Ο παντοτινός Δημήτρης Σαραβάκος
Ο Πανιώνιος, το γκολ που χάρισαν μια κατηγορία, η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, η Ευρώπη, η πρόταση του Κοσκωτά, ο Όσιμ, η ΑΕΚ, η επιστροφή, το σύνθημα "Ελλάς, Ευρώπη, Παναθηναϊκός". Ο Δημήτρης Σαραβάκος κλείνει τα 55 χρόνια και ο Zastro γράφει για τον μεγαλύτερο "μικρό" του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ο σπουδαίος Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος Κικέρων, έχοντας ως κύρια πηγή έμπνευσης το «Περί Καθηκόντων» του Παναίτιου του Ρόδιου, προσπάθησε να εξηγήσει για ποιο λόγο παρ’ όλο που η φύση έχει φροντίσει να μας εφοδιάσει όλους με νου, εκχωρεί με συγκεκριμένο τρόπο ταλέντο και δεξιότητες. Ένα τουλάχιστον ταλέντο και κάποια δεξιότητα λαμβάνουν οι περισσότεροι, το ζητούμενο είναι πώς το διαχειρίζονται και τι μέσα μετέρχονται για να ξεχωρίσουν και να φθάσουν στην αριστεία που είναι η υπέρτατη καταξίωση.
Ο μεγαλύτερος “μικρός”
Εκεί ξεχωρίζει ο πραγματικά μεγάλος από τον προικισμένο, σε εκείνο το σημείο που η αίσθηση της ευπρέπειας και της μετριοφροσύνης γίνονται τα απαραίτητα συστατικά της επιτυχίας και της διάρκειας στο χρόνο, εκεί όπου η σεμνότητα μετατρέπεται σε αρετή και η προσωπικότητα γίνεται αποδεκτή από φίλους και εχθρούς. Σε αυτήν την ιδιαίτερη κατηγορία ξεχωριστών ανθρώπων ανήκει ο Δημήτρης Σαραβάκος, ένας από τους πιο ταλαντούχους επιθετικούς στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας και μια από τις ελάχιστες προσωπικότητες που κατόρθωσαν να αφήσουν μια παρακαταθήκη αποδεκτή και παραδεκτέα απ’ όλους.
Γιος του πολύ μεγάλου Θανάση Σαραβάκου, του θρυλικού «σβούρα» του Πανιωνίου, ενός σπάνιου ζογκλέρ που έκανε θαύματα με τη μπάλα στα πόδια τη δεκαετία του ’50 και του ’60 στο γκροτέσκο ελληνικό ποδόσφαιρο, μεγάλωσε με μια μπάλα στα πόδια στη Νέα Σμύρνη, τη γειτονιά που θαρρεί κανείς είχε αναλάβει την ιερή αποστολή να τροφοδοτεί με αστέρες το άθλημα. Νεστορίδης, Δέδες, Μαύρος, Αναστόπουλος, κάθε δεκαετία είχε στην ούγια κυανέρυθρο χρώμα και την αύρα της «πλατείας». Παρά το όνομα βαρύ σαν ιστορία και την αναπόφευκτη δυσκολία των a priori συγκρίσεων με τον πατέρα του, ο Δημήτρης από πολύ μικρός έμοιαζε predestinated να γίνει ποδοσφαιριστής και να μπει στο άτυπο club των «άριστων». Πολύ πριν ενταχθεί στα «τσικό» του Πανιωνίου, σε ηλικία μόλις 13 ετών, είχε ήδη εξελιχθεί στη μασκότ της πλατείας, ήταν ήδη ο «μικρός» που αγαπούσαν και ήξεραν όλοι στη συνοικία που αποφάσισε να εγκατασταθεί μεγάλο μέρος των ξεριζωμένων προσφύγων της Σμύρνης.
Τον φώναζαν «μικρό» διότι πάντοτε έπαιζε μπάλα με μεγαλύτερους και ακόμη και σε εκείνους που δεν τον γνώριζαν έβγαζε μια σπάνια οικειότητα και συμπάθεια με το σεμνό και συνετό χαρακτήρα του. Ήταν μεν ο γιος του Θανάση που γεννήθηκε μόλις λίγες μέρες μετά τον τελικό του 1961 με τον Ολυμπιακό, μιας επιτυχίας που στιγμάτισε και φούσκωσε από υπερηφάνεια μια ολόκληρη γενιά φιλάθλων του Πανιωνίου, αλλά σε κέρδιζε και χωρίς να γνωρίζεις το background. Η προδιαγεγραμμένη του μοίρα έστειλε το πρώτο σημάδι της το 1977, όταν στην τρυφερή ηλικία των 16 ετών και εξ αιτίας μιας σειράς γεγονότων με κορωνίδα την απεργία που είχε κηρύξει ο ΠΣΑΠ, ο προπονητής του Πανιωνίου, του χάρισε την πρώτη του συμμετοχή στο πρωτάθλημα. Ο προπονητής που «βάπτισε» ποδοσφαιρικά το Δημήτρη Σαραβάκο, ήταν ο Ιγκόρ Αλεξάντροβιτς Νέτο, μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του σοβιετικού ποδοσφαίρου, ένας ταχύτατος αριστεροπόδαρος μπακ, που λόγω των επιθετικών αρετών του, εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους μεσοεπιθετικούς στην ιστορία του ρωσικού ποδοσφαίρου.
Ο Νέτο κάπου διέκρινε και τον εαυτό του (αριστεροπόδαρος γαρ) στο νεαρό Δημήτρη, τον είχε παρακολουθήσει άλλωστε πολλάκις και στις προπονήσεις και εντυπωσιασμένος από τα προσόντα και τη σεμνότητά του, τον επέλεξε για το άκρο της επίθεσης σε εκείνο το χριστουγεννιάτικο και αλλόκοτο 2-2 με τον Άρη στη Νέα Σμύρνη. Το παιχνίδι της μοίρας και των οιωνών δεν σταματά στο Νέτο, αλλά επεκτείνεται και στην παρουσία πλειάδας αστέρων του ελληνικού ποδοσφαίρου στις εξέδρες του γηπέδου της Νέας Σμύρνης, που ακούσια παρακολούθησαν το ντεμπούτο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές: Μίμης Παπαϊωάννου, Κώστας Αϊδινίου, Αντώνης Αντωνιάδης, Τάκης Νικολούδης ήταν εκεί λόγω της απεργίας του σωματείου των αμοιβομένων ποδοσφαιριστών και της φήμης ότι στο παιχνίδι του Πανιωνίου με τον Άρη θα εμφανιστούν «απεργοσπάστες». Η εμφάνιση του έφηβου Δημήτρη ήταν σχετικά ανώνυμη, το άγχος του πρωτάρη και οι ιδιαίτερες συνθήκες του παιχνιδιού δεν του επέτρεψαν να δείξει ούτε ελάχιστο δείγμα του ταλέντου του, εκείνο όμως που μετρούσε ήταν τα σημάδια της μοίρας που απροκάλυπτα καταδείκνυαν τη γέννηση ενός ακόμη μεγάλου. Δεν ήταν άλλωστε ακόμη η ώρα του, ο Πανιώνιος μετά την εποχή του Θωμά Μαύρου διέθετε ήδη τον επόμενο μεγάλο γκολτζή στις τάξεις του, το Νίκο Αναστόπουλο και η σειρά του Σαραβάκου θα ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα.
Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή: την επόμενη σεζόν οι συμμετοχές ήταν εννέα, διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός για ένα δεκαεπτάχρονο παιδί που ανήκε στο ρόστερ του Κυπελλούχου Ελλάδος, αφού εκείνος ο Πανιώνιος του Πάνου Μάρκοβιτς είχε καταπλήξει τα πλήθη κατακτώντας τον δεύτερο τη τάξει θεσμό του ποδοσφαίρου της χώρας, επικρατώντας με 3-1 της ΑΕΚ σε μια από τις εκκωφαντικότερες εκπλήξεις στην ιστορία της διοργάνωσης. Το παιχνίδι του ολοένα και βελτιωνόταν, η εμπιστοσύνη από τους προπονητές αυξανόταν, καθώς πέραν της ταχύτητας ο «μικρός» είχε εντάξει κι άλλα χαρατηριστικά στο παιχνίδι του, όπως η τεχνική και η αφομοίωση της τακτικής. Η πρώτη σεζόν επαγγελματοποίησης του αθλήματος στην Ελλάδα, τον βρίσκει να καταγράφει 12 συμμετοχές και όταν πια αποχωρεί ο Αναστόπουλος για τον Ολυμπιακό, ο δρόμος ανοίγει διάπλατα μπροστά του. Θα σκοράρει για πρώτη φορά στην Α’ Εθνική την επόμενη χρονιά, το 1980, σε ένα εντός έδρας παιχνίδι εναντίον της Παναχαϊκής. Ήταν και πάλι Δεκέμβριος, ο μήνας που έκανε και εκείνο το αλλόκοτο ντεμπούτο.
Πλέον και πριν κλείσει τα είκοσι, είναι ο ηγέτης της επίθεσης του Πανιωνίου, αναλαμβάνει να σηκώσει το βάρος ενός ιστορικού συλλόγου που βγήκε ζημιωμένος από τις αλλαγές που επέφερε η γένεση των ΠΑΕ, αφού δεν διέθετε το οικονομικό εύρος για να σηκώσει το βάρος μιας εταιρείας που έπρεπε να λειτουργήσει σε επαγγελματικά πρότυπα. Ο Πανιώνιος δεν γνώριζε τον επαγγελματισμό, λειτουργούσε ανέκαθεν βασιζόμενος στο dna της «πλατείας», το οικογενειακό κλίμα, ένα αγνό modus operandi που επιτρέπει να παράξεις πολλούς «σαραβάκους». Η έβδομη θέση του Πανιωνίου το 1981/82 δεν συνιστούσε εφαλτήριο για επιστροφή στην ελίτ, αλλά αποτέλεσε ίσως τον τελευταίο συνδετικό κρίκο με τον Πανιώνιο της ερασιτεχνικής – ημιεπαγγελματικής καλύτερα – εποχής. Η συνέχεια ήταν πολύ δύσκολη. Ο σύλλογος έφθασε δύο φορές πολύ κοντά στον υποβιβασμό, αντίκρυσε δις τον όλεθρο της διάλυσης, αλλά είχε την τύχη να διαθέτει στις τάξεις του ένα παιδί που τον Πανιώνιο τον πονούσε και δεν ήταν μισθοφόρος.
ΤΟ ΓΚΟΛ ΠΟΥ ΧΑΡΙΣΕ ΜΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι περιθώρια βελτίωσης σε εκείνον τον Πανιώνιο δεν υπήρχαν, ο Δημήτρης Σαραβάκος ήταν ένας ποδοσφαιριστής που «φώναζε» ότι πρέπει να περάσει στο ανώτερο επίπεδο. Είχε ήδη προλάβει να χρισθεί διεθνής δέκα φορές όντας παίκτης του Πανιωνίου, έπαιζε πάντοτε τουλάχιστον μία ταχύτητα πάνω από τους υπόλοιπους, αλλά ποτέ δεν ακούστηκε η φωνή του. Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν «βεντέτισε», ποτέ δεν αλλοίωσε το χαρακτήρα του και δεν προσέβαλε τον Πανιώνιο. Παρέμενε πάντα ο σεμνός «μικρός», ο γιος του Θανάση που παίζει για τη φανέλα και προτιμούσε τις πράξεις από τα λόγια. Είχε ήδη διαμορφώσει τον κλειστό είναι η αλήθεια χαρακτήρα του και ήδη είχε θέσει την προσωπική του ζωή εκτός της δημοσιότητας που αδηφάγα επιζητούσε νέους ήρωες στο boom του ποδοσφαίρου στις αρχές των 80’ς. Η παρουσία του στο σύλλογο που επί της ουσίας τον γέννησε και τον γαλούχησε, έπρεπε να κλείσει εμφατικά και μέσα στο γήπεδο. Φρόντισε το Μάιο του 1984 να χαρίσει για δεύτερη φορά στον Πανιώνιο μια ολόκληρη κατηγορία, σκοράροντας στο 104’ της παράτασης το πρώτο γκολ της παραμονής στην κατηγορία, σε εκείνο το αγχώδες μπαράζ του Βόλου εναντίον του ΠΑΣ Γιάννινα, επίσης ενός συλλόγου που πλήρωσε με το χειρότερο τρόπο την αλλαγή σελίδας στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ήταν το κλείσιμο της πρώτης πενταετίας του στη Νέα Σμύρνη, όπου από τα 18 του μέχρι τα 23 του ως επαγγελματίας σε 132 συμμετοχές (πολλές εκ των οποίων ως αλλαγή) σκόραρε 35 φορές και ξεκίνησε να γράφει τη δική του ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Αυτόματα με τη λήξη του της επαγγελματικής πενταετίας τέθηκε εν ισχύι ο νόμος της προσφοράς και της αντιπροσφοράς που επέτρεπε στους μνηστήρες να καταθέσουν στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων αντιπροσφορά κατά 40% αυξημένη σε σχέση με την προσφορά του συλλόγου που ανήκει ο ποδοσφαιριστής. Το ενδιαφέρον του νταμπλούχου Παναθηναϊκού ήταν δεδομένο, με το Γιώργο Βαρδινογιάννη να επιθυμεί να δημιουργήσει τη δική του αυτοκρατορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, στοχεύοντας ταυτόχρονα και στην ευρωπαϊκή διάκριση. Ο Πανιώνιος έκανε τα αδύνατα δυνατά, δραματικές ΓΣ και μια απέλπιδα προσπάθεια στη συνέλευση στο θέατρο «Κερκίδα» στήνοντας ακόμη και κιόσκι υπέρ της ανεύρεσης χρημάτων για την παραμονή του Σαραβάκου στη Νέα Σμύρνη.
Η προσπάθεια των ανθρώπων του Πανιωνίου ήταν συγκινητική. Διενεργήθηκε ακόμη και λαχειοφόρος αγορά, αντιπροσωπεία φιλάθλων συνέστησε επιτροπή που προσπάθησε να συλλέξει χρήματα από τους καταστηματάρχες της Νέας Σμύρνης προκειμένου να μείνει ο Δημήτρης στον Πανιώνιο. Η αγάπη της «πλατείας» στο πρόσωπό του ήταν το ίδιο ανιδιοτελής με τη δική του προς το σύλλογο. H μοίρα όμως του Δημήτρη έγραφε «Παναθηναϊκός» και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης καταθέτοντας 3 επιταγές της Εθνικής Τράπεζας των 10 εκατομμυρίων εκάστη στο Ταμείο Παρακαταθηκών, έντυσε το Σαραβάκο στα πράσινα.
Και δεν επρόκειτο για έναν απλό Παναθηναϊκό, αλλά για τον άρτι νταμπλούχο Παναθηναϊκό, ο οποίος εκτός από το Σαραβάκο θα προσέθετε στο ήδη πλούσιο ρόστερ του, τον αρχηγό της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας, Βέλιμιρ Ζάετς, έναν απίστευτα εγκεφαλικό κεντρικό μέσο που αποτελούσε μήλον της έριδος για συλλόγους επιπέδου premiership, αλλά επέλεξε τον Παναθηναϊκό σαν επόμενο σταθμό της καριέρας του.
ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΤΟΥΛΙΠΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΟΜΥΛΩΝ
Με το καλημέρα κιόλας, έγινε κατανοητό πόσο βοήθησε το Σαραβάκο η αλλαγή επιπέδου, πόσο πολύ ανάγκη είχε το ταλέντο του να λειτουργήσει πλάι σε συμπαίκτες του διαμετρήματος του Ζάετς και του Ρότσα, πόσο μπροστά από την εποχή του ποδοσφαιρικά ήταν αυτό το μειλίχιο παιδί από τη Νέα Σμύρνη. Το άστρο του λάμπει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, κάνει απίθανα πράγματα από την πρώτη του σεζόν, εκείνη που οι ειδικοί συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως «χρόνο προσαρμογής στα δεδομένα της μεγάλης ομάδας». Ο Σαραβάκος πλαισιωνόμενος κι από άλλες προσωπικότητες, αφοσιώνεται στο παιχνίδι και ξεπερνά τα στενά όρια του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ευρωπαϊκή σεζόν του Παναθηναϊκού είναι ονειρώδης και ένα μεγάλο ποσοστό της επιτυχίας οφείλεται στο Σαραβάκο. Το άλλοτε Κύπελλο Πρωταθλητριών υποδέχεται το Δημήτρη Σαραβάκο στο Ρότερνταμ, στη χώρα της τουλίπας και των ανεμόμυλων όπως είπε ο σχολιαστής της ΕΡΤ2 Γιάννης Αργυρίου, σε εκείνο το 0-0 εναντίον της Φέγενορντ του Ρούντ Γκούλιτ.
Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τους Ολλανδούς κερδίζοντάς τους δύσκολα με 2-1 στη ρεβάνς, με το Σαραβάκο να αποτελεί την κύρια πηγή κινδύνων για την ολλανδική άμυνα και ακρογωνιαίο λίθο της πρόκρισης. Τέλη Οκτωβρίου είναι η σειρά της Λίνφιλντ που δυσκολεύει περισσότερο από ότι θα περίμενε κανείς τον Παναθηναϊκό και στη ρεβάνς του Μπέλφαστ, μετά το αναπάντεχο 3-0 του 28ου λεπτού που προμήνυε διασυρμό και όχι απλώς αποκλεισμό, έρχεται το πρώτο γκολ σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Ο Σαραβάκος στο ημίωρο δίνει το σύνθημα της αντεπίθεσης, ο Παναθηναϊκός ξυπνάει από το λήθαργο και ισοφαρίζει εν τέλει σε 3-3 τους σκληροτράχηλους Ιρλανδούς, εξασφαλίζοντας την πρόκριση. Στο πρωτάθλημα η μάχη με τον εκπληκτικό ΠΑΟΚ του Σκότσικ είναι αδυσώπητη, η προσοχή όλων όμως είναι στραμμένη στην Ευρώπη, στα όνειρα για την επανάληψη του έπους του Wembley. Ο Παναθηναϊκός κληρώνεται με τη σουηδική Γκέτεμποργκ του μετέπειτα προπονητή του Γκίντερ Μπένγκτσον (ουσιαστικά η συνέχεια της ομάδας του Σβεν Γκόραν Έρικσον) και περιμένει πως και πως την άνοιξη για να κυνηγήσει το όνειρο.
Οι Σουηδοί δεν έχουν προλάβει να μάθουν ακόμη το «μικρό» με το 7 και εστιάζουν στα γνωστά ονόματα του Ζάετς και του Ρότσα. Με τους Σουηδούς είναι και η πρώτη πραγματικά μεγάλη ευρωπαϊκή παράσταση στην καριέρα του Σαραβάκου. Μάρτιος του 1985 στο Ούλεβι και ο Παναθηναϊκός γίνεται φαβορί με πέναλτυ του «7» που δεν γνώριζε ο φλεγματικός Σουηδός προπονητής, με αποτέλεσμα να το πληρώσει ακριβά. Ο Σαραβάκος ξεκινά να αποκτά και έρεισμα εκτός Ελλάδος, το όνομά του και οι αρετές του θα γίνουν ακόμη πιο γνωστά όταν αναλαμβάνει την εκτέλεση του πέναλτι της πρόκρισης και στην πολύ δύσκολη ρεβάνς με τους Σουηδούς στην Αθήνα. Όπως θα εκμυστηρευθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του, το συγκεκριμένο γκολ το θεωρεί από τα κρισιμότερα της καριέρας του και για εκείνον αποτελεί σταθμό αφού τον έμαθε να λειτουργεί υπό καθεστώς τρομακτικής πίεσης. Ο Παναθηναϊκός οδηγούμενος από τον οίστρο του Σαραβάκου που ορθότατα ο Γκμοχ έχει απελευθερώσει επιτρέποντάς του να αγωνίζεται ως ελεύθερος στην επίθεση ξεκινώντας από χαμηλά, έχει προκριθεί στα ημιτελικά του Champions League, o κόσμος παραληρεί, μετά το «έχω στο Λονδίνο μια δουλειά», ο κόσμος τραγουδά «Βρυξέλλες-Βρυξέλλες έρχονται οι βαζέλες» μιας και ο τελικός επρόκειτο να διεξαχθεί στο Χέηζελ.
Η κληρωτίδα όμως φέρνει απέναντι στον Παναθηναϊκό τη μεγάλη Λίβερπουλ και με εξαίρεση την υπόθεση εργασίας του τι θα συνέβαινε εάν μετρούσε το ακυρωθέν γκολ του Ρότσα στο Άνφιλντ, η σύγκρουση είναι πολύ βίαιη. Ήττα με 4-0 στο λιμάνι και ένα «τιμητικό» 0-1 στο Ολυμπιακό Στάδιο βάζουν τέλος στις φιλοδοξίες του τριφυλιού για έναν δεύτερο τελικό που θα άλλαζε όχι μόνο την ιστορία του Παναθηναϊκού και του ήρωά μας, αλλά και την ίδια την ιστορία του αθλήματος αφού θα απέτρεπε τα θλιβερά γεγονότα της τραγωδίας του Χέηζελ. Η ιστορία γράφτηκε, η Γιουβέντους κατέκτησε το πρώτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών, βαμμένο όμως με αίμα και κάπως έτσι λησμονήθηκε και η μεγαλειώδης πορεία του Παναθηναϊκού στα ημιτελικά εκείνης της διοργάνωσης. Η παρθενική σεζόν του Σαραβάκου στον Παναθηναϊκό, τον βρίσκει να ολοκληρώνει την παρουσία του με 18 γκολ σε πρωτάθλημα και Ευρώπη, χωρίς όμως να κατακτήσει κάποιον τίτλο, αφού ο ΠΑΟΚ στερεί από το τριφύλι και τους δύο εγχώριους τίτλους. Η συνέχεια στον Παναθηναϊκό είναι σταθερά ανοδική, συνδέεται άμεσα με το νταμπλ του 1986 και το εμφατικό 4-0 στον τελικό με τον Ολυμπιακό και συμπίπτει με την περίοδο παγίωσης των πρασίνων ως «ευρωπαϊκού εκπροσώπου» του ελληνικού ποδοσφαίρου και αυτός ο τίτλος τιμής φέρει την υπογραφή του Δημήτρη Σαραβάκου.
ΤΟ ΣΗΜΑ-ΚΑΤΑΤΕΘΕΝ SCROP ΣΤΟ “Γ”
Ο μικρός μεγάλωσε και μεγάλωσε πολύ: το καταπληκτικό γκολ του εναντίον της Γιουβέντους στο εντός έδρας 1-0 για το Κύπελλο UEFA με το σήμα-κατατεθέν scrop του στο «γάμμα» της εστίας του Τακόνι, μνημονεύεται ακόμη και σήμερα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και θέτει για πρώτη φορά επί τάπητος το ζήτημα της μεταγραφής του σε ευρωπαϊκό σύλλογο σε μια εποχή που ήταν έως αδύνατον να γίνει κάτι τέτοιο για Έλληνα ποδοσφαιριστή. Ο Παναθηναϊκός αποκλείει τη Γιουβέντους, ο Σαραβάκος σκοράρει και στο Comunale (αν και στους περισσότερους έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη το απίθανο γκολ του Χρήστου Δημόπουλου) και η Φιορεντίνα εκφράζει επισήμως την επιθυμία της να τον εντάξει στο δυναμικό της. Ο Βαρδινογιάννης δεν ενδίδει και εκμεταλλεύεται το γεγονός της πολύ ισχυρής νομοθεσίας που τότε προστάτευε τους συλλόγους και όχι τους ποδοσφαιριστές όπως σήμερα. Ο Σαραβάκος πλέον είναι το πιο hot όνομα στο ελληνικό πρωτάθλημα, ο ποδοσφαιριστής που σημειώνεται ως υπ’ αριθμόν ένας κίνδυνος από τους αντίπαλους προπονητές, η φήμη του έχει ξεπεράσει τα στενά ελληνικά όρια και μετά τον Αναστόπουλο μετατρέπεται στο νηπιακού σταδίου star system που εκκολάπτεται στο περιβάλλον του ελληνικού αθλητισμού.
Ο ίδιος παραμένει αρνητικός στη δημοσιότητα, απρόσιτος και πολύ προσεκτικός στις δημόσιες τοποθετήσεις και εμφανίσεις του. Η σεμνότητα και η ιδιοσυγκρασία του, καθώς και ο χαρακτήρας του, υπαγορεύουν μια εντελώς διαφορετική στάση ζωής από τη συνήθη των ομολόγων του και αστέρων της εποχής. Δεν πίνει, δεν ξενυχτάει, δεν φωτογραφίζεται με ηθοποιούς και μοντέλα, αρνείται να συμμετέχει στην παράδοξη αισθητική της δεκαετίας του ’80, εκείνης του κιτς και της υπερβολής. Ο Σαραβάκος είναι νέος, επιτυχημένος, στο απόγειο της αθλητικής δόξας του, περιζήτητος εργένης. Διαθέτει εμφάνιση, χρήματα, ένα «ευρωπαϊκό» star quality και προφίλ που τον καθιστά τον καλύτερο Έλληνα ποδοσφαιριστή και σύμβολο του Παναθηναϊκού στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Όλα αυτά τα στοιχεία παρακινούν τον τυφώνα Γιώργο Κοσκωτά να αποφασίσει το αδιανόητο προκειμένου να αλλάξει το status quo του ελληνικού ποδοσφαίρου: προσεγγίζει το μεγάλο αστέρι του «αιώνιου» αντιπάλου και καταθέτει την υψηλότερη και θελκτικότερη προσφορά από καταβολής επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Ο πράος και «αντιδημοσιογραφικός» Σαραβάκος βρίσκεται ενώπιον μιας προσφοράς-σταθμό για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Κοσκωτάς συναντά το Σαραβάκο Οκτώβρη μήνα, λίγους μήνες πριν εκπνεύσει η προθεσμία της λήξης του συμβολαίου του με τον Παναθηναϊκό αφού προηγουμένως έχει φροντίσει σε κάθε περίσταση να καταστήσει σαφές στο συνομιλητή του ότι θα κάνει το.. άπαν για να τον αποκτήσει. Το νούμερο και οι έξτρα παροχές που ακούει ο Σαραβάκος από το στόμα του Τραπεζίτη είναι πρωτόγνωρο ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα: 600 εκατομμύρια δραχμές, 1 εκατομμύριο μισθό το μήνα, επαγγελματική αποκατάσταση όλων των οικογενειακών μελών, σπίτια, αυτοκίνητα, κάθε λογής πριμ και bonus σε ένα συμβόλαιο που όμοιό του έβρισκε κανείς μόνον στην Ιταλία εκείνη την εποχή. Ο έκπληκτος Σαραβάκος ακούει εμβρόντητος την πρόταση και αντιλαμβάνεται ότι ο Κοσκωτάς δεν του κάνει πλάκα. Άμεσα επικοινωνεί με το Γιώργο Βαρδινογιάννη ενημερώνοντάς τον για την προσφορά και ο Καπετάνιος θρυλείται ότι του αποκρίθηκε: «μόνο τρελός θα αρνιόταν τόσα λεφτά, να πας!».
Το ραντεβού με τον αδελφό του Γιώργου, Σταύρο Κοσκωτά λαμβάνει χώρα υπό καθεστώς κινηματογραφικής μυστικότητας ξημερώματα στο Άλσος της Νέας Σμύρνης. Ο Σαραβάκος αντικρύζει το απίστευτο: ο Κοσκωτάς έχει μαζί του δύο μαύρους φουσκωμένους χαρτοφύλακες, ανοίγει το φερμουάρ και του λέει «κάθε ένας έχει μέσα από 50» εννοώντας τα εκατομμύρια της προκαταβολής. Μπροστά του, στο δασάκι, σε μετρητά. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Σταύρος Κοσκωτάς του παραδίδει και ένα κλειδί, το περίφημο κλειδί της θυρίδας 202 της Τράπεζας Κρήτης, η οποία περιείχε επιταγή ημέρας ύψους 500 εκατομμυρίων δραχμών στο όνομα του Σαραβάκου. Ο ποδοσφαιριστής ήταν αδύνατον να αντιδράσει μπροστά στο σοκ, παραλαμβάνει απλώς τα χρήματα της προκαταβολής και πηγαίνει στο σπίτι του. Μια τέτοια συμφωνία και με δεδομένο ότι ειδικά ο Σταύρος Κοσκωτάς ήταν…επιρρεπής στη δημοσιότητα, ήταν αδύνατον να παραμείνει μυστική. Τα καλά πληροφορημένα δημοσιογραφικά γραφεία γνώριζαν, η «πιάτσα» βοούσε και τα απίστευτα νέα δεν άργησαν να φθάσουν και στα αυτιά των φιλάθλων των αιωνίων.
Το κερασάκι της απίθανης ιστορίας ήλθε με το ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στις αρχές Νοεμβρίου του ’88, με το θρυλικό «στη θυρίδα διακόσια δύο είναι του Μητσάρα το δελτίο» που φώναζαν εν χορώ οι οπαδοί του Ολυμπιακού στους Παναθηναϊκούς. Για την ιστορία, ο Σαραβάκος στο ματς πετυχαίνει με εύστοχη εκτέλεση πέναλτι το νικηφόρο 2-1 υπέρ του Παναθηναϊκού και αποθεώνεται από τους οπαδούς των πρασίνων, αν και η σχέση μεταξύ των δύο μοιάζει να έχει διαρραγεί εξ αιτίας της επικείμενης μετακίνησης στον Ολυμπιακό. Η μεταγραφή που θα άλλαζε το ρου του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν γίνεται ποτέ, αφού ξεσπά το σκάνδαλο Κοσκωτά, το μεγαλύτερο πολιτικοοικονομικό σκάνδαλο στην ιστορία της χώρας, με προεκτάσεις πολύ πιο σημαντικές από μια ατελέσφορη μεταγραφή και στον ορυμγδό των εξελίξεων το θέμα πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Ο Σαραβάκος εν τέλει υποχρεώθηκε να επιστρέψει τα χρήματα της προκαταβολής, ουδέποτε αρνήθηκε τα στοιχεία όπως εξιστορήθηκαν στην αφήγηση και μάλιστα έχει δηλώσει ότι κράτησε το κλειδί της «θυρίδας 202Α» σαν ενθύμιο εκείνης της απίθανης διαπραγμάτευσης με τους αδερφούς Κοσκωτά. Εκείνο που δεν διασαφηνίστηκε ποτέ, είναι το κατά πόσον ισχύει ο αστικός μύθος ότι στο μεσοδιάστημα είχε ξοδέψει μεγάλο μέρος της προκαταβολής και επιστρατεύθηκε μίνι συμβούλιο των Βαρδινογιάννηδων για την εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα.
Εικάζεται ότι με ψήφους 2-1 (όπως το σκορ στο ντέρμπι) αποφασίστηκε να καλύψει τη διαφορά ο Βαρδινογιάννης προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα στο κράτος, με την άποψη του Βαρδή και του Γιώργου που ήταν υπέρ της παραμονής και της βοήθειας στο Σαραβάκο, να υπερισχύει εκείνης του αείμνηστου Θόδωρου που ήταν κάθετος και είχε εκφράσει την άποψη να μην ξανασχοληθεί με τον ποδοσφαιριστή ο Παναθηναϊκός και να τον αφήσει έκθετο σε ολόκληρη την κοινή γνώμη. Εάν κρίνει κανείς από τη μετέπειτα πορεία της σχέσης της οικογένειας με τον ποδοσφαιριστή, πιθανόν να υπάρχει βάση στα θρυλούμενα. Εκείνο που μετρά, δεν παύει να είναι ότι ο Σαραβάκος παρέμεινε στον Παναθηναϊκό, διάγοντας τρόπον τινά το δεύτερο στάδιο της καριέρας του με το τριφύλι στο στήθος, μιας καριέρας εξίσου σημαντικής που σηματοδότησε το πέρασμά του στην ποδοσφαιρική ωριμότητα, αλλά και στο (προσωρινό) τέλος της σχέσης του με τον Παναθηναϊκό.
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΣΚΩΤΑ
«H ευτυχισμένη ζωή έχει να κάνει με τη γαλήνη του νου» έλεγε ο Κικέρων και αυτό ακριβώς αναζητούσε ξανά ο Δημήτρης Σαραβάκος μετά την περιπέτεια που είχε με την πρόταση του Γιώργου Κοσκωτά προκειμένου να υπογράψει στον Ολυμπιακό. Το 1989 ήταν πια στα 28 του, ώριμος και στα πιο παραγωγικά ποδοσφαιρικά του χρόνια, αφού στο παιχνίδι του είχε προστεθεί και η εμπειρία. Εκείνο που είχε ανάγκη ήταν να ξαναβρεί την ηρεμία και τη βαθιά εσωτερικότητα που τον διέκρινε ως χαρακτήρα από την αρχή της καριέρας του. Έπρεπε να βρεθεί ένας από μηχανής Θεός προκειμένου να επέλθει η πλήρης κάθαρση, ήταν υπερ-απαραίτητο να πάψει να φέρει το βάρος να κουβαλάει όλο το βάρος της επίθεσης του Παναθηναϊκού στις πλάτες του, αφού δεδομένης της αποχώρησης του Ρότσα και κυρίως του Βέλιμιρ Ζάετς λίγα χρόνια πριν, ο Παναθηναϊκός τον είχε αφήσει τρόπον τινά αβοήθητο, σαν να ήθελε να τον «τιμωρήσει» για τη συμφωνία με τον Ολυμπιακό.
Τον εξαγνισμό και την κάθαρση την έφερε ένας Πολωνός που ήρθε στην Παιανία αθόρυβα και τελικά έγραψε κι εκείνος τη δική του ιστορία στο τριφύλι. Ήταν ο Κριστόφ Βαζέχα (Warzycha λέγεται ο άνθρωπος, αλλά ίσχυσε ο παντοτινός ελληνικός κανόνας της αθλητικής δημοσιογραφίας: «ο παίκτης ονομάζεται όπως τον προφέρει ο πρώτος δημοσιογράφος στο αεροδρόμιο»). Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης πραγματικά χτύπησε φλέβα χρυσού με τα «ψώνια» που έκανε εκείνο τον Ιανουάριο από τη Ρούχ Χορζόφ στην Πολωνία, αφού εκτός από το μυστακοφόρο κυνηγό, στην Παιανία κατέφθασε το καλοκαίρι και το «βουνό», ένας επίσης μυστακοφόρος θηριώδης τερματοφύλακας, ο Γιόζεφ Βάντζικ. Ο Σαραβάκος υποδέχεται με ανακούφιση τις προσθήκες και πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι το δίδυμο με τον Πολωνό στην επίθεση θα είναι θαυματουργό και οι κάκιστες σεζόν θα αποτελέσουν παρελθόν. Το τριφύλι είχε να ανθίσει από το 1986 και εκείνο το εμφατικό νταμπλ κόντρα στον «αιώνιο», οι επόμενες σεζόν ήταν από κακές έως κάκιστες και το όνειρο ενός ευρωπαϊκού τελικού που επιζητούσε με θέρμη ο Βαρδινογιάννης δεν είχε ξαναπλησιάσει μετά την εκπληκτική πορεία μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985.
Για την ακρίβεια, ο άλλοτε «ευρωπαίος» Παναθηναϊκός του Σαραβάκου, η ομάδα που είχε καταπλήξει την Ευρώπη στις μεγάλες της βραδιές, λίγο πριν γίνει η προσθήκη του Βαζέχα το Δεκέμβριο του 1989, είχε διασυρθεί από τη ρουμάνικη Δυναμό Βουκουρεστίου με το ταπεινωτικό 6-1 (ενώ ηττήθηκε και στο ΟΑΚΑ με 0-2) σβήνοντας σχεδόν μονοκονδυλιά ότι προσπαθούσε να χτίσει τα προηγούμενα χρόνια. Ήταν σαφές ότι περαιτέρω λάθος επιλογές θα οδηγούσαν πιθανόν σε ριζική ανανέωση του ρόστερ, με αρκετούς στα ενδότερα της ομάδας να έχουν το όνομα του Δημήτρη πρώτο στη λίστα τους. Τελικά ο ξεροκέφαλος Καπετάνιος είχε για μια ακόμη φορά δίκαιο: «οι ομάδες χτίζονται και δεν αγοράζονται», ενώ η εμπιστοσύνη με την οποία περιέλαβε το Δημήτρη Σαραβάκο – όπως άλλωστε είχε πράξει και με τον Κώστα Αντωνίου που επίσης είχε συμφωνήσει με τον Κοσκωτά αλλά επέστρεψε στον Παναθηναϊκό – ήταν πέρα για πέρα ασυνήθιστη «για Βαρδινογιάννη». Ο Καπετάνιος όμως ήταν δίκαιος και γνώριζε ποδόσφαιρο.
Ήταν σαφές ότι ο Παναθηναϊκός του έπρεπε να συνεχίσει με τον καλό και ευδιάθετο Σαραβάκο, ο οποίος άλλωστε τον είχε ενημέρωσει για τον πακτωλό των χρημάτων που του προσέφεραν οι αδελφοί Κοσκωτά ακόμη και για την απειροελάχιστη πιθανότητα που η διοίκηση του Παναθηναϊκού θα επέλεγε να κάνει match την προσφορά. Η εμπιστοσύνη του Γιώργου Βαρδινογιάννη και η άμεση χημεία με το Βαζέχα ηρέμησαν το Δημήτρη, το καλοκαίρι του ’90 γυμνάστηκε και – επιτέλους – η πίεση είχε φύγει από πάνω του, αφού ο Βαρδινογιάννης έκανε το μεγάλο κόλπο και έκλεψε μέσα από τα χέρια του Σαλιαρέλη τον Στράτο Αποστολάκη. Πλέον η συμφωνία του Σαραβάκου ήταν παλιά νέα, ο κόσμος και κυρίως ο Τύπος ασχολείτο με τον καινούριο «προδότη» και η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτριστεί σε τέτοιο βαθμό που το θέμα Σαραβάκου ξεχάστηκε και δεν ξαναήρθε ποτέ στην επιφάνεια μέχρι το τέλος της καριέρας του. Ο Δημήτρης απελευθερωμένος, έδεσε αμέσως με τον Βαζέχα, οι δύο σεζόν των «διόσκουρων» της επίθεσης του Παναθηναϊκού ήταν ονειρώδεις.
Η ΠΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΣΕΖΟΝ
Πρωτάθλημα το 1990 μετά από 4 χρόνια ξηρασίας, νταμπλ την επόμενη σεζόν εν μέσω αποθέωσης με το Σαραβάκο στην πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του με 34 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και κυρώς το χαμόγελο να έχει επιστρέψει στα χείλη του μετά από καιρό. Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με ένα «φονικό» δίδυμο στην επίθεση για τον Παναθηναϊκό στο πρωτάθλημα, αφού Σαραβάκος και Βαζέχα σκοράρουν από 23 και 18 φορές αντίστοιχα, με τις αντίπαλες άμυνες να μην μπορούν να αντιμετωπίσουν τον οίστρο και των δύο κυνηγών. Διόλου τυχαίο, ότι εκείνη τη σεζόν γνωρίζεται και με την μετά από ένα χρόνο σύζυγό του, τη Βίκυ Γεροθόδωρου, μια γλυκύτατη – τότε – αεροσυνοδό και μετέπειτα στιχουργό και συγγραφέα. Παντρεύονται το 1991, με το Δημήτρη να μπαίνει στα 30 και μεγάλο μέρος του γυναικείου πληθυσμού της χώρας να βυθίζεται στη θλίψη, αφού ο Σαραβάκος άνηκε στο club των top εργένηδων της Αθήνας. Ο Σαραβάκος διάγει τις παραγωγικότερες και πιο μεστές περιόδους της καριέρας του, είναι πλέον αποκατεστημένος, η σχέση του με το κοινό του Παναθηναϊκού βρίσκεται στο καλύτερο δυνατό επίπεδο και μετά 5 χρόνια ξανακάνει την Ευρώπη να συζητά γι’ αυτόν.
Είναι το παιχνίδι των προκριματικών του «πειραματικού» Champions League εναντίον μιας παλιάς γνώριμου, της σουηδικής Γκέτεμποργκ, όταν ο Δημήτρης Σαραβάκος βάζει τη σφραγίδα του στο total recall του Παναθηναϊκού στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Το γκολ του Σαραβάκου στο Ούλεβι είναι ένα από τα εμβληματικότερα και ομορφότερα της καριέρας του: θα τριπλάρει 3 αντιπάλους μέσα σε πολύ μικρό χώρο και με το εξωτερικό θα στείλει τη μπάλα να τυλιχτεί κυριολεκτικά στα δίχτυα του εμβρόντητου Ραβέλι χωρίς να πέσει στο έδαφος. Ο πανηγυρισμός του Δημήτρη εκείνο το Νοέμβρη του 1991 είναι ο πιο εξαγνιστικός απ’ όλους. Η χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ο Παναθηναϊκός επιστρέφει στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και μαζί του επιστρέφει εκείνο το αίσθημα ανωτερότητας που τόσο πολύ είχε λείψει από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού και έχει να κάνει πάντοτε με τις ευρωπαϊκές παρουσίες και πορείες της ομάδας. Ο Σαραβάκος είναι πλέον αρχηγός του Παναθηναϊκού, είναι η εμβληματική φιγούρα που πλέον συνδέει δύο ακόμη εποχές του Παναθηναϊκου της οικογένειας Βαρδινογιάννη.
Έχουν περάσει σχεδόν 7 χρόνια και ο Παναθηναϊκός ωσάν να του το χρωστούσε η μοίρα επειδή ήταν η πιο συνεπής ελληνική ομάδα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, είναι ο εκπρόσωπος της χώρας στο «πειραματικό» Champions League. Ο Σαραβάκος το διασκεδάζει αφάνταστα, ο Παναθηναϊκός πραγματοποιεί αξιόλογες και αξιοπρεπέστατες εμφανίσεις στον έναν από τους δύο ομίλους, μαζί με τον Ερυθρό Αστέρα, την Άντερλεχτ και τη μετέπειτα φιναλίστ Σαμπντόρια των Βιάλι και Μαντσίνι. Αποκλείεται πρώτον εξ αιτίας των διαδοχικών ηττών από τον Ερυθρό Αστέρα και δεύτερον εξ αιτίας του γεγονότος ότι οι Βέλγοι της Άντερλεχτ του πήραν δύο ισοπαλίες στα μεταξύ τους ματς. Ειδικά εκείνο το εντός έδρας 0-0 με τους Βέλγους την πρωταπριλιά του ‘92, είναι από τα χαρακτηριστικά ματς που η μπάλα δεν μπαίνει με τίποτα μέσα κι όταν ο τερματοφύλακας των Βέλγων Πήτερ Μάες δεν βγάζει τα απίστευτα, η μπάλα σταματά ξανά και ξανά στα δοκάρια. Εν τέλει, ο Παναθηναϊκός αποκλείεται με 4 ισοπαλίες και 2 ήττες, αλλά μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει επιστρέψει.
Ίσως στην πιο ώριμη σεζόν της καριέρας του και λίγο πριν κλείσει τα 31 του χρόνια, ο Δημήτρης Σαραβάκος θα ολοκληρώσει με 24 γκολ στο πρωτάθλημα, 3 στα 10 ευρωπαϊκά ματς του Παναθηναϊκού (με κορωνίδα εκείνο το ποίημα εναντίον της Γκέτεμποργκ) και θα προσθέσει ακόμη 3 στο Κύπελλο. Επιστέγασμα των προσπαθειών και της εκπληκτικής του παρουσίας, η μέγιστη τιμή που του αποδίδεται από τη FIFA, αφού θα κληθεί στη μεικτή κόσμου (μαζί με τον Στράτο Αποστολάκη) στο φιλικό παιχνίδι – διαμαρτυρία ενάντια στην εισβολή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Κουβέιτ την περίοδο του πολέμου του Κόλπου. Ήταν μια πολύ μεγάλη προσωπική στιγμή για το Δημήτρη, η δικαίωση μιας καριέρας σεμνής, αμιγώς επαγγελματικής και ένα παράσημο που φέρει υπερήφανα ακόμη και σήμερα. Χωρίς να το γνωρίζει, ο Σαραβάκος βίωσε την τελευταία του ήρεμη σεζόν στον Παναθηναϊκό, αφού το ίδιο καλοκαίρι ήρθε ο Όσιμ.
ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΑΡΑΒΑΚΟ
Ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός ήταν μια επιλογή εντός λογικού πλαισίου από το Γιώργο Βαρδινογιάννη, βασισμένη στα όνειρα του Καπετάνιου για έναν «ευρωπαίο» Παναθηναϊκό που θα αποδίδει ελκυστικό ποδόσφαιρο και δεν θα παρουσιάζεται τόσο αμυντικογενής όσο κυρίως τις περιόδους του Βασίλη Δανιήλ. Ο γεννημένος στο Σαράγεβο Βόσνιος δάσκαλος, ήταν όμως ένας δύστροπος και sui generis χαρακτήρας και αυτό έγινε σαφές από την πρώτη του κιόλας έκθεση σχετικά με το υλικό που παρέλαβε στον Παναθηναϊκό. Ένα ρόστερ με Σαραβάκο, Βαζέχα, Μπορέλι, Αποστολάκη, Βάντζικ, Αντωνίου, Δώνη, Γεωργιάδη, Μαραγκό, Φρατζέσκο κ.ά., κρίθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ανεπαρκές από τον ιδιόρρυθμο τεχνικό, ο οποίος ειδικά σε σχέση με τους άμεσους ανταγωνιστές του (ΑΕΚ κυρίως, αλλά και Ολυμπιακό) δήλωσε απερίφραστα ότι υστερεί και δεν δύναται να αποδώσει σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ειδικά απέναντι σε Σαραβάκο και Μπορέλι, ο δύστροπος Όσιμ, υπήρξε έως και εμπαθής. Η θέση του για το Σαραβάκο ήταν ουσιαστικά ότι ο Έλληνας επιθετικός δεν μπορεί να βοηθήσει την ομάδα στο πλάνο της και για να είναι χρήσιμος πρέπει να αλλάξουν οι κανονισμοί και να εφαρμοστούν εκείνοι του handball που επιτρέπουν στους προπονητές να αμύνονται με διαφορετική ομάδα από εκείνη που επιτίθενται.
Ο Σαραβάκος υπέμεινε στωικά και δεδομένου του ήπιου χαρακτήρα του δεν δημιούργησε πρόβλημα στην ομάδα, είναι όμως γεγονός ότι ενοχλήθηκε πολύ εκείνο τον καιρό από την αντιμετώπιση που τύγχανε από τον προπονητή του και έφερε βαρέως το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε πολλά σημαντικά παιχνίδια, με αποκορύφωμα τον τελικό Κυπέλλου εναντίον του Ολυμπιακού την άνοιξη του ’93. Ο Παναθηναϊκός σε έναν θρυλικό τελικό, που χαρακτηρίστηκε και «ο τελικός των ξυρισμένων κεφαλιών», κέρδισε με γκολ του Κριστόφ Βαζέχα τον Ολυμπιακό με 1-0, με το Δημήτρη Σαραβάκο να μην αγωνίζεται ούτε λεπτό.
Ειδικά για έναν ποδοσφαιριστή όπως ο Σαραβάκος, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στα ντέρμπι των «αιωνίων» με 15 γκολ, το κτύπημα ήταν βαρύ και το γυαλί έμοιαζε να έχει ραγίσει όπως μαρτυρούν και τα νούμερα: 15 συμμετοχές και μόλις 2 τέρματα σε μια χρονιά-πισωγύρισμα για τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του Παναθηναϊκού. Η πίεση που δεχόταν ο Όσιμ να τον χρησιμοποιεί ενάντια στα πιστεύω του από την ίδια την ομάδα, αλλά και το πείσμα του Δημήτρη να αποδείξει ότι κάνει τη διαφορά και στα 32 του, τον κράτησαν στον Παναθηναϊκό και την επόμενη σεζόν, εκείνη που έλαχε να είναι η τελευταία με το τριφύλι στο στήθος.
Ο Σαραβάκος τίμησε απεριόριστα την τελευταία του σεζόν ως πρωταγωνιστής στον Παναθηναϊκό. Παρά τις διαρκείς ειρωνίες του προπονητή του και το γεγονός ότι το στυλ του δεν ταίριαζε με το παιχνίδι που προσπαθούσε να εφαρμόσει ο Βόσνιος στην ομάδα, επέστρεψε στα γνώριμα επίπεδα, σκόραρε 15 φορές σε 25 συμμετοχές και βροντοφώναζε ότι δεν «τελείωσε». Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια στον Παναθηναϊκό και με τη φυσιολογική φθορά του «παλιού» στην ομάδα, σίγουρα περίμενε μια τουλάχιστον ευγενέστερη αντιμετώπιση από το Γιώργο Βαρδινογιάννη για το τελευταίο καλό συμβόλαιο της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής. Οι δύο τελευταίες σεζόν τον είχαν σκληρύνει ακόμη περισσότερο, είχε ξανακλειστεί στον εαυτό του και το χαμόγελο που είχε επιστρέψει στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετατράπηκε σε προβληματισμό. Μέχρι που ήρθε στη ζωή του το ζεστό ενδιαφέρον της μεσουρανούσας τότε ΑΕΚ του Δημήτρη Μελισσανίδη.
Ο Σαραβάκος κολακεύτηκε κυρίως από τη ζωηρή βούληση του Ντούσαν Μπάγεβιτς να συμμετάσχει στο project του Σερβοβόσνιου για την ευρωπαϊκή διάκριση της πρωταθλήτριας Ελλάδος Ένωσης που τόσο έλειπε από το παλμαρέ της κατά τεκμήριο πιο εντυπωσιακής ομάδας της δεκαετίας του ’90. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία του Δημήτρη να αποδείξει ότι δεν τελείωσε, ότι στα 33 του δεν ήταν ένας παλαίμαχος που γύρευε το τελευταίο καλό συμβόλαιο. Ο ποδοσφαιρικός του εγωισμός άλλωστε δεν επέτρεπε να πέσει με τρόπο ανάρμοστο στους αστέρες του δικού του διαμετρήματος. Και πραγματικά η επιρροή του στο δικέφαλο ήταν άμεση και αντάξια του ονόματος “Saravakos”. Η ΑΕΚ κληρώνεται στα προκριματικά του Champions League με τους Glasgow Rangers του Mark Ηately, πρώτο παιγνίδι στην Αθήνα και ο Μπάγεβιτς έχει την ατυχία να στερηθεί των υπηρεσιών του Τιμούρ Κετσμπάγια από πολύ νωρίς, αφού ο πολύτιμος για τα πλάνα της ΑΕΚ Γεωργιανός μεσοεπιθετικός, σπάει το χέρι του και αποχωρεί σφαδάζοντας.
Άπαντες παγώνουν και βλέπουν το όνειρο της συμμετοχής στους ομίλους να απομακρύνεται, μέχρι που ξεκινά η ραψωδία του Σαραβάκου. Εκμεταλλευόμενος και την καταπληκτική βραδιά του έτερου σολίστ, Βασίλη Τσιάρτα, ο Σαραβάκος στο γνώριμό του πεδίο, εκείνο της ευρωπαϊκής παράστασης, εκτελεί με μοναδικό τρόπο επιτυγχάνοντας ένα από τα ομορφότερα γκολ της καριέρας του. Ο Τσιάρτας σερβίρει, ο Σαραβάκος αφήνει τη μπάλα να κυλήσει και παρά την αντίθετη φορά του σώματός του, κατορθώνει με το «μυτάκι» να σουτάρει στην αντίθετη γωνία και να σκοράρει εν μέσω αποθέωσης. Τα υψωμένα χέρια του Δημήτρη – ο οποίος σκόραρε και το δεύτερο γκολ της ΑΕΚ σε εκείνο το παιχνίδι – και το χαμόγελό του είναι η απάντηση στους επικριτές του, ακόμη και σε εκείνους τους λιγοστούς οπαδούς της ΑΕΚ που δεν ήθελαν «το βάζελο» στην ομάδα και τον θεωρούσαν «ξεζουμισμένο». Η είσοδος στους ομίλους του Champions League είναι επί της ουσίας ολόκληρη η χρονιά για το Σαραβάκο, ένας στόχος τόσο υψηλός για την ΑΕΚ που από φτωχός συγγενής που έφθανε πάντοτε στην πηγή και δεν έπινε νερό, βρέθηκε αίφνης να αντιμετωπίζει τη Μίλαν και τον Άγιαξ, πραγματοποιώντας κιόλας εξαιρετικές εμφανίσεις.
Η παρουσία του Σαραβάκου είναι αξιοσημείωτη, είναι δικό του το κακώς ακυρωθέν γκολ στην εντός έδρας λευκή ισοπαλία εναντίον της μεγάλης Μίλαν του Καπέλο, εκείνος είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής που αναζητούν οι ξένοι δημοσιογράφοι στις αποστολές στο εξωτερικό και ειδικά από τους Ιταλούς αποθεώνεται. Η ΑΕΚ με το Σαραβάκο ξανά «ζωντανό» κάνει μια μέτρια σεζόν, ο Δημήτρης όμως σε 30 συμμετοχές σκοράρει κατά ριπάς και τελειώνει τη σεζόν με 21 γκολ, μια επίδοση πολύ κοντά στις «καλές μέρες» του. Πλέον δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, είχαν πειστεί και οι μεγαλύτεροι επικριτές του σχετικά με το κατά πόσον «τελείωσε», «πάχυνε», «είναι αδιάφορος», «δεν είναι εκείνος που ήταν κάποτε». Εκείνη η σεζόν στην ΑΕΚ ήταν η σεζόν της παγίωσής του στις συνειδήσεις όλων των φιλάθλων ως ένας από τους κορυφαίους, ως ένας από τους ποδοσφαιριστές ικανούς να αλλάξουν το status μιας ομάδας στην Ευρώπη.
Σκοπίμως δεν είχε γίνει μέχρι τούδε αναφορά στη σχέση του Σαραβάκου με την Εθνική, μια σχέση που έχει ρίζες από τις μέρες του στον Πανιώνιο όταν το 1983 σκόραρε με την Εθνική εναντίον του Λουξεμβούργου. Η Εθνική είναι ένα εντελώς ξεχωριστό κεφάλαιο, δεν είναι μια απλή αναφορά στην καριέρα του. Στα εθνικά κλιμάκια προσέφερε αδιαλλείπτως από το 1982 μέχρι το 1995, θεωρώντας ύψιστη τιμή για εκείνον την κλήση, είτε επρόκειτο για την Ολυμπιακή ομάδα είτε ακόμη-ακόμη και για τη Μεσογειακή ομάδα της Καζαμπλάνκα του 1983. Κατά συνέπεια, η μεγαλύτερή του στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη χειραψία του ως αρχηγός με το Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα στην πρεμιέρα της Εθνικής Ελλάδος στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ κι ας ακολούθησε μετά ένα κάκιστο τουρνουά για την Εθνική που έφθασε να γίνει μέχρι και ντοκυμαντέρ παραδείγματος προς αποφυγήν από το BBC. Έκλεισε μια μεγαλειώδη καριέρα στην Εθνική με 78 συμμετοχές, σκοράροντας 28 φορές και έχοντας στο βιογραφικό του «εκείνο το γκολ» στην Ολλανδία για τα προκριματικά του EURO του ’88 που ξεσήκωσε έναν ολόκληρο λαό και τον έκανε να πιστέψει στο θαύμα. Είναι ο τέταρτος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής ομάδας, υπηρέτησε το εθνόσημο με συνέπεια και ανέκαθεν στεκόταν στο πλευρό της ακόμη και μετά το πέρας της καριέρας του. Αθόρυβα και χωρίς τυμπανοκρουσίες, όπως αρμόζει στο προφίλ και τον ξεχωριστό σεμνό χαρακτήρα του, αποχώρησε από την Εθνική στα 34 του χρόνια, όταν αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να ανοίξει ο χώρος και οι κλήσεις για την επόμενη γενιά που δεν στιγματίστηκε από το 4-4-2 του μουντιάλ της Αμερικής. Αντιλαμβανόταν άλλωστε και ο ίδιος ότι έχει απωλέσει κάποια από τα στοιχεία του παιχνιδιού του και χαρακτηριστικά όπως το ξεπέταγμα και η ταχύτητα είχαν φυσιολογικά υποχωρήσει λόγω ηλικίας.
Μητσάρα βαζέλα – πέτα τη φανέλα
Το κλείσιμο της πολύ έντονης σεζόν 94/95 επιφυλάσσει ένα τρομερό κισμέτ στο Δημήτρη Σαραβάκο. Η ΑΕΚ προκρίνεται στον τελικό και πρόκειται να αντιμετωπίσει τον Παναθηναϊκό. Η υποδοχή του μισού γηπέδου είναι το λιγότερο συγκινητική για τον Σαραβάκο. Δεν ακούγεται ούτε μια αποδοκιμασία και όταν η μοίρα στο έκτο λεπτό φέρνει το Δημήτρη μέσα στην περιοχή να κερδίζει το πέναλτι από τον Αποστολάκη, το γήπεδο παίρνει φωτιά: «Μητσάρα βαζέλα – πέτα τη φανέλα». Ο Σαραβάκος δείχνει να μην επηρεάζεται, ουδέποτε άλλωστε συνήθιζε να δείχνει τα συναισθήματα που τον κυρίευαν, η μάχη όμως μέσα του είναι απίστευτη και το συγκεκριμένο πέναλτυ ξέρει πάρα πολύ καλά ότι δεν είναι όπως όλα τα άλλα. Θα στήσει τη μπάλα ανέκφραστος, θα κοιτάξει φευγαλέα το Γιόζεφ Βάντζικ και θα σουτάρει. Και θα σουτάρει άουτ. Τόσο άουτ όσο ο Ρομπέρτο Μπάτζο στον τελικό με τους Βραζιλιάνους το 1994 στην Αμερική. Δεν έχει μιλήσει ποτέ ανοιχτά για εκείνο το πέναλτι, παραδέχτηκε μόνον ότι δεν έπρεπε να το εκτελέσει, όμως υπάκουσε στην εντολή του Μπάγεβιτς.
Ίσως από σεβασμό στην ΑΕΚ που εκείνον τον τίτλο τον έχασε. Για πολλούς το σημείο που η μπάλα ταξίδεψε άουτ, ήταν εκείνο που ξανακόλλησε το γυαλί με τον Παναθηναϊκό. Ήταν πολλά τα δέκα χρόνια, πολλές οι χαρές, λιγότερες οι λύπες, τεράστια η εξέλιξη του ως ποδοσφαιριστής με το τριφύλι στο στήθος, αξιομνημόνευτες ακόμη και σήμερα οι ευρωπαϊκές του βραδιές με τον Παναθηναϊκό. Το κεφάλαιο ΑΕΚ έκλεισε ουσαιστικά εκείνο το βράδυ της 19ης Απριλίου στο ΟΑΚΑ, στον «τελικό του Μπάκα». Η επόμενη σεζόν ήταν διεκπεραιωτική, την ολοκλήρωσε μόλις με 17 συμμετοχές και 2 γκολ και η ΑΕΚ σεβάστηκε την επιθυμία του να λύσει το συμβόλαιό του και να αποχωρήσει από την ομάδα. Κι αν ποδοσφαιρικά φαινόταν να διάγει τις τελευταίες ημέρες της καριέρας του, στην προσωπική του ζωή πετούσε. Το 1996, σεζόν που ο ίδιος επέλεξε να μείνει εκτός δράσης (ανεξήγητα αφού και ο Παναθηναϊκός και ο Πανιώνιος τον προσέγγισαν για να κλείσει την καριέρα του) γεννιέται ο έρωτας της ζωής του, η κόρη του. Η Νικόλ θα φέρει πίσω μονομιάς το χαμόγελο στο πρόσωπό του, θα τον χαροποιήσει τόσο πολύ που αντί να ακούσει το περιβάλλον του το καλοκαίρι του 1997 και επιστρέψει στη Νέα Σμύρνη όπου τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες για να κλείσει την καριέρα του, θα (ξανα)επιλέξει Παναθηναϊκό.
Πάντοτε τον Παναθηναϊκό είχε στο μυαλό του κι ας παραδέχτηκε αργότερα ότι έκανε λάθος παρασυρόμενος από το πάθος της στιγμής. Ο Παναθηναϊκός και μάλιστα διά ενός προπονητή που τον γνώριζε πάρα πολύ καλά, δεν τον σεβάστηκε όπως του έπρεπε στο κλείσιμο της καριέρας του. Ο Δανιήλ για κάποιο λόγο που επίσης δεν εξηγήθηκε ποτέ, δεν τον υπολόγιζε και θεωρούσε την υπογραφή «καπρίτσιο» του Καπετάνιου. Πικράθηκε από τη συμπεριφορά αυτή ο Σαραβάκος, αλλά και αυτή την απρέπεια την αντιμετώπισε με τη σεμνότητα και την αγωγή που τον χαρακτήριζε σε όλη του τη διαδρομή. Πρόλαβε και αγωνίστηκε σε δύο αγώνες πρωταθλήματος ως αλλαγή προτού φύγει ουσιαστικά μόνος του επειδή δεν τον υπολόγιζε κανείς. Είχε ένα ποδοσφαιρικό τέλος αντιστρόφως ανάλογο της αξίας και της προσφοράς του, με την αδικία προς το πρόσωπό του να αποκαθίσταται – επιτέλους – το 2006, όταν αυγουστιάτικα οι ιθύνοντες του Παναθηναϊκού μένουν με ανοιχτό το στόμα αντικρύζοντας 50 χιλιάδες κόσμο να συρρέει στις εξέδρες του ΟΑΚΑ για να αποθεώσει το Δημήτρη στο φιλικό με την ισπανική Σαραγόσα. Τον βράβευσε ο άνθρωπος που τον έφερε στον Παναθηναϊκό και ο άνθρωπος που τον πίστεψε πιο πολύ απ’ όλους στην οικογένεια: ο Γιώργος Βαρδινογιάννης.
Πανευτυχής και στέλνοντας ένα φιλί στην κόρη του στην κερκίδα, μπορούσε πλέον να κλείσει το κεφάλαιο ποδόσφαιρο και να σταματήσει να κυνηγά το χρόνο στα γήπεδα του beach soccer, όπου συνέχιζε να αγωνίζεται και να καταπλήττει τα πλήθη, αφού έφθασε μέχρι και να αγωνίζεται με την εθνική (!) σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Σήμερα που κλείνει τα 55, είναι fit και με εξαίρεση το γκρίζο μαλλί, σχεδόν ο ίδιος. Το κισμέτ του τον έχει φέρει πάλι κοντά στον Παναθηναϊκό, τον υπό ανοικοδόμηση Παναθηναϊκό που αναζητά εναγωνίως να ξαναβρεί την ευρωπαϊκή του ταυτότητα. Αυτή είναι η ιστορία του Δημήτρη, μια ιστορία που κάλλιστα περικλείεται σε εκείνο το παλιό σύνθημα «Ελλάς – Ευρώπη – Παναθηναϊκός» κάθε που σκόραρε ένα ακόμη σημαντικό ευρωπαϊκό γκολ. Όπως λέει και ο ίδιος λακωνικά και μετρημένα: «Ταυτίστηκα με τον Παναθηναϊκό, με τον κόσμο του, με την ιστορία του. Είμαι ευτυχισμένος που είμαι ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας.» Ευτυχισμένοι είμαστε κι εμείς, φίλοι και αντίπαλοι, που τον θαυμάσαμε στα γήπεδα και είδαμε έναν από τους καλύτερους των καλύτερων. Χρόνια πολλά αιώνιε μικρέ, τεράστιε Δημήτρη Σαραβάκο.