Retro Stories: Ο Ιεροκλής Στολτίδης στη συνέντευξη της ζωής του
Το Retro Stories επανέρχεται και σας θυμίζει την συνέντευξη-σταθμό του Ιεροκλή Στολτίδη στο Contra.gr και τον Σταύρο Γεωργακόπουλο. Πέντε χρόνια μετά την απόφαση να κρεμάσει τη μεγαλύτερη αγάπη του, την ποδοσφαιρική φανέλα, ο "Ιέρο" ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής του. Και είχε να πει πολλά...
Το Contra.gr γιορτάζει τα 16 χρόνια ζωής του, όμως μαζί του γιορτάζει και ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα.
Ο Ιεροκλής Στολτίδης, η κολόνα στη μεσαία γραμμή του Ολυμπιακού για αρκετά χρόνια, κλείνει τα 42 του χρόνια και το Retro Stories του λέει τα “χρόνια πολλά” επαναφέροντας την συνέντευξη – σταθμό που παραχώρησε στο Contra.gr και τον Σταύρο Γεωργακόπουλο.
Σε μια συνέντευξη 10.000 λέξεων ο πρώην “ερυθρόλευκος” άσος άνοιξε την καρδιά του πέντε χρόνια μετά το αντίο του στα γήπεδα και μίλησε για όλους και για όλα. Θυμήθηκε στιγμές, συμπαίκτες, άγνωστες ιστορίες και πολλά ακόμα.
ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΟΝ
Τελικά ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κρίνεις την καριέρα ενός ποδοσφαιριστή είναι να τον ακούσεις να μιλάει γι’αυτήν μετά το τέλος της. Τα λόγια του Ιεροκλή Στολτίδη, τα πρώτα απ’την ημέρα που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, δεν αποτυπώνουν μόνο τη διαδρομή που διέγραψε μέσα στα γήπεδα, αλλά κάνουν κάτι περισσότερο. Μέσα στις απαντήσεις του βρίσκεις φράσεις-οδηγούς. Λόγια που δεν είναι δηλώσεις, αλλά απόψεις ζωής. Απόψεις που όποιος τις διαβάσει μπορεί να καταλάβει τι ποδοσφαιριστής ήταν ο Στολτίδης ακόμα και χωρίς να τον έχει δει ποτέ να αγωνίζεται. Σκέψεις που αποκαλύπτουν το πως χτίζεται μια καριέρα, χωρίς να μπλέκουν με διατάξεις, συστήματα, ντρίμπλες, τάκλινγκ, κτλ.
Οι άνθρωποι κάνουν καριέρα, όχι οι ποδοσφαιριστές. Ο Στολτίδης μιλάει για όλες τις πτυχές της δικής του και τελικά, μέσα από γκολ, θέσεις στο γήπεδο, προπονητές, αγώνες, μεταγραφές, συμπαίκτες, προέδρους, αποδυτήρια, όλα επιστρέφουν στο ίδιο. Στο τι άνθρωπος ήταν, με τι ανθρώπους συναναστράφηκε στη διαδρομή του, πως αλληλεπίδρασε μ’αυτούς, πως σκεφτόταν όταν ήταν ακόμα παιδί. Παιδί;
Παιδιά τους λέμε τους ποδοσφαιριστές, αλλά στην περίπτωση του Στολτίδη, στα λόγια του, βλέπεις έναν άντρα που δεν υπήρξε ποτέ παιδί.
Oύτε στον Ολυμπιακό, ούτε στον Ηρακλή, ούτε στους Πόντιους Κοζάνης, ούτε στους μαχαλάδες του χωριού του. Από τότε που κατάλαβε πως η μπάλα είναι ο προορισμός του, έγινε άντρας. Επαγγελματίας με το πάθος του ερασιτέχνη. Ως τέτοιος, κρίνει τους ποδοσφαιριστές του τώρα, τα “παιδιά” που τα βρίσκουν πιο εύκολα απ’ότι τα βρήκε εκείνος, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καλό. Θυμάται τα χρόνια τα δικά του χωρίς να νοιώθει βετεράνος, τους αντιπάλους και τους συμπαίκτες που θαύμασε χωρίς να φοβηθεί, τα γκολ που έβαλε “γιατί έπρεπε”.
Ίσως τελικά θα έπρεπε ο όρος “συνέντευξη” να αφορά μόνο τους εν ενεργεία ανθρώπους του αθλητισμού. Ο Σταύρος Γεωργακόπουλος πήγε και τον βρήκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο Στολτίδης δεν του έχει δώσει απλά μια συνέντευξη. Έχει φωτίσει όλες τις μικρές πτυχές τις πορείας του, με την ψύχραιμη ματιά ενός ανθρώπου που νοιώθει πως ήταν ποδοσφαιριστής ακόμα και πριν γίνει τέτοιος και εξακολουθεί να είναι ακόμα χωρίς να είναι πια.
Μια χαρτογράφηση της διαδρομής “πιτσιρικάς-βετεράνος”, για όσους θέλουν να μάθουν περισσότερα γι’αυτά που δεν γνωρίζουν παρά μόνο απ’την τηλεόραση, αλλά και για τα παιδιά εκεί έξω που θέλουν να βρουν τον ίδιο “θησαυρό”, να ζήσουν αυτό το ταξίδι.
Αισθάνομαι ακόμα ποδοσφαιριστής
– Ιεροκλή έριξες μαύρη πέτρα. Σταμάτησες το ποδόσφαιρο και χάθηκες…
Τα έφερε η ζωή έτσι. Υποσυνείδητα έγινε. Μόλις σταμάτησα ήθελα να ξεκουραστώ. Επίσης, δεν προέκυψε κάποια πρόταση που να με κρατήσει κοντά στο ποδόσφαιρο. Με την προπονητική δεν το βλέπω ούτε το είχα ποτέ στο μυαλό μου, οπότε κάπως έτσι εύκολα μένεις στην άκρη.
– Δεν ήσουν από εκείνους που έπαιζαν μπάλα μόνο λόγω ταλέντου. Έπαιζες γιατί το γούσταρες.
Το γούσταρα πραγματικά. Το λάτρευα και το λατρεύω το ποδόσφαιρο. Είναι η ζωή μου. Από τότε που ξεκίνησα να παίζω ήμουν αφοσιωμένος σ’ αυτό. Απλά, πρέπει να βρεθούν οι κατάλληλες συνθήκες ή συγκυρίες για να μπεις ξανά στο ποδόσφαιρο και ν’ αρχίσεις να δουλεύεις γι αυτό από κάποιο άλλο πόστο. Δεν είναι εύκολο. Δεν προέκυψε και κάτι γι αυτό και είμαι πλέον απλός θεατής.
– Δεν σου λείπει;
Πολύ! Πάρα πολύ! Υπάρχουν στιγμές που μου λείπει όχι μόνο το να παίζω, αλλά όλη η ατμόσφαιρα. Αυτά που γινόταν στην προπόνηση, τα ξενοδοχεία… Όταν το είχαμε καμιά φορά βαριόμασταν, αλλά όταν σταματάς το ποδόσφαιρο και μετά από λίγο καιρό ξεκουράζεσαι και ηρεμείς, τότε σου λείπει.
– Έτσι όπως σε βλέπω, ακόμα θα ‘παιζες.
Ναι, δεν ξέρω (γέλια). Προσπαθώ να διατηρούμαι. Προσέχω γιατί εύκολα μπαίνουν τα κιλά.
-Το έχεις συνειδητοποιήσει ότι έχεις σταματήσει τη μπάλα;
Όχι. Αισθάνομαι ακόμα ποδοσφαιριστής. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, αλλά δεν νιώθω βετεράνος. Αισθάνομαι πως είμαι ακόμα ποδοσφαιριστής. Πως στα μέσα του καλοκαιριού θα πάω στην προετοιμασία, ότι την Κυριακή έχω αγώνα….
-Στην καθημερινότητά σου το βιώνεις αυτό;
Σίγουρα το βιώνω σε πολλά πράγματα. Ένα πράγμα που βιώνεις και το κατάλαβα πολύ καλά είναι που περιμένει ο κόσμος το Σαββατοκύριακο. Λες, ήρθε Σαββατοκύριακο. Δεν ήξερα τι σημαίνει αυτό. Για μένα το Σάββατο ήταν προπόνηση και ξενοδοχείο και η Κυριακή ματς. Δεν ήξερα το θα πάω με την οικογένεια για φαΐ ή καμιά εκδρομή. Μόλις σταμάτησα το ποδόσφαιρο κατάλαβα και τι είναι Σαββατοκύριακο.
-Τώρα σου καλοφαίνεται ή σου κακοφαίνεται που δεν παίζεις;
Στην αρχή, όταν ξεκουράζεσαι σου καλοφαίνεται. Καταρχήν, δεν υπάρχει ωράριο και δεν υπάρχουν “πρέπει”. Δεν σκέφτεσαι εάν θα φας λίγο παραπάνω μήπως πάρεις κανένα κιλό, εάν θα βγεις με τους φίλους σου το βράδυ ή εάν θα πιεις λίγο παραπάνω. Στην αρχή λοιπόν, νιώθεις ελεύθερος. Νιώθεις μία αποδέσμευση από τα πολλά “πρέπει”, γιατί το ποδόσφαιρο είναι άθλημα που σε επηρεάζει οτιδήποτε κάνεις εκτός προπόνησης ή αγώνα. Επηρεάζει τη δουλειά σου, αν κι εγώ δεν είδα ποτέ το ποδόσφαιρο ως δουλειά. Όταν δεν τα έχεις όλα αυτά, είναι ωραία στην αρχή. Είναι ωραία να μπορείς να πας με τους φίλους σου μία βόλτα ή για ένα ποτό χωρίς να σκέφτεσαι ότι πρέπει να επιστρέψεις νωρίς για να ξεκουραστείς. Μετά όμως, περνάει κι αυτό. Ότι μου λείπει το ποδόσφαιρο, μου λείπει.
– H ζωή σου όλη ήταν το ποδόσφαιρο. Αυτό πιστεύεις ότι εξακολουθεί να υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο και τα νέα παιδιά ή βλέπεις διαφορές;
Βλέπω διαφορές, κυρίως στη νοοτροπία και στο χαρακτήρα. Γενιά με γενιά τα πράγματα αλλάζουν. Όπως οι παλαιότερες γενιές ήταν διαφορετικές απ’ τη δική μας έτσι διαφέρουν και οι επόμενες. Τώρα, εάν είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο, ο καθένας το κρίνει με τα δικά του κριτήρια.
– Εσύ πως το κρίνεις;
Τώρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα ως προς το να πάρεις ευκαιρίες. Τα παιδιά πλέον, παίρνουν πιο εύκολα τις ευκαιρίες στο ποδόσφαιρο απ’ ό,τι τις παίρναμε εμείς. Θυμάμαι όταν πρωτοξεκινούσα, κατάφερνες να μπεις στη 16άδα –τότε δεν υπήρχε 18άδα- και πανηγύριζες. Αν έπαιρνες και καμία ευκαιρία, ήταν θαύμα! Τώρα βλέπω πως ένας νέος ποδοσφαιριστής που έχει κάποιο ταλέντο, παίρνει πιο εύκολα ευκαιρίες.
Βέβαια, είναι και σημεία των καιρών λόγω της κρίσης. Οι ομάδες προωθούν τα νέα παιδιά περισσότερο απ’ τους παλιούς. Χωρίς να έχουν μοχθήσει. Δεν είναι καλό αυτό. Βλέπουμε ακόμη, ότι παίρνουν ευκαιρίες και παιδιά που δεν τις αξίζουν. Που σε άλλες εποχές δεν θα ήταν καν στο ρόστερ των ομάδων που βρίσκονται τώρα. Είναι όμως, όπως είπα, σημεία των καιρών. Αυτή η ευκολία που δεν σε σκληραγωγεί δεν μου αρέσει. Γιατί το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που πρέπει να έχεις σκληρό χαρακτήρα. Είναι αντρικό το σπορ (σ.σ. γέλια).
– Όσοι έχουμε ζήσει το ποδόσφαιρο της προηγούμενης 10ετίας, λέμε σε συζητήσεις πως δεν υπάρχει και το ταλέντο που υπήρχε. Δεν υπάρχει ας πούμε ο Πανηλειακός όπου ο Τζόρτζεβιτς και ο Γιαννακόπουλος ξεχωρίζουν και θα παίξουν, δεν υπάρχει ο Γεωργάτος στην Παναχαϊκή, ο Μαυρογενίδης στον Άρη, ο Στολτίδης στον Ηρακλή. Δεν βλέπεις τέτοια ταλέντα και ποιότητα που να σου δίνει τη σιγουριά ότι έχει το ταλέντο και θα παίξει.
Συμφωνώ απόλυτα! Κατ’ αρχήν, στο ποδόσφαιρο πλέον, δεν υπάρχει ούτε η ποιότητα, αλλά ούτε η ποσότητα. Στη δική μου γενιά, αλλά και στις προηγούμενες υπήρχαν πάρα πολλά ταλέντα και στην επαρχία και στην πρωτεύουσα και παντού. Έβρισκες και πολλά και μεγάλα ταλέντα. Τώρα δεν υπάρχουν, αλλά όπως είπα είναι σημεία των καιρών. Εμείς, μεγαλώσαμε διαφορετικά. Μεγαλώσαμε με λίγα πράγματα. Με μια μπάλα να παίζουμε κι ήμασταν ευχαριστημένοι. Τώρα, στη ζωή των παιδιών έχει μπει το ίντερνετ, τα παιχνίδια στην τηλεόραση και στα κινητά. Εμείς, μια τρέλα είχαμε, το ποδόσφαιρο και ασχολούμασταν μ’ αυτή απ’ το πρωί ως το βράδυ. Από μικροί. Τώρα, τα παιδιά είναι μεγαλωμένα πολύ διαφορετικά.
– Έχεις δύο παιδάκια και μια όμορφη οικογένεια. Φαντάζομαι ότι η κόρη σου δεν θα αποκτήσει κάποια σχέση με το ποδόσφαιρο.
Ε, όχι. Το ποδόσφαιρο είναι καθαρά ανδρικό άθλημα. Υπάρχουν άλλα αθλήματα με τα οποία μπορούν να ασχολούνται οι γυναίκες.
– Στο γιο σου που είναι μεν 5,5 ετών, θέλω να μου πεις τι του λες για το ποδόσφαιρο, τι σε ρωτάει και τι του έχεις πει για τον Ολυμπιακό.
Είναι μικρός ακόμα και δεν μπορεί να καταλάβει πολλά για το ποδόσφαιρο. Επειδή το βλέπει από την τηλεόραση του λέω που έπαιζα, τι έκανα ή βλέπει στον υπολογιστή κάποια βιντεάκια. Θέλει να παίζει μπάλα, ρωτάει αν είναι καλός, αλλά είναι μικρούλης ακόμα.
– Τι θα του πεις εάν θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής;
Εάν του αρέσει, να ασχοληθεί. Εκείνος θα αποφασίσει. Εάν του αρέσει το ποδόσφαιρο να ασχοληθεί, αλλά ν’ ασχοληθεί σοβαρά.
– Όταν φτάσει σε μια ηλικία που θα καταλαβαίνει περισσότερα και σε ρωτήσει «μπαμπά, εσύ τι έκανες στο ποδόσφαιρο;» και «τι έκανες στον Ολυμπιακό;» τι θα του πεις;
Εκεί θα του πω τι πρέπει –κατά τη γνώμη μου – τι χρειάζεται για να γίνει ποδοσφαιριστής όπως έκανα εγώ. Εάν θέλει να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο θα πρέπει να αφοσιωθεί σ’ αυτό. Ειδάλλως, να ακολουθήσει κάτι άλλο. Δεν μπορείς να του πεις και πολλά πράγματα. Καλό είναι να τα βρίσκει μπροστά του σιγά-σιγά. Το μόνο που μπορώ να κάνω απ’ την πλευρά μου είναι να του δώσω κάποιες κατευθύνσεις ώστε ν’ αποφύγει κάποιες κακοτοπιές.
-Για τον Ολυμπιακό τι θα του πεις;
Για τον Ολυμπιακό δεν θα του πω και πολλά πράγματα. Ο Ολυμπιακός είναι μεγάλη, όχι απλά ομάδα, αλλά κάτι πολύ μεγάλο που θα το καταλάβει μόνος του στην πορεία. Δεν χρειάζεται να του το εξηγήσω εγώ…
-Ο δικός σου Ολυμπιακός τι είναι; Αυτό που έχεις στην καρδιά σου, στη ζωή σου, στην ψυχή σου…
Δεν είναι εύκολο να το εκφράσω. Είναι πολλά πράγματα μαζί. Είναι χαρά που βρέθηκα εκεί. Είναι ευλογία. Είναι πράγματα που εισέπραττα από τον κόσμο και άλλα που έπρεπε να δώσω… Δεν μπορείς να τα περιγράψεις με λόγια. Είναι μοναδικά τα συναισθήματα, ασύλληπτα, ανεκτίμητα. Είναι δύσκολο να εκφράσω τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν όταν σκέφτομαι την ομάδα και όλα αυτά που πέρασα στον Ολυμπιακό. Είναι τόσο μεγάλα, τόσο βαθιά και τόσο έντονα…
– Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα αυτά μαζί σε κάνουν ευτυχισμένο;
Το λιγότερο! Ήταν ευλογία για μένα που αγωνίστηκα στον Ολυμπιακό. Όταν παίζεις σ’ αυτήν την ομάδα, σε στιγματίζει για την υπόλοιπη ζωή σου. Σου στιγματίζει την καθημερινότητα. Και όταν παίζεις, αλλά κι όταν αποχωρείς. Έχω τέσσερα χρόνια που έχω σταματήσει το ποδόσφαιρο και περίμενα πως θα με ξεχνούσαν. Δεν με ξέχασαν όμως. Είναι απίστευτο! Ο κόσμος έχει ζήσει μαζί σου όμορφες, αλλά και άσχημες στιγμές και τις έχει αποτυπώσει στο μυαλό του. Δεν σε ξεχνάει. Για το φίλαθλο, είναι κομμάτι της ζωής του ο Ολυμπιακός αλλά και ο εκάστοτε ποδοσφαιριστής. Αναφέρομαι σε ποδοσφαιριστές που αγωνίστηκαν χρόνια στην ομάδα και έκαναν πράγματα.
-Εδώ στη Θεσσαλονίκη που ζεις μόνιμα πως σε αντιμετωπίζουν;
Σίγουρα δεν βρίσκεις ανταπόκριση ή την αγάπη που θα είχες καθημερινά εάν ζούσες σε κάποια άλλη πόλη και κυρίως στον Πειραιά. Καταρχήν, οι Ολυμπιακοί είναι παντού! Ακόμα και στη Θεσσαλονίκη έχει πολλούς, περισσότερους απ’ όσους φαντάζεστε! Είναι πραγματικότητα αυτό. Συναντώ καθημερινά Ολυμπιακούς και όσοι με αναγνωρίζουν, μου μιλάνε. Όσον αφορά στους άλλους φιλάθλους, δεν έχω και δεν είχα ποτέ πρόβλημα γιατί ποτέ δεν είχα προκαλέσει και σεβόμουν όλες τις ομάδες, την ιστορία και τους φιλάθλους τους. Δεν μου έχει τύχει κάποια ακραία συμπεριφορά. Ακούω καλά σχόλια απ’ όσους με αναγνωρίζουν.
– Τι σου λένε;
Καλά λόγια. Ότι το πέρασμά μου από το ποδόσφαιρο ήταν καλό. Ότι άφησα το στίγμα μου.
– Υπάρχουν οπαδοί άλλων ομάδων που να σου έχουν πει ότι είναι κρίμα που δεν έπαιξες για εκείνες;
Ναι, υπάρχουν και μάλιστα πολλοί. Και πολλοί Παναθηναϊκοί μου το έχουν πει αλλά και ΠΑΟΚτσήδες που μου λένε ότι θα ταίριαζα πολύ στην ομάδα τους! Είναι ο τρόπος που αγωνιζόμουν που αρέσει και στον φίλαθλο του ΠΑΟΚ.
– Το γεγονός ότι κρέμονται εκατομμύρια κόσμος από πάνω σας, όχι μόνο στα παιχνίδια, αλλά και στις προπονήσεις, στις εκδηλώσεις, μπορούσες να το συνειδητοποιήσεις όταν έπαιζες μπάλα ή έπρεπε να σταματήσεις;
Όχι, όχι. Αυτό και να το είχες συνειδητοποιήσει την ώρα που παίζεις μπάλα δεν προλαβαίνεις να το σκεφτείς! Είναι τεράστιο πράγμα. Το βάρος δεν σηκώνεται! Να ξέρεις ότι εσύ σήμερα δεν θα παίξεις καλά και ο άλλος αύριο δεν θα μπορεί να πάει στη δουλειά του ή το παιδί να μη θέλει να πάει σχολείο, δεν θα θέλει να δει τους φίλους του που θα είναι αντίπαλοι άλλων ομάδων. Αυτό εάν το σκεφτείς θα σε καταβάλει, όσο δυνατός χαρακτήρας κι αν είσαι.
Από 13 ετών έγινα άντρας
Ο Στολτίδης διαφωνεί με το κλισέ “δεν δίνονται ευκαιρίες στα νέα παιδιά”. Θεωρεί πως πλέον δίνονται τόσο εύκολα και αυτό δεν κάνει καλό στους ποδοσφαιριστές, δεν τους σκληραγωγεί όπως θα έπρεπε. Επιστρέφοντας στην αρχή της δικής του πορείας, το πράγμα είναι ξεκάθαρο. Κανείς δεν του φέρθηκε σαν να ήταν παιδί, ακόμα και στα 13 του. Το “δεν πειράζει είναι παιδί” δεν βοηθάει κανέναν. Στην μπάλα τα δίνεις όλα, αν θες εκείνη να σου επιστρέψει κάποια απ’αυτά που ονειρεύεσαι.
Πρέπει να παίζεις δυνατά, να θες να βελτιώνεσαι, να μη χάνεις μονομαχία, να έχεις το ποδόσφαιρο ως προτεραιότητα, όχι ως συμπλήρωμα, να χάνεις με “αίμα” και να μην γκρινιάζεις όταν πρέπει να δουλέψεις. Ο Ιεροκλής λέει πως δεν είχε ταλέντο, αλλά αν τον διάβαζε ο Άλεξ Φέργκιουσον θα διαφωνούσε, αφού ο Σκωτσέζος έχει πει πως “ταλέντο είναι και το να σου αρέσει η προπόνηση”.
“Δεν ήταν καταπίεση, δεν μου φαινόταν πως έκανα θυσία”, λέει ο Στολτίδης. Όταν νιώθεις πως γεννήθηκες για να παίζεις ποδόσφαιρο, πως να αποτύχεις;
– Να φέρουμε το χρόνο πίσω. Εσύ ξεκίνησες στον Ηρακλή;
Όχι, όχι. Ξεκίνησα να παίζω μπάλα στο χωριό μου.
-Και μου είπες ότι εκεί είχατε τότε τρεις… μαχαλάδες.
Ακριβώς. Ήταν ένα χωριό με χίλιους, χίλιους διακόσιους κατοίκους, με τρεις ομάδες για να παίζουμε μεταξύ μας. Τώρα δεν έχει ούτε μισή. Κι αυτό είναι σημείο των καιρών γιατί τα παιδιά ασχολούνται με άλλα πράγματα.
-Έτσι, από την αλάνα παίζουν πλέον ποδοσφαιράκι στην τηλεόραση.
Ακριβώς. Μπορεί να παίζουν ποδοσφαιράκι ή άλλα παιχνίδια. Έχουν τις κονσόλες και μαζεύονται στα σπίτια να παίζουν. Πως θα καλλιεργηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, το όποιο ταλέντο έχει ένα παιδί; Γιατί, όσο ταλέντο και να έχεις, το ποδόσφαιρο πρέπει να το καλλιεργείς κάθε μέρα για να πετύχεις. Να κάνεις κάθε μέρα τα ίδια πράγματα για να γίνεσαι καλύτερος.
– Ολόκληρη η ζωή σου περιστρεφόταν γύρω απ’ τη μπάλα, για κάποιον άλλον μπορεί να μην είναι έτσι.
Γι’ αυτό είπα ότι βλέπω πως για τα σημερινά παιδιά το ποδόσφαιρο είναι ένα κομμάτι της ζωής τους πλέον, ενώ για τη δική μου γενιά και πιο πριν, το ποδόσφαιρο ήταν ολόκληρη η ζωή μας. Μας ένοιαζε μόνο το ποδόσφαιρο. Όλα περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό. Τώρα, λένε θα κάνω αυτό, θα κάνω και το άλλο, θα παίξω και λίγη μπάλα.
– Πες μας μερικά παραδείγματα που αφορούν εσένα και την καθημερινότητά σου ως ποδοσφαιριστής.
Δεν θα ξενυχτούσα, θα έπρεπε να φάω συγκεκριμένη ώρα και συγκεκριμένα φαγητά, θα έπρεπε μετά την προπόνηση να ξεκουραστώ. Υπήρχε συγκεκριμένο πρόγραμμα που δεν άλλαζε ποτέ.
– Ούτε η γυναίκα μπορούσε να σου αλλάξει το πρόγραμμα;
Ούτε η γυναίκα. Κανένας! Είχα την τύχη να είμαι από ποδοσφαιρικό σόι. Ο μπαμπάς μου έπαιζε μπάλα στο χωριό κι ένας θείος μου είχε παίξει σε υψηλό επίπεδο, πρώτη Εθνική τη δεκαετία του ‘80 στην Καστοριά όπου είχε πάρει και το κύπελλο. Και οι δύο είδαν από μικρό ότι είχα κάποιο ταλέντο και ότι ασχολιόμουν μόνο με το ποδόσφαιρο και είχα την τύχη να μου δώσουν τις σωστές κατευθύνσεις.
– Δηλαδή;
Δεν πέρασα ποτέ εφηβεία. Από 13 ετών έγινα άντρας. Δεν είπε ποτέ κανείς “έλα δεν πειράζει είναι παιδί”. Με έβαλαν κάτω, μου είπαν πως είναι τα πράγματα και εκείνος που με βοήθησε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο θείος μου ο Κώστας, εκείνος που έπαιζε στην Καστοριά. Μου μάθαινε πως ήταν το σωστό ποδόσφαιρο και δυο τρία πράγματα που έπρεπε να κάνω, όπως να ξεχάσω άλλες δραστηριότητες και να αφοσιωθώ σ’ αυτό.
– Ποιο είναι το σωστό ποδόσφαιρο;
Όταν λέω για σωστό ποδόσφαιρο, εννοώ τις αρχές του ποδοσφαίρου. Απλά πράγματα. Όπως για παράδειγμα όταν είσαι κοντά στην εστία και ο άλλος είναι σε καλύτερη θέση για να βάλει το γκολ θα πάρει εκείνος τη μπάλα οπωσδήποτε. Πρέπει να δώσεις τη μπάλα και όχι ν’ αρχίσεις να τρέχεις για να βάλεις εσύ το γκολ. Ένα άλλο που μου έμαθε, είναι να παίζω δυνατά. Να μη χάνω μονομαχία. Με είχε επηρεάσει τόσο πολύ που μου έβγαινε ο εγωισμός. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω παιχνίδι, θα τρελαινόμουν. Ακόμη κι αν έχανα, έχανα με αίμα. Ήταν κάποια πράγματα στο αγωνιστικό και κυρίως στο εξωαγωνιστικό κομμάτι που με βοήθησαν πάρα πολύ.
-Ο θείος τώρα τι λέει;
Τίποτα. Τι να πει; Μαζί με τον πατέρα μου, ό,τι έκαναν το έκαναν στην αρχή της καριέρας μου.
-Όταν έπαιζες δεν σου έλεγε ότι τον κάνεις περήφανο ή ήταν αυστηρός;
Όχι, εντάξει. Στο σόι μας δεν είμαστε και τόσο διαχυτικοί, αλλά πολλές φορές με μια ματιά καταλαβαίνεις πολλά πράγματα.
-Αυτό σε βοήθησε να σκληραγωγηθείς;
Ναι, βέβαια. Από 13,5 με αντιμετώπιζε ως άντρα. Μια φορά, 14 ήμουν και γύρισα αργά από ένα πάρτι μια Παρασκευή και την Κυριακή παίζαμε με την ομάδα του χωριού. Με έπιασε ο θείος μου –ο πατέρας μου δεν μου είπε ποτέ κουβέντα για ποδόσφαιρο κι αυτό είναι συμβουλή για όλους τους πατεράδες να αφήσετε τα παιδιά σας ήσυχα– και μου είπε να μην ξανασυμβεί γιατί την Κυριακή είχα αγώνα. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά.
-Δεν ήσουν δηλαδή απ’ τα παιδιά που ήθελαν κυνηγητό.
Ποιο κυνηγητό; Εγώ ένιωθα πως γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο. Δεν ήταν καταπίεση. Δεν μου φαινόταν πως έκανα θυσία. Δεν γκρίνιαζα και ένας λόγος που έπαιξα ποδόσφαιρο ήταν αυτός. Ταλέντο μεγάλο δεν είχα, αλλά δούλεψα πολύ την τεχνική. Δεν την είχα από μικρός κι αυτό μου είχε δημιουργήσει πρόβλημα όταν έπαιζα ακόμα στο χωριό μου. Επειδή είχα πείσμα όμως, δούλεψα πολύ πάνω στην τεχνική, τα άλλα στοιχεία τα είχα σε μεγάλο βαθμό κι έτσι εξελίχθηκα.
-Δούλεψες και ατομικά;
Πάρα πολύ. Είναι ό,τι καλύτερο. Ακόμα και με μια μπάλα, να κάνεις πάσα σε έναν τοίχο συνέχεια, ειδικά με το πόδι που δεν είναι καλό, είναι σημαντικό. Αυτό που λένε ότι η επανάληψη είναι η μητέρα της μάθησης, ισχύει 100% στο ποδόσφαιρο.
-Το επόμενο βήμα πως έγινε και πήγες στον Ηρακλή;
Δεν πήγα αμέσως στον Ηρακλή. Απ’ την ομάδα του χωριού μου, το Μαυροδένδρι Κοζάνης, πήγα για δύο χρόνια στους Πόντιους Κοζάνης στη Δ’ Εθνική, εκεί άρχισα να παίζω στην Εθνική παίδων. Από ‘κει με είδαν και με πήραν στον Ηρακλή.
-Το ένα βήμα μετά το άλλο. Ήταν κάτι που ήξερες πως θα συμβεί ή το βράδυ δεν μπορούσες να κοιμηθείς απ’ τη χαρά σου;
Όταν πήγα απ’ το χωριό μου στους Πόντιους, ήταν ένα βήμα και χάρηκα. Όταν έφυγα από κει για τον Ηρακλή, ήταν πολύ μεγάλο βήμα. Άλλαξε τη ζωή μου γιατί έφυγα απ’ το χωριό και πήγα σε μια μεγάλη πόλη. Ένιωσα ότι έκανα το κάτι παραπάνω στα 17 μου, ότι έπρεπε να αρπάξω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.
– Τι θέση έπαιζες εκεί;
Μέχρι να βρω τη θέση μου, πέρασαν κάποια χρόνια. Στο χωριό, αριστερό εξτρέμ, στους Πόντιους έπαιξα και σέντερ φορ και αριστερό εξτρέμ και χαφ. Στην Εθνική παίδων έπαιζα αμυντικό χαφ συνέχεια με προπονητή τον Αλέκο Σοφιανίδη.
– Ο πρώτος άνθρωπος που βρήκε την πραγματική σου θέση.
Ναι, εκείνος ήταν. Μετά στον Ηρακλή ξεκίνησα ως αριστερό μπακ και μετά από δύο χρόνια, έξι –επτά αγωνιστικές πριν το τέλος του πρωταθλήματος που η ομάδα ξέμεινε από αμυντικά χαφ λόγω τραυματισμών και καρτών, μπήκα να παίξω κι έμεινα σ’ αυτή τη θέση.
– Τότε ο Ηρακλής είχε παιχταράδες.
Όταν πήγα στον Ηρακλή είχε πολύ καλούς παίκτες. Ήταν ο Γιώργος ο Παπαδόπουλος, ο Ζήφκας, ο Δανιήλ Παπαδόπουλος, ο Σάκης Αναστασιάδης, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, μετά ήρθε και ο Σάββας Κωφίδης, ο Χρήστος Κωστής απ’ τους μικρούς… Είχε δυνατό ρόστερ. Γι’ αυτό και δεν ήταν εύκολα τα πράγματα.
-Στην προπόνηση όταν έπαιζες αντίπαλος με κάποιον απ’ αυτούς τους παίκτες, τι γινόταν;
Α, είχαμε προβλήματα εκεί. Δεν καταλάβαινα τίποτα! Και ο Ιβάν ο Γιοβάνοβιτς θα σου πει ότι με κυνηγούσε (γέλια)! Αυτά με κράτησαν κι έγινα ποδοσφαιριστής. Δεν φοβόμουν καθόλου και γενικά στην καριέρα μου δεν φοβήθηκα ποτέ. Σε καμία έδρα και με κανέναν αντίπαλο. Ήξερα τις δυνατότητές μου και δεν με φόβισε κανένας απέναντί μου. Έλεγα 11 εμείς, 11 κι αυτοί γιατί να τους φοβηθώ;.
– Ο Ζε Ελίας είχε πει «και τον αδερφό μου να είχα αντίπαλο θα περνούσα από πάνω του για να κερδίσω». Σε εκφράζει;
Με εκφράζει απόλυτα! Το παιχνίδι είναι παιχνίδι, όποιον κι αν έχεις απέναντί σου.
– Θα έριχνες δηλαδή και την κλωτσιά;
Βέβαια. Είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού. Το ποδόσφαιρο είναι δύο πράγματα. Είναι το “εμείς” κι “εσείς” κι είναι και το “εγώ” κι “αυτός”. Εάν δεν μπορεί ο άλλος, να πάει σπίτι του. Δεν γίνεται να επιβιώσεις διαφορετικά. Εάν τον δεις τον άλλον με συμπάθεια, θα περάσει εκείνος από πάνω σου!
– Έχεις πει 2-3 φορές ως τώρα ότι η μπάλα είναι αντρικό άθλημα. Μεταφράζεται σ’ αυτό που λες;
Ναι, σ’ αυτό ακριβώς. Το ποδόσφαιρο είναι μία μάχη. Ένας μικρός πόλεμος. Είναι σκληρό άθλημα, σώμα με σώμα γι αυτό και λέω ότι είναι αντρικό άθλημα.
-Στον Ηρακλή ανδρώνεσαι και εξελίσσεσαι σε φυσικό ηγέτη της ομάδας. Μετά από 11 χρόνια, στο φινάλε του συμβολαίου σου, έρχεται η πρόταση απ’ τον Ολυμπιακό σε μια περίοδο που δεν ήταν εύκολη η μετάβαση απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Πως το βίωσες, πως το εισέπραξες, πως το αποφάσισες;
Κοίτα, είχα αποφασίσει ότι ήθελα να κάνω ένα βήμα παραπάνω στην καριέρα μου. Το άργησα κιόλας, αλλά στο ποδόσφαιρο δεν καθορίζεις εσύ τις καταστάσεις, είναι θέμα συγκυριών. Είχα καταλάβει ότι ο Ηρακλής δεν είχε μέλλον. Φαινόταν ότι θα πάρει την κατρακύλα κι εγώ δεν ήθελα να είμαι μέρος της. Είχα πάρει, λοιπόν, την απόφαση να φύγω. Τώρα που θα πήγαινα, δεν ήξερα. Απ’ τη στιγμή όμως, που είχα καλές προτάσεις, το σίγουρο ήταν ότι θα έφευγα…
Ποτέ δεν κώλωσα στην καριέρα μου
Τον ήθελαν και οι δύο “αιώνιοι”. Ο Στολτίδης μιλάει για την απόφασή του και καταλαβαίνεις πως στο μυαλό του δεν υπήρξε ποτέ δίλημμα. “Τις μεγάλες και σοβαρές αποφάσεις πρέπει να τις παίρνουμε μόνοι μας”, λέει ο Ρένος στα “Φτηνά Τσιγάρα” κι ακριβώς αυτό έκανε ο Ιεροκλής. Πήγε στον Πειραιά ως συμπληρωματική λύση, αλλά δεν φοβήθηκε. Βρήκε στα αποδυτήρια παιχταράδες και μεγάλες προσωπικότητες, αλλά δεν “κώλωσε” και το κλειδί είναι και εδώ πως δεν ήταν “παιδί” 19-21 χρόνων, αλλά στα 28 του, μπαρουτοκαπνισμένος, έτοιμος. Ο Στολτίδης λέει πως και έξι μήνες συμβόλαιο να του πρότειναν, θα συμφωνούσε μόνο και μόνο για να πάρει την ευκαιρία. Να δει τι μπορεί να πετύχει, ακόμα κι αν τελικά δεν τα κατάφερνε.
Θυμάται την τεχνική, αλλά και τα “μούτρα” του Ζιοβάνι, τον Καρεμπέ, τους υπόλοιπους Έλληνες της ομάδας που πάντα φρόντιζαν να πουν μια κουβέντα παραπάνω στο αποδυτήρια, να βγουν μπροστά όταν η ομάδα δεν ήταν καλά, όπως πχ πριν απ’τον τελικό Κυπέλλου με τον Άρη. Τις μεγάλες νίκες, τα δικά του γκολ, τον αγώνα που ο κόσμος έκανε τόσο θόρυβο που οι παίκτες δεν μπορούσαν ούτε να ακούσουν ο ένας τον άλλον. Τη νοοτροπία που τον έστελνε μπροστά για να σκοράρει, τις επισκέψεις του “φιλικού” Σωκράτη Κόκκαλη.
Ο Σταύρος τον ρωτάει για τον αντίπαλο που ξεχώρισε στους αγώνες του Champions League και ο Στολτίδης λέει πως δεν θυμάται να έμεινε με ανοιχτό το στόμα για κάποιον. Υπεροψία; Όχι, απλώς η αποτύπωση μιας συνολικής θεώρησης στο ποδόσφαιρο.
– Εκτός απ’ τον Ολυμπιακό, είχες τότε πρόταση και από τον Παναθηναϊκό.
Ακριβώς. Είχα δύο προτάσεις και έπρεπε να διαλέξω μία.
– Οικονομικά ήταν ίδιες;
Ναι.
– Και γιατί επέλεξες τον Ολυμπιακό;
Οι λόγοι ήταν πολλοί. Ήταν μία ομάδα που με εξέφραζε περισσότερο, κυρίως στο στυλ του παιχνιδιού μου. Αυτό που λέει ο κόσμος ότι θα βγούμε μπροστά και δεν θα φοβηθούμε τίποτα γιατί είμαστε Ολυμπιακός! Έτσι ένιωθα κι εγώ. Ήταν πρωταθλήτρια ομάδα, πιο καλά δομημένη και με καλούς ποδοσφαιριστές.
– Ο ανταγωνισμός δεν σε φόβισε;
Όχι, αντιθέτως! Έτσι γίνεσαι καλύτερος. Πολλοί το λένε, αλλά δεν το επιδιώκουν. Ο ανταγωνισμός σε κάνει καλύτερο. Δεν είχα πρόβλημα με την αποτυχία. Εάν αποτύγχανα στον Ολυμπιακό δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Αντίθετα, εάν μπορούσα να πάω και δεν πήγαινα λόγω ανταγωνισμού, θα είχα πρόβλημα για την υπόλοιπη ζωή μου.
-Γιατί;
Γιατί θα ήξερα πως άφησα την μεγαλύτερη ευκαιρία. Και ο μόνος λόγος θα ήταν αυτός. Ότι φοβήθηκα τον ανταγωνισμό, πως δεν θα παίξω. Το άκουσα πάρα πολλές φορές αυτό…
-Υπογράφεις λοιπόν, στον Ολυμπιακό…
Πήρα γρήγορα την απόφαση αν και η πρώτη πρόταση ήταν του Παναθηναϊκού, μέσω του τότε προέδρου του, Φιλιππίδη. Μετά από λίγες μέρες, όμως, όταν έμαθα για το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, είπα στον μάνατζέρ μου να συμφωνήσει.
– Η πρόταση σου μεταφέρθηκε μέσω του μάνατζέρ σου ή σε πήρε κάποιος τηλέφωνο;
Μέσω του μάνατζέρ μου. Όταν μου είπε ότι υπάρχει ενδιαφέρον του είπα “τελείωσέ το, δεν μ’ ενδιαφέρει πως, αλλά τελείωσέ το”.
– Μετά από πόσες μέρες τελείωσε;
Γρήγορα. Μια βδομάδα, δέκα μέρες.
– Η πρώτη σου επαφή με άνθρωπο του Ολυμπιακού με ποιον ήταν;
Με τον κύριο Λούβαρη. Ουσιαστικά, δική του επιλογή ήμουν και δεν το έχω κρύψει ποτέ. Εάν θυμάστε, στον Ολυμπιακό πήγα ως ρεζέρβα. Μια εναλλακτική λύση, έτσι για να βοηθάω και το πήρε πάνω του, καθαρά, ο κύριος Λούβαρης.
– Γιατί; Ποιος ήταν μπροστά από σένα τότε;
Ήταν ο Καρεμπέ και ο Καφές αμυντικά χαφ, ενώ υπήρχε και ο Κωστούλας που μπορούσε να παίξει σ’ αυτήν τη θέση. Εγώ στον Ολυμπιακό πήγα για να πάω και περισσότερο εξαιτίας της επιμονής του κυρίου Λούβαρη.
-Τι σου είπε;
Ότι μίλησε του προέδρου, του είπε ότι αυτός ο παίκτης είναι καλός και πρέπει να τον πάρουμε κι έτσι με πήρε.
– Τι έγινε όταν πήγες να υπογράψεις;
Απλά πράγματα. Κάθισα περίπου πέντε λεπτά. Μπήκα μέσα, μου είπαν αυτά είναι, υπέγραψα κι έφυγα. Δεν υπήρξε κάποια διαπραγμάτευση. Εγώ την ευκαιρία μου έψαχνα. Όταν πας σε τέτοιο σωματείο δεν λες θέλω 50 χιλιάρικα παραπάνω ή τρία χρόνια συμβόλαιο. Ακόμα και έξι μήνες να μου πρότειναν, εγώ θα καθόμουν έξι μήνες και θα προσπαθούσα να αποδείξω ότι αξίζω για παραπάνω. Υπέγραψα για 1+1, μου έδωσαν τα χρήματα που ήθελαν εκείνοι κι έφυγα.
– Το διάστημα που έπρεπε να αποφασίσεις, χρειάστηκε να συζητήσεις ή να μοιραστείς τη σκέψη σου με κάποιον;
Όχι, με κανέναν! Δεν συζήτησα ούτε με τον πατέρα μου, την πρόταση του Ολυμπιακού. Είπα απ’ την αρχή του μάνατζέρ μου να τελειώσει με τον Ολυμπιακό. Όταν έχεις αποφασίσει και είσαι κατασταλαγμένος τι θέλεις να κάνεις, το κάνεις χωρίς δεύτερη σκέψη. Εάν δεν υπήρχε Ολυμπιακός, τότε θα συζητούσα με το μάνατζέρ μου άλλες προτάσεις.
– Κι ενδεχομένως να πήγαινες ακόμα και στο εξωτερικό;
Δεν ξέρω που θα με έβγαζε το κύμα.
– Αλλά έχεις μάθει να κολυμπάς και θεώρησες πως είναι καλύτερα να πας σ’ αυτά τα νερά, έστω κι αν είναι βαθιά. Πας λοιπόν και ξεκινάς στον Ολυμπιακό. Πως το βιώνεις; Ζορίζεσαι;
Καθόλου. Η λογική μου είναι πως για να τα έχω καλά με τον εαυτό μου, εκεί που θα πάω θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Εάν δεν φτάνει το ταλέντο μου, οι απαιτήσεις είναι τεράστιες ή υπάρχουν άλλοι παράγοντες που δεν θα μου επιτρέψουν να πετύχω, θα πω κρίμα, δεν πειράζει, πάμε παρακάτω. Εάν πήγαινα στον Ολυμπιακό και δεν προσπαθούσα ή δεν έκανα αυτά που έπρεπε, πάλι θα το κουβαλούσα σ’ όλη μου τη ζωή.
– Τελικά, προσπάθησες όσο μπορούσες εκεί;
Ναι, πάντα το έκανα. Φαινόταν και από το στυλ του παιχνιδιού μου. Όπου πήγαινα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Έδινα πάντα το 100%.
– Δεν κώλωσες;
Καθόλου. Ποτέ δεν κώλωσα σ’ ολόκληρη την καριέρα μου.
– Μιλάμε τότε για ένα ρόστερ του Ολυμπιακού με παιχταράδες.
Φοβεροί παίκτες και μεγάλες προσωπικότητες.
– Μπαίνοντας στα αποδυτήρια με Τζόρτζεβιτς, Καρεμπέ, Ζιοβάνι, Άντζα, Μαυρογενίδη, Ανατολάκη δεν κωλώνεις;
Όχι. Πρώτα απ’ όλα είναι άνθρωποι. Δεν είχα κανένα πρόβλημα. Πήγα και σε μεγάλη ηλικία στον Ολυμπιακό, 28 ετών. Εάν πήγαινα στα 17 ή στα 18, ίσως και να κώλωνα. Κάποια παιδιά απ’ αυτά τα ήξερα. Με τον Άντζα είχαμε παίξει πολλά χρόνια στις Εθνικές. Ήξερα τον Πατσατζόγλου, τον Μαυρογενίδη, τον Ελευθερόπουλο, με τον Ανατολάκη ήμασταν συμπαίκτες στον Ηρακλή. Δεν πήγα σε τελείως άγνωστο περιβάλλον. Δεν ήμουν πιτσιρικάς που μπορεί να σου κάνουν μια πλάκα ή ένα καψόνι. Ένιωθα ενθουσιασμό και δεν έβλεπα την ώρα να βγούμε στο γήπεδο και να παίξουμε μπάλα.
– Και τι έγινε στο γήπεδο;
Τίποτα. Παίξαμε μπάλα. Ήταν λες και έπαιζα χρόνια στον Ολυμπιακό. Δεν είχα πρόβλημα. Είχα την τύχη με 6-7 ποδοσφαιριστές να έχουμε παίξει μαζί. Προπονητής τότε ήταν ο Προτάσοφ.
– Πήρες τη φανέλα κατευθείαν;
Από τα φιλικά! Ξεκίνησα καλά και μπήκα στην ομάδα κατευθείαν. Μόνο ένα ματς με άφησε στον πάγκο, με την Προοδευτική που χάσαμε. Μπήκα ως αλλαγή στο 80.
– «Κολλάς» λοιπόν απ’ την πρώτη μέρα και νιώθεις σαν να παίζεις χρόνια…
Κανονικά. Απ’ την πρώτη μέρα που μπήκα στ’ αποδυτήρια ήταν μια χαρά. Δεν χρειάστηκα χρόνο προσαρμογής.
– Σου έκανε κάτι εντύπωση απ’ τα παιδιά με τα οποία συνεργάστηκες;
Κάθε χαρακτήρας είναι διαφορετικός. Άλλο να το βλέπεις στην τηλεόραση και άλλο να το ζεις καθημερινά. Ο Καρεμπέ για παράδειγμα ήταν πολύ φιλικός. Ο Ζιοβάνι πιο κλειστός χαρακτήρας, αλλά εάν τον κέρδιζες, σου έδινε και τη ψυχή του. Δεν έχω συναντήσει ποδοσφαιριστή με καλύτερη τεχνική απ’ αυτόν και πιστεύω πως την έχουν ελάχιστοι στον κόσμο. Κι ο Ροναλντίνιο έχει καλή τεχνική, αλλά ο Ζιοβάνι ήταν άλλο πράγμα.
-Δούλευε στην προπόνηση;
Δούλευε, αλλά ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Μπορεί να τον επηρέαζε οτιδήποτε. Για παράδειγμα όταν ο προπονητής έλεγε κάτι, μπορεί να τον έπαιρνε από κάτω και να μην ήταν καλά. Εάν τον κέρδιζες, πετούσε.
– Κανένας από τους ποδοσφαιριστές εκείνης της εποχής δεν μου έχει πει ότι ο Ριβάλντο ήταν καλύτερος από τον Ζιοβάνι…
Ο Ριβάλντο, καλός ποδοσφαιριστής, με καλή τεχνική και πολύ έξυπνος, αλλά ο Ζιοβάνι ήταν από άλλο πλανήτη. Μπορούσε να σου κάνει ντρίμπλα χωρίς να ακουμπήσει τη μπάλα. Είναι απ’ τις περιπτώσεις παικτών που λέμε ότι έχουν γεννηθεί με τη μπάλα στο πόδι. Ήταν έμφυτο η αίσθηση που είχε με τη μπάλα. Χάρισμα απ’ το Θεό.
– Υπήρχε και καλή χημεία στ’ αποδυτήρια.
Παρότι υπήρχαν εκείνη την εποχή παίκτες με μεγάλες προσωπικότητες ήταν καλά τα πράγματα. Εντάξει, προβλήματα πάντα υπάρχουν, όμως, ο ένας σεβόταν τον άλλο και μέσα στο παιχνίδι και στ’ αποδυτήρια.
-Μπινελίκια έπεφταν;
Ελάχιστες στιγμές, κυρίως μέσα στο παιχνίδι. Στ’αποδυτήρια δεν θυμάμαι να έχει συμβεί.
-Πάντα είχα απορία τι γινόταν στ’ αποδυτήρια πριν απ’ τα μεγάλα παιχνίδια, μεταξύ των παικτών. Πως μιλούν οι αρχηγοί, τι συζητάτε…
Ελάχιστες φορές υπήρξε ομιλία. Λίγα πράγματα. Σίγουρα, υπήρχαν παρέες τριών, τεσσάρων ατόμων που μαζευόμασταν πριν από τα ματς στα δωμάτια και είναι λογικό. Δεν γίνεται όλοι να ταιριάζουν με όλους.
– Τότε θυμάμαι ότι και στα καλά και στα άσχημα αποτελέσματα, βγαίνατε μπροστά.
Αυτό είναι που λέω ότι υπήρχαν προσωπικότητες τότε στον Ολυμπιακό. Όταν χρειαζόταν να μαζευτούμε για να μιλήσουμε οκτώ – δέκα άτομα, γινόταν πάντα πριν από σημαντικά παιχνίδια, όταν πραγματικά υπήρχε πρόβλημα. Για παράδειγμα, θυμάμαι πως αυτό συνέβη πριν το παιχνίδι με τον Άρη στη Θεσσαλονίκη για τον τελικό Κυπέλλου. Η ομάδα ήταν σε τραγική κατάσταση, δεν είχε δυνάμεις, ήταν ξεζουμισμένη. Ξέραμε ότι δεν ήμασταν καλά και το ήξεραν και οι αντίπαλοι.
Ήταν μία από τις φορές που μαζευτήκαμε 7-8 άτομα και είπαμε «μ@λ@κες, δεν είμαστε καλά. Τι κάνουμε; Ήρεμα πίσω, κρατάμε το 0-0 και βλέπουμε…». Κερδίσαμε τελικά 3-0 στο Καυτανζόγλειο. Εκεί φαίνεται η προσωπικότητα των ποδοσφαιριστών. Πρέπει να έχεις μέσα στην ομάδα παίκτες με προσωπικότητα. Δεν φτάνει μόνο ο προπονητής.
-Αυτό που λέμε «παίζω για τη φανέλα» υπάρχει;
Υπάρχει. Τουλάχιστον όσο έπαιζα εγώ, υπήρχε. Όλοι οι ποδοσφαιριστές παίζουν ποδόσφαιρο γιατί τους αρέσει, για τη δόξα, για τα χρήματα. Σε ομάδες, όμως, όπως ο Ολυμπιακός υπάρχουν στιγμές που θα παίξεις για τη φανέλα. Εκεί, τα ξεχνάς όλα και λες πρέπει να κερδίσουμε σήμερα για τον Ολυμπιακό.
– Το ένιωσες από τότε που πήγες στον Ολυμπιακό ή το κατάλαβες στη διάρκεια;
Το βίωσα νωρίς. Απ’ τα πρώτα μου παιχνίδια. Υπήρχαν παιχνίδια που έπαιζες για τη φανέλα. Για τον κόσμο.
– Αυτό το καταλάβαιναν όλα τα παιδιά του Ολυμπιακού;
Άλλοι το καταλαβαίνουν περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Σίγουρα, το κατανοούν περισσότερο οι Έλληνες. Οι ξένοι είναι δύσκολο να καταλάβουν τι σημαίνει ντέρμπι Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός. Με ‘μας τους Έλληνες, όμως, ήταν διαφορετικά. Ξέραμε πως πρέπει να κερδίσουμε ό,τι κι αν γίνει. Μπορεί να έχεις πάρει πρωτάθλημα και να έχεις 15 βαθμούς διαφορά, αλλά υπάρχουν ματς που να χρειαστεί να παίξεις για τη φανέλα.
– Η παρουσία του Σωκράτη Κόκκαλη τι σήμαινε τότε για εσάς τους ποδοσφαιριστές;
Ήταν καταλυτική, όχι μόνο για μας, αλλά για ολόκληρο τον Ολυμπιακό. Σήμαινε ασφάλεια. Ότι υπάρχει πάνω ένας άνθρωπος που φροντίζει να μη μας λείπει τίποτα, ώστε να κοιτάμε εμείς τη δουλειά μας.
– Πως ήταν όταν ερχόταν να σας μιλήσει στ’ αποδυτήρια; Έβγαζε το χαρακτήρα του απόμακρου προέδρου ή ήταν προσιτός;
Ήταν πολύ φιλικός. Δεν ένιωθες ότι ήρθε ο πρόεδρος να μιλήσει. Είχε έρθει ελάχιστες φορές. Μια φορά το χρόνο, δύο, ή κάποιες χρονιές καθόλου. Ήταν φιλικός, απλός και συγκεκριμένος. Μόνο μια φορά τον θυμάμαι να έχει έρθει φορτωμένος.
– Ένα από τα στοιχεία που σε χαρακτήριζαν ως παίκτη, είναι ότι είχες βάλει πολύ σημαντικά γκολ σε μεγάλα παιχνίδια που έχουν μείνει στη μνήμη των οπαδών.
Το κυνηγούσα το γκολ. Έμπαινα στο ματς και ήθελα να βάλω γκολ. Αν και ήμουν αμυντικός μέσος είχα επιθετική φιλοσοφία και έπαιζα και σε μία επιθετική ομάδα, όπως ήταν τότε ο Ολυμπιακός. Γενικά αυτή η θέση έχει αλλάξει πολύ. Δεν υπάρχει ο κόφτης των παλιών χρόνων που θα κάτσει πίσω να μαρκάρει και να δώσει τη μπάλα δεξιά ή αριστερά. Πλέον, ο κόφτης μπορεί να μπει στην περιοχή και να σκοράρει. Εμένα μου άρεσε αυτό και όπου έβρισκα την ευκαιρία, έβγαινα μπροστά. Ιδιαίτερα όταν έβλεπα ότι η ομάδα ζοριζόταν να βάλει γκολ, το επιδίωκα περισσότερο. Παίζαμε σε μία ομάδα που ήθελε να κερδίζει και έπρεπε να σκοράρουμε γιατί για τον Ολυμπιακό, η ισοπαλία ισοδυναμούσε με ήττα.
– Από τα γκολ που έχεις βάλει ποια έχουν μείνει στη μνήμη σου και γιατί.
Δεν θα ξεχάσω το πρώτο μου γκολ στο Τσάμπιονς Λιγκ με τη Γιουβέντους στη Ριζούπολη. Επίσης, με τη Λίβερπουλ το 1-0 που μας έδωσε και τη νίκη.
– Eκείνη τη χρονιά η Λίβερπουλ που πήρε και το Τσάμπιονς Λιγκ κόντρα στη Μίλαν, στο Καραϊσκάκη δεν είχε κάνει ούτε μία τελική προσπάθεια…
Ήταν απίστευτο εκείνο το ματς. Κερδίσαμε 1-0 με δική μου κεφαλιά και μετά το 80ό λεπτό, δεν άκουγες τίποτε απ’ τις φωνές του κόσμου! Δεν μπορούσες να ακούσεις ή να μιλήσεις με τους συμπαίκτες σου στα 5 μέτρα! Ήταν εκκωφαντικός ο θόρυβος. Δεν το έχω ζήσει ποτέ ξανά, σε κανένα άλλο ματς και σε κανένα άλλο γήπεδο.
– Έχεις βάλει γκολ με τη Γιουβέντους, τη Λίβερπουλ, κόντρα στον Παναθηναϊκό μέσα στο ΟΑΚΑ. Δεν… σεβάστηκες κανέναν!
Αυτά τα ματς τα απολάμβανα περισσότερο. Εάν σε όλα τα παιχνίδια έδινα το 100%, σ’ αυτά έδινα το 1000%. Με έφτιαχναν αυτά τα παιχνίδια. Τρελαινόμουν και με τις έδρες που είχαν πολύ κόσμο. Αυτό το ματς με τον Παναθηναϊκό που τους κερδίσαμε 0-2, είχε 60.000 κόσμο.
-Πανηγύριζες τα γκολ και μετά τα παιχνίδια;
Όχι, ποτέ. Μετά τα ματς νιώθεις ικανοποίηση, νιώθεις καλά αλλά νιώθεις και ότι έχεις αδειάσει ψυχολογικά.
– Υπήρχαν παιχνίδια που δεν μπορούσες να κουνηθείς μετά από την κούραση;
Φυσικά και υπήρχαν. Θυμάμαι συγκεκριμένα, μετά το ματς με τη Γιουβέντους στη Ριζούπολη, με έβλεπε στην προπόνηση ο Προτάσοφ να πηγαίνω κουτσαίνοντας από την κούραση και γελούσε. Μετά τα ματς μου έβγαινε κούραση, αλλά μετά από δύο μέρες επανερχόμουν ξανά. Το σκαρί μου ήθελε πολύ προπόνηση και ήθελα τρεις, τέσσερις προπονήσεις για να έρθω στα καλά μου.
– Από την πορεία σου ποιους παίκτες δεν θα ξεχάσεις και γιατί.
Δεν θα ξεχάσω το Ζιοβάνι, σίγουρα. Είχε απίστευτη τεχνική. Δεν βγήκε τυχαία το “μάγος” και δεν βγαίνουν πλέον τέτοιοι παίκτες. Τον Γεωργάτο, τον οποίο θεωρούσα ποδοσφαιρική ιδιοφυία γιατί εκτός από ταλέντο είχε και μυαλό. Μου άρεσε πολύ και ο Άντζας, ο οποίος είχε επίσης τρομερό ταλέντο και εάν πρόσεχε λίγο παραπάνω την προπόνηση, -όχι ότι δεν δούλευε– θα μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε ομάδα της Ευρώπης. Φοβερός παίκτης.
– Από αντιπάλους ποιος σε έχει δυσκολέψει περισσότερο;
Μόνο με έναν αντίπαλο είχα πρόβλημα. Τον Κετσπάγια στο ξεκίνημα της καριέρας μου. Με είχε ζορίσει γιατί ήταν εξαιρετικός ποδοσφαιριστής με ένα αβαντάζ που έχουν λίγοι ποδοσφαιριστές. Είχε και τα δύο πόδια καλά και όταν συμβαίνει αυτό δεν ξέρεις ποιο να του κλείσεις. Ήταν και γρήγορος και δυνατός, ήξερε και μπάλα και δεν ήξερες ποιο πόδι να του κλείσεις.
– Από παιχνίδια Τσάμπιονς Λιγκ, υπήρχαν παίκτες που να σε δυσκόλεψαν;
Δεν μου έρχεται κάποιος τώρα. Δεν θυμάμαι να έχω μείνει με το στόμα ανοικτό για κάποιον.
– Ο Νέντβεντ για παράδειγμα;
Τον αντιμετώπισα στη Ριζούπολη, αλλά δεν μπορώ να πω ότι με δυσκόλεψε. Ίσως να μην ήταν και σε καλή μέρα εκείνη τη φορά. Φοβερός ποδοσφαιριστής όμως.
Ο δίκαιος Βαλβέρδε, ο νευρικός Λέτο, ο προβληματικός Φέτφα
Πολλές φορές οι ποδοσφαιριστές αρνούνται να ξεχωρίσουν έναν προπονητή, για να μην αδικήσουν τους υπόλοιπους και καταφεύγουν στο κλισέ “από όλους πήρα κάτι”. Ο Στολτίδης είναι κάθετος: “δαγκωτό” Ερνέστο Βαλβέρδε. Αποκαλύπτει ποιος συμπαίκτης του θεωρούσε πως δεν γίνονται αυτά που τους ζητούσε ο Βαλβέρδε και δίνει στον Ερνέστο το απόλυτο κρέντιτ: “είχε όλο το πακέτο”.
Όταν η κουβέντα πάει στα πρόσωπα, ο Στολτίδης δεν “μασάει τα λόγια του”. Εξηγεί το πρόβλημα του Λέτο, θυμάται αυτά που έλεγε στον αγχωμένο με το γκολ Κώστα Μήτρογλου και τη λάθος σκέψη που είχε ο Φετφατζίδης για το ποδόσφαιρο. Καταλαβαίνεις εύκολα απ’τα λόγια του πως ήταν “αρχηγός” ακόμα και χωρίς το περιβραχιόνιο, ακόμα και χωρίς να το καταλαβαίνει καν. Ήταν εκεί για να πει δυο κουβέντες στους μικρούς, να δώσει το έναυσμα, όταν πχ του έλεγε ο Γεωργάτος “ξεκίνα δυνατά στο κέντρο να τους πάρουμε τον αέρα”.
Και αρκεί μια ιστορία του για να αποτυπώσει το “θέμα” που είχε για χρόνια ο Ολυμπιακός μακριά απ’την έδρα του στην Ευρώπη, την κακή νοοτροπία. “Θέμα” που έλαβε τέλος ένα βράδυ στη Βρέμη.
– Από προπονητές ποιον ξεχωρίζεις;
Ο Βαλβέρδε μου άρεσε πιο πολύ ως προπονητής απ’ όσους είχα.
-Γιατί;
Γιατί ήταν καλός προπονητής.
– Κάποιος πρώην συμπαίκτης σου είχε πει όταν πρωτοήρθε ο Βαλβέρδε πως «είναι τρελός ο άνθρωπος. Μας ζητάει οι αμυντικοί να μαρκάρουν ψηλά στη σέντρα. Θα τρώμε 5 γκολ σε κάθε ματς».
Μην ξεχνάς ότι αυτό το έκανε η Μπαρτσελόνα και το εφάρμοσε πιο τέλεια απ’ όλους.
-Ζοριστήκατε μ’ αυτή τη φιλοσοφία του Βαλβέρδε;
Ήταν πολύ δύσκολο αυτό που μας ζητούσε.
-Τον περάσατε όντως για τρελό;
Για τρελό όχι, αλλά δεν σου κρύβω ότι υπήρχαν παίκτες που είχαν αντιρρήσεις και δεν ήθελαν να το κάνουν. Ο Κοβάσεβιτς για παράδειγμα! Στην προετοιμασία είχε πρόβλημα. Έλεγε πως δεν μπορούμε να το κάνουμε. Τελικά, το κάναμε. Δεν ήταν εύκολο, αλλά ούτε και δύσκολο. Θέλει όμως, πολύ δουλειά και εάν το κάνεις καλά, τον σκοτώνεις τον αντίπαλο. Με τον Βαλβέρδε είχα την ατυχία να τραυματιστώ. Έπαιξα μέχρι το Νοέμβριο και έχασα την υπόλοιπη χρονιά λόγω του τραυματισμού στον αστράγαλο.
Ήθελα μ’ αυτόν τον προπονητή να δουλέψω περισσότερο γιατί εφάρμοζε το σύστημα που ταίριαζε άψογα στον Ολυμπιακό! Έτσι φανταζόμουν κι εγώ τον Ολυμπιακό, όπως τον ήθελε ο Βαλβέρδε! Ψηλά και ειδικά μέσα στο Καραϊσκάκη να μην περνάνε οι αντίπαλοι ούτε τη σέντρα! Μπορούσε να το κάνει αυτό ο Ολυμπιακός. Και αγωνιστικά και κυρίως λόγω έδρας και κόσμου.
– Άρα εκφράζεις κι εσύ τους φιλάθλους του Ολυμπιακού που θέλουν τον αντίπαλο να μην περνάει τη σέντρα…
Αυτήν την άποψη έχω κι εγώ! Εντάξει, στο Τσάμπιονς Λιγκ δεν είναι εύκολο να το εφαρμόσεις, γιατί παίζεις με καλές ομάδες, αλλά στο πρωτάθλημα ήμουν κάθετος σ’ αυτό. Ψηλά όλοι και να τους πνίγουμε. Είναι δύσκολο να το πετύχεις γιατί πρέπει να έχεις γυμνασμένη ομάδα και να θέλουν όλοι οι ποδοσφαιριστές να το κάνουν. Με τον Βαλβέρδε ήταν αδιαπραγμάτευτο αυτό.
– Δεν ξεκίνησε, όμως, καλά ο Βαλβέρδε.
Με την Ανόρθωση το πληρώσαμε ότι παίξαμε ψηλά. Το πληρώσαμε γιατί δεν μας είχε πείσει ακόμα ότι μπορούμε να το κάνουμε.
– Είχε προσωπικότητα;
Βέβαια. Όταν είπα ότι μου αρέσει ο Βαλβέρδε τα βάζω όλα μέσα. Όχι μόνο ότι έκανε καλή προπόνηση ή έστηνε καλά την ομάδα. Μου άρεσε και για άλλους λόγους. Είχε ίδια συμπεριφορά σε όλους. Ήταν όσο κοντά έπρεπε να είναι στον ποδοσφαιριστή, αλλά και μακριά. Είναι δύσκολη η δουλειά του προπονητή. Για μένα ο κόουτς δεν μπορεί να είναι φίλος με τον παίκτη, αλλά ούτε και ο σατράπης που θα εφαρμόζει στρατιωτική πειθαρχία. Τότε θα τους χάσει, γιατί τους πνίγει. Πρέπει να τους έχει σε μία απόσταση και να είναι δίκαιος. Για μένα, ο Βαλβέρδε ήταν δίκαιος. Ακόμα κι όταν είχες μία διαφωνία, καταλάβαινες ότι δεν το έκανε επίτηδες. Είχε όλο το πακέτο.
-Με τον Λέτο γιατί είχαν τσακωθεί;
Ο Λέτο ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Προβληματικός! Δεν ήταν από τους ποδοσφαιριστές, με τους οποίους μπορείς να κάνεις ομάδα. Είχε νεύρα και τα έβγαζε και σε συμπαίκτες. Τσακωνόταν για ψύλλου πήδημα.
-Είναι εύκολο όταν είσαι σε ένταση να κοντρολάρεις τα νεύρα σου;
Όχι, αλλά πρέπει. Δεν βοηθούν την ομάδα σου ούτε στη διάρκεια του αγώνα, αλλά ούτε εκτός αγώνων. Μετά, χάνεις και το σεβασμό των συμπαικτών σου.
-Ήσουν απ’ τα παιδιά που ξέρω καλά ότι και στον πιτσιρικά ήσουν πάντα δίπλα να τον συμβουλεύσεις, όπως έκανες με τον Μήτρογλου.
Το θεωρούσα υποχρέωσή μου. Με τον Μήτρογλου επειδή έχει τρομερό ταλέντο δεν έκανα τίποτα σπουδαίο. Ήθελα να βοηθήσω την ομάδα. Εάν πεις μια συμβουλή σε έναν μικρό, κερδίζεις κι εσύ κι εκείνος που βοηθάς. Όπως έκαναν άλλοι σε εμένα όταν ήμουν μικρός, έτσι λειτουργούσα κι εγώ στους μικρότερους. Ήθελα να τους βοηθήσω.
-Με ποιον τρόπο;
Με συμβουλές κυρίως. Δεν είχα ποτέ κανέναν πιτσιρικά από κοντά. Ο Μήτρογλου είχε και έχει –και φαίνεται– ένα τρομερό άγχος να βάζει γκολ. Το έχουν όλα τα σέντερ φορ αλλά εκείνος το έχει στον υπερθετικό βαθμό με αποτέλεσμα να αφήνει άλλα πράγματα στο παιχνίδι του, όπως να μαρκάρει, να τρέξει, να βοηθήσει στην άμυνα. Προσπαθούσα λοιπόν, να του δώσω να καταλάβει ότι το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο να βάζεις γκολ.
Σίγουρα, για ένα σέντερ φορ είναι σημαντικό να σκοράρει και τα γκολ μετρούν στο βιογραφικό, αλλά εάν δεν βοηθάς και σε άλλους τομείς, μετά δεν θα σου δίνει κανένας συμπαίκτης σου τη μπάλα! Εάν κάθεσαι στην περιοχή και περιμένεις για να βάλεις γκολ, δεν θα σου τη δίνουν. Οι άλλοι, δεν είναι βλάκες να τρέχουν, να σκοτώνονται για να βάζεις εσύ γκολ. Πρέπει να μαρκάρεις, να κάνεις κινήσεις για να ανοίξεις χώρους, όχι μόνο για να βάλεις γκολ. Αυτά προσπαθούσα να του εξηγήσω. Τώρα όποιος ήθελε να ακούσει, άκουγε….
-Ακόμα το κάνεις πάντως.
Πολλές φορές.
-Κάποιοι θεωρούν ότι ο Μήτρογλου από πλευράς τεχνικής είναι καλύτερος απ’ τον Κοβάσεβιτς…
Σε τεχνική είναι ανώτερος απ’ τον Κοβάσεβιτς, στα τελειώματα ήταν ίδιοι. Στις τελικές είχαν τα ίδια ποσοστά επιτυχίας κι ο ένας ήρθε στον Ολυμπιακό στα 33 ενώ ο άλλος ήταν στα 17. Ήταν στο ίδιο επίπεδο. Εκεί, λες, αυτόν τον ποδοσφαιριστή πρέπει να τον μάθω λίγο. Όχι εγώ. Ο προπονητής, η ομάδα να τον κάνουν ποδοσφαιριστή γιατί ο Μήτρογλου εκείνη την εποχή δεν ήταν ποδοσφαιριστής. Ήταν ταλέντο.
-Υπήρχαν άλλα παρόμοια περιστατικά με παιδιά που ήταν στην ομάδα και τα συμβούλεψες στα πρώτα τους βήματα;
Με όλους ήμουν έτσι. Και με τον Φετφατζίδη ο οποίος είχε ταλέντο, αλλά κι εκείνος είχε λάθος σκέψη για το ποδόσφαιρο. Ήθελε να κρατάει πάρα πολύ τη μπάλα και όταν την έχανε έβαζε το κεφάλι κάτω. Έβγαινε απ’ το παιχνίδι. Αυτά είναι ανεπίτρεπτα πράγματα.
-Τον έπαιρνε από κάτω δηλαδή, ήταν θέμα ψυχολογίας;
Όχι, δεν ήταν ψυχολογικό. Έβαζε κάτω το κεφάλι γιατί δεν τον ενδιέφερε να μαρκάρει. Υπάρχουν αρχές του ποδοσφαίρου που έπρεπε να τις μάθουν από μικροί κι αυτές τους εξηγούσα.
-Υπήρχαν παιχνίδια στα οποία είχες πάρει και το περιβραχιόνιο. Σ’ αυτά ένιωθες κάτι παραπάνω;
Βέβαια. Καταρχήν, δεν επεδίωξα ποτέ να είμαι αρχηγός για να έχω το περιβραχιόνιο. Απλά τα τελευταία χρόνια στον Ολυμπιακό ήμουν πάντα μέσα στους τρεις αρχηγούς. Σημαίνει πολλά πράγματα. Αρχηγός είσαι εσύ που στα δύσκολα πρέπει να είσαι μπροστά, είσαι εσύ που κάτι πολύ στραβό θα κοιτάξεις να το διορθώσεις.
-Όταν λες στα δύσκολα;
Αγωνιστικά και έξω-αγωνιστικά να βγεις μπροστά, μέσα στον αγώνα με τον τρόπο σου αλλά και στα αποδυτήρια να φτιάξεις τη ψυχολογία και να δείξεις με την προσπάθειά σου ότι πρέπει να προσπαθήσουν και οι υπόλοιποι. Απλά πράγματα, για να φτιάξεις τη ψυχολογία. “Παιδιά είμαστε καλύτεροι, πάμε να κερδίσουμε”. Επειδή το στυλ μου ήταν τέτοιο, μου το ζητούσαν όχι μόνο οι μικροί, αλλά και οι μεγάλοι μέσα στην ομάδα, να δίνω το έναυσμα.
-Ποιοι σου το έλεγαν αυτό;
Όλοι σχεδόν. Ακόμα και ο Γρηγόρης. Έλεγαν “μ@λ@κα, ξεκίνα δυνατά στο κέντρο για να τους πάρουμε τον αέρα και να βρούμε ρυθμό”. Κάποιοι ήθελαν απλά να παρασυρθούν, ένα σκούντημα.
-Ο Ολυμπιακός της δικής σας γενιάς κατάφερε να σπάσει αυτή την ανασφάλεια, το κόμπλεξ των εκτός έδρας αγώνων στην Ευρώπη.
Θεωρώ πως υπήρχε κακή νοοτροπία. Πριν από το εκτός έδρας παιχνίδι με τη Σοσιεδάδ, το πρώτο μου στο Champions League, ήμασταν μέσα στο πούλμαν και πηγαίναμε στο γήπεδο. Καθόμουν στα μπροστινά καθίσματα και ακούω από τη γαλαρία. «Προσεχτικά ρε, να μην ξεφτιλιστούμε». Δεν θέλω να σου πω ποιος συμπαίκτης μου το είπε, αλλά εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα: «Καλά με τη Μπαρτσελόνα παίζουμε; Τι να φοβηθούμε από τη Σοσιεδάδ; Δεν είναι και κανένα μεγαθήριο». Δεν είπα τίποτα εκείνη τη στιγμή, αλλά κατάλαβα πως η ομάδα είχε… θέμα όταν έπαιζε εκτός έδρας σε αυτή τη διοργάνωση….
-Μήπως όμως, είχε γίνει βίωμα από κάποιες βαριές ήττες που είχαν προκύψει στο παρελθόν;
Σίγουρα είχε γίνει βίωμα γιατί είχαν πέσει κάτι σφαλιάρες και είναι λογικό να σε παίρνει από κάτω. Ένα λάθος που έκανε ο Ολυμπιακός τότε ήταν πως δεν αντιμετωπίζαμε διαφορετικά το Τσάμπιονς Λιγκ σε σύγκριση με το πρωτάθλημα. Στο πρωτάθλημα, μέσα στο Καραϊσκάκη πρέπει να παίζεις ψηλά στο κέντρο, να τους πνίγεις όλους, ενώ στο Τσάμπιονς Λιγκ δεν είναι έτσι.
Εκεί θέλει σφικτή άμυνα, κρατάς το μηδέν πίσω και παίζεις για να βγεις να βάλεις γκολ. Να μη χάσω κι ας μη βάλω γκολ ποτέ. Στην Ευρώπη παίζεις με ομάδες πρωταθλήτριες που έχουν καλούς παίκτες γι αυτό και θέλει μια ισορροπία, με το βάρος να πέφτει στην άμυνα. Δηλαδή λίγο σφικτά αμυντικά και να παίξεις όσο πρέπει επιθετικά. Όποια ομάδα πάει να σκοτώσει την αντίπαλη στο Τσάμπιονς Λιγκ, ξεφτιλίζεται! Αυτό έχω καταλάβει. Εάν μπεις με νοοτροπία “πάμε να τη σφάξουμε”, την πάτησες.
-Είχες βάλει γκολ και στη Βρέμη…
Ναι. Εκείνο της ισοφάρισης. Μετά σκόραρε σ’ εκείνο το ματς ο Πατσατζόγλου και το 3-1 έγινε με γκολ του Κοβάσεβιτς.
-Ήταν μία νίκη που τη χαρήκατε περισσότερο από άλλες;
Ήταν μία νίκη που τη χαρήκαμε γιατί με εκείνο το 3-1 μέσα στη Βρέμη, η ομάδα άρχισε να αποκτά τεράστια εμπιστοσύνη. Είχε καλή ομάδα τότε η Βέρντερ κι εκεί κατάλαβε ο σύλλογος ότι δεν είναι τελικά πολύ δύσκολο να κερδίσεις εκτός έδρας και στην Ευρώπη. Αυτό πέρασε από τότε, πιστεύω, στην ομάδα.
– Εκείνη την ημέρα τι έγινε στ’ αποδυτήρια;
Τίποτα ιδιαίτερο. Ξέρεις πότε χαίρεσαι πολύ; Όταν κατακτάς έναν τίτλο.
– Τελικά, εσείς οι παίκτες του Ολυμπιακού θα πρέπει περισσότερο να στεναχωριέστε όταν ένα ματς στραβώνει, παρά να ευχαριστιέστε στις νίκες.
Ακριβώς. Όταν είσαι ποδοσφαιριστής τα ντέρμπι και τα ευρωπαϊκά ματς σε χαροποιούν.
Έκλαψα μόνος, μετά την Τσέλσι
Πόσες φορές δεν διαβάζουμε για παίκτες που μένουν σε μια ομάδα “τιμής ένεκεν”, που κάνουν ένα τελευταίο συμβόλαιο-αναγνώριση της μεγάλης προσφοράς τους. Ο Στολτίδης δεν ήθελε κάτι τέτοιο κι ακόμα και σήμερα δεν είναι σίγουρος αν έκανε το σωστό. Μιλάει για την καριέρα του στον Ολυμπιακό σαν να ήταν μια μεγάλη ερωτική σχέση. Απ’αυτές που τελειώνουν και λες “είμαι γεμάτος απ’όλα, ακόμα και από στεναχώρια”. Γιατί έχεις την ωριμότητα να καταλάβεις πως κάτι μεγάλο και πραγματικά σημαντικό δεν μπορεί να κάνει εξαιρέσεις. Τα έχει όλα μέσα, ακόμα και την πίκρα.
Όταν κοιτάει την τωρινή ομάδα του λείπει αυτό που θυμάται απ’τα δικά του χρόνια. Οι προσωπικότητες, αυτοί που θα είναι παρόντες στα δύσκολα. Για μια ακόμη φορά δεν κοιτάει τα προσόντα, αλλά τους ανθρώπους. Μετράει αυτούς που θα παίξουν για τη φανέλα, τους βρίσκει λίγους, θέλει περισσότερους Έλληνες πρωταγωνιστές.
– Όταν άλλαξε χέρια η ΠΑΕ και πέρασε από τον Κόκκαλη στον Μαρινάκη σου έγινε πρόταση ανανέωσης για ακόμη ένα χρόνο. Πως και δεν τη δέχθηκες;
Ήταν μεταβατική περίοδος. Δεν ένιωσα ότι ήμουν πλέον σημαντικός για την ομάδα. Ένιωθα ενεργός και ήθελα να παίξω μπάλα, όχι να μείνω τιμής ένεκεν.
– Έρχεται λοιπόν, η στιγμή που φεύγεις από τον Ολυμπιακό. Φεύγεις στεναχωρημένος ή γεμάτος;
Έφυγα φουλ απ’ όλα. Ακόμα και από στεναχώρια που δεν έμεινα. Ένιωθα γεμάτος γι αυτά που έκανα κι αυτά που έζησα. Αυτά ήταν και τα πιο σημαντικά για ‘μένα. Αυτά που έζησα στον Ολυμπιακό. Ούτε οι τίτλοι που πήρα, ούτε οι νίκες, τίποτα. Είναι οι μοναδικές στιγμές που άλλος δεν πρόκειται να ζήσει στη ζωή ή στην καριέρα του. Απίστευτα συναισθήματα, μοναδικές στιγμές, μεγάλες εμπειρίες.
– Μετανιώνεις που έφυγες τότε και δεν έμεινες να διεκδικήσεις ξανά αυτό για το οποίο πήγες;
Το σκέφτηκα και δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι ήταν το σωστό. Ίσως να αποδεικνυόταν και λάθος, αλλά σκέφτηκα κάποια στιγμή μήπως θα ήταν καλύτερα να έμενα.
-Από την άλλη βέβαια, το γεγονός ότι έκρινες πως πρέπει να φύγεις ίσως ήταν και μία εσωτερική διαδικασία ότι εγώ αυτό που έπρεπε να δείξω στον Ολυμπιακό το έδειξα και φεύγω στο τοπ, ώστε να με θυμούνται όλοι στα καλά μου.
Όντως συνέβη αυτό γιατί ο κόσμος έτσι ακριβώς με θυμάται. Μπορεί να έμενα ένα χρόνο και να με έφθειρε. Δεν ξέρω τελικά, εάν υπάρχει κατάλληλη στιγμή να φεύγει κανείς απ’ αυτήν την ομάδα.
-Έκλαψες όταν έφυγες;
Δεν έκλαψα. Στεναχωρήθηκα, αλλά δεν έκλαψα.
-Δεν υπήρξε στιγμή που να έχεις κλάψει όσο ήσουν στον Ολυμπιακό;
Σε ένα ματς μόνο και δεν ξέρω το γιατί. Ήταν μετά το 0-0 με την Τσέλσι στο Καραϊσκάκη. Πήγα στην τουαλέτα μόνος μου κι εκεί λύγισα. Μάλλον φορτώθηκα πολύ συναισθηματικά. Δεν μπόρεσα να δώσω άλλη εξήγηση.
-Λύγισες από χαρά;
Δεν ξέρω εάν ήταν από χαρά. Σίγουρα το 0-0 δεν ήταν ένα κακό αποτέλεσμα, δεν έκρινε κάτι και επίσης υπήρχε και ο επαναληπτικός. Απλά μου βγήκε έτσι και λύγισα.
-Φεύγοντας από τον Ολυμπιακό, νομίζω πως κάποια πράγματα τα βλέπεις πιο υποκειμενικά, πιο σφαιρικά, πιο ξεκάθαρα ίσως. Από τότε που έφυγες μέχρι τώρα, τι πιστεύεις ότι έχει αλλάξει στον Ολυμπιακό είτε για καλό είτε για άσχημο;
Εκείνο που μοιάζει άσχημο σε μένα είναι ότι το ελληνικό στοιχείο έχει περιοριστεί πολύ στον Ολυμπιακό κι εκείνοι που ξεχωρίζουν πλέον, δεν είναι Έλληνες. Πριν ρώτησες εάν παίζω για τη φανέλα. Αυτή τη στιγμή, ο Ολυμπιακός έχει λιγότερους ποδοσφαιριστές που παίζουν για τη φανέλα. Πλέον, έχει περισσότερους επαγγελματίες. Αυτό είναι κακό για την ομάδα. Ο Ολυμπιακός είναι σύλλογος που δεν έχει ανάγκη τόσο τους επαγγελματίες.
-Πιστεύεις ότι αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ο Ολυμπιακός ζορίζεται στα ντέρμπι;
Βέβαια. Οι παίκτες όπως τους βλέπω, παίζουν το ίδιο.
-Δηλαδή λειτουργούν περισσότερο ως μισθοφόροι;
Μισθοφόροι ακούγεται άσχημα. Πιο πολύ επαγγελματίες θα έλεγα. Αυτό φαίνεται στα ντέρμπι γιατί βλέπεις να προσεγγίζουν όλα τα ματς το ίδιο. Δεν είναι όμως έτσι. Για εμάς και για τον κόσμο τα ματς με τον Παναθηναϊκό, τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ δεν ήταν ίδια με τα άλλα. Για εκείνους, όμως, είναι. Εμείς, δεν θα ήμασταν τότε ικανοποιημένοι εάν παίρναμε το πρωτάθλημα και χάναμε όλα τα ντέρμπι. Θα ήταν σα να μην το είχαμε πάρει.
-Είναι και θέμα έλλειψης προσωπικότητας όπως ανέφερες πριν;
Απ’ αυτό που βλέπω, οι προσωπικότητες που υπήρχαν τότε που αγωνιζόμουν στον Ολυμπιακό, πλέον δεν υπάρχουν. Παίκτες που να τους έχεις ανάγκη στα δύσκολα, στα μεγάλα παιχνίδια. Τουλάχιστον έτσι το κρίνω εγώ.
-Απ’ την άλλη μπορεί και κάποιος να πει πως δεν υπάρχει και κανένας Έλληνας παίκτης που να τον αποκτήσεις και να πεις ότι θα εξελιχθεί σε ηγέτη. Μόνο πιτσιρίκια που δύσκολα θα σηκώσουν το βάρος.
Συμφωνώ. Είναι όμως, κι αυτό σημείο των καιρών και όχι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Βλέπεις αγγλικές ομάδες με 10 ξένους παίκτες, ακόμα και χωρίς κανέναν Άγγλο στην ενδεκάδα!.
– Ως ουδέτερος παρατηρητής πλέον, θεωρείς ότι υπάρχει κάποιος Έλληνας παίκτης που να μπορεί να επενδύσει μία ομάδα πάνω του;
Αυτή τη στιγμή δεν ξεχωρίζω κάποιο ταλέντο που να πω ότι αυτόν εάν τον πάρει μία ομάδα μπορεί να παίξει σίγουρα.
Ο Μίτσελ έπρεπε να φύγει
Η κουβέντα πάει στο τώρα και ο Στολτίδης είναι ξεκάθαρος. Ο Μίτσελ είχε προσωπικότητα και αύρα, αλλά έπρεπε να φύγει. Ρομπέρτο και Τσόρι ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μέσ’το γάλα, ο Αφελάι απογοήτευσε και λίγοι ξένοι ήταν πραγματικά καλοί απ’αυτούς που ήρθαν τα τελευταία χρόνια. Ξεχώρισε ο παικταράς Μιραλάς κι ο Φουστέρ που είχε προβλήματα τραυματισμών. Ο Κασάμι έχει τσαμπουκά, αλλά πρέπει να βρει ισορροπία, να γίνει το ίδιο καλός χωρίς την μπάλα, στο αμυντικό κομμάτι.
Κι όσον αφορά το selling club; Καλά κάνει ο Μαρινάκης, αγοράζει σε καλές τιμές και πουλάει σε ακόμα καλύτερες, όμως τώρα μπορεί να το κάνει; Ποιον θα πουλήσει ακριβά;
Εκεί που ο Ιεροκλής δίνει ένα ακόμα ρεσιτάλ ωριμότητας αφορά ξανά τα πιτσιρίκια, τις ακαδημίες και τη δουλειά εκεί. Και πάλι το μυαλό γυρίζει γύρω απ’τη “σκληραγώγηση”, τη διαδικασία που πέρασε ο ίδιος όταν ήταν μικρός και πιστεύει πως είναι αναγκαία για να είσαι έτοιμος όταν θα σου δοθεί η ευκαιρία. Πως να είσαι έτοιμος όταν παίζεις μόνο με συνομήλικους; Ο Στολτίδης δεν έχει μόνο προβληματισμούς, αλλά προτείνει και λύσεις.
– Απ’την τωρινή ομάδα ποιους ξεχωρίζεις;
«Μου αρέσει ο Ρομπέρτο και ο Τσόρι μακράν απ’ τους υπόλοιπους. Ο Φουστέρ είναι επίσης καλός παίκτης, αλλά έχει πολλά προβλήματα τραυματισμών όλες αυτές τις χρονιές. Τη μισή χρονιά λείπει με αποτέλεσμα και να μη μπορεί να βοηθήσει το παιδί, αλλά ακόμα και όταν επανέρχεται να μην είναι όσο καλός θα ήθελε».
– Είχαμε πρόσφατα μία κουβέντα με τον Ισά ο οποίος δεσμεύθηκε εκ μέρους της διοίκησης για την απόκτηση τεσσάρων πέντε πρωτοκλασάτων παικτών. Πως ακούγεται αυτό στα δικά σου αυτιά;
Πολύ ωραία ακούγεται, πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί.
-Αυτό θέλει ο Ολυμπιακός;
Ο Ολυμπιακός θέλει καλούς ποδοσφαιριστές, προσωπικότητες, που να ξέρουν μπάλα σε υψηλό επίπεδο. Είναι δύσκολο να πεις ότι θα φέρουμε έναν Ζιοβάνι ή έναν Γεωργάτο. Θα φέρεις κάποιον άλλον που θα είναι κάτι διαφορετικό, αλλά θα πρέπει να είναι κάτι καλό αυτό που θα φέρεις. Ήρθαν πολλοί ξένοι τα τελευταία χρόνια στην ομάδα, αλλά είναι λίγοι εκείνοι που ήταν πραγματικά καλοί. Περίμενα περισσότερα, ειδικά με τα χρήματα που δαπανήθηκαν.
-Από εκείνους που πέρασαν τα τελευταία χρόνια απ’ την ομάδα υπήρχε κάποιος που να ξεχώρισες εκτός του Ρομπέρτο και του Τσόρι;
Ο Μιραλάς. Δεν είναι τυχαίο που πήγε στην Αγγλία κι εκεί κάθε φορά που αγωνίζεται, ξεχωρίζει.
-Από τους Έλληνες βέβαια, πρέπει να πούμε ότι ο Ολυμπιακός όντως έχει μαζέψει ό,τι καλύτερο μπορούσε…
Κι αυτό είναι υγιές γιατί έτσι γιγαντώνεται ο Ολυμπιακός.
– Από την άλλη, όμως, έρχεται ο Αβραάμ και σου λέει θέλω να φύγω, ο Χολέμπας το ίδιο, ο Μανωλάς φέρνει πρόταση 15 εκατομμύρια, ο Σάμαρης 10, εκεί τι κάνεις;
Όποιος θέλει να φύγει, δεν το συζητάς. Τον αφήνεις να φύγει. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει το όλα πωλούνται κι όλα αγοράζονται. Όταν σου έρχονται τόσο καλές οικονομικά προτάσεις, δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Το ίδιο γίνεται σε όλες τις ομάδες. Δεν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση ο Ολυμπιακός. Κι όταν έρχονται καλές προτάσεις, δεν είναι μόνο τα λεφτά, αλλά σκέφτεσαι και τον ποδοσφαιριστή που θέλει να κάνει το κάτι παραπάνω σε ένα καλύτερο πρωτάθλημα. Δεν τον κρατάς. Του λες να πάει στην ευχή του Θεού και προχωράς.
– Η διοίκηση Μαρινάκη έχει φτιάξει πολύ τη βιτρίνα του Ολυμπιακού στο εξωτερικό…
Όπως αποδεικνύεται από τα νούμερα έτσι είναι. Αγοράζει σε καλές τιμές, αξιοποιεί τις επενδύσεις και πουλάει σε πολύ καλές τιμές. Τώρα, όμως, μπορεί να το κάνει; Ποιόν να πουλήσει ακριβά;
– Τι εικόνα έχεις σχηματίσει για την περίπτωση Αφελάι;
Ήταν σωστή κίνηση η απόκτηση του. Κι εγώ τον πίστευα αυτόν τον παίκτη, αλλά απέτυχε. Με απογοήτευσε. Όταν ήρθε, σκεφτόμουν αν κάνει κι εδώ αυτά που έκανε στο εξωτερικό θα μας τρελάνει, αλλά καμία σχέση. Σκιά του καλού του εαυτού. Βέβαια, κανείς δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με την επιτυχία. Όταν κάνεις μεταγραφές και σου βγουν οι τρεις στους πέντε, είσαι επιτυχημένος. Σε ποια ομάδα βγαίνουν όλες οι μεταγραφές; Σε καμία παγκοσμίως.
– Για τον Κασάμι τι λες που αγωνίζεται στην ίδια θέση με σένα και έχετε κάποια κοινά χαρακτηριστικά;
Είναι καλός χαφ, με προσόντα και προσωπικότητα, αλλά πρέπει να βρει ισορροπία στο παιχνίδι του. Ρίχνει μεγαλύτερο βάρος στην επίθεση απ’ ότι στην άμυνα, αλλά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο… Έχει χρόνια μπροστά του να βελτιωθεί. Μου αρέσει ο τσαμπουκάς που βγάζει στο παιχνίδι του, αλλά θα πρέπει να συγκρατεί περισσότερο τα νεύρα του.
– Σχετικά με το πρότζεκτ των ακαδημιών ποια είναι η άποψή σου;
Συμφωνώ με τις ακαδημίες και είναι καλό να υπάρχουν, αλλά κατά την άποψή μου θα πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι σ’ αυτές που να έχουν σπουδάσει σε αυτό τον τομέα. Δεν αρκεί ότι εγώ είμαι ένας βετεράνος ποδοσφαιριστής, ανοίγω μια ακαδημία και κάνω μια ομάδα από ένα μάτσο 10χρονα και 12χρονα παιδάκια. Πρέπει οι προπονητές να είναι πάνω απ’ όλα παιδαγωγοί. Να ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν στα παιδιά. Έχω δει άσχημα πράγματα να συμβαίνουν σε παιδιά κι ακούω ακόμα πιο άσχημα. Πρέπει απ’ τη στιγμή που περνούν πολλές ώρες μαζί σου, να τους κάνεις σωστούς ανθρώπους πρώτα και μετά να μάθουν το σωστό ποδόσφαιρο. Και όταν υπάρχουν οι καλές συνθήκες σε μία ακαδημία, τότε θα μάθουν και τα παιδιά το σωστό ποδόσφαιρο.
-Ναι αλλά εσύ είχες την τύχη όταν ξεκίνησες να έχεις το θείο σου που ήταν διαρκώς δίπλα σου…
Από κει και πέρα είναι θέμα του παιδιού, της δεκτικότητάς του, πόσο το αγαπάει και πόσο το θέλει, της οικογένειάς του. Είμαι κάθετα αντίθετος με τις ομάδες under 17 και under 21. Αυτά τα παιδάκια φτάνουν σε μία ηλικία 19 ετών και δεν έχουν έρθει καμία φορά σε επαφή με κάποιον δυνατότερό τους. Γι αυτό και βλέπεις παιδιά σ’ αυτές τις ηλικίες να οργιάζουν στη δεύτερη ομάδα του Ολυμπιακού, αλλά όταν τα βάλεις στην πρώτη, χάνονται. Για μένα, πρέπει αυτά τα παιδιά να παίζουν από μικρές ηλικίες στις τοπικές κατηγορίες, Α’ Πειραιά ή Β’ τοπικό ή Γ’ Εθνική ώστε να έρχονται σε επαφή με πιο δυνατούς αντιπάλους και να αναγκαστούν να δουν τον πραγματικό ανταγωνισμό. Με το να παίζουν με ίδιες ηλικίες υπάρχει ένα όριο. Δεν πάει παραπάνω κι έτσι μένουν στάσιμοι.
– Εάν αύριο έρθει ο προπονητής του Ολυμπιακού και πει παίρνω πέντε πιτσιρικάδες και θα είναι κάθε μέρα μαζί μας, αυτό θα τους βοηθήσει ή θα τους κόψει τα πόδια;
Όποιος από τους μικρούς αντέξει, θα τον βοηθήσει πάρα πολύ. Η βελτίωση που έχεις από τους αγώνες είναι κλάσεις μεγαλύτερη από εκείνη που έχεις μόνο στην προπόνηση. Αυτά που σου δίνουν οι αγώνες δεν σου τα δίνει η προπόνηση.
– Ναι αλλά για τον Ολυμπιακό δεν είναι εύκολο να βάλει πιτσιρίκια να παίξουν στην πρώτη ομάδα…
Ο Ολυμπιακός δεν έχει τη δυνατότητα να το κάνει γιατί ο Ολυμπιακός είναι μία ομάδα που πρέπει να πρωταγωνιστεί και δεν μπορεί να πει ότι μια χρονιά δεν παίρνω το πρωτάθλημα για να πάρουν χρόνο συμμετοχής τα πιτσιρίκια. Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Πρέπει να γίνει μία ομάδα Ολυμπιακός Β. Όπως γίνεται στην Ισπανία. Είναι απλά τα πράγματα. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον Ολυμπιακό. Μπορεί να το κάνει όποιος σύλλογος θέλει. Βαφτίζεις μία ομάδα δική σου, η οποία μπορεί να παίζει ακόμα και στο τοπικό και βοηθάς έτσι τους μικρούς σε ηλικία παίκτες να αποκτήσουν εμπειρία. Παράλληλα, εάν έχεις έναν τραυματία για πολύ καιρό, τον βάζεις να παίξει σ’ αυτή την ομάδα για να βρει σιγά-σιγά ξανά το ρυθμό του, ενώ όταν δεις ότι ένας πιτσιρικάς κάνει καλά παιχνίδια, έχεις τη δυνατότητα να τον χρησιμοποιήσεις στη μεγάλη κατηγορία.
Εγώ όταν έβγαλα δελτίο στα 13 μου, έπαιζα στο χωριό με αντιπάλους που ήταν ακόμη και 35! Πως μπορείς να βάλεις τα σημερινά παιδιά 16-17 ετών στην πρώτη ομάδα; Δεν είναι έτοιμα. Μπορεί να ξέρουν μπάλα, αλλά δεν έχουν πέσει στα βαθιά, ώστε να δουλέψουν ανάλογα. Γι αυτό και καμία ομάδα, ούτε ο Ολυμπιακός, δεν πρόκειται να βγάλει παίκτη για την πρώτη ομάδα. Θα είναι θαύμα εάν βγει ένας. Κι όταν λέω να βγει παίκτης δεν εννοώ να τον έχεις να κάνει προπονήσεις και να τον βάλεις να παίξει σε ένα ματς. Εννοώ να τον υπολογίζεις ως βασικό παίκτη. Να μπορεί να σου προσφέρει με διάρκεια.
– Την απομάκρυνση Μίτσελ πως την είδες;
Ο Μίτσελ ως προσωπικότητα ήταν τεράστια. Στον πάγκο και στις συνεντεύξεις όπως τον έβλεπα, έδειχνε ότι είχε το πακέτο. Είχε μία αύρα. Δεν μου άρεσε όμως, η εικόνα της ομάδας. Καθόλου.
– Ούτε στο Τσάμπιονς Λιγκ; Γιατί είναι λογικό μία ομάδα να μη βγάζει τα «κάτι παραπάνω» σε κάθε παιχνίδι.
Μία ομάδα την κρίνεις σε όλη την πορεία. Εάν έχει παίξει 20 ματς και στα 15 είναι χάλια, δύο καλά στο πρωτάθλημα και τρία στο Τσάμπιονς Λιγκ, δεν γίνεται να σε ικανοποιεί. Το ποδόσφαιρο είναι και θέαμα. Ο φίλαθλος του Ολυμπιακού και κάθε θεατής πληρώνει ένα εισιτήριο για να δει κάτι όμορφο. Δεν φτάνει μόνο να κερδίζει η ομάδα.
-Ήταν δηλαδή μόνο θέμα προπονητή;
Το υλικό που είχε μπορεί να μην ήταν το καλύτερο, αλλά το θέαμα που παρουσίαζε η ομάδα ήταν δυσανάλογο. Δεν σε έφτιαχνε αυτή η ομάδα και γι’ αυτό νομίζω πως έπρεπε να φύγει. Συμφωνώ με την απόφαση του προέδρου. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ.
-Με τον καινούριο προπονητή τι βλέπεις;
Ο νέος προπονητής, προς το παρόν, δεν έχω δει να αλλάζει πολλά πράγματα. Δείχνει πιο μαχητική η ομάδα, αλλά ίσως να είναι και νωρίς να τον κρίνουμε.
Ανατρίχιασα τώρα με τη φανέλα
Διαιτησία; Μια δικαιολογία, ένα παραμύθι, σύμφωνα με τον Στολτίδη και την άποψή του για τα δικά του χρόνια. Αλλά δεν τον εκνευρίζει περισσότερο απ’όσα ακούει να λέγονται εναντίον του Σαββίδη. Άνθρωπος που ξέρει τις δυσκολίες του πρωταθλητισμού, δεν μπορεί παρά να συνιστά υπομονή, να θεωρεί φυσιολογικά τα λάθη του ΠΑΟΚ. Κι αφού μίλησε για τα ταλέντα και τις ακαδημίες, ο Στολτίδης διατηρεί την ίδια, διαφορετική ματιά και στο θέμα των βετεράνων. “Θες οπωσδήποτε να του δώσεις κάτι; Δώστου ένα διαρκείας! Δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα οι ομάδες, έχουν ανάγκη από ικανούς ανθρώπους”. Κι αν οι περισσότεροι βετεράνοι σκέφτονται πως θα μπορούσαν να βοηθήσουν έναν σύλλογο σε πόστο κοντά στην ομάδα, ο Ιεροκλής φαντάζεται τον εαυτό του μακριά απ’τα αποδυτήρια και έχει τους λόγους του.
Στο τέλος, στέκεται για μια ακόμη φορά στην Εθνική και στην άρνηση που δεν έχει μετανοιώσει, πριν δώσει τελικά στον Σταύρο την απάντηση στο τι θα πει μια μέρα στο γιο του για το τι ήταν γι’αυτόν ο Ολυμπιακός. Ίσως και οι καλύτερες φράσεις του Ιεροκλή, οι πιο αντιπροσωπευτικές, να είναι οι τελευταίες. Το συναίσθημα όταν φόρεσε ξανά τις φανέλες του Ολυμπιακού, που έχει κρατήσει και δεν πρόκειται να δώσει ποτέ, και μια φράση για τη γυναίκα του, που έζησε μαζί του σαν να ήταν κι εκείνη επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
– Πολλοί λένε «έλα μωρέ, ο Ολυμπιακός έχει τη διαιτησία στο πλευρό του». Τι σκέφτεσαι όταν το ακούς;
Αυτή η νοοτροπία και η δικαιολογία διαιωνίζεται πολλά χρόνια. Το ακούω πολύ συχνά γιατί πουλάει. Και πουλάει καλά. Βέβαια, βλέπω τελευταία πως αυτό το παραμύθι έχει αρχίσει και το βαριέται και ο κόσμος γιατί έχει καταλάβει πως στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν να πάρει κάποια άλλη ομάδα το πρωτάθλημα και της το έκλεψε ο Ολυμπιακός. Για παράδειγμα ο Άρης, ο ΠΑΟΚ ή ο Ηρακλής. Μιλάω για τα χρόνια που θυμάμαι, από το ’90 και μετά. Κανείς άλλος δεν είχε την ομάδα που να αξίζει να πάρει πρωτάθλημα και το έχασε απ’ τον Ολυμπιακό λόγω διαιτησίας. Κι επειδή και οι τρεις ομάδες κατάντησαν εκεί που κατάντησαν και ο ΠΑΟΚ εάν δεν είχε την τύχη να έρθει αυτός ο άνθρωπος (σ.σ. Σαββίδης), θα είχε τη μοίρα της ΑΕΚ και του Άρη, καταλάβαινε κανείς πως σε τελική ανάλυση δεν γινόταν σωστή δουλειά σ’ αυτές τις ομάδες.
– Μιας και τα ζεις από κοντά πιστεύεις ότι αδικείται ο Ιβάν Σαββίδης σύμφωνα με αυτά που έχει προσφέρει ως τώρα στον ΠΑΟΚ;
Μ’αυτά που διαβάζω για τον Σαββίδη τρελαίνομαι για έναν και μοναδικό λόγο. Είναι ένας άνθρωπος που έχει βάλει πολλά λεφτά στην ομάδα και έχει διάθεση να βάλει κι άλλα. Σίγουρα έχει κάνει λάθη και θα κάνει κι άλλα. Ποιος δεν έχει κάνει; Όμως, δεν αναγνωρίζει κανείς ότι ο ΠΑΟΚ θα ήταν αυτή τη στιγμή σαν τον Άρη και την ΑΕΚ εάν δεν υπήρχε εκείνος. Ήρθε ένας άνθρωπος που τους πληρώνει και είναι δυσαρεστημένοι. Δηλαδή τι θέλετε; Δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Μια ομάδα με χίλια μύρια προβλήματα, την πήρε και την έσωσε γιατί τώρα ο ΠΑΟΚ θα ήταν… ΠΑΟΚάκος.
-Επειδή στην Ελλάδα ζούμε, δεν ήταν πολύ άσχημο για τον ΠΑΟΚ αυτό που έγινε πέρυσι με τις ασχήμιες στην Τούμπα;
Ήταν πραγματικά πολύ άσχημο. Νομίζω πως έχει καταλάβει πως δεν βγάζει πουθενά αυτή η στάση.
-Στον Παναθηναϊκό δικαίως πιστεύεις ότι έκαναν σκέψεις για το πρωτάθλημα;
Το πρωτάθλημα δεν το παίρνεις σε 4-5 αγωνιστικές, αλλά σε ολόκληρη τη διάρκεια της σεζόν. Κάποια στιγμή δεν τον ακούγαμε καν τον Παναθηναϊκό, μετά θα έπαιρνε το πρωτάθλημα και τώρα είναι τόσους βαθμούς πίσω. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να μιλάς για τη διαιτησία. Άκου. Όλες οι μεγάλες ομάδες παγκοσμίως κάποια στιγμή βοηθιούνται από τη διαιτησία. Είναι μια καταπληκτική δικαιολογία για όλους να κρύβουν τη γύμνια, την ανικανότητα και την αποτυχία τους πίσω απ’ τη διαιτησία. Έτσι το βλέπω.
-Απλά μπαίνει και ο κόσμος σ’ αυτό το… τριπάκι πολλές φορές.
Πολύς κόσμος και κυρίως οι υγιείς φίλαθλοι, δεν ασπάζονται αυτήν την άποψη. Εάν έχει κάποιος δικά του ΜΜΕ είναι εύκολο να πιπιλίζει το μυαλό των οπαδών του. Ο κόσμος, όμως, έχει κουραστεί να ακούει πάντα ότι φταίει η διαιτησία. Η διαιτησία δηλαδή, έριξε την ΑΕΚ στη Γ’ Εθνική ή τον Ηρακλή ή η διαιτησία φταίει για τα προβλήματα του Παναθηναϊκού; Δυστυχώς όσοι χάνουν, διυλίζουν τον κώνωπα για να δικαιολογήσουν την ανικανότητά τους και ανυπαρξία τους, αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο. Ακούμε ποτέ ότι χάσαμε δίκαια, αλλά συνεχίζουμε; Όχι. Ακούμε μόνο ότι φταίει ο διαιτητής, ότι προκαλούσαν οι αντίπαλοι και τέτοια.
– Είδες το ματς πρωταθλήματος Μπαρτσελόνα – Ρεάλ;
Ναι, το είδα.
– Πες μου εάν αυτός ο διαιτητής ήταν σε αγώνα Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού τι θα του έλεγαν;
Μπορεί να μην τελείωνε το ματς ποτέ. Μα, υπάρχει περίπτωση να μην κάνει λάθος ο διαιτητής ειδικά σε ματς που έχουν τόση ένταση; Άνθρωπος είναι, όχι ρομπότ. Εδώ χρειάζεται να δούμε πέντε φορές στο βίντεο μια φάση για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί και περιμένουμε από το διαιτητή να πάρει μία σωστή απόφαση σε δευτερόλεπτα κι από τα 10-15 μέτρα; Σίγουρα η διαιτησία στην Ελλάδα έχει πρόβλημα και δεν είναι αυτή που έπρεπε να είναι, αλλά δεν θα πρέπει να αποτελεί δικαιολογία. Στο εξωτερικό γίνονται εγκλήματα και δεν μιλάει κανείς. Το θεωρούν και είναι μέρος του παιχνιδιού.
-Με τέτοια καριέρα, δεν θα έπρεπε να έχεις παίξει μερικά ματς και στην Εθνική;
Τι να σου πω; Ήταν καθαρά θέμα προπονητή.
-Σου έχει μείνει πικρία;
Δεν ξέρω πως σκεφτόταν ο Ρεχάγκελ. Για παράδειγμα, ο Άκης Ζήκος είχε φτάσει τελικό στο Τσάμπιονς Λιγκ και δεν τον είχε καλέσει καν στην Εθνική. Στο μυαλό μου, η Εθνική ήταν να πάω να βοηθήσω, να εκπροσωπήσω τη χώρα μου. Δεν μου έλειψε ποτέ. Έπαιξα μόνο πέντε φιλικά. Με κάλεσε κάποια στιγμή ο Ρεχάγκελ και του είπα όχι. Ήθελε να πάω στην Κύπρο για κάποια φιλικά μαζί με άλλους δέκα παίκτες ώστε να με δοκιμάσει. Ήμουν ήδη τότε 33 ετών. Αρνήθηκα λοιπόν. Θυμάμαι πως μου είχε τηλεφωνήσει ο Πέτρος Κόκκαλης να με ενημερώσει για την κλήση μου στην Εθνική και του απάντησα “τώρα με θυμήθηκε; Τώρα, δεν θέλω εγώ να πάω”. Ήταν πολύ συνειδητή η επιλογή μου και δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή.
-Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια γύρω απ’ το ποδόσφαιρο;
Θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ ξανά αλλά εξαρτάται με ποιο αντικείμενο και εάν θα μπορώ να το κάνω. Δεν συμφωνώ με τις ομάδες που βάζουν μόνο δικά τους παιδιά σε διάφορα πόστα. Αυτός που βάζουν πρέπει να μπορεί να ανταποκριθεί και να κάνει τη δουλειά του καλά, είτε είναι προπονητής είτε διευθυντής. Εάν θέλεις οπωσδήποτε να δώσεις σε κάποιον βετεράνο ένα πόστο, τότε δώσε του ένα εισιτήριο διαρκείας! Οι ομάδες έχουν ανάγκη από ικανούς ανθρώπους. Δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα να βάζουν κάποιον σε μία θέση μόνο και μόνο επειδή είναι δικό τους παιδί.
-Ποιο πόστο δηλαδή, θα σε ενδιέφερε;
Θα μπορούσα να πάω σε μία ομάδα ως τεχνικός διευθυντής, ως σύμβουλος. Θα μπορούσα να συμβουλεύσω τον ιδιοκτήτη μιας ομάδας, λόγω της εμπειρίας μου, αλλά μέχρι εκεί. Δεν με ενδιαφέρουν τα αποδυτήρια. Στα αποδυτήρια τον πρώτο λόγο έχει ο προπονητής. Εκείνος τα φτιάχνει μαζί με τους ποδοσφαιριστές. Κανένας άλλος.
-Σου έχει γίνει κάποια κρούση από τότε που σταμάτησες το ποδόσφαιρο;
Είχα δεχθεί ένα τηλεφώνημα από τον Ηρακλή όταν άρχισαν να μαζεύονται ξανά, αλλά δεν προχώρησε. Ο πρόεδρος κ. Παπαθανασάκης έχει κάνει καλή δουλειά, όλα είναι σωστά οργανωμένα, υπάρχει ένα καλό τιμ με έναν προπονητή, τεχνικό διευθυντή, πληρώνονται στην ώρα τους και γενικά δείχνουν να βρίσκονται σε καλό δρόμο.
-Για το τέλος, μου χρωστάς μία απάντηση. Για το τι θα πεις στο γιο σου όταν σε ρωτήσει τι ήταν για ‘σένα ο Ολυμπιακός.
Θα του πω καταρχήν ότι ο Ολυμπιακός μου άλλαξε τη ζωή προς το καλύτερο και είναι η ομάδα που θα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Πως αυτή η ομάδα ήταν για μένα ευλογία. Το καλό που μου έστειλε ο Θεός ώστε να περάσω ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Αυτό θα του πω σε γενικές γραμμές.
– Βλέπω ότι οι φανέλες που έχεις κρατήσει είναι μετρημένες στα δάκτυλα. Πως κι έτσι;
Έδινα φανέλες δεξιά και αριστερά, σε όποιον μου ζητούσε. Είναι οι τελευταίες που μου έχουν μείνει και δεν τις δίνω ποτέ. Μαύρη και ερυθρόλευκη κλασική δεν φεύγουν ποτέ από το σπίτι. Ανατρίχιασα σήμερα που τις έβγαλα από το ντουλάπι για τη φωτογράφιση και τις ξαναφόρεσα έστω για λίγο! Απίστευτο συναίσθημα.
– Η γυναίκα σου πως σε άντεξε τόσα χρόνια;
Τράβηξε λούκι μεγάλο. Ποδοσφαιριστής εγώ, ποδοσφαιρίστρια κι εκείνη. Η Ελένη έκανε κανονικά τη ζωή μου. Ήμουν από τους ποδοσφαιριστές που δεν ξέφευγαν ποτέ. Ήμουν αυστηρός σ’ αυτό και με ακολούθησε σε όλα. Ανεχόταν ακόμη και το ότι μετά τα ματς, άδειαζα συναισθηματικά και δεν ήθελα ούτε να μιλάω… Είναι ηρωίδα (σ.σ. γέλια).
*** Θερμές ευχαριστίες στον εξαίρετο φωτορεπόρτερ Κώστα Μιχαλόπουλο για τις υπέροχες εικόνες και στο ξενοδοχείο «El Greco» (Εγνατίας 23, Θεσσαλονίκη) για την φιλοξενία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ