LONGREADS

Προπονητές που έχουν αλλάξει την ιστορία του μπάσκετ

Το Contra.gr παρουσιάζει 12 προπονητές που εξέλιξαν το μπάσκετ. Μια ντουζίνα από αυθεντίες του είδους που -βλέποντας μπροστά- άλλαξαν την ιστορία του αθλήματος. Από τον Ρεντ Άουερμπαχ έως τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς και τον Τζον Καλιπάρι.

Προπονητές που έχουν αλλάξει την ιστορία του μπάσκετ
Ο προπονητής του Παναθηναϊκού, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, με τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα σε στιγμιότυπο της αναμέτρησης κόντρα στην ΑΕΚ για την Α1 2001-2002 στο κλειστό του ΟΑΚΑ, Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2001 Eurokinissi Sports

Δύσκολη η δουλειά του προπονητή και γι’ αυτό πολλοί μεγάλοι αθλητές του μπάσκετ δοκίμασαν, αλλά απέτυχαν να γίνουν εξίσου καλοί όταν βρέθηκαν στην άλλη πλευρά του φεγγαριού.

Η γνώση του αντικειμένου και h κατάρτιση είναι το πρώτο, βασικό, ζητούμενο. Όχι το μοναδικό όμως, αφού η οξύνοια και η οξυδέρκεια, η πνευματική διαύγεια και η υπομονή, η δουλειά ωρών εντός ή εκτός παρκέ και η μεταδοτικότητα μετατρέπουν έναν καλό προπονητή σε πραγματικά μεγάλο.

Οι διαχρονικές αξίες των πάγκων δεν είναι τόσες πολλές. Μετρημένοι είναι εκείνοι που μπορούν να περηφανεύονται πως έχουν λειτουργήσει σαν φάρος για τους υπολοίπους και οδήγησαν το μπάσκετ ένα βήμα παραπέρα κάθε φορά ή σημάδεψαν ανεξίτηλα μια χρονική περίοδο, μικρή ή μεγάλη.

Επιλέξαμε δώδεκα εξ αυτών, Αμερικανούς και Ευρωπαίους, που δούλεψαν και έπλασαν την πρώτη ύλη. Κάποιοι εργάζονται ακόμη, όλοι τους πάντως ανεξαιρέτως έχουν ήδη αφήσει κληρονομιά περνώντας στην ιστορία, ανεξάρτητα από τις νίκες ή τις ήττες τους.

Ο Ρεντ Άουερμπαχ και οι μαύροι παίκτες

Ο Ρεντ Άουερμπαχ αγκαλιά με τον Μπιλ Ράσελ όταν έφτασε τους 10.000 πόντους στο ΝΒΑ AP Photo/Bill Chaplis

Για το ελληνικό μπάσκετ ο Ρεντ Άουερμπαχ ήταν ο προπονητής που ‘έκοψε’ τον Νίκο Γκάλη, είτε για το ύψος είτε για έναν τραυματισμό, και του έφραξε το δρόμο για το ΝΒΑ. Για τους Αμερικανούς (και όλο τον υπόλοιπο ‘πορτοκαλί’ πλανήτη) είναι ο άρχοντας των δαχτυλιδιών (9 πρωταθλήματα ως προπονητής και 7 ως παράγοντας), ο κόουτς που ‘έχτισε’ το μύθο των Σέλτικς, αυτός που έδειξε το δρόμο σ’ έναν ολόκληρο κόσμο κάνοντας ντραφτ από το κολεγιακό πρωτάθλημα τον πρώτο Αφροαμερικανό παίκτη (Τσακ Κούπερ).

Σε μια εποχή, μόλις το 1950, που ο φυλετικός ρατσισμός ‘φώλιαζε’ στην αμερικανική κοινωνία, ο ‘Red’ δεν είχε διστάσει να πάει κόντρα στο ρεύμα και ν’ ανοίξει νέους ορίζοντες σ’ ένα σπορ που είχε έως τότε ‘κλειστά σύνορα’, προσφέροντας λίγα χρόνια αργότερα στην ιστορία το πρώτο λαμπρό αστέρα του ΝΒΑ, τον Μπιλ Ράσελ – προτού τον χρίσει διάδοχό του ως τον πρώτο μαύρο προπονητή της ιστορίας.

Ο αυστηρός Άουερμπαχ διακρινόταν για τις ίσες αποστάσεις που κρατούσε απέναντι σε όλους τους παίκτες του, τοποθετώντας την ομάδα πάνω από τον καθέναν. Δεν τον ενδιέφερε ποιος και πόσο θα σκοράρει, ποιος θα παίξει. Η νίκη τον ενδιέφερε και όχι τα ατομικά στατιστικά των παικτών του. Γι’ αυτό και θεωρείται ο θεμελιωτής του σημερινού ροτέισον και του ‘έκτου παίκτη’. Δεν υπήρχε διάκριση βασικών-εφεδρικών, αφού μόνο έτσι πίστευε ότι θα πάρει από τον καθένα το καλύτερο, υπολογίζοντας στον καθένα που είχε επιλέξει να είναι στην ομάδα του. Ήταν ένας πρακτικός του μπάσκετ.

Ο Μπόμπι Νάιτ και η κίνηση χωρίς μπάλα

Ο Μπόμπι Νάιτ ως προπονητής του κολεγίου Ιντιάνα AP Photo/Seth Perlman

Τα ξεσπάσματα και οι (αντιπαιδαγωγικοί) μέθοδοι εκμάθησης του Μπόμπι Νάιτ έχουν περάσει στην ιστορία. Εν ώρα αγώνα έχει εκτοξεύσει καρέκλα στο παρκέ, γιατί διαμαρτυρήθηκε και χρεώθηκε με τεχνική ποινή, ενώ το 2000 απολύθηκε από το πανεπιστήμιο της Ιντιάνα μετά τη δημοσίευση video που τον έδειχνε τρία χρόνια να πιάνει από το λαιμό τον παίκτη του Νιλ Ριντ διότι δεν συμμορφωνόταν στις οδηγίες του.

Αντιστρόφως όμως ανάλογη των αντιδράσεών του ήταν η προπονητική ευφυΐα του, οι καινοτόμες ιδέες του. Ιδέες που δουλεύονταν μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας στις προπονήσεις και εφαρμόζονταν στους αγώνες. Ιδέες που μέχρι και σήμερα αποτελούν πηγή έμπνευσης για πολύπλοκα επιθετικά συστήματα.

Ο ‘Στρατηγός’ εστίαζε πολύ σε αυτό το κομμάτι, ήθελε άπαντες να συμμετέχουν στο πλάνο και επί της ουσίας έγινε ο “πατέρας” της συνεχούς κίνησης και μέντορας για πολλούς της επόμενης γενιάς με πρώτο όλων τον Μάικ Σιζέφσκι. Αυτός έβαλε τα σκριν των ψηλών στα περάσματα των περιφερειακών χαμηλά προκειμένου στη συνέχεια να βρεθούν ελεύθερα σουτ και την έξτρα πάσα. Η επιτυχία απαιτούσε μέγιστη συγκέντρωση απ’ όλους και πειθαρχία στο πλάνο μέχρι την τελευταία πάσα. Διαφορετικά δεν θα είχε 902 νίκες στην κολεγιακή καριέρα του, τις περισσότερες από κάθε άλλον όταν το 2008 πέρασε στη σύνταξη – πλέον είναι τρίτος.

Ο Ντιν Σμιθ και η πολυπλοκότητα

Ο Ντιν Σμιθ δίπλα στον Μάικλ Τζόρνταν του Νορθ Καρολάινα AP Photo/Joe Holloway Jr.

Το Νορθ Καρολάινα τού χρωστάει αποκλειστικά ό,τι είναι σήμερα. Ξέχωρα από τους δύο τίτλους επί των ημερών του (1961-1997), οι ‘ταρ χιλς’ οφείλουν στον Ντιν Σμιθ τη φήμη που έχουν αποκτήσει ως κολέγιο για το άκρως παραγωγικό πρόγραμμα του, αφού δεν προσέφερε μονάχα ολοκληρωμένους παίκτες και καταρτισμένους προπονητές, αλλά σπουδαστές που έφευγαν με πτυχίο, πολίτες έτοιμους να υπηρετήσουν την κοινωνία από διαφορετικά πόστα ο καθένας.

Προτού στις 7 Φεβρουαρίου του 2015 ο Ντιν Σμιθ φύγει από τη ζωή “μάς είχε μάθει μπάσκετ”, έγραφε ο Δημήτρης Καρύδας. Η κληρονομιά του στο άθλημα ήταν και ο Μάικλ Τζόρνταν και ο Τζέιμς Γουόρθι και ο Μπομπ Μάκαντου και ο Τζέρι Στακχάουζ και ο Ρασίντ Γουάλας και ο Βινς Κάρτερ. Ήταν όμως παράλληλα εκείνος που ανάγκασε το κολεγιακό πρωτάθλημα ν’ αλλάξει κανόνες και να αναθεωρήσει πολλά απ’ αυτά που δεν αγγίζονταν ως ιερά. Όπως το χρόνο επίθεσης.

Η ‘four-corners offense’ του Σμιθ είχε γίνει κτήμα πολλών ομάδων που τη χρησιμοποιούσαν η καθεμιά για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς. Οι πολύπλοκες άμυνές του από την άλλη έφεραν επανάσταση στον τρόπο δράσης και αντίδρασης. Για καθετί σύνθετο που κατέβαζε το μυαλό του Σμιθ, όφειλαν οι αντίπαλοι να βρουν το γιατρικό. Τους έβαζε στην πρίζα, τούς έκανε να σκέφτονται περισσότερο.

*Μετά το θάνατό του το Νορθ Καρολάινα τον τίμησε παίζοντας τη δική του επίθεση απέναντι στο Τζόρτζια Τεκ.

Ο Τζέρι Ταρκάνιαν και η αμοιβάδα

Ο Τζέρι Ταρκάνιαν στον πάγκο του Νεβάντα-Λας Βέγκας AP Photo/Jack Smith

Τον Τζέρι Ταρκάνιαν, τον “καρχαρία” του αμαρτωλού Λας Βέγκας, ξέρει καλύτερα απ’ όλους μας ο Δημήτρης Καρύδας. Οι σκοτεινές ιστορίες από το UNLV και τις διασυνδέσεις με τους ιδιοκτήτες των καζίνο ιντριγκάρουν περισσότερο από τα όσα γίνονταν εντός παρκέ στη διάρκεια των 19 χρόνων (1973-1992) που δούλεψε εκεί.

Παρόλα αυτά ο ‘Tark the Shark’ υπήρξε εξ εκείνων των προπονητών που επενέβησαν στην εξέλιξη του σπορ και άφησαν κληρονομιά στους “διαδόχους” του. Η επιβολή του γρήγορου ρυθμού και των πολλών αιφνιδιασμών (πριν προλάβει να οργανωθεί η αντίπαλη ομάδα) ακόμη και πριν εισαχθεί ο χρόνος επίθεσης NCAA (1985) τον έκανε να έναν εκ των πιο διάσημων και επιτυχημένων (παρά τον έναν τίτλο) προπονητών της κολεγιακής ιστορίας. Προτού πάντως οι παίκτες τρέξουν, όφειλαν να έχουν ανακτήσει την μπάλα μέσα από την πιεστική άμυνα-αμοιβάδα.

Ο Ταρκάνιαν μαζί με τον συνεργάτη του Τιμ Γκρούριτς, όχι μόνο κόπιαραν την ιδέα του Φραν Γουέμπστερ του Πίτσμπεργκ, αλλά την εξέλιξαν στο μέγιστο βαθμό. Επρόκειτο για μια συνδυασμένη άμυνα ζώνης-μαν του μαν, πιο απλά 1-3-1, που απαιτούσε επιθετικότητα, ταχύτητα και φυσικά προσαρμοστικότητα προκειμένου η μία παγίδα να διαδέχεται την άλλη. Με αρκετές παραλλαγές εφαρμόζεται κατά κόρον από τους προπονητές εκείνους που θέλουν να πιέσουν τον αντίπαλο πόιντ γκαρντ από το ύψος του κέντρου.

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς και η ευελιξία

Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς δίνει οδηγίες σε Πέτροβιτς, Ντίβατς, Ζντοβτς και Ράτζα Eurokinissi

Στην πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία δύο ήταν οι προπονητικές σχολές ήταν οι κυρίαρχες: του καθηγητή Άτσα Νίκολιτς από τη μία και του σκληρού Ράνκο Ζεράβιτσα, που απεβίωσε προσφάτως. Δύο σχολές που συγκρούονταν σε βασικές αρχές φιλοσοφίας και δουλειάς. Εκείνος που τράβηξε το δικό του δρόμο, έπλασε ένα δικό του χαρακτήρα, ήταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, του οποίου η διαχρονικότητα, αφού μέχρι και σήμερα είναι ενεργός (Εφές), αποδεικνύει πως “δεν το τρώει ο λύκος όποιο πρόβατο φεύγει από το μαντρί”. Χωρίς να έχει πρόβλημα να συνεργαστεί με οποιονδήποτε.

Ο ‘σοφός’ δεν διακρίθηκε τόσο για τις φρέσκες ιδέες του, αλλά γιατί έφερε το φρέσκο. Δεν έφτασε στην κορυφή γιατί εφάρμοσε τόσες πολλές καινούργιες τεχνικές-τακτικές, αλλά γιατί έδειξε το δρόμο στο καινούργιο. Στα 72 του ο Ίβκοβιτς έχει σημαδέψει το μπάσκετ γιατί αυτός το βοήθησε να προχωρήσει, προσφέροντας παίκτες κάθε είδους. Ψηλούς, κοντούς, σουτέρ, αμυντικούς. Πάντα του άρεσε να δουλεύει με νέα παιδιά, άγνωστα πρόσωπα και να έχει εκτός από την ευθύνη του προπονητή και αυτήν του δασκάλου. Δίνοντας παράλληλα στον καθένα εκ των μαθητών ένα συγκεκριμένο και ενεργό ρόλο. Σαν σκηνοθέτης που διανέμει τους ρόλους στους ηθοποιούς και θέλει από τον καθέναν να κάνει κάτι διαφορετικό, συγκεκριμένο. Ή με μπασκετικούς όρους flex. Το οποίο ακολούθησαν πολλοί έκτοτε.

Ίσως αυτό να είναι το ‘ελιξήριο’ της προπονητικής νεότητάς του. Ότι συναναστρέφεται διαρκώς με παιδιά που ‘διψούν’ για μάθηση και ιστορίες του παππού. Στην Εφές εξελίσσει τον Σάριτς, τον Οσμάν, τον Κορκμάζ, τον Κοσούτ και τον Ουλουμπάι, στον Ολυμπιακό είχε τον Παπανικολάου, τον Μάντζαρη, τον Σλούκα και τον Κατσίβελη. Πιο πίσω θα βρεις ότι δούλεψε με πολλούς, ακόμη και με τον 18χρονο Ντράζεν Πέτροβιτς στη Σιμπένκα (πριν από την εθνική της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας). Και μετά απορούμε γιατί έχει αναφυλαξία στις βεντέτες.

Ο Φιλ Τζάκσον και η τριγωνική επίθεση

Ο Φιλ Τζάκσον και ο Μάικλ Τζόρνταν σε παιχνίδι του 1996 AP Photo/Steve Simoneau

Τώρα είναι πρόεδρος και γενικός κουμανταδόρος των Νικς καθοδηγώντας τον Ντέρεκ Φίσερ και ψάχνοντας τον τρόπο που θα τους οδηγήσει στις επιτυχίες. Μέχρι το 2011 που καθόταν στους πάγκους ήταν (και παραμένει φυσικά) ο πιο επιτυχημένος με βάση τα αποτελέσματα προπονητής που πέρασε ποτέ από ΝΒΑ.

Απ’ όταν δούλευε στο CBA ή στο Πουέρτο Ρίκο ακόμα, ο Φίλιπ Ντάγκλας (ή σκέτος Φιλ) Τζάκσον είχε άστρο. Τούτο το άστρο τον έφερε έως την κορυφή, έως το σημείο να γίνει ένας πολυπρωταθλητής με 11 τίτλους και να κατέχει το κορυφαίο ποσοστό νικών/ηττών (70.4%) στην ιστορία του αμερικανικού πρωταθλήματος.

Το μυστικό της συνταγής του αφενός ήταν η συνύπαρξή του με κορυφαίους παίκτες της κάθε εποχής (Τζόρνταν, Πίπεν, Ρόντμαν, Μπράιαντ, Σακίλ, Γκασόλ, Όντομ) αφετέρου η συνεργασία του με τον Τεξ Γουίντερ. Ο ‘Zen Master’ βρήκε τον Γουίντερ στους Μπουλς, όπου μαζί δούλεψαν ως βοηθοί του Νταγκ Κόλινς. Από το 1989 έγιναν το δίδυμο της επιτυχίας, ανεξάρτητα από το αν Τζάκσον συγκέντρωνε όλα τα φώτα, ανεξάρτητα αν αυτός ήταν η βιτρίνα του πρότζεκτ. Μαζί δίδαξαν την τριγωνική επίθεση στους Μάικλ Τζόρνταν – Σκότι Πίπεν και όταν το καλοκαίρι του 1995 επέλεξαν να φέρουν τον Ντένις Ρόντμαν την απογείωσαν. Ο ψηλός- κολώνα ήταν απαραίτητος για την υλοποίηση του σχεδίου και το αποτέλεσμα ήταν χειροπιαστό. 72-10 στο τέλος της ίδιας σεζόν, 69-13 στην επόμενη και 62-20 το 97-98, μαζί και το δεύτερο ‘3-peat’ σε μια 8ετία.

Το ίδιο επιθετικό σύστημα εφαρμόστηκε επίσης στους Λος Άντζελες Λέικερς με τα ίδια αποτελέσματα και ακόμη πέντε πρωταθλήματα! Είχε τα υλικά και τα έπλασε ο Τζάκσον (ή ο Γουίντερ).

Ο Πατ Ράιλι και η ‘κοστουμαρισμένη’ ζώνη

Ο Πατ Ράιλι πανηγυρίζει στους τελικούς του 1988, αγκαλιά με τον Γουές Μάθιους AP Photo/Bob Galbraith

Κάποτε στο ΝΒΑ, αφού τώρα υπάρχει μία σχετική διαλλακτικότητα, αντιμετώπιζαν τη ζώνη όπως ο διάολος το λιβάνι. Ξόρκιζαν το κακό με τεχνικές ποινές και δεν άφηναν τον ‘ιό’ να εξαπλωθεί για να μην μολύνει όλο το προπονητικό σύστημα. Έως τη στιγμή που ο Πατ Ράιλι κατάφερε να “καμουφλάρει”, να ντύσει μ’ ένα από τα αγαπημένα Αρμάνι κοστούμια του, τη 1-3-1 με παγίδες που έπαιζε με τους Λέικερς και να γίνει προπομπός των εξελίξεων.

Ο Νεοϋορκέζος κόουτς, πατώντας πάνω στα χνάρια του “run n gun” που άφησε φεύγοντας από το LA ο Πολ Ουέστχεντ (πρώτος προπονητής του Μάτζικ στο ΝΒΑ), ήταν αυτός που θεμελίωσε το “showtime” και το glamour μπάσκετ. Στιλ που έφερε έφερε στο Λος Άντζελες τέσσερις τίτλους σε επτά χρόνια.

Ταυτόχρονα όμως υποστήριζε πάγια πως χωρίς δύναμη, ενέργεια και ριμπάουντ, δαχτυλίδια δεν κατακτώνται. Από τα πρώτα χρόνια του στους ‘λιμνάνθρωπους’ δούλεψε σε αυτόν τομέα, έπεισε τους παίκτες του να προσπαθούν και μέσα από την αμυντική τακτική με τις παγίδες ανακτούσε κατοχές. Ο Μάικλ Κούπερ ήταν έτοιμος για επικίνδυνες αποστολές, ο Έι Σι Γκριν πάλευε κάθε φάση στις δύο πλευρές. Στους σκληρούς Νικς είχε ακόμη πιο πρόσφορο έδαφος για να πετύχει το στόχο του.

Οι διαιτητές τιμωρούσαν την κατά συνθήκη ζώνη κάθε φορά που η παράβαση γινόταν εμφανής, ο Ράιλι όμως δεν πολυνοιαζόταν έχοντας πετύχει το στόχο του. Όπως και πολλοί εξ εξ εκείνων που εφάρμοσαν, πιστά ή με παραλλαγές, την τακτική του από τότε. Το μυστικό αφορούσε την αφοσίωση: “Είτε είσαι μέσα είτε έξω”, όπως είχε πει στη διασημότερη ατάκα του.

Ο Ντον Νέλσον και ο πόιντ φόργουορντ

Ο Ντον Νέλσον ως προπονητής των Μιλγουόκι Μπακς AP photo/Mark Lennihan

Δεν είναι μόνο ο προπονητής με τις περισσότερες νίκες στην ιστορία του ΝΒΑ (1335), άσχετα με το ποσοστό επιτυχίας. Ο Ντον Νέλσον, όσο δούλευε, υπήρξε ο πρωτεργάτης πολλών εξ αυτών που έχουν καταφέρει σήμερα οι Μάβερικς, αλλά κυρίως οι Γουόριορς.

Καινοτόμος και πρωτοποριακός, έβλεπε πάντα μπροστά από την εποχή του και δεν εγκλωβίστηκε στο παρελθόν. Διαφορετικά δεν θα είχε κατακτήσει τρεις διαφορετικές σεζόν τον τίτλο του κορυφαίου κόουτς (1983, 1985, 1992), έστω κι αν ποτέ δεν πανηγύρισε τον απωθημένο τίτλο του. Έφτιαξε μεγάλες ομάδες γιατί μπορούσε να προσαρμόσει τους παίκτες του στα ‘θέλω’ του και τα ‘θέλω’ του στο υλικό που είχε κάθε φορά. Θα μπορούσε κανείς να γράψει για τα χαμηλά σχήματα που καθιέρωσε στα τέλη των 80s με τρεις γκαρντ και τρομερούς σουτέρ στο Γκόλντεν Στέιτ (Τιμ Χαρνταγουέι, Ρίτσμοντ, Μάλιν), ιδέα που βρίσκει εφαρμογή στο μπάσκετ του σήμερα.

Κυρίως όμως ο 75χρονος σήμερα Νέλσον έμεινε στην ιστορία ως αυτός που εισήγαγε στο πορτοκαλί λεξικό τον όρο του πόιντ φόργουορντ. Από τα χρόνια των Μπακς πειραματίστηκε με την ιδέα του ψηλού πασέρ μετά από εισήγηση του βοηθού του Πολ Πρέσι και τα προβλήματα που είχαν προκύψει στην περιφέρεια. Ο Μαρκίς Τζόνσον ήταν ο πρώτος που δοκιμάστηκε σε αυτή τη θέση και έκτοτε μέχρι τις ημέρες μας ένας τέτοιος παίκτης είναι σχεδόν απαραίτητος. Πλέον βέβαια κάνει περισσότερα πράγματα. Διαβάζει άμυνες, οργανώνει, καθοδηγεί. Κάποτε προσπάθησαν να μετατρέψουν σε τέτοιον τον Λάρι Μπερντ, ο Λεμπρόν Τζέιμς των Καβαλίερς είναι πλέον το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του σήμερα.

Ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς και η κολασμένη άμυνα

Ο προπονητής που σημάδεψε όσο κανείς άλλος το μπάσκετ των 90s. Όχι μόνο για την άκρως επιτυχημένη θητεία του στη Γιουγκοπλάστικα, στην ομάδα του σάρωσε τους τίτλους συστήνοντας στο ευρύ κοινό τον Κούκοτς, τον Ράτζα και τον Περάσοβιτς. Ούτε γιατί κατάφερε με τη Λιμόζ να κατακτήσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών (για πρώτη και μοναδική φορά) απέναντι σε όλα τα φαβορί και κόντρα σε κάθε προγνωστικό ή οδήγησε τον Παναθηναϊκό στη Γη της Επαγγελίας.

Ο ‘Μπόζα’ ήταν αυτός που έβαλε σε προτεραιότητα την άμυνα και άλλαξε τον τρόπο σκέψης όλων των προπονητών τουλάχιστον έως ότου το 1999 εμφανιστεί στο προσκήνιο η Ζαλγκίρις του Καζλάουσκας που αναθεώρησε την τακτική, ανέτρεψε τη διαμορφωθείσα κατάσταση. Ακόμη και με τους Κροάτες παικταράδες στα χέρια του ο Μάλκοβιτς ήθελε ο ρυθμός να είναι χαμηλός, οι επιθέσεις λίγες και μεγάλες (τρία ευρωπαϊκά με 70-75 πόντους). Εξελίσσοντας τους ‘λιμοζό’ στα ‘κακά παιδιά’ της Ευρώπης, το έφτασε στα όρια του. Παρά την παρουσία ποιοτικών μονάδων όπως ο Ζντοβτς και ο Γιανγκ, αποφάσισε η ομάδα του να κατεβάσει όσο δεν πήγαινε τα σκορ και να βαδίσει εκ του ασφαλούς και έχοντας την πατέντα να πιάσει στον ύπνο όλους τους υπόλοιπους. Μέχρι τη στιγμή που άπαντες τον αντέγραψαν και το μπάσκετ έγινε πιο αργό από το τεράστιο “R” που εμφανιζόταν στην κορυφή της οθόνης.

Για να έχει αποτέλεσμα το εγχείρημά του ο Σέρβος έβαλε στο παιχνίδι τους ψηλούς με γρήγορα πόδια έτσι ώστε οι αλλαγές στα μαρκαρίσματα να είναι διαδοχικές, οι βοήθειες συγκλονιστικές και να μην υπάρχει κενός χώρος για την εκδήλωση της αντίπαλης επίθεσης με κατάληξη μια κακή πάσα, μια βεβιασμένη επιλογή και ανάκτηση της κατοχής.

Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως την ίδια χρονική περίοδο στις ΗΠΑ ο Νόλαν Ρίτσαρντσον οδηγούσε το Άρκανσας στον κολεγιακό τίτλο (76-72 το Ντιουκ) ποντάροντας στα δικά του ’40 λεπτά κόλασης’ με πίεση, πίεση και πίεση στην μπάλα και μακριά από αυτήν.

Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς και το τέλειο πικ εν ρολ

Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δίνει οδηγίες στον Δημήτρη Διαμαντίδη ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Δεν είναι προπονητική ανακάλυψη του Ζέλικο Ομπράντοβιτς το -σε απλά λόγια- σκριν του ψηλού στον κοντό που έχει την μπάλα και η συνεργασία δύο εναντίον δύο στην επίθεση με στόχο το καλάθι. Ο ‘Ζοτς’ παρόλα αυτά τελειοποίησε μία από τις πιο απλές μπασκετικές ιδέες, μετά τις βασικές αρχές του σπορ.

Της χάρισε υπόσταση, την έφτασε σ’ εκείνο το σημείο που οι παίκτες του την εκτελούσαν χωρίς την παραμικρή ατέλεια. Αψεγάδιαστα. Στον Παναθηναϊκό όλα αυτά, όπου βρήκε, διάλεξε ή έφτιαξε τους κατάλληλους παίκτες για να κάνουν πράξη όσα είχε στο μυαλό του και σχεδίαζε στο χαρτί. Στην περιφέρεια τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Γιασικεβίτσιους, τον Νίκολας και τον Καλάθη και στη ρακέτα τον Μπατίστ, τον Τομάσεβιτς, τον Τσαρτσαρή, τον Πέκοβιτς.

Η κυριαρχία του ‘τριφυλλιού’ εντός κι εκτός συνόρων (πέντε ευρωπαϊκά, έντεκα πρωταθλήματα, επτά κύπελλα από το 2000 μέχρι το 2011) λειτούργησε διδακτικά για πολλούς άλλους προπονητές, να το εντάξουν στα καθημερινά προγράμματά τους. Έκανε τους παίκτες να δουλεύουν πάνω σε αυτό το στιλ είτε για να το εφαρμόσουν είτε για να το εξουδετερώσουν. Γι’ αυτό και οι αργοί ψηλοί που έπαιζαν μονάχα με πλάτη άρχισαν χρονιά με τη χρονιά να χάνουν τις δουλειές τους έναντι εκείνων που βυθίζονταν γρήγορα στη ρακέτα και τελείωναν τις ασίστ των κοντών. Πατέντα που αντέγραψαν ακόμη και στο ΝΒΑ.

Ο Μάικ Ντ’ Αντόνι και η επίθεση των 7”

Ο Μάικ Ντ'Αντόνι καθοδηγεί τον Στιβ Νας ως προπονητής των Σανς AP Photo/Matt York

Η επίθεση των 7” δεν ήταν ακόμη ένα επιθετικό σύστημα. Ήταν ένα ολόκληρο στιλ μπάσκετ που ‘ταρακούνησε’ τα mid-’00s, έγινε βιβλίο από τον δημοσιογράφο Τζακ ΜακΚάλουμ, και έκανε τους Σανς την πιο ελκυστική ομάδα του ΝΒΑ. Σαν να βλέπεις σήμερα τους Γουόριορς και δεν είναι καθόλου τυχαία η σύγκριση, καθώς τις δύο ομάδες συνδέει με τον τρόπο του ο Στιβ Κερ.

Οι ‘ήλιοι’ από την Αριζόνα έφτασαν τρεις σερί σεζόν στους τελικούς της Δύσης, αλλά ουδέποτε κατέκτησαν το δαχτυλίδι και αυτό έμεινε. Ο Μάικ Ντ’ Αντόνι ωστόσο κατάφερε με τη διάσημη επίθεση των 7” να κάνει όλους τους υπόλοιπους να ψάχνουν τρόπο να την εξουδετερώσουν. Δεν ήταν ένας αιφνιδιασμός, ήταν τότε που μπήκε στο λεξιλόγιο και διαδόθηκε ο όρος τρανζίσιον (γρήγορη μετάβαση της μπάλας στην άλλη πλευρά του παρκέ).

Ήταν κάτι ξεχωριστό όλο αυτό, ήταν μια (αναρχο)αυτόνομη έμπνευση του Ιταλοαμερικάνου κόουτς, αφού ακόμη και σε παιχνίδι ‘πέντε εναντίον πέντε’ η κάθε επίθεση δεν είχε διάρκεια μεγαλύτερη των επτά δευτερολέπτων! Υπήρχαν διάφορες παραλλαγές, αλλά η βάση της ήταν ο ‘άσος’ και πόσο ‘έτρεχε’ το παρκέ. Και ο Ντ’ Αντόνι ευτύχησε να έχει μαζί του τον Στιβ Νας, το ιδανικό όπλο για να υπηρετήσει το σχέδιό του, καθώς ο πλέι μέικερ, ως κουμανταδόρος, έπρεπε είτε να δει γρήγορη πάσα προς στους τρεις καλούς σουτέρ ή τον ψηλό που έκοβε, είτε να εκτελέσει (με διείσδυση / σουτ). Εκτός από τον Νας, το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας τους έπαιξαν τόσο ο Στουνταμάιρ με τον Μάριον όσο ο Ντιό με τον Ράτζα Μπελ και τον Λεάντρο Μπαρμπόζα.

Ο Ντ’ Αντόνι πήρε 24 εκατ. δολάρια για ν’ αφήσει το Φίνιξ και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Άλλη ωστόσο η ιδιοσυγκρασία των Νικς και άλλος παίκτης ο Καρμέλο Άντονι. Στους Λέικερς δε πήγε ως σωτήρας και δεν είχε χρόνο να το χτίσει από την αρχή όλο αυτό. Αντίθετα ο Στιβ Κερ ‘κόπιαρε’ τον μέντορά του, τοποθέτησε το σύστημα στη σημερινή εποχή, και οι Γουόριορς μετά το περυσινό τίτλο καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Ο Κάρι είναι ο Νας του 2015 και οι υπόλοιποι ‘χορεύουν’ στο ρυθμό του. Ακόμη και οι Σπερς, που στέρησαν από τους Σανς έναν τίτλο, “έκλεψαν” στοιχεία πάνω κυρίως στο πάσινγκ γκέιμ ενσωματώνοντάς τα στο δικό τους σύστημα.

Ο Τζον Καλιπάρι και το μοντέρνο split

Ο Τζον Καλιπάρι δίπλα στον Ντέρικ Ρόουζ AP Photo/Sue Ogrocki

Αν για κάτι φημίζεται προπονητικά ο Τζον Καλιπάρι είναι η πίστη στο ταλέντο των παικτών που διαχειρίζεται κάθε φορά. Τους προετοιμάζει αγωνιστικά και πνευματικά, τους καθοδηγεί μέχρι εκεί που (νομίζει ότι) οφείλει να το κάνει και μετά τους αφήνει την πρωτοβουλία προσφέροντάς τους την ευκαιρία να “μεγαλώσουν” και να “ψηθούν” μέσα από τις αποφάσεις που θα πάρουν εν ώρα δράσης.

Αρκεί το ‘dribble drive motion’ για να (απο)δείξει ο καθένας τις ατομικές ικανότητές του στο χειρισμό της μπάλας, στην οργάνωση, στη σκέψη, στην εκτέλεση. Συνοψίζοντας τις τρεις λέξεις σε μία καταλήγουμε πως πρόκειται για την εξελιγμένη μορφή του “split”, στο οποίο όλοι είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να εκτελέσουν από κάθε απόσταση. Στο οποίο ο χειριστής παίρνει την μπάλα, οι καλοί σουτέρ ανοίγονται στα πλάγια και ο ψηλός μένει χαμηλά για να υποδεχθεί, αν χρειαστεί, την μπάλα μετά το ντράιβ. Η επιτυχία του συστήματος έγκειται αφενός στις σωστές αποστάσεις μεταξύ των πέντε παικτών αφετέρου στον άριστο χειρισμό της μπάλας, στις σωστές αποφάσεις και στο καλό περιφερειακό σουτ. Στα βασικά του σπορ δηλαδή.

Πόσες και πόσες ομάδες σε Αμερική και Ευρώπη δεν έχουν κοπιάρει τα τελευταία χρόνια το σύστημα που σκέφτηκε ο Βαν Γουόλμπεργκ (νυν μέλος του σταφ στους Κινγκς) και εφάρμοσε στην εντέλεια ο Καλιπάρι. Με αυτό το σύστημα γαλουχήθηκαν σε Μέμφις και Κεντάκι αστέρες της σύγχρονης εποχής όπως ο Ντέρικ Ρόουζ και ο Τζον Γουόλ, ο Ντεμάρκους Κάζενς, ο Άντονι Ντέιβις και ο Καρλ Άντονι Τάουνς. Έτσι έχει αγγίξει τις 600 νίκες στην κολεγιακή καριέρα του ως ο πρώτος προπονητής ο άλλοτε βοηθός του Λάρι Μπράουν. Ειδάλλως δεν θ’ αξίωνε 120 εκατ. δολάρια (για συμβόλαιο 10ετίας) από τους Νετς.