Ο μύθος πίσω από τον Μάκη Ψωμιάδη
Ο Δημήτρης Καρύδας γράφει όσα δεν έγραψε ποτέ κανείς για τον Μάκη Ψωμιάδη. Η συνέντευξη Τύπου, το τετ α τετ στο γραφείο του, η Βραζιλία, οι περίφημες ατάκες του, η συνέντευξη στον "Ελεύθερο Τύπο", το πούρο που κόστιζε όσο ένα μεροκάματο και η φυλακή που δεν φτιάχτηκε γι' αυτόν.
Η τελευταία φορά που άκουσα το όνομα του Μάκη Ψωμιάδη, πριν την αγγελία του ξαφνικού θανάτου του, ήταν πριν από μερικούς μήνες στη Βιτόρια. Είχα στήσει μια ψιλή κουβέντα με τον γαμπρό του τον Γιάννη Μπουρούση, παραμονές του ματς και μέσα σ΄ όλα κάποια στιγμή ήρθε η κουβέντα και στον Ψωμιάδη. “Να ξέρεις ένα πράγμα”, μου είπε ο Μπουρούσης. “Ό,τι και να λένε για πάρτη του είναι μπεσαλής, μάγκας, φοράει παντελόνια και αγαπάει την οικογένεια του”’.
Τον Γιάννη δεν είχα λόγο να μην τον πιστέψω. Και δεν είχα λόγο γιατί τον μακαρίτη, πια, πεθερό του έλαχε να τον έχω γνωρίσει, πολύ πριν από τον ίδιο, πίσω στο 1988. Τότε που εμφανίσθηκε ως ένας παράξενος κομήτης στο χώρο του μπάσκετ, αναλαμβάνοντας τις τύχες της μπασκετικής ΑΕΚ. Εκείνη την εποχή, ήταν πολύ συνηθισμένη η ενασχόληση με τον αθλητισμό ανθρώπων που μόλις ή πρόσφατα είχαν αποκτήσει χρήμα. Όπως επίσης κανείς δεν έψαχνε με ιδιαίτερη σπουδή την προέλευση των χρημάτων. Μόλις ανακατεύθηκε με την ΑΕΚ ο Ψωμιάδης ήταν πολύ δύσκολο για τον δημοσιογράφο της εποχής να ανακαλύψει το βιογραφικό του. Με το ζόρι θα μάθαινε ότι ήταν ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων διασκέδασης. Η λέξη επιχειρηματίας ήταν μάλλον αρκετή και κάλυπτε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων του.
Δύο μέτρα μπόι, μουστάκι, πούρο και κομπολόι
Το πέρασμα του Ψωμιάδη από τη μπασκετική ΑΕΚ ήταν μικρό αλλά θυελλώδες. Δεν έβλεπε ως αντίπαλο δέος τον αυτοκράτορα του ελληνικού μπάσκετ, εκείνα τα χρόνια, τον Άρη, ούτε καν τον “δελφίνο”’ της κορυφής, τον ΠΑΟΚ. Ο στόχος του ήταν ξεκάθαρα ένας: Ο Ολυμπιακός και ο Γιώργος Κοσκωτάς. Ίσως γιατί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Κοσκωτάς αποτελούσε ακόμη (και για μερικούς μήνες μετά τα περιστατικά που θα σας διηγηθώ και πριν ξεσπάσει το σχετικό σκάνδαλο) το πλέον κτυπητό παράδειγμα αυτοδημιούργητου στην Ελλάδα.
Ένα μεσημεράκι η ΑΕΚ μας είχε καλέσει στο “Κάραβελ” για την παρουσίαση ενός άγνωστου Αμερικάνου που θα έπαιζε δίπλα στον Ντάνι Βρέινς στην ομάδα αλλά μόνο στους αγώνες του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Παρότι η λογική της εποχής έλεγε ότι μάλλον ο παίκτης θα ήταν περίπου… άγνωστος (οι ομάδες δεν πλήρωναν καλά λεφτά για ξένους με ημερομηνία λήξης) η αίθουσα στο “Κάραβελ” είχε γεμίσει από δημοσιογράφους. Ήταν η πρώτη φορά που είδα δια ζώσης τον Ψωμιάδη.
Δύο μέτρα μπόι, επιβλητικός, με ένα τεράστιο μουστάκι σήμα κατατεθέν και ένα πούρο Μοντεχρίστο στο χέρι. Στο ένα του δάκτυλο έλαμπε ένα δαχτυλίδι που αργότερα έγινε μύθος και λεγόταν ότι κόστιζε δεκάδες εκατομμύρια παλιές δραχμές. Αλλά είπαμε για τον Ψωμιάδη ισχύει ότι η ιστορία του αρχίζει εκεί ακριβώς που τελειώνει ο μύθος. Και δεν είναι πια ούτε πρέπον, ούτε έχει σημασία να ανιχνεύσουμε τις αλήθειες και τα ψέματα ενός μύθου.
Πίσω στο “Κάραβελ” το σωτήριο έτος 1988. Ο Ψωμιάδης έκανε επιβλητική εμφάνιση στο πάνελ και με ένα του νόημα άνοιξε μια πόρτα και εμφανίσθηκε και ένας Αμερικάνος καμιά 15αριά πόντους πιο κοντός. “’Εχω την τιμή να σας παρουσιάσω τον Κλιντ Ρίτσαρτσον που ήρθε κατευθείαν από τους… Νέα Φιλαδέλφεια Σίξερς στην ΑΕΚ και στη Νέα Φιλαδέλφεια”’. Ο Μάκης ήταν ποταμός. Τα έλεγε όπως του άρεσε και δεν τηρούσε κώδικες επικοινωνίας και λοιπές αηδίες που ήρθαν στη μόδα αργότερα. Του έδωσε (του Ρίτσαρτσον) και τη φανέλα με το νούμερο 4 και μετά κάθισε στο τραπέζι.
Το παραδοσιακό σκηνικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ο παίκτης να λέει δύο κουβέντες και να απαντάει σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Ο Ρίτσαρτσον ήταν “μεγάλο όνομα” για τα δεδομένα της εποχής, φερμένος απευθείας από το ΝΒΑ και ηχηρή μεταγραφή. Ο Ψωμιάδης του έκανε νόημα να αποχωρήσει και είπε στο συγκεντρωμένο κοινό: “Το παιδί είναι κουρασμένο, θα του μιλήσετε άλλη φορά. Ο λόγος που σας κάλεσα εδώ είναι για να σας καταγγείλω ένα συνάδελφο σας που είναι απατεώνας”. Απόλυτη σιγή στην αίθουσα. Ο Ψωμιάδης ξεκίνησε ένα “φιλιππικό”’ εναντίον ενός πολύ γνωστού ρεπόρτερ της ποδοσφαιρικής ΑΕΚ και θα τον συνέχιζε επ’ αόριστον αν δεν πεταγόταν ένας πιτσιρικάς από τη δημοσιογραφική ομήγυρη. Στα 25 μου είχα δικαίωμα στο θράσος και στην άγνοια κινδύνου. Ο διάλογος έγινε κάπως έτσι…
– Συγνώμη, κύριε Ψωμιάδη αλλά αν έχετε πρόβλημα με ένα συνάδελφο υπάρχουν αρμόδια όργανα, το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ για παράδειγμα να κάνετε καταγγελία και τα δικαστήρια…
– Ποια δικαστήρια ρε; Ποια ΕΣΗΕΑ; Εδώ έχω στοιχεία. (Κούνησε κάτι χαρτιά που είχε μπροστά του και έκανε παύση ολίγων δευτερολέπτων). Και εσύ ποιος είσαι και που δουλεύεις;
– Καρύδας από τις “24 Ώρες”.
Στο άκουσμα του ονόματος της πολιτικής εφημερίδας του Κοσκωτά το μάτι του γυάλισε. Έριξε μια γροθιά στο τραπέζι μπροστά του με αποτέλεσμα να αναπηδήσουν ποτήρια και κανάτες. “Να πεις, ρε, στο αφεντικό σου πως ο Μάκης Ψωμιάδης θα πάρει τον Γαλακτερό τον Νάσο στην ΑΕΚ ό,τι και να κάνει. Εμένα δεν θα με κερδίσει κανείς Κοσκωτάς”.
Είσαι βλάκας ή δεν με φοβάσαι;
Τότε μάθαμε ότι υπήρχε παρασκηνιακός πλειοδοτικός διαγωνισμός για τον πλέον ταλαντούχο Ελληνα νεαρό παίκτη της εποχής τον Γαλακτερό. Η συνέντευξη Τύπου έληξε άδοξα γιατί την αντίδραση μου συμμερίστηκαν και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι που απείλησαν με αποχώρηση αν συνεχίζονταν οι “καταγγελίες”’. “’Να πάτε στο μπουφέ, να φάτε”’, σήμανε τη λήξη ο Ψωμιάδης.
Την ώρα που οι περισσότεροι αμπελοφιλοσοφούσαν ένας βαρέων βαρών τύπος με πλησίασε και μου είπε: “’Σε θέλει στο γραφείο του ο πρόεδρος”’. Τον ακολούθησα και βρέθηκα σε ένα μικρό δωματιάκι παραπλεύρως της αίθουσας που είχε στηθεί το σκηνικό για την παρουσίαση του Ρίτσαρτσον. Ο Ψωμιάδης ήταν καθισμένος σε μια τεράστια καρέκλα και πάνω στο άδειο γραφείο που είχε μπροστά του ήταν δύο πράγματα: Ένα μικρό εικόνισμα της Παναγίας και το πιο μεγάλο κεχριμπαρένιο κομπολόι που είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Το πούρο μεγέθους Τσόρτσιλ ήταν πάντοτε στο στόμα του.
Μόλις με είδε σηκώθηκε και αισθάνθηκα δέος. Τριάντα πόντους πιο ψηλός από μένα και με ένα βλέμμα που σε πάγωνε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν μόλις 33 ετών εκείνη τη μέρα αλλά επιβαλλόταν σαν βετεράνος της ζωής. “Μια απορία έχω”’, μου είπε. “Είσαι βλάκας ή δεν με φοβάσαι αληθινά;”. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω και προτίμησα μια ουδέτερη απάντηση. “Έχω κάποιο λόγο να σας φοβηθώ;”. “Ρε, άσε τους πληθυντικούς και κάτσε κάτω”, μου είπε.
Την επόμενη μισή ώρα μου διηγήθηκε τη ζωή του, τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του και στο τέλος κατέληξε: “Τελικά, μάλλον δεν ήξερες ποιος είμαι αλλιώς δεν θα με είχες προσβάλλει εκεί έξω”. Φυσικά δεν μπορούσα να γράψω όπως και δεν μπορώ σήμερα να γράψω ούτε λέξη από εκείνη την αφήγηση. Κατάλαβα ότι είχα λόγους να τον φοβάμαι αν όσα μου είχε πει ήταν αλήθεια. Θα κρατήσω μόνο την επιμονή του σε ένα πράγμα. Ότι ήταν αριστερός, αγωνιστής και ότι το βράδυ του Πολυτεχνείου ήταν μέσα στο κτίριο. Αυτά τα είπε και τα ξαναείπε με το δικό του στιλ δέκα φορές προσθέτοντας ότι ήταν και θρήσκος.
Πάντοτε ήταν μια αντιφατική προσωπικότητα που ακροβατούσε στα όρια του παραμυθιού και της πραγματικότητας. Στο τέλος με κοίταξε έβαλε τα γέλια και με αποχαιρέτησε με μια πρόσκληση: ‘’Έχεις ελευθέρας στα μαγαζιά μου. Να έρχεσαι όποιο βράδυ θέλεις, κερνάει ο Μάκης και σένα και τη γκόμενα σου και την παρέα σου’’. Στα μαγαζιά του δεν πήγα ποτέ. Τον επόμενο χρόνο ήταν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας με όσα έγιναν στη μπασκετική ΑΕΚ. Για να τα γράψω θα χρειαζόταν βιβλίο ολάκερο αν και όποιος ψάξει την αρθρογραφία μου στο Contra θα βρει σίγουρα σκόρπια πολλά ενδιαφέροντα.
Δεν έχει φτιαχτεί φυλακή για τον Ψωμιάδη
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ψωμιάδης ήταν για πρώτη φορά φυγόδικος, καταζητούμενος και εξαφανισμένος. Την ΑΕΚ την είχε αναλάβει ένας άλλος συγχωρεμένος, ο Βουτσόπουλος. Στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου είχε καταγγείλει για σειρά ατασθαλιών τον Ψωμιάδη κατηγορώντας τον για κατάχρηση πολλών εκατομμυρίων από το ταμείο της ομάδας. Την επόμενη μέρα στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” όπου πλέον δούλευα έγραψα ένα μεγάλο άρθρο στη λογική ότι ο Βουτσόπουλος είχε πει πολλά αλλά παρότι είχε πρόσβαση στα βιβλία της ομάδας δεν είχε δώσει το παραμικρό στοιχείο για το εύρος των καταχρήσεων. Παρά μόνο αόριστα στοιχεία. Το ίδιο βράδυ, κτύπησε το τηλέφωνο μου στην εφημερίδα. “Ελα, αγορίνα, ο πρόεδρος είμαι”. Παρότι η φωνή ήταν ξεκάθαρο σε ποιόν ανήκε, ρώτησα σχετικά. “Δεν λέμε ονόματα από το τηλέφωνο”, μου είπε και συνέχισε: “Να ξέρεις ότι εκτιμώ πως με υποστήριξες. Τίποτε άλλο”.
Επειδή, στις τηλεφωνικές γραμμές της εποχής μπορούσες να καταλάβεις αν το τηλεφώνημα γινόταν από μακριά μου έκανε εντύπωση ο πολύ καθαρός και κοντινός ήχος. “Πρόεδρε, κοντά σε ακούω, δεν μου φαίνεται να είσαι Βραζιλία όπως λένε”. “Αγορίνα, άσε τις ανόητες ερωτήσεις. Να ξέρεις μόνο ένα πράγμα. Φυλακή για μένα δεν φτιάχτηκε ακόμη”. Λίγους μήνες αργότερα, μάθαινα ότι ο καταζητούμενος Ψωμιάδης δεν είχε φύγει ποτέ από την Ελλάδα, έμενε σε σουίτα κεντρικού ξενοδοχείου και όντως κατάφερε να ξεμπλέξει με το ένταλμα σύλληψης της Ιντερπόλ. Και δεν ήταν το πρώτο από το οποίο θα ξέμπλεκε για τα επόμενα αρκετά χρόνια. Μέχρι τα τελευταία γεγονότα έμοιαζε εκείνη η φράση “φυλακή για μένα δεν φτιάχτηκε ακόμη” να δικαιώνεται.
Το καλοκαίρι του 1992 όταν πια είχα μετακομίσει στον “Ελεύθερο Τύπο” με φώναξε ο Δημήτρης Ρίζος διευθυντής της εφημερίδας. “Σε δύο ώρες θα έρθει από εδώ ο Ψωμιάδης. Θα σου δώσει μια συνέντευξη που θα πει φοβερά πράγματα. Θέλει να μιλήσει μόνο σε σένα για κάποιο λόγο”. Η προοπτική μιας on demand συνέντευξης δεν μου άρεσε. “Κύριε Δημήτρη, μόνο αν απαντήσει σε όσα τον ρωτήσω”, είπα. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και δύο ώρες αργότερα στα γραφεία της εφημερίδας στον ‘Αλιμο εμφανίσθηκε με τη συνοδεία του ο Μάκης. Ίδιος και απαράλλαχτος, επιβλητικός με τα απαραίτητα συνοδευτικά: Το τεράστιο πούρο Τσόρτσιλ και το κομπολόι.
“Θέλεις ένα πούρο; Κατευθείαν από την Κούβα έρχονται, κοστίζουν πιο πολύ από το μεροκάματο σου”, μου είπε. Αρκέστηκα στα ταπεινά τσιγάρα που κάπνιζα εκείνα τα χρόνια και καθίσαμε για τη συνέντευξη. Μου αποκάλυψε ότι την επόμενη μέρα θα εμφανιζόταν στη γενική συνέλευση της ΑΕΚ για να πάρει πίσω την ομάδα, μου χαρακτήρισε τον Βουτσόπουλο δεκάδες φορές με μια λέξη που δεν τη βρήκα στα λεξικά της εποχής και την άκουγα για πρώτη φορά (λαμόγιο), μου μίλησε για το πάθος του για την ΑΕΚ και την εποχή που πιτσιρικάς πήγαινε στη Σκεπαστή. Στο τέλος αποφάσισα να του κάνω την πιο δύσκολη ερώτηση. Για την απαγωγή του παιδιού του Ντάνι Βρέινς, μια ιστορία που είχε πάρει διαστάσεις ακόμη και στον διεθνή τύπο. Ειρωνεία ή όχι το τι μου είπε το έγραψα πριν από μερικές μέρες σε ένα αφιέρωμα για τους πρώτους ξένους του ελληνικού πρωταθλήματος και το κείμενο αναρτήθηκε στο Contra λίγες ώρες πριν την αναγγελία του θανάτου του!
Από τότε τον Ψωμιάδη δεν τον ξαναείδα πλην δύο-τριών τυχαίων συναντήσεων στο Κολωνάκι όπου έκανε την περαντζάδα του με τα γνώριμα αξεσουάρ. Το κομπολόι και το πούρο που συνέχισε να κοστίζει όσο το μεροκάματο μου. Για χρόνια είχα πειστεί ότι αυτό που μου είπε σε ένα τηλεφώνημα το 1990 θα γινόταν πραγματικότητα και δεν θα βρισκόταν φυλακή φτιαγμένη για να τον φιλοξενήσει. Μέχρι το 2011 που αποδείχθηκε ότι είχε κτιστεί τελικά.
Πρόεδρε, δεν είναι βρισιά
Ο Ψωμιάδης ήταν και θα παραμείνει μια από τις πλέον cult (όχι πρόεδρε δεν είναι βρισιά η λέξη…) φιγούρες των ελληνικών γηπέδων. Κάποια στιγμή η ιστορία του έφυγε από τις αθλητικές στήλες, πέρασε ακόμη και στις πολιτικές. Σίγουρο είναι ένα: Αποτέλεσε μια από τις πλέον αινιγματικές αλλά και χαρακτηριστικές φιγούρες που σημάδεψαν για πάνω από είκοσι χρόνια τον ελληνικό αθλητισμό. Είχε τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας και τιμής, ενδεχόμενα πολύ δύσκολα αντιληπτούς από όλους εμάς τους υπόλοιπους. Τώρα πια λέει την ιστορία του κάπου αλλού και εκεί κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να κρυφτεί. Εκεί που λύνονται οι τελευταίοι λογαριασμοί, μακριά από τους ανθρώπινους νόμους. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: