LONGREADS

Σόκρατες: Ένας επαναστάτης με αιτία, ένας φιλοσοφημένος αρτίστας

Ο φιλόσοφος των γηπέδων Σόκρατες, ο γιατρός που τα έβαλε με τη δικτατορία της Βραζιλίας, "έφυγε" σαν σήμερα (4/12) από τον κόσμο, νικημένος από το προσωπικό κώνειό του. Το Contra.gr θυμάται την ζωή του κορυφαίου παίκτη της θεαματικότερης Βραζιλίας όλων των εποχών.

Σόκρατες: Ένας επαναστάτης με αιτία, ένας φιλοσοφημένος αρτίστας

Οι φορές που τα λόγια ενός αθλητικού κειμένου, έστω και βιογραφικού, συγχέονται με πολιτικοκοινωνικές έννοιες είναι περιορισμένες. Το ποδόσφαιρο, αν και αγαθό για τον κόσμο, τις περισσότερες φορές αποτελεί όχημα διαφυγής από τα προβλήματα της καθημερινότητας και όχι μέσο πολιτικοποίησης, έκφρασης και αντίστασης.

Ο Σόκρατες, όμως, δεν ήταν αθλητής. Στα 57 χρόνια ζωής κέρδισε το δικαίωμα να αποκαλείται γιατρός, φιλόσοφος, καλλιτέχνης, επαναστάτης, πολιτικό ον, ηγέτης, ριζοσπάστης, στοχαστής και όχι απλά ποδοσφαιριστής. “Εάν είχα παραμείνει γιατρός, θα είχα γνωρίσει μόνο έναν τομέα της κοινωνίας και μόνο τη μία πλευρά της ζωής. Θα ήμουν κι ένας ποδοσφαιριστής περιορισμένων ικανοτήτων”, σημείωνε σε μία από τις συνεντεύξεις του ο πολυπράγμων Βραζιλιάνος, ο οποίος “έφυγε” από την ζωή τα ξημερώματα της Κυριακής 4 Δεκεμβρίου του 2011.

Ο ύψους 1,93μ. γίγαντας της ζωής και του ποδοσφαίρου δημιούργησε έναν μύθος γύρω από το όνομά του και σε όλη τη διάρκεια της (σύντομης) ζωής του. Ως ποδοσφαιριστής κατέκτησε περισσότερες φιλοφρονήσεις από τίτλους, όντας μέλος της θρυλικής “σελεσάο” του 1982, που στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας έφτασε μία ισοπαλία από τα ημιτελικά και μπήκε στο ελιτίστικο γκρουπ των σπουδαίων ομάδων που δεν κατέκτησαν Μουντιάλ (μαζί με την Ουγγαρία το 1954 και την Ολλανδία το 1974).

Οι απόψεις και οι πράξεις του, όμως, ξέφυγαν από τον στενό τομέα του αθλητισμού, καθιστώντας τον ίσως την πιο ενδιαφέρουσα ποδοσφαιρική προσωπικότητα της χώρας του καφέ. Εάν η υποσημείωση του Πελέ είναι οι τραπεζικοί λογαριασμοί του, εάν ο αστερίσκος του Γκαρίντσα είναι η άσωτη ζωή του, για τον Σόκρατες, όταν δεν μνημονεύονται τα ποδοσφαιρικά κατορθώματά του, πρωταγωνιστεί σε ιστορίες κοινωνικού ενδιαφέροντος, με επίκεντρο μία αγαπημένη λέξη του, τη δημοκρατία.

Το Contra.gr σας παρουσιάζει όλες τις πτυχές ενός ξεχωριστού και πολύπλευρου ανθρώπου.

Το αρχαιοελληνικό όνομα

Εάν το Σόκρατες Μπραζιλέιρο Σαμπάιο ντε Σόουζα Βιέιρα ντε Ολιβέιρα φαντάζει σκληρή τιμωρία για κάθε γραφειοκράτη υπάλληλο ληξιαρχείου, για τον πατέρα του αρχηγού της εθνικής Βραζιλίας του 1982 αποτέλεσε εφαλτήριο για τη μετέπειτα σταδιοδρομία του. Το πρώτο από τη σειρά ονομάτων, αυτό που κράτησε μεγαλώνοντας, αφορά την λατρεία του πατέρα του με την αρχαία Ελλάδα. Μία λατρεία που διογκώθηκε από τον τρόπο με τον οποίο τη γνώρισε.

Ο γεννημένος στις 19 Φεβρουαρίου του 1954 στο Μπελέμ, την πρωτεύουσα της επαρχίας Παρά στις όχθες του Αμαζονίου, ο Σόκρατες ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πάμφτωχης οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν αυτοδίδαχτος και μαθαίνοντας ανάγνωση από διάφορα ιστορικά κείμενα, ερωτεύθηκε τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας. Η “τρέλα” του τον οδήγησε στον “δανεισμό” ονομάτων από τον φιλόσοφο Σωκράτη, τον Μακεδόνα πολιτικό Σωσθένη και τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή για 3 από τα 4 παιδιά του (ο 4ος γιος, ο πρώην διεθνής Βραζιλιάνος μέσος της Παρί Σεν Ζερμέν, ονομάστηκε Ραΐ).

Οι σπουδές στην ιατρική και τα πρώτα βήματα

Η ιστορία του Σόκρατες είναι διαφορετική από αυτήν κάθε φτωχόπαιδου που χρησιμοποίησε το ποδόσφαιρο για να βελτιώσει τη μοίρα της οικογένειάς του. Το δικό του “τρένο” προς την ευτυχία ήταν το πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα η σχολή ιατρικής από την οποία αποφοίτησε, προτού αρχίσει την ποδοσφαιρική καριέρα του. Μία μεταγενέστερη φήμη ήθελε τον Σόκρατες να αποφοιτά από το πανεπιστήμιο του Δουβλίνου (!) και μάλιστα την “είδηση” επιβεβαίωναν δημοσιεύματα αρκετών εφημερίδων, μέχρι να υπάρξουν επίσημες διαψεύσεις από την ιρλανδική σχολή. Όταν πήρε το πρώτο πτυχίο του, το 1978, μόνο τότε αποφάσισε να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο στη Μποταφόγκο του Ριμπεϊράο Πρέτο, 290 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Σάο Πάουλο, όπου σπούδαζε, αν και ανήκε στο σύλλογο από το 1974.

Από τα νιάτα του, ο Σόκρατες δεν ταυτιζόταν με το αρχέτυπο ποδοσφαιριστή. Το παρουσιαστικό του, με το φουντωτό μαλλί και το χαρακτηριστικό μούσι ενός πανύψηλου ανθρώπου, που αγωνιζόταν αρχικά ως επιθετικός, ήταν μία ελάσσων εκτροπή από την εικόνα που είχε αποτυπωθεί στο νου κάθε φιλάθλου για έναν επαγγελματία του χώρου. Ήταν, κυρίως, η εν γένει συμπεριφορά του. Η δίψα για γνώση δεν κορέστηκε μετά την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο. Κατάφερε να συνδυάσει τα χρόνια της Κορίνθιανς με μεταπτυχιακές σπουδές στην αθλητιατρική. Στα πρώτα χρόνια στην “τιμάο”, όπου μεταγράφηκε στο τέλος του 1978, αρνούταν πεισματικά να πανηγυρίσει με πάθος τα τέρματά του, σε σημείο που οι φίλοι της “τιμάο” να διαμαρτυρηθούν στον πρόεδρο του συλλόγου. Ο τελευταίος παρακάλεσε τον Σόκρατες να γίνει πιο επιδεικτικός και το αποτέλεσμα ήταν ορισμένοι πανηγυρισμοί-παρωδία, με τον Βραζιλιάνο να πέφτει στα γόνατα και να υψώνει τα χέρια στον ουρανό.

Η “Δημοκρατία της Κορίνθιανς”

Η αγωνιστική ανωτερότητα του Σόκρατες στην Κορίνθιανς έγινε σχεδόν αμέσως ορατή. Αν και η θέση του στο γήπεδο άλλαξε, μέσα στα περίπου 5 χρόνια που βρέθηκε στην ομάδα της εργατιάς στο Σάο Πάουλο (ιδρύθηκε το 1910 από μία ομάδα μεταναστών εργατών σε ένα ελιτίστικο άθλημα που παιζόταν μόνο από απόγονους Βρετανών ή από κόσμο που εργαζόταν σε βρετανικές εταιρίες) πρόλαβε να αγωνιστεί σε περίπου 300 παιχνίδια και να σκοράρει κάπου στις 200 φορές. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η “τιμάο” κατάφερε να διαγράψει τα “πέτρινα” χρόνια 23 ετών ξηρασίας από τίτλους μία χρονιά πριν την άφιξή του (το 1977 με το πρωτάθλημα Παουλίστα), κανένα από τα 3 τοπικά πρωταθλήματα στα οποία οδήγησε την ομάδα (1979, 1982, 1983) δεν συγκρίνεται από την… ενδογηπεδική, αλλά εξωαθλητική πρωτοβουλία του, την επονομαζόμενη “Democracia Corintiana” (ελληνιστί, “η Δημοκρατία της Κορίνθιανς”).

Η Βραζιλία βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς, το οποίο κατέρρεε. Οι κοινωνικές εξεγέρσεις έβρισκαν ολοένα και περισσότερο έδαφος και οι έντονα πολιτικοποιημένοι Σόκρατες και Βλάντιμιρ, μαζί με τους Βάλτερ Κασαγκράντε και Ζένον, εκμεταλλεύθηκαν τις διοικητικές ζυμώσεις στην Κορίνθιανς, ώστε να σχηματίσουν ένα ιδεολογικό κίνημα. Ο σύλλογος προερχόταν από μία άσχημη πορεία στο πρωτάθλημα του 1981 και τον Απρίλιο του 1982 διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές. Ο Βισέντε Ματέους παρέδωσε τη “σκυτάλη” στον Βάλντεμαρ Πίρες, ο οποίος προσέλαβε σε θέση αθλητικού διευθυντή έναν κοινωνιολόγο, τον Αντίλσον Μοντέιρο Άλβες. Με αυτό το υπόβαθρο, της αριστερής βάσης φιλάθλων και της φιλελεύθερης διοίκησης, ο Σόκρατες και οι συμπαίκτες του θέσπισαν ένα διαφορετικό σύστημα διακυβέρνησης του συλλόγου, ένα σύστημα που εξέλειπε από τη βραζιλιάνικη κοινωνία, ένα δημοκρατικό σύστημα.

Η βασική θέση της “Democracia Corintiana” προέβλεπε ψηφοφορία για κάθε απόφαση, ανεξαρτήτως σημασίας. Από την ώρα του γεύματος, μέχρι την πρόσληψη ή την απόλυση κάποιου ανθρώπου, απαιτείτο διαδικασία ψηφοφορίας, όπου συμμετείχαν απαράβατα όλοι οι εργαζόμενοι στο σύλλογο και κάθε ψήφος είχε την ίδια βαρύτητα (“από τον φυλαρούχα, μέχρι τον πρόεδρο”).

“Υπήρχαν 3 διαφορετικές λύσεις και μετά τις θέταμε σε ψηφοφορία. Και επιλέγαμε την απόφαση της πλειοψηφίας. Δεν υπήρξαν ποτέ προβλήματα”, σημείωνε ο Σόκρατες. Θυμάται, δε, στο βιβλίο του Άλεξ Μπέλος “Futebol”, πως είχε τεθεί σε ψηφοφορία και ένα αρκετά δυσάρεστο θέμα για τον ίδιο, το οποίο θεωρεί πως αναδεικνύει σε μέγιστο βαθμό τον αυταρχισμό των διοικήσεων, το που θα καταλύει η αποστολή της ομάδας πριν τα παιχνίδια. “Οι συγκεντρώσεις ταπεινώνουν τους ανθρώπους. Είναι σαν να λες ‘δεν αξίζεις τίποτα, είσαι ανεύθυνος, πρέπει να σε έχω υπό επιτήρηση’. Είναι ηλίθιο. Όσο πιο καλά είσαι, τόσο καλύτερα αγωνίζεσαι”, θυμάται και γι’ αυτό κάλπη για την επιλογή της τοποθεσίας ήταν πολύ σημαντική.

Οι ενέργειες των ανθρώπων της Κορίνθιανς δεν περιορίστηκαν στα εσωτερικά του συλλόγου. Κατόπιν ιδέας ενός διάσημου Βραζιλιάνου διαφημιστή, του Ουάσινγκτον Ολιβέτο, οι ποδοσφαιριστές της “τιμάο” τύπωναν μηνύματα και δημοκρατικές προτροπές αντί για χορηγούς στις εμφανίσεις τους, σε μία περίοδο που ακόμα και η παρουσία της λέξης “δημοκρατία” εγκυμονούσε κινδύνους. “Θέλω να ψηφίσω για πρόεδρο” ήταν ένα εξ αυτών των προτάσεων που κέντριζαν την προσοχή των φιλάθλων, ενώ κάποιες εμφανίσεις είχαν τα νούμερα και γράμματα αναποδογυρισμένα. Κανένα μήνυμα δεν συγκρίνεται με το “στις 15 του μήνα ψηφίστε”, το οποίο είχε να κάνει με την “παρθενική” εκλογική διαδικασία στη χώρα (αφορούσε την ανάδειξη ομοσπονδιακών βουλευτών, γερουσιαστών, κυβερνητών και δημάρχων) μετά το πραξικόπημα του 1964 και ήταν ουσιαστικά το πρώτο βήμα από τα πολλά που ακολούθησαν στη βραζιλιάνικη κοινωνία για την αποτίναξη του ζυγού της δικτατορίας.

“Το 1964 πραγματοποιήθηκε πραξικόπημα. Ήμουν 10 ετών και θυμάμαι τον πατέρα μου να καίει ένα βιβλίο για τους Μπολσεβίκους. Αυτό το γεγονός φούντωσε το ενδιαφέρον μου για την πολιτική. Το ποδόσφαιρο ήρθε κατά τύχη. Ήμουν ένα παιδί της δικτατορίας. Πάντα είχα το βλέμμα μου στραμμένο στις κοινωνικές αδικίες της χώρας και είχα συναδέλφους και συμφοιτητές που έπρεπε να κρύβονται ή να αποδράσουν. Απλώς έτυχε να είμαι καλός στο ποδόσφαιρο”, εξηγεί ο ίδιος.

Όσο για την αιτία που προχώρησε μαζί με τους υπόλοιπους παίκτες σε αυτό το κίνημα μέσω της Κορίνθιανς, απάντησε: “Οι σύλλογοι επιθυμούσαν ολοκληρωτικό έλεγχο, ενώ εμείς αισθανόμασταν ότι θα έπρεπε να συμβουλεύονται τους ποδοσφαιριστές και να μην τους συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Δεν αντιδράσαμε μόνο στα απλά προβλήματα, αντιδράσαμε στην ευρύτερη πολιτική εικόνα”.

Το 1982 η “τιμάο” κατακτά το πρωτάθλημα Παουλίστα, με τους ποδοσφαιριστές στο τελευταίο παιχνίδι της σεζόν να φορούν φανέλα με τη λέξη “δημοκρατία” στην πλάτη. “Ίσως ήταν η πιο τέλεια στιγμή που έχω βιώσει. Είμαι σίγουρος πως ισχύει το ίδιο για το 95% των συμπαικτών μου. Ήταν η σπουδαιότερη ομάδα που έχω αγωνιστεί ποτέ, επειδή επρόκειτο για κάτι περισσότερο από ποδόσφαιρο. Οι πολιτικές νίκες μου είναι πιο σημαντικές από αυτές ως επαγγελματίας παίκτης. Ένα παιχνίδι τελειώνει σε 90 λεπτά, όμως η ζωή συνεχίζεται”, φιλοσοφεί ο Βραζιλιάνος “μάγος”, ο οποίος τότε είχε την υποστήριξη πολλών καλλιτεχνών και προσωπικοτήτων της χώρας, που έψαχναν ιδεολογικό όχημα για να μεταφέρουν τις επαναστατικές απόψεις τους.

Οι πιέσεις του στρατιωτικού κόσμου, όμως, ήταν ανυπόφορες. Ο ταξίαρχος Ζερόνιμο Μπάστος αντιλήφθηκε τη δυναμική του κινήματος και προειδοποίησε το σύλλογο πως ξεφεύγει από τα όρια του αθλητικού ρόλου του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε αγωνιστικό επίπεδο, όμως, η περίοδος 1982-1984, όταν ηχούσε παντού το σλόγκαν “νίκη ή ήττα, αλλά πάντα δημοκρατικά”, η Κορίνθιανς γνώρισε “άνθιση” και έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του πρωταθλήματος την πρώτη σεζόν, ενώ κατέκτησε τον πολιτειακό τίτλο το 1982 και το 1983. Σε αυτό το διάστημα, μάλιστα, αποπλήρωσε όλα τα χρέη και δημιουργήθηκε αποθεματικό 2.200.000 (σε σημερινά) ευρώ.

Η ευρωπαϊκή περιπέτεια

Το 1984 η φήμη του Σόκρατες είχε απλωθεί πέρα από τα σύνορα της Βραζιλίας. Δεν ήταν ο Σόκρατες της Κορίνθιανς ήταν ο Σόκρατες της “σελεσάο” του 1982, της μοναδικής βραζιλιάνικης ομάδας που μπορεί να ανταγωνιστεί αυτήν του 1970. Η κατάσταση στη χώρα ήταν έκρυθμη, αφού οι διεργασίες για την αλλαγή πολιτεύματος είχαν αρχίσει. Σε μία πολιτική συγκέντρωση, μπροστά σε 1.500.000 κόσμο, ο Σόκρατες πήρε το μικρόφωνο και έγινε αποδέκτης χειροκροτημάτων όταν υποσχέθηκε πως θα απέρριπτε κάθε πρόταση από την Ιταλία και θα παρέμεινε στην πατρίδα του, εάν η βουλή περνούσε τη συνταγματική αναθεώρηση που προέβλεπε μεταξύ άλλων ελεύθερες εκλογές.

Οι ψήφοι δεν ήταν αρκετοί, δεν προέκυψε νέο σύνταγμα και ο Σόκρατες δεν ήταν σε θέση, πλέον, να αψηφά τις “Σειρήνες” από τον ιδανικό προορισμό για όλους τους σπουδαίους Νοτιοαμερικανούς της δεκαετίας του ’80, την Ιταλία. Όπως ο Ζίκο, ο Φαλκάο, ο Καρέκα, ο Τονίνιο Σερέζο από τους συμπαίκτες του στην εθνική ή ο Ντιέγο Μαραντόνα, η επιλογή της χώρας του κάλτσιο φάνταζε ως η πλέον ενδεδειγμένη για έναν ποδοσφαιριστή εκείνη την εποχή, μιας και το ιταλικό ποδόσφαιρο βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Ο Σόκρατες, βέβαια, έκανε την κατάλληλη επιλογή όσον αφορά τη χώρα, αλλά όχι όσον αφορά την ομάδα, τη Φιορεντίνα, σε μία μεταγραφή που έμεινε μυστική μέχρι την ύστατη ώρα. “Ο τρόπος ζωής δεν μου ταίριαζε. Ήμουν ένα χρόνο στη Φιορεντίνα και κάποιες φορές δεν ήθελα να προπονηθώ. Ήθελα να βρίσκομαι με φίλους, να κάνω πάρτι και να καπνίζω. Υπάρχουν περισσότερα στην ζωή από το ποδόσφαιρο”, υπογράμμιζε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αποτυχία του από το μονοετές πέρασμά του στη “γηραιά Ήπειρο”.

Η αλήθεια είναι πως το κλίμα εξ αρχής δεν τον σήκωνε. Ποτέ δεν “έδεσε” με τους συμπαίκτες του και η περιφρόνησή του σχετικά με τις φήμες περί συμμετοχής σε στημένα παιχνίδια ορισμένων εξ αυτών τον απομόνωσε από το σύνολο. Όταν, δε, επιχείρησε να προσηλυτίσει τους παίκτες σε μία αναρχο-συνδικαλιστική πρωτοβουλία παρόμοια με την “Δημοκρατία της Κορίνθιανς”, δεν βρήκε ανταπόκριση. Εξορισμένος από τον κοινωνικό ιστό της ομάδας, άρχισε να κάνει ένα μάθημα ιστορίας της τέχνης και να αδιαφορεί για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του. Σχεδόν πάντα αργοπορημένος στις προπονήσεις, με συνέπεια να προκαλέσει αντιδράσεις από τον σεβάσμιο στην Ιταλία συμπατριώτη του και εξίσου σπουδαίο ποδοσφαιριστή, Ζοζέ Αλταφίνι, αφού ο “Ματσόλα της Βραζιλίας” θεωρούσε πως οι ενέργειες του Σόκρατες κατέστρεφαν την εικόνα των Βραζιλιάνων στην Ιταλία, όσον αφορά στον επαγγελματισμό τους. Το αποτέλεσμα ήταν ο Σόκρατες να παραμείνει στο “Αρτέμιο Φράνκι” μόλις για 25 αγώνες (6 γκολ) και να δίνει μάχη για τη φανέλα του βασικού με τον Εράλντο Πέτσι. Ο αθλητικός διευθυντής των “βιόλα” τη δεκαετία του ’80, Τίτο Κόρζι, θυμάται πως ο κόσμος της ομάδας κριτίκαρε τον Βραζιλιάνο ακόμα και για τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, επειδή φορούσε μάλλινα γάντια σε παιχνίδι ενός εκ των πιο παγωμένων χειμώνων της χώρας.

Socrates, all'epoca nuovo acquisto della Fiorentina per la stagione 1984/85, mentre viene festeggiato dai tifosi viola, in una immagine di archivio. L'ex capitano del Brasile Socrates e' morto. Ricoverato in ospedale in terapia intensiva per un'infezione intestinale da qualche giorno, Socrates, 57 anni, era entrato in coma ed e' deceduto nella notte secondo quanto riportano i media brasiliani. ANSA/ARCHIVIO ANSA

Το αθλητικό τέλος

Η επιστροφή στην πατρίδα ήταν μονόδρομος. Μαζί του είχε έναν άξιο συμπορευτή στην εθνική Βραζιλίας, τον Ζίκο, που επίσης άφηνε την Ιταλία (και συγκεκριμένα την Ουντινέζε), χωρίς να έχει καταφέρει να προσαρμοστεί. Αμφότεροι κατέληξαν στη Φλαμένγκο, για τον μεν Ζίκο ήταν μία επιστροφή, για τον μεν Σόκρατες ακόμα μία νέα αρχή. Σε ηλικία 31 ετών και με τη χαλαρή νοοτροπία και την ακατάλληλη εξωγηπεδική ζωή, η πορεία του Σόκρατες στην επάνοδό του στα βραζιλιάνικα γήπεδα ήταν φθίνουσα. Στην πρώτη του χρονιά στη “Φλα” κέρδισε το τοπικό πρωτάθλημα Καριόκα και το κύπελλο στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όντας βασικός στα περισσότερα ματς, αλλά με φτωχότερη συγκομιδή τερμάτων σε σχέση με την Κορίνθιανς.

Ακολούθησε μία σεζόν γεμάτη τραυματισμούς σωματικούς, αλλά και ψυχολογικούς, μετά τον αποκλεισμό της Βραζιλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στα πέναλτι από τη Γαλλία και το τέλος της καριέρας του στη “σελεσάο”, μετά από 63 (επίσημα κι ανεπίσημα) παιχνίδια και 25 γκολ. Τη νέα σεζόν είχε μικρή προσφορά στα δρώμενα της ομάδας του και κατέληξε στη Σάντος το 1988-1989. Ορισμένα παιχνίδια κι εκεί και πριν τελειώσει η σεζόν, ο κύκλος κλείνει στο Ριμπεϊράο Πρέτο, όπου και άνοιξε, με τη φανέλα της Μποταφόγκο. “Κανείς παίκτης δεν αφήνει το ποδόσφαιρο, το ποδόσφαιρο αφήνει τους ποδοσφαιριστές”, δήλωνε για την αποχώρησή του, τη χρονιά κατά την οποία ο αδερφός του, Ραΐ, γινόταν ίνδαλμα για τους φιλάθλους της Σάο Πάουλο, κατακτώντας το πολιτειακό πρωτάθλημα Παουλίστα υπό τις οδηγίες του προπονητή του Σόκρατες στη Βραζιλία του 1982, Τέλε Σαντάνα.

Ο Σόκρατες ύστερα απ’ το ποδόσφαιρο

Η επόμενη μέρα βρήκε τον Σόκρατες ελεύθερο από τις συμβατικές υποχρεώσεις ενός ποδοσφαιριστή, με τη δυνατότητα να επιλέξει όποια ζωή επιθυμεί. Όχι πως τελούσε υπό περιορισμό μέχρι τότε. Βρήκε το χρόνο που έψαχνε για να κάνει διδακτορικό στη φιλοσοφία. Το πάθος γι’ αυτήν την επιστήμη εκφραζόταν από τη πλούσια βιβλιοθήκη του σπιτιού του, όπου εκτός από τα βιβλία του… συνονόματού του, τοποθέτησε σε περίοπτη θέση έργα του Πλάτωνα, του Νικολό Μακιαβέλι και του Τόμας Χομπς.

Μετά από μία σύντομη και αποτυχημένη πορεία ως προπονητής της Καμποφριένσε, άρχισε να ασκεί το… κανονικό επάγγελμά του, ήτοι την ιατρική. Ο δρ. Σόκρατες, έκανε πράξη το ποδοσφαιρικό παρατσούκλι του και έβγαζε τα προς το ζην με το πτυχίο του, στο Ριμπεϊράο Πρέτο.

Δεν σταμάτησε ποτέ να παρακολουθεί ποδόσφαιρο και μία τέτοια προσωπικότητα αξιοποιήθηκε κατά κόρον από τα ΜΜΕ, δίνοντάς του βήμα με κάθε ευκαιρία. Ο Σόκρατες αποκρίθηκε εκφράζοντας ρηξικέλευθες απόψεις περί βελτίωσης του θεάματος που παράγει το ποδόσφαιρο, όπως οι παίκτες να μειωθούν από 11 σε 9: “Όλα τα αθλήματα έχουν προσαρμόσει τους κανονισμούς τους πάνω στην φυσική ανάπτυξη των ανθρώπων, αλλά στο ποδόσφαιρο δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα”. Εξακολούθησε δε, να ασχολείται με τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών, σε σημείο να προκαλεί ανησυχία στο αριστερό, εργατικό κόμμα, το οποίο αρνείτο να αποδεχθεί τους ποδοσφαιριστές ως εργαζομένους και όχι αθλητές.

Οι δημόσιες θέσεις του δεν αφορούσαν μόνο τον αθλητισμό, αλλά και την πολιτική και τα εθνικά θέματα. Μάλιστα είχε στήλη και στο εβδομαδιαίο πολιτικό περιοδικό “Carta Capital”. Πάντοτε πολιτικός ακτιβιστής, συμμετείχε στις καμπάνιες περί ελεύθερων εκλογών για πρόεδρο, έδινε το “παρών” σε δημοσίους διαλόγους και κατά καιρούς επέκρινε τα κακώς κείμενα μιας νεοσύστατης δημοκρατίας. Δεν κατέβηκε ποτέ στον πολιτικό στίβο, παρά την παρότρυνση από τον… Μουαμάρ Γκαντάφι μετά τη συνάντηση που είχαν στη Λιβύη, απαντώντας του: “Είμαι ήδη πολιτικοποιημένος”.

Απέρριψε, επίσης, την ιδέα να γίνει πρέσβης του ποδοσφαίρου, όπως ο Πελέ, επειδή τον απωθούσε “η εμπορευματοποίηση και όλες αυτές οι αηδίες”. Επιθυμούσε διακαώς, όμως, να ανατρέψει το καθεστώς Ρικάρντο Τεϊσέιρα, του (αποδεδειγμένα) διεφθαρμένου προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας της Βραζιλίας, που βρίσκεται στη συγκεκριμένη θέση από το 1989 μέχρι σήμερα, αλλά δεν τα κατάφερε.

Η επιστροφή στη δράση

Όπως καθυστέρησε να αρχίσει το ποδόσφαιρο, με την ίδια χαλαρή διάθεση και αργοπορία το σταμάτησε. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο Σόκρατες ολοκλήρωσε την παρουσία του σε επίσημους αγώνες ως παίκτης σε ηλικία 50 ετών! Ένα πρότζεκτ του Σάιμον Κλίφορντ, που είχε δημιουργήσει μία βραζιλιάνικη σχολή ποδοσφαίρου στο Λιντς, είχε δημιουργήσει δεσμούς με τη χώρα του καφέ και με σπουδαίους βετεράνους ποδοσφαιριστές. Αρκετοί εξ αυτών κατέφθαναν στην Αγγλία σε ειδικές εκδηλώσεις, δίνοντας συμβουλές στους εκκολαπτόμενους ποδοσφαιριστές. Όταν ο Κλίφορντ μετά από 8 χρόνια εξαγόρασε την Γκάρφορθ Τάουν και ανέλαβε προπονητής, συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. Μαζί με τους Μπράιαν Ρόμπσον, Ζαΐρζίνιο, Πάουλο Σέζαρ, Τζερμέιν Τζένας, έκανε την εμφάνισή του στο σύλλογο και ο Σόκρατες. Με μία σημαντική διαφορά…

Ο Βραζιλιάνος υπέγραψε συμβόλαιο ως παίκτης-προπονητής διάρκειας 1 μήνα στην ομάδα της 10ης τη τάξει κατηγορίας του αγγλικού πρωταθλήματος, στην οποία είχε καταλήξει και ο πρώην διεθνής με την εθνική Αγγλίας μέσος Λι Σαρπ. Το ντεμπούτο του στη σεζόν 2004-2005 έγινε απέναντι στην Τάντκαστερ Άλμπιον και προσέλκυσε το ενδιαφέρον φιλάθλων και Τύπου από όλο τον κόσμο. Ο Σόκρατες μπήκε ως αλλαγή στο 78′, αλλά φυσικά δεν κατάφερε να βοηθήσει και το παιχνίδι έληξε ισόπαλο 2-2. Η επίσημη προσέλευση ήταν 1.385 θεατές, που αποτελεί ρεκόρ για την ιστορία του συλλόγου, αλλά στο γήπεδο βρέθηκαν πάνω από 3.000 κόσμος, αδημονώντας να δουν από κοντά αυτό το αστέρι του παρελθόντος. Αυτή ήταν και η μοναδική συμμετοχή του στην Γκάρφορθ Τάουν, από όπου αποχώρησε για να πάρει τη θέση του 2 χρόνια αργότερα ο Καρέκα, με μία ανάλογη, γκεστ σταρ εμφάνιση.

Το κεφάλαιο εθνική

Ο πλέον αξιομνημόνευτος τόμος από την αθλητική βιογραφία του Σόκρατες είναι αυτός που αφορά την παρουσία του στην εθνική Βραζιλίας, με τις περισσότερες σελίδες να αφιερώνονται στα πεπραγμένα του στα ισπανικά γήπεδα, κατά το Μουντιάλ του 1982. Πρωτοφόρεσε το εθνόσημο το 1978 και το 1979 υπήρξε μέλος της αποστολής της Βραζιλίας για το Κόπα Αμέρικα. Μέσα σε 3 χρόνια παρουσίας στην εθνική είχε πείσει τόσο με τις ικανότητες, όσο και με την ηγετική παρουσία του πως είναι το κατάλληλο πρόσωπο για να φοράει το περιβραχιόνιο του αρχηγού και ο Τέλε Σαντάνα του το έδωσε για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας. Και αποδείχθηκε ορθή επιλογή, με τον Σόκρατες να επιστρατεύει τις παραινέσεις και τις νουθεσίες προς τους συμπαίκτες του, αντί για τις φωνές και την κριτική.

Η πιο αγαπητή βραζιλιάνικη ομάδα παρατάχθηκε στη διοργάνωση με ποδοσφαιριστές ικανούς να βρουν θέση ακόμα και στις “θρυλικές” Βραζιλίες του Πελέ, του Γκαρίντσα, του Τοστάο και των υπολοίπων νικητών 3 Μουντιάλ τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι Ζίκο, Έντερ, Φαλκάο, Ρομπέρτο Ντιναμίτε και οι συμπαίκτες τους, όμως, έρχονταν (κατά το οξύμωρο της υπόθεσης) πάντα μετά την εμβληματική φιγούρα του Σόκρατες στη θεωρητική ιεραρχία, έστω κι αν ο ίδιος ο άσος της Κορίνθιανς έδινε μάχη εναντίον αυτής της έννοιας σε συλλογικό επίπεδο.

Εκείνο το καλοκαίρι, ο Σόκρατες έβαλε όλα τα “όπλα” του σε πλήρη λειτουργία. Τηλεπαθητική συνεννόηση με τους συμπαίκτες του, ικανότητα να “ξεκλειδώνει” τις αντίπαλες άμυνες και με τα 2 πόδια, “φωτοβολίδες” από κάθε απόσταση με το δεξί, διορατικότητα στο παιχνίδι που θα έκανε ακόμα και τον Νοστράδαμο να αμφιβάλλει για τις προβλέψεις του και δυσικά το “taco de dios”, το τακουνάκι του θεού. Η συνήθεια του Σόκρατες να παίζει συνεχώς με τακουνάκια οδήγησαν τον Πελέ ίσως στη μοναδική σωστή ρήση του, αφού υποστήριξε πως το ανάποδο παιχνίδι του Σόκρατες ήταν καλύτερο από το κανονικό παιχνίδι πολλών ποδοσφαιριστών.

Με ένα απαράμιλλης ομορφιάς τέρμα, ισοφάρισε σε 1-1 στο 75′ την αναμέτρηση της 1ης αγωνιστικής των ομίλων απέναντι στη Σοβιετική Ένωση του Όλεγκ Μπλαχίν, με τη Βραζιλία να παίρνει τη νίκη στο τέλος. Στο επόμενο παιχνίδι, η Σκοτία του Γκρέιαμ Σούνες έκανε το λάθος να προηγηθεί, με τη Βραζιλία να απαντά με 4 γκολ και τον Σόκρατες να βγάζει την ασίστ στο τελευταίο για τον Φαλκάο. Μετά και τη Νέα Ζηλανδία, η “σελεσάο” προκρίθηκε στη 2η φάση των ομίλων, στο “γκρουπ του θανάτου” με Ιταλία και Αργεντινή. Η νίκη επί της “αλμπιτσελέστε” των Οσβάλντο Αρντίλες, Ντιέγο Μαραντόνα, Μάριο Κέμπες και Ντανιέλ Πασαρέλα αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση (3-1), με συνέπεια όλα να κριθούν στο παιχνίδι με την Ιταλία, όπου αρκούσε η ισοπαλία για την πρόκριση στα ημιτελικά, λόγω καλύτερης διαφοράς τερμάτων από τη “σκουάντρα ατζούρα” που είχε επικρατήσει 2-1 της ομάδας του Σέζαρ Λουίς Μενότι.

Η αναμέτρηση στο “Σαριά” της Βαρκελώνης ήταν μία από τις πιο δραματικές όλων των εποχών σε Μουντιάλ. Στο 12ο λεπτό, ο Σόκρατες παρέσυρε 2 αμυντικούς της μόνιμα αμυνόμενης Ιταλίας και μετά από απίθανη ενέργεια του Ζίκο νίκησε τον Ντίνο Τζοφ από αδύνατη γωνία για να ισοφαρίσει το πρώτο από τα 3 γκολ του Πάολο Ρόσι στον αγώνα. Η μέρα, όμως, ανήκε στην “σκουάντρα ατζούρα”, η οποία άντεξε στο “σφυροκόπημα” της Βραζιλίας και με τον αναγεννημένο Ρόσι έφτασε στη νίκη 3-2, με τη γνωστή κατάληξη.

Η επιστροφή στην πατρίδα ήταν δύσκολη για τον Σόκρατες και μάλιστα κυκλοφόρησαν φήμες που τον ήθελαν να σταματά το ποδόσφαιρο. Δε συνέβη κάτι τέτοιο και ένα χρόνο αργότερα έφτασε πιο κοντά από ποτέ στην κατάκτηση ενός τροπαίου σε διεθνές επίπεδο, αφού η “σελεσάο” βρέθηκε στον τελικό του Κόπα Αμέρικα, απέναντι στην Ουρουγουάη του Έντσο Φραντσέσκολι. Τα διπλά παιχνίδια βρήκαν νικήτρια 2-0 την “τσελέστε” στο Μοντεβιδέο και ο επαναληπτικός του Σαλβαδόρ έληξε ισόπαλος 1-1, με συνέπεια αυτή η ακαταμάχητη Βραζιλία των αρχών του ’80 να μείνει άτιτλη.

Το 1986 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπήρχαν 4 χρόνια παραπάνω στους ώμους των διεθνών, κάποιοι τραυματισμοί και κάποιοι τριγμοί στις μεταξύ τους σχέσεις. Το περιβραχιόνιο είχε περάσει στο μπράτσο του Εντίνιο και στην πρεμιέρα κόντρα στην Ισπανία χρειάστηκε ένα γκολ-οφσάιντ του Σόκρατες για να φτάσει στη νίκη η “σελεσάο”. Ακολούθησε το φτωχό 1-0 επί της Αλγερίας και μία άνετη επικράτηση 3-0 επί της Βόρειας Ιρλανδίας και η φάση των 16 (σε νοκ άουτ) απέναντι στην Πολωνία. Ο Σόκρατες άνοιξε το σκορ από το σημείο του πέναλτι, που ήταν το φόρτε του έστω κι αν στην εθνική δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τις εκτελέσεις. Το τελικό 4-0 (το σκορ διαμόρφωσε ο Καρέκα που εκτέλεσε πέναλτι στο τέλος) έδωσε την πρόκριση στη Βραζιλία, η οποία τέθηκε αντιμέτωπη με τη Γαλλία του Μισέλ Πλατινί στα προημιτελικά (που είχε πετάξει εκτός διοργάνωσης τους προηγούμενους νικητές Ιταλούς, αποτρέποντας μία ρεβάνς του 1982).

Εκεί, η ομάδα του Σαντάνα δέχθηκε για πρώτη φορά γκολ στη διοργάνωση, από τον Πλατινί στο 40ό λεπτό, με το οποίο ισοφαρίστηκε το γκολ του Καρέκα στο 17′. Η τύχη της Βραζιλίας θα μπορούσε να ήταν διαφορετική εάν βασικός εκτελεστής των πέναλτι ήταν ο Σόκρατες, με τον Ζίκο να αστοχεί από τα 11 μέτρα στην κανονική διάρκεια του αγώνα. Το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση και μετά στα πέναλτι, όπου μία μεγάλη απογοήτευση περίμενε τον Σόκρατες. Ο 32χρονος Βραζιλιάνος κλήθηκε να εκτελέσει το πρώτο πέναλτι της διαδικασίας και το μόλις 1 βήμα φόρας που πήρε τιμωρήθηκε από τον τερματοφύλακα Ζοέλ Μπατς. Ακολούθησε ένα χαμένο πέναλτι του Πλατινί και μπορεί ο Ζίκο να ευστόχησε αυτήν τη φορά, ο Μπατς, όμως, απέκρουσε το πέναλτι του Ζούλιο Σέζαρ και η Βραζιλία αποχαιρέτησε άπραγη ακόμα μία διοργάνωση, με τον Σόκρατες να αποχωρεί από την εθνική με 10 συμμετοχές σε Μουντιάλ και 4 γκολ.

Τα πάθη και το τέλος

Ο Σόκρατες ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για 3 πρόσωπα: τον φιλειρηνιστή Τζον Λένον και τους επαναστάτες της Κούβας, Τσε Γκεβάρα και Φιντέλ Κάστρο. Μάλιστα, ονόμασε το μικρότερο από τα 6 παιδιά του, ένα 3 ετών αγοράκι, Φιντέλ, από τον διαχρονικό ηγέτη της Κούβας. “Όταν το έκανα, η μητέρα μου είπε ‘είναι λίγο δυνατό όνομα για να το δώσει σε ένα παιδί’. Της απάντησα ‘μητέρα, κοίτα τι έκανες με μένα'”, είχε δηλώσει αστειευόμενος.

Υπήρξαν, όμως, 2 ακόμα πιο δυνατές αγάπες στην ζωή του, οι οποίες υπέταξαν κάθε λογική του γιατρού, κάθε κριτική ικανότητα του φιλοσόφου που είχαν δημιουργήσει τον Σόκρατες. Ήταν 2 ανθρώπινες αδυναμίες που έχουν επιβληθεί ακόμα και στους πιο σπουδαίους ανθρώπους, ο καπνός και το αλκοόλ. “Έχω προσπαθήσει να κόψω το κάπνισμα 50.000 φορές. Το προσπάθησα και σήμερα, αλλά αντιστάθηκα μέχρι τις 11 το πρωί. Είμαι αυτός που είμαι. Καπνίζω από τα 13 μου. Μόνο ένα φιλοσοφικό θέμα υπάρχει για εμένα. Γιατί να υποκριθώ ότι είμαι κάτι που δεν είμαι; Ναι καπνίζω. Θα πεθάνω από καρκίνο του πνεύμονα ή από εμφύσημα. Δεν μπορώ να το κόψω”, εξομολογήθηκε σε μία από τις συνεντεύξεις του, αποκαλύπτοντας πως κάπνιζε 2 πακέτα τσιγάρα την ημέρα, ακόμα και τον καιρό που αγωνιζόταν στο υψηλότερο επίπεδο.

Όσο για το ποτό, δεν του ήταν δύσκολο να παραδεχθεί πως ήταν αλκοολικός και το έδειχνε σε κάθε περίσταση. Σε μία συνάντηση σε μπαρ με τον κορυφαίο Αγγλόφωνο σχολιαστή του ποδοσφαίρου της Νότιας Αμερικής, Τιμ Βίκερι, το τέλος της βραδιάς βρήκε τον Άγγλο δημοσιογράφο να αποχωρεί υποβασταζόμενος από 2 ανθρώπους, τον δε Βραζιλιάνο να χαμογελά και να συνεχίζει να πίνει αμέριμνος. Το 2001 κατέπληξε την απεσταλμένη του BBC στη Βραζιλία, Κίρστι Λανγκ, με τις ποσότητες μπύρας που μπορούσε να καταναλώσει σε μία βραδιά. Στη συνάντησή τους σε μπαρ του Ριμπεϊράο Πρέτο, όμως, παρά το αλκοόλ, παρέμεινε αρκετά νηφάλιος ώστε να εκφέρει ορισμένες ριζοσπαστικές απόψεις. “Νομίζω ότι ο ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να εκλέγεται από τον λαό. Πρέπει να εκδημοκρατίσουμε το ποδόσφαιρο και όταν το κάνουμε, θα εκδημοκρατίσουμε και τη Βραζιλία. Γνωρίζετε πως κάθε φορά που η εθνική ομάδα παίζει καλά, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν ανεβαίνει”, ρώτησε την Λανγκ. Λίγο αργότερα, σε συζήτηση για την αναγέννηση του ποδοσφαίρου της χώρας, σημείωσε: “Αυτό που χρειάζεται είναι μία επανάσταση στο ποδόσφαιρο και για να συμβεί αυτό, πρέπει το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο να υποστεί μια καταστροφή”. “Σαν τι;”, ρώτησε η Βρετανή δημοσιογράφος. “Κοίτα, εάν η Βραζιλία αποκλειστεί από το Μουντιάλ στον 1ο γύρο, αυτό θα παίξει καταλυτικό ρόλο”, αποκρίθηκε ο Σόκρατες, τσουγκρίζοντας το ποτήρι του “στην επανάσταση”. Η παράξενη ευχή του πρώην αρχηγού της εθνικής Βραζιλίας για τη Βραζιλία δεν υλοποιήθηκε στο παραμικρό, με τη “σελεσάο” να κατακτά το 5ο Μουντιάλ της ιστορίας της το 2002.

Όταν άρχισαν να αναδύονται προβλήματα υγείας, η υπόθεση έπαψε να είναι αστεία. Ο οργανισμός του Σόκρατες είχε αποδυναμωθεί και μέσα σε 4 μήνες τον τελευταίο καιρό μπήκε 3 φορές στην εντατική. Οι 2 πρώτες αφορούσαν στομαχική αιμορραγία εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Ο 57χρονος Βραζιλιάνος βγήκε ζωντανός από αυτές τις μάχες και πρόσφατα δήλωσε πως έχει σταματήσει να πίνει μετά τις 2 πολύ σοβαρές περιπέτειες, που τον καθήλωσαν για αρκετές μέρες στο νοσοκομείο και παραλίγο να μην του επιτρέψουν να δει την αγαπημένη του Κορίνθιανς για 6η φορά πρωταθλήτρια.

Η μοίρα, όμως, είχε ακόμα πιο τραγικά σχέδια. Τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου του 2011, μία Κυριακή όπου και πάλι η ομάδα του χρειαζόταν μία ισοπαλία για να πανηγυρίσει (η “τιμάο” χριζόταν και μαθηματικά πρωταθλήτρια Βραζιλίας με νίκη ή ισοπαλία), ο Σόκρατες διεκομίσθη εσπευσμένα στην εντατική του νοσοκομείου “Άλμπερτ Άινσταϊν”. Αιτία δεν ήταν η κατανάλωση αλκοόλ. Το “κώνειο” του ποδοσφαιριστή Σόκρατες ήταν, κατά τραγική ειρωνεία, ήταν φαγητό. Και συγκεκριμένα, ένα φιλέτο στρογγανόφ, στο οποίο οφείλεται η τροφική δηλητηρίαση που υπέστη. Ο εξουθενωμένος οργανισμός του δεν κατάφερε να ξεπεράσει ήπια την κρίση, με συνέπεια να βρεθεί ξανά στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με μηχανική υποστήριξη. Το σηπτικό σοκ αποδείχθηκε πιο ισχυρό και από τα δεξιά σουτ του “μάγου” της μπάλας και οι συνάδελφοι του “Dotour” ανακοίνωσαν τον θάνατό του τις πρωινές ώρες. Λίγες ώρες πριν η Κορίνθιανς κατακτήσει, εν τέλει, τον τίτλο, στιγματισμένο από τα πιο ανάμικτα συναισθήματα που θα μπορούσαν να νιώσουν οι φίλοι της “τιμάο”, την ώρα που φώναζαν “obrigado” στον πιο σπουδαίο παίκτη που φόρεσε τη φανέλα της ομάδας τους.

Ο “φιλόσοφος” Σόκρατες

Ο Σόκρατες ήταν το ίδιο απολαυστικός όταν τον βλέπεις, όταν τον ακούς ή όταν τον διαβάζεις. Μορφωμένος γαρ, γνώριζε τι θα πει, πως θα το πει και φυσικά αυτό που θα πει να έχει ουσία και αλήθεια. Ως γνήσια ευφυής άνθρωπος, δεν του έλειπε το χιούμορ και όταν ο Ιταλός δημοσιογράφος Τανκρέντι Παλμέρι τον ενημέρωσε στη διάρκεια μιας συνέντευξης ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει την κάρτα του, ο Σόκρατες απάντησε: “Επειδή είμαι πολύτιμος”!

Ο Ρουντ Κρολ, που επίσης επιχείρησε να χαρακτηρίσει τον Σόκρατες μετά το φιλικό παιχνίδι της Βραζιλίας με τον Άγιαξ το 1979, όταν η “σελεσάο” διέλυσε τον “Αίαντα” με 5-0 χάρη σε 2 γκολ του Σόκρατες (το 1ο εκπληκτικό), κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για μία “θεαματική διάνοια”. Εάν ληφθούν υπόψιν όσα κατά καιρούς έχει υποστηρίξει ο Σόκρατες, θα αντιληφθούμε ότι ο Ολλανδός αριστερός μπακ δεν έπεσε και πολύ έξω, έστω κι αν μιλούσε για τον ποδοσφαιριστή Σόκρατες.

Οι καλύτερες ρήσεις του Σόκρατες

“Στη Βραζιλία, ο τρόπος που ζούμε δεν είναι όπως στην Ευρώπη όπου έχεις πρόγραμμα για όλο το χρόνο. Δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε τα επόμενα 15 λεπτά”.

“Εάν γεννηθείς Βραζιλιάνος, όταν παίξεις στο εξωτερικό, δεν έχει σημασία πόσο θα μείνεις εκεί, αυτό βρίσκεται πάντα μέσα σου”.

“Το να κερδίσεις δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Το ποδόσφαιρο είναι μία τέχνη και πρέπει να παρουσιάζεις δημιουργία”.

“Εάν οι Βίνσεντ βαν Γκογκ και Εντγκάρ Ντεγκά γνώριζαν όταν ζωγράφισαν την αναγνώριση που θα λάβει η δουλειά τους, δεν θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα. Πρέπει να απολαμβάνεις όταν κάνεις τέχνη και να μην σκέφτεσαι ‘θα νικήσω;'”.

“Οι άνθρωποι μου έδωσαν δύναμη ως δημοφιλή ποδοσφαιριστή. Εάν ο κόσμος δεν έχει δύναμη να μιλήσει, τότε μπορώ να μιλήσω εγώ εκ μέρους του. Εάν ήμουν στην άλλη πλευρά, όχι με το μέρος του κόσμου, δεν θα υπήρχε κανείς να ακούσει τις απόψεις μου”.

“Σήμερα ο κόσμος πουλάει την ιδέα στα παιδιά ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να τους κάνει πλούσιους και γνωστούς. Αλλά μόνο αυτό. Δεν σημαίνει τίποτα. Το σημαντικό είναι να γνωρίζεις και τις 2 πλευρές της ζωής και να βιώνεις τις γνωριμίες με άλλους ανθρώπους”.

“Ο Μαραντόνα είναι ένας θεός που ήρθε στη γη για να γίνει προπονητής (σ.σ. εννοώντας για να κριθεί”.

“Το ποδόσφαιρο έγινε δημοφιλές επειδή θεωρείται τέχνη, αλλά τα γήπεδα πλέον γίνονται πεδία μάχης”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK