έχει ξεκινήσει αρκετά καλά στην Ελλάδα με Σόλιντ, αλλά δεν πάμε καθόλου καλά στην Ευρώπη. Αποκλειστήκαμε τελευταίο ματς γιατί δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε τη Σαχτάρ και μείναμε και εκτός ΟΥΕΦΑ. Έχω παίξει, μέχρι τη μέρα που φεύγω από την ομάδα, 15 ματς τα 12 βασικός και από έξι ευρωπαϊκά στα τρία. Έχει συμβεί μία άσχημη φάση, το αυτογκόλ με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ κι αυτή ήταν μία από τις φάσεις που στιγμάτισε την καριέρα μου. Αυτό το γεγονός έπαιξε το ρόλο του, αλλά ο πιο σημαντικός ήταν ότι χάνοντας χρονιά στην Ευρώπη εκτός έδρας, έπρεπε να πληρώσουν κάποιοι το μάρμαρο. Έφυγα εγώ πρώτος και μετά ο Καψής. Ήταν μια περίοδος που ο κόσμος αποδοκίμαζε ακόμη και τη διοίκηση. Πήγα στην Ξάνθη Γενάρη μήνα και κατέβηκαν ο Τοροσίδης, ο Λεμονής, ενώ το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς επέστρεψε ο Άντζας.
– Από ποιον ενημερώθηκες για τη… λυπητερή;
Με πήραν ένα τηλέφωνο από την ΠΑΕ και μου λένε “σε θέλει ο πρόεδρος”. Επί λέξει μου είχε πει τότε ο πρόεδρος: “Θανάση θα πρέπει να πας, δεν θα σου το έλεγα διαφορετικά. Βλέπεις τα πράγματα δεν ελέγχονται πλέον, βλέπεις κράζουν μέχρι κι εμένα”. Χωρίς πολλά-πολλά, μετά από δύο λεπτά στο τηλέφωνο κατάλαβα ότι ή πάω ή θα δημιουργούσα σοβαρό εσωτερικό θέμα κάτι που δεν ήθελα γιατί το είχα ζήσει και σε άλλες περιπτώσεις. Όπως με τον Ελευθερόπουλο, τον Οφορίκουε, τον Πουρσανίδη, τον Χούτο που δεν χώρισαν όπως θα ήθελαν με την ομάδα και δεν ήθελα να το ζήσω κι εγώ.
– Είναι αλήθεια ότι σκέφτεσαι να επιστρέψεις στο γήπεδο και να αγωνιστείς ερασιτεχνικά στον Άιαντα Σούρπης την ομάδα του χωριού σου, στην οποία πλέον είναι πρόεδρος ο αδερφός σου;
Όταν είχα φύγει από Ολυμπιακό Βόλου, είχα πει ότι θα ήθελα κάποια στιγμή μετά από χρόνια να ξαναγυρίσω στην ομάδα που έκανα το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο και αναδείχθηκα. Γύρισα στον Ολυμπιακό Βόλου μετά από 20 χρόνια και νομίζω ότι δεν έχει ξανασυμβεί! Δεν το έχει ξανακάνει κανείς. Έπαιξα γιατί ήθελα να το κάνω. Πως λένε ότι ο δολοφόνος ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος (σ.σ. γελάει). Το δελτίο μου πλέον είναι εδώ στον Αία Σούρπης και θα δούμε. Θα γυρίσω, θα κατέβω γιατί εκτός αυτού θα πρέπει να αρχίσω να τρέχω κιόλας για να γυμνάζομαι. Πέρυσι πήγα όλες κι όλες τρεις φορές να δω τα παιδιά μου στα παιχνίδια τους. Πρέπει να αρχίσω να γυμνάζομαι για να βγάλω και τη λάμα που έχω στο πόδι. Στο τελευταίο μου ματς, είχα σπάσει την περόνη.
Ο Ολυμπιακός ήταν παιδικό όνειρο
– Πώς κατάφερες σε match program εντός έδρας αγώνα του Παναθηναϊκού, να υπάρχει παίκτης του, ο Τάσος Λαγός, να δηλώνει ότι πρότυπό μου είναι ο Θανάσης Κωστούλας;
Τον ξέρω καλά τον Τάσο. Όντως υπάρχει βαθμός συγγένειας. Είναι παιδί χαμηλών τόνων σαν κι εμένα, εργατικός, παλεύει και αγωνίζεται από μικρός και μ’ αυτή τη δήλωση δείχνει ότι είναι αυθεντικός. Τώρα αυτό εάν δεν μπορεί να το καταλάβει ο οπαδός, είναι άλλο κομμάτι.
– Τι τον έχεις συμβουλεύσει;
Η αλήθεια είναι ότι -χωρίς να θεωρώ ότι τον έχω βοηθήσει πάρα πολύ- του έχω πει κάποια πράγματα όπως έχω πει σε πολλά παιδιά απ’ την περιοχή που τώρα ξεκινούν. Δεν νομίζω ότι μπορείς να βοηθήσει με τα λόγια αυτά τα παιδιά. Είναι δύσκολο μέσα σε μισή ή μια ώρα κουβέντας να τους πείσεις ότι θα πρέπει να ματώσουν για να κατακτήσουν αυτό που ονειρεύονται από παιδιά. Αυτό μόνο οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφονται καθημερινά μπορούν να το κάνουν.
– Πιστεύεις ότι μπορεί να πραγματοποιήσει ανάλογη καριέρα;
Μπορεί, γιατί είχε ένα ζωντανό παράδειγμα πολύ κοντά του. Θα πρέπει κι εγώ με τη σειρά μου, να του ευχηθώ ό,τι καλύτερο. Είτε είναι στον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ ή τον ΠΑΟΚ, άσχετα αν εγώ έπαιξα στον Ολυμπιακό, οι λίγες κουβέντες που του έχω πει είναι για να του δώσω να καταλάβει όσο γίνεται πιο απλά ότι εάν δεν στοχεύσει, δεν αγωνιστεί, δεν μοχθήσει για το στόχο, δεν πρόκειται κανείς να του δώσει τίποτα απλόχερα.
– Ποια είναι η εικόνα που έχεις σχηματίσει από τον φετινό Ολυμπιακό, τον οποίο παρακολουθείς έστω από απόσταση;
Δεν έχω δει πολλά πράγματα. Θεωρώ όμως, απ’ όσο έχω δει, ότι έχει αλλάξει επίπεδο ο Ολυμπιακός. Σίγουρα στο ελληνικό πρωτάθλημα είναι μακράν ο καλύτερος. Πολύ δύσκολα θα βρεθεί ομάδα άμεσα για να τον κοντράρει. Ίσως ήρθε η ώρα να αρπάξει τη φετινή ευκαιρία και να κάνει αυτή τη μεγάλη στροφή στην ευρωπαϊκή του πορεία. Να ανέβει σκαλοπάτι. Για μένα φέτος -ίσως βάζω τον πήχη λίγο ψηλά- όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το να προκριθεί ίσως είναι λίγο. Ίσως έχει έρθει η χρονιά να πάρει αυτό για το οποίο παλεύει δεκαετίες. Να πάει ένα βήμα πιο μακριά. Δείχνει σιγουριά. Πατάει καλά στο γήπεδο. Είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού. Και δεν θα είναι φωτοβολίδα, κάτι περιστασιακό.
– Τι σημαίνει για σένα Ολυμπιακός;
Μου θέτεις ερώτημα που πολύ δύσκολα θα μπορέσω να στο περιγράψω. Ό,τι και να γράψεις, αυτό που θα βγει είναι πολύ λίγο. Το λιγότερο που μπορώ να εκφράσω είναι ένας απεριόριστος σεβασμός για όλο αυτό που έζησα αυτή την οκταετία. Μου έχει προσφέρει πραγματικά απεριόριστη αναγνωρισιμότητα κι αυτό είναι κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε όσο παίζουμε, αλλά και εφόδια για το υπόλοιπο της ζωής που δεν μπορείς να φανταστείς. Ο Ολυμπιακός για μένα ήταν ένα παιδικό όνειρο, το οποίο όλα αυτά που είπαμε πριν συν κάποιες συγκυρίες με βοήθησαν να το κάνω πραγματικότητα. Δεν γέμισε απλά όλη τη ζωή μου. Η ζωή μου ξεχειλίζει από συναισθήματα. Το συναίσθημα δεν μπαίνει να μετρηθεί και να συγκριθεί. Οι λέξεις ευτυχία, ευλογία είναι πολύ μικρές για να το περιγράψουν. Και δεν το λέω γιατί έχω να κερδίσω κάτι…
– Τι εννοείς;
Είχα δηλώσει κάποτε ότι ως παιδί υποστήριζα τον Παναθηναϊκό και το πλήρωσα. Όλα τα παιδιά, όμως, που παίξαμε Ολυμπιακό και ΠΑΟ κάτι ήμασταν μικροί. Το θέμα είναι ότι από τη στιγμή που φοράς μία φανέλα, κάνεις τον απολογισμό και εκτιμάς αναλόγως την κάθε στιγμή. Ακόμα και με άλλες ομάδες που συνεργάστηκα δεν μπορώ να μην εκτιμήσω όλα τα υπέρ που μου προσέφεραν. Δεν συγκρίνεται όμως, με το πέρασμα από τον Ολυμπιακό. Ακόμα και αντίπαλοι που θα σου πουν ότι ήσουν απ’ τους καλούς, απ’ τα καλά παιδιά ή Ολυμπιακοί που θα σε θυμηθούν μετά από τόσα χρόνια, που όλοι μας είχαμε καλές και κακές στιγμές, προσωπικές και ομαδικές, αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το ότι έχεις αφιερώσει 7,5 χρόνια τη φανέλα αυτή. Με αυτό το έμβλημα στο στήθος. Το έμβλημα του Ολυμπιακού.
Ο Μπάγεβιτς το είχε χάσει στη δεύτερη θητεία του, του πέταξαν νερά
– Τι άλλο δεν θα ξεχάσεις από τη θητεία σου στον Ολυμπιακό;
Το διάστημα που ήταν προπονητής στην ομάδα ο Νίκος Αλέφαντος. Θα μου μείνει αξέχαστο. Την εβδομάδα που ανέλαβε, ο Γκώνιας ήρθε, μας χαιρέτησε και μας είπε «φεύγω», χωρίς να του έχει πει τίποτα τέτοιο κάποιος από την ομάδα, επειδή δεν είχαν καλές σχέσεις. Μία από τις επόμενες μέρες παίζαμε φιλικό με τον Λεβαδειακό, έντεκα εναντίον έντεκα, με τον Τάτση μπαλαντέρ. Έχουν περάσει 90 λεπτά και ο διαιτητής θέλει να το σφυρίξει. Τον έβαλε να κρατήσει καθυστέρηση μέχρι να βάλουμε γκολ!
– Μετά από το επεισοδιακό 2-2 της Λεωφόρου, το περίφημο παιχνίδι του Δούρου τι έγινε στα αποδυτήρια;
Δεν είχα παίξει. Με είχε κρατήσει στον πάγκο. Μπήκαμε μετά στα αποδυτήρια και ο Γκόγκιτς μιλούσε σε έντονο ύφος με τον Ζιοβάνι για το επεισόδιο με τον Κυργιάκο και την αποβολή. Μπαίνει Αλέφανος χωρίς να έχει δει το σκηνικό και ορμάει στον Γκόγκιτς! «Τζο, είσαι καλά Τζο μου; Μεγάλος παίκτης είσαι, ας’ τους να λένε» του έλεγε. Μετά από λίγες μέρες, ήρθε ο πρόεδρος και έβαλε πρόστιμο σε Ζιοβάνι και Καστίγιο για την αποβολή και για κάρτες. Είχε έρθει με Σάββα Θεοδωρίδη, Κουντούρη και Γλου. Δύο εβδομάδες μετά είχαμε και τον τελικό με τον ΠΑΟ. Έρχεται ο πρόεδρος και λέει «Τζόλε, το ΟΑΚΑ κρίθηκε ακατάλληλο και πρέπει να προτείνουν οι δύο ομάδες άλλη έδρα. Τι λέτε;». Πριν προλάβει να απαντήσει ο «Τζόλε» ως αρχηγός, πετάγεται ο Χούτος και λέει: «Πάμε Λεωφόρο να τους παίξουμε». Και του απαντάει ο Αλέφαντος: «Ρε Χούτο, τι λες ρε συ; Ρε στο χώμα μέσα τους έχω, θα πάω να τους αναστήσω στη Λεωφόρο; Ρε στα Λιόσα και όχι στο γήπεδο του Θρασύβουλου. Σε κανένα οικόπεδο να τους παίξουμε, εκεί στα γύφτικα, τέσσερα θα τους ρίξουμε».
– Γράφεις βιβλίο με «Αλέ» απ’ ό,τι καταλαβαίνω…
Και λίγα λες. Στην Καστοριά με βάζει στο ημίχρονο. Είχε ρωτήσει τη γνώμη του Καρεμπέ, του Ζιοβάνι και του Καστίγιο με τους οποίους μιλούσε κάθε μέρα (!) και εκείνοι του είπαν να με βάλει! Με βάζει στο ημίχρονο και λέει «θα παίξεις λίμπερο. Δεν θα κρατάς βάθος πολύ, 1-2 μέτρα θα είσαι απ’ τους στόπερ». Έρχεται ο γυμναστής ο Καρύδας στη ημίχρονο πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει το δεύτερο και μου λέει «μπαίνεις». Από την ώρα που μπήκα είχε ένα τέταρτο που μιλούσε αποκλειστικά σε μένα: «Ρε Κωστούλα», «ρε τι κάνει αυτός;» «ρε πίσω, πάρε βάθος», «ρε μπροστά»! Τελειώνει αυτό το ματς και ξεκινάμε προετοιμασία για τον τελικό Κυπέλλου. Τον μπέμπη (Γ.Χ. Γεωργιάδη) δεν ήθελε να τον βλέπει, αλλά κι εγώ δεν έπαιξα σ’ εκείνο το ματς. Χάνουμε και το Κύπελλο (σ.σ. 3-1 στη Νέα Σμύρνη) και μένουν πέντε αγωνιστικές στο πρωτάθλημα. Με βάζει βασικό και στην πρώτη εμφάνιση μετά τις δύο ήττες, παίζουμε με τον Άρη στη Ριζούπολη, τρώω μια αγκωνιά από τον Καμπάνταη και ματώνω στο μέτωπο. Κάνει τα τρελά του κυρ Νίκος, ζητάει αλλαγή, αλλά στο μεταξύ, μου κάνουν ράμματα και ξαναμπαίνω. Ημίχρονο 0-0 και λήγει 3-0 εκείνο το ματς. Μπαίνω μέσα στα αποδυτήρια, με περιμένει ο κυρ Νίκος: “γίγαντά μου, στην καρδιά μου μέσα είσαι, αυτός είναι πολεμιστής, που πήγαινα με τους άλλους τους άσχετους…”. Μιλάμε για τέτοια σκηνικά…
– Από τους υπόλοιπους προπονητές που συνεργάστηκες ποιους θα ξεχώριζες;
Απ’ όλους κάτι πήρα και κρατάω τα θετικά. Για τον Μπάγεβιτς στα καλά του δεν το συζητάμε, αλλά τον έζησα και στη δεύτερη θητεία με τους λάτιν, όταν είχε χάσει το παιχνίδι. Στην Ιταλία σε ένα φιλικό στο Παλέρμο, του είχαν πετάξει νερά. Είχαν αργήσει εσκεμμένα στο φαγητό Ζιο και Ρίμπο και είχε σηκωθεί ο Μπάγεβιτς, πετώντας πετσέτες κι έφυγε. Το ίδιο βράδυ ή το επόμενο, μας είπε ο Καστίγιο, ότι όταν είχε βγει στην είσοδο του ξενοδοχείου με τον Μπουρουτζίκα και τον Περσία, του είχαν ρίξει ένα κουβά με νερό από το μπαλκόνι του δωματίου, αλλά –ευτυχώς- δεν τον πέτυχε. Είχαμε κάνει άσχημη χρονιά τότε λόγω κι αυτών των θεμάτων…
Και ο Σόλιντ ήταν προοδευτικός προπονητής για την εποχή του και ο Κάτανετς έστω κι αν έμεινε μικρό διάστημα. Ο Λεμονής έκανε καλή δουλειά όπως και να το κάνουμε. Ο Μαντζουράκης δάσκαλος κι αυτός. Τον έζησα μετά και στην Ξάνθη…
– Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι τώρα που φτάσαμε στο φινάλε της συνέντευξης;
Καταρχήν, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε ‘σένα που μπόρεσες με τόση ευκολία και μου πήρες λόγια 20 ετών. Θα ήθελα μέσα απ’ αυτήν τη συνέντευξη, επειδή φεύγοντας από τον Ολυμπιακό δεν μίλησα για κανέναν και για τίποτα, να ευχαριστήσω όχι μόνο συμπαίκτες και αντιπάλους, αλλά και διοικήσεις, παράγοντες με τους οποίους συνεργάστηκα, προπονητές, ακόμα και διαιτητές, αλλά και δημοσιογράφους γιατί αναγνώριζα πάντα πως ο καθένας από την πλευρά του προσπαθεί να κάνει τη δουλειά του όσο το δυνατόν καλύτερα.
– Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ που μοιράστηκες τόσες αναμνήσεις. Καλή επιτυχία σε ό,τι κι αν κάνεις και καλές δουλειές στη νέα σελίδα της επαγγελματικής σου πορείας.
Να είσαι καλά. Εις το επανιδείν…
Φωτογραφίες: Σοφία Χρόνη (Actionimages)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: