Ο Μάρκο φαν Μπάστεν θα έδινε όλα τα τρόπαια για μια ζωή χωρίς πόνο
O Mάρκο φαν Μπάστεν μίλησε για όλη του τη ζωή, σε podcast του BBC και μεταξύ πολλών ενδιαφερόντων είπε πως η τωρινή Λίβερπουλ του θυμίζει την κραταιά Μίλαν, όπως και ότι αν γύριζε το χρόνο πίσω δεν θα έκανε τις ίδιες επιλογές. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα κατακτούσε τα πάντα στο ποδόσφαιρο.
Ο Μάρκο φαν Μπάστεν ήταν μια από τις ‘παραγγελιές’ που είχαν γίνει (από αναγνώστη), στην καραντίνα 1.0 της άνοιξης. Και θα παραδεχθώ ότι ολιγώρησα. Ώσπου ο Ολλανδός μίλησε στο Football Daily του BBC την Πέμπτη 5/11, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε και την καραντίνα 2.0 και κάπως έτσι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να θυμηθούμε έναν από τους κορυφαίους επιθετικούς στην ιστορία του σπορ που λέγεται ‘ποδόσφαιρο’.
Ο Marcel ‘Marco’ van Basten, ο ‘κύκνος της Ουτρέχτης’, στα χρόνια της καριέρας του ως επιθετικός (από το 1981 έως τις 17/8 του 1995 που ανακοίνωσε την αποχώρηση του, σε ηλικία 30 χρόνων) έκανε πράγματα που έκαναν λίγοι. Μετά το ‘αντίο’ ήθελε να κάνει κάτι που έκαναν οι περισσότεροι: να περπατάει χωρίς να πονάει. Στα 56 εξακολουθεί να μην μπορεί να κλωτσήσει μπάλα ποδοσφαίρου, που από όταν θυμάται τον εαυτό του έως το ‘δεν μπορώ άλλο’ ήταν όλη του η ζωή. Όπως λέει τώρα, αν γύριζε το χρόνο πίσω θα έκανε άλλες επιλογές ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα σκόραρε τα γκολ που έβαλε και δεν θα κατακτούσε τα τρόπαια που σήκωσε.
Για αρχή, ο Στιβ Κρόσμαν, παρουσιαστής του Podcast του ζήτησε να συστηθεί. Δηλαδή, να πει όσα θα έλεγε σε όποιον ζητούσε να μάθει ποιος είναι ο Μάρκο φαν Μπάστεν. “Κάποιος που λατρεύει να παίζει ποδόσφαιρο, να νικά και την ίδια ώρα ένας φυσιολογικός τύπος. Απολάμβανα να παίζω ποδόσφαιρο, ήταν κάτι που αγαπούσα να κάνω κάθε μέρα. Και έγινα καλός. Σε όλες τις άλλες εκδηλώσεις της ζωής μου, ήμουν νορμάλ. Δεν ήμουν αρκετά καλός στο σχολείο και έκανα ό,τι όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας μου. Η μόνη μας διαφορά ήταν το πάθος που είχα για το ποδόσφαιρο”.
Δηλαδή, δεν έβλεπε τον εαυτό του ως κάτι το ιδιαίτερο. “Πέτυχα ιδιαίτερα πράγματα, γιατί υπήρξα καλός παίκτης. Την ίδια ώρα, όμως ήμουν μέλος μιας καλής ομάδας. Το ποδόσφαιρο είναι ένα ομαδικό σπορ, με έντεκα παίκτες σε κάθε ομάδα -δηλαδή, υπό φυσιολογικές συνθήκες οι παίκτες είναι έντεκα. Νικάς με όλους τους άλλους, μαζί. Χάνεις με όλους τους άλλους, μαζί. Κάθε παίκτης, κάθε άνθρωπος έχει συνεισφορά. Σε ένα παιχνίδι χρειάζεσαι τη φυσική κατάσταση, την ευφυΐα, την τεχνική, χρειάζεσαι τα πάντα. Είναι αδύνατο να τα κάνει όλα μαζί, ένας. Ό,τι πετυχαίνεις είναι προϊόν προσπάθειας που κάνει ένα γκρουπ 11, 17, 18, 25 παικτών”.
Ομολόγησε πως αισθάνεται άνετα όταν τον αναφέρουν ως κάτι ξεχωριστό. “Είναι κάτι όμορφο, να σου κάνουν κοπλιμέντα. Έβαλα πολλά γκολ, κάτι που δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στο ποδόσφαιρο. Είναι λογικό ο κόσμος που παρακολουθεί παιχνίδια, να εστιάζει στους σκόρερ -που διαμορφώνουν την εξέλιξη. Και να τους επιβραβεύει. Έκανα καλά τη δουλειά μου στον Άγιαξ, τη Μίλαν και την εθνική. Ναι, ήμουν καλός σκόρερ. Αλλά και πάλι, μόνος δεν μπορείς να καταφέρεις κάτι”.
Ποια είναι η πρώτη εικόνα που του έρχεται στο μυαλό, όταν σκέφτεται τα χρόνια που έπαιζε ποδόσφαιρο σε έναν κήπο ή με τους φίλους του -πριν γίνει επαγγελματίας; “Άρχισα το ποδόσφαιρο σε μια πλατεία, στην περιοχή που μεγάλωσα (την Ουτρέχτη της Ολλανδίας, των 360 χιλιάδων κατοίκων), όταν ήμουν 6 χρόνων. Ο αδελφός μου έπαιζε εκεί -είναι λίγο μεγαλύτερος. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Θυμάμαι τον εαυτό μου να είναι λίγο πιο δυνατός. Εγώ ήμουν λίγο πιο έξυπνος και λίγο καλύτερος στην τεχνική. Δεν καταλάβαινα πώς έκανα τόσο περίπλοκα πράγματα. Αντιλαμβανόμουν ότι περνούσα ωραία και πως ήμουν καλός. Για αυτό και συνέχισα”.
Ο παρουσιαστής του είπε πως όταν έπαιζε ο ίδιος ποδόσφαιρο, ως παιδί, ονειρευόταν πως είναι ο Ρομάριο. Τον ρώτησε ποιος ονειρευόταν ότι ήταν εκείνος. “Στην εποχή μου (στις αρχές του ’70) ο Άγιαξ ήταν το μεγάλο πράγμα στο ποδόσφαιρο, αυτός που βλέπαμε στην τηλεόραση. Θυμάμαι παρακολουθούσα τα ματς με τον πατέρα μου. Έβλεπα τους μεγάλους αστέρες, σε ασπρόμαυρη εικόνα. Έβλεπα τον Άγιαξ και την εθνική να νικούν (στο Παγκόσμιο του 1974, οι ‘τουλίπες’ έγιναν δευτεραθλήτριες κόσμου). Μετά κατάλαβα πως αυτό ήταν κάτι το ιδιαίτερο. Ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν ο καλύτερος της εποχής μου και έγινε ο ήρωας μου, το ίνδαλμα μου”. Στο βιβλίο του τον είχε αναφέρει ως ‘Lord Jesus Cruyff’. “Ήταν το παράδειγμα που ‘χα. Λάτρευα να τον βλέπω να παίζει. Ήταν ο σταρ της εποχής. Υπήρχε ο Τζορτζ Μπεστ -είχε κερδίσει το ευρωπαϊκό στο τέλος του ’60 με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ- και μετά εμφανίστηκε ο Κρόιφ. Μετά, όταν πήγα στον Άγιαξ (1981) τον γνώρισα και αργότερα έγινε ο προπονητής μου, ο σύμβουλος μου, ο συμπαίκτης μου και ο αντίπαλος μου. Έζησα μαζί του πολλά διαφορετικά συναισθήματα”.
Θυμάται σαν να ήταν χθες, την πρώτη φορά που είδε τον Κρόιφ.
“Ήταν σε ένα ματς της δεύτερης ομάδας του Άγιαξ. Στο δεύτερο ημίχρονο κατέβαινε τις σκάλες για να φύγει και εγώ τις ανέβαινα -γιατί μόλις είχα φτάσει στο γήπεδο. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα live. Ξετρελάθηκα! Ήθελα να πω κάτι, αλλά ντρεπόμουν. Σκέφτηκα να του δώσω το χέρι μου, για χειραψία και να του πω ‘άκου, θα ξαναϊδωθούμε πολύ σύντομα’. Δεν βγήκε λέξη από το στόμα μου. Δεν κουνήθηκα. Είχα μείνει ‘άγαλμα’ και πέρασε από δίπλα μου. Μετά αισθάνθηκα λίγο ηλίθιος, αλλά ήμουν χαρούμενος που τον είχα δει”. Τότε έπαιζε στις ΗΠΑ και είχε επιστρέψει, ως τραυματίας. “Ένα χρόνο μετά, για την αποθεραπεία του έκανε προπονήσεις με τη δεύτερη ομάδα του Άγιαξ, όπου είχα πάει κι εγώ -στα 16. Ήταν κάτι το απίστευτο. Ο μεγάλος ήρωας έπαιζε μαζί μας. Ήταν ένας από εμάς, συμπεριφερόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν ‘έκανε’ το μεγάλο σταρ”.
Διαπίστωσε πως ήταν πιο εύκολο να παίξει ποδόσφαιρο μαζί του, από το να του μιλήσει. “Τότε ήμουν καλύτερος στο να παίζω ποδόσφαιρο από το να μιλάω. Ήταν ο καλύτερος τρόπος για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας. Σε αυτήν τη συνθήκη δεν ‘μετράει’ η ηλικία, αν είσαι 16 ή 26 ή 36. Στο γήπεδο που μετράει είναι η κατάσταση σου, να είσαι έξυπνος όταν έχεις την μπάλα, να είσαι καλός με τις τοποθετήσεις. Έγινε αμέσως το click. Παίζαμε σαν να γνωριζόμασταν χρόνια”.
Η πρώτη επαφή, εντός γηπέδου ήταν σε “δύο εναντίον δύο. Ήμουν μαζί του και αντιμετωπίσαμε έναν καλό μου φίλο που ήταν και δικός του φίλος. Κι εκείνος ήθελε να εντυπωσιάσει τον Κρόιφ, με το παιχνίδι του, με τον ύψιστο σεβασμό. Περάσαμε ωραία! Το ωραίο με το ποδόσφαιρο είναι πως αφορά το σώμα, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείς το μυαλό σου, τα συναισθήματα σου. Αλλιώς δεν θα καταφέρεις να γίνεις αρκετά καλός. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου, για να σκεφτείς για ώρα τι θα κάνεις. Απλά το αφήνεις να συμβεί”.
Η πρώτη εμφάνιση -ως αλλαγή του Κρόιφ- και το πρώτο γκολ
Όπως θυμάται ό,τι αφορά το είδωλο του, θυμάται και την πρώτη φορά που έβαλε τη φανέλα του Άγιαξ. “Είχα πάει στο Άμστερνταμ από την Ουτρέχτη, μια πόλη που είναι 35 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Είχα καταφέρει αυτό που ονειρευόμουν από παιδί -τότε το να πάμε στον Άγιαξ ήταν το μόνο που σκεφτόμασταν. Ήμουν 16 (1981-82, με τον αδελφό του Στάνλεϊ να ‘χει απορριφθεί). Το πρώτο παιχνίδι που δώσαμε ήταν εναντίον μιας μικρής ομάδας -λεγόταν Τέξας ή κάτι τέτοιο. Θυμάμαι τη στιγμή που έβαλα για πρώτη φορά τη φανέλα μου. Κοιτάχτηκα αμέσως, στον καθρέφτη, για να με δω με το σήμα του Άγιαξ και να πεισθώ πως όντως, έπαιζα για τον Άγιαξ.
Εννέα μήνες μετά, αγωνίστηκα για πρώτη φορά με την ανδρική ομάδα (3/4 του 1982, εναντίον της NEC, όταν σκόραρε στο 5-0). Μπήκα ως αλλαγή του Κρόιφ. Στην προθέρμανση της ανάπαυλας, μπορούσα να ακούσω τους φαν που ρωτούσαν ‘ποιος είναι αυτός;’. Μετά ακούστηκε το όνομα μου. Στην είσοδο ένιωσα πολύ υπερήφανος γιατί μπήκα αντί του Κρόιφ, αλλά και λυπημένος επειδή ήθελα να παίξω με εκείνον”.
Ο Κρόσμαν τον ρώτησε αν θυμάται τον αριθμό των γκολ που ‘χει σκοράρει, λέγοντας του ‘όλοι οι επιθετικοί τα θυμούνται’. Εκείνος γέλασε και είπε ‘δεν είμαι τόσο καλός’. Πόσο μάλλον όταν είναι όσα είχε βάλει εκείνος. Ήταν 152 με τον Άγιαξ, από το 1982 έως το 1987 σε όλες τις διοργανώσεις και σε 172 συμμετοχές. Ήταν και 125 με τη Μίλαν, σε 201 παρουσίες από το 1988 έως το 1995. Συν τα 24 με την εθνική, σε 58 ματς.
Εξυπακούεται πως ήταν όλα παιδιά του. Για αυτό και ο παρουσιαστής πήρε την πρωτοβουλία να ξεχωρίσει το overhead kick στο ματς του Άγιαξ με την Ντεν Μπος, στις 9/11 του 1983. Ποια ήταν η ιστορία πίσω από αυτό;
“Ήταν κάτι που είχαμε δοκιμάσει πολλές φορές ως παιδιά, τότε που βλέπαμε τα απογεύματα του Σαββάτου αγώνες της Bundesliga, στις 6 το απόγευμα. Ο Κλάους Φίσερ είχε βάλει ένα γκολ που δεν ξέρω πώς το λέτε στα αγγλικά (ανάποδο ψαλίδι), αλλά προσπαθήσαμε να το ‘κοπιάρουμε’ με τους φίλους μου. Είχαμε πάει σε μια μικρή πισίνα -για την ακρίβεια ήταν σαν δεξαμενή με νερό- και κάναμε practice. Το είχα δοκιμάσει τόσες φορές που από ένα σημείο κι έπειτα μου ‘έβγαινε’ φυσιολογικά στις προπονήσεις. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σκόραρα κατ’ αυτόν τον τρόπο με την Ντεν Μπος. Ήταν όμως, η φορά που το έκανα τέλεια και από μεγάλη απόσταση -όπως ιδιαίτερο ήταν το ύψος και το πώς έμεινα στον αέρα. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο ακριβές. Προηγήθηκε όμως, πολύ προπόνηση, πριν βγει -φαινομενικά- αβίαστα”.
Ήταν 50% ποδόσφαιρο και 50% ενόργανη γυμναστική, ατάκα που δεν είπε τυχαία ο παρουσιαστής. Ήταν η ασίστ που έδωσε στον εαυτό του για να ρωτήσει τον Φαν Μπάστεν για την ατάκα του Μπερλουσκόνι. “Με έλεγε ‘Νουρέγιεφ του Μιλάνου’”.
Πώς ήταν ο Μπερλουσκόνι ως αφεντικό; “Ήταν ο πραγματικός πρόεδρος του club. Τότε ήταν πολύ πλούσιος και πολύ διάσημος. Όλη του η οικογένεια ήταν φαν της Μίλαν και έτσι ‘πέρασε’ και σε εκείνον η αγάπη. Κάποια στιγμή παρουσιάστηκε η δυνατότητα να αγοράσει τον οργανισμό -δεν τα πήγαινε ιδιαίτερα καλά τότε- και στην πρώτη παρουσίαση είπε ‘έχω ένα όνειρο: να γίνει η Μίλαν η καλύτερη ομάδα του κόσμου’. Αυτός ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν και ζούσε. Πήγαινε πάντα για το μάξιμουμ. Ήταν ξεκάθαρος από την αρχή και ξεκαθάρισε πως θα έκανε τα πάντα για την πραγματοποίηση του ονείρου. Έμαθα πολλά από εκείνον. Ήταν ευγενικός, καλός τύπος. Από την άλλη, ήταν το αφεντικό και διηύθυνε τα πάντα όπως του άρεσε”.
Η επιλογή του από το Θεό
Έφυγε από τον Άγιαξ ως ο πρώτος σκόρερ 4 διαδοχικών σεζόν (1984-1987) της Eredivisie και δυνητικός θρύλος και ως ο τύπος που είχε κυριαρχήσει μεταξύ των επιθετικών της Ευρώπης. Μεταξύ άλλων, σκόραρε το γκολ της νίκης στο UEFA Cup Winners’ Cup του 1987, τη σεζόν που ακολούθησε της πρώτης κατάκτησης του ‘χρυσού παπουτσιού’. Στο ρόστερ της Μίλαν βρέθηκε μαζί με διάφορους σταρ. Μεταξύ τους ήταν οι Γκούλιτ και Ράικαρντ.
Στην πρώτη του χρονιά (1987-88), η παρέα του πήρε το πρώτο Scudetto, μετά οκτώ χρόνια. Εκείνος είχε περιοριστεί στα 11 ματς και γενικά, πονούσε στον αστράγαλο του ποδιού που εκτελούσε. Μπήκε στο χειρουργείο τον Οκτώβρη του ’87, προκειμένου να επιδιορθώσει ένα πρόβλημα που όπως λέει, τον ταλαιπωρούσε καιρό. Επέστρεψε το Μάρτιο και μετά πήγε με την Ολλανδία στο Euro 1988 (Δυτική Γερμανία, 10-25/6), γα να γίνει ο πρωταγωνιστής της διαδρομής έως την κορυφή της Ευρώπης. Είχε σκοράρει πέντε γκολ, συμπεριλαμβανομένου του hat trick με την Αγγλία, αυτό της νίκης στον ημιτελικό με τη Δυτική Γερμανία και ένα θεαματικό volley στον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση.
Όπως είπε ”γκολ σαν και αυτά δεν τα σκέφτεσαι. Τα κάνεις. Θυμάμαι πως αισθανόμουν λίγο κουρασμένος (μετά μισό χρόνο εκτός δεν είχε επανακτήσει τη φυσική του κατάσταση) σε εκείνο το σημείο -προηγούμασταν 1-0-, όταν μου πέρασε την μπάλα ο Μίλερ. Το πρώτο μου ένστικτο ήταν να την ξεφορτωθώ, γιατί δεν είχα ενέργεια. Σε κλάσματα σκέφτηκα ότι δεν ήταν το πιο εύκολο που υπήρχε να κάνω πάσα. Οπότε ‘πήγα’ με το σουτ volley, που δεν ήταν το ‘δυνατό’ μου κομμάτι. Αλλά ‘βγήκε’ πολύ καλά, μολονότι ο αστράγαλος μου δεν ήταν ακόμα νορμάλ. Στο τέλος της ημέρας, πιστεύω ότι με επέλεξε ο Θεός”. Aν ήταν σε καλή φυσική κατάσταση “το πιθανότερο είναι να μην έμπαινε αυτό το γκολ. Αλλά η ζωή είναι αυτό που έχεις”.
Ένα χρόνο αργότερα (1988-89) ήταν ο νικητής της ‘χρυσής μπάλας’, του βραβείου για τον καλύτερο Ευρωπαίο παίκτη και αυτός που σκόραρε δυο γκολ στην κατάκτηση του European Cup. Το 1990 έκανε δυο τους τίτλους στη Serie A, άλλα τόσα τα ‘αγαλματάκια’ της UEFA (Best player of the year) αυτήν τη φορά ως ο πρώτος σκόρερ της, ενώ είχε ενεργή συμμετοχή στο ευρωπαϊκό repeat (έδωσε στον Ράικαρντ την ασίστ του γκολ της νίκης επί της Μπενφίκα).
Το 1991 ο τίτλος πήγε στη Σαμπντόρια και ο Αρίγκο Σάκι σπίτι του, αφού είχε τσακωθεί με τον φαν Μπάστεν, με τον Μπερλουσκόνι να ‘επενδύει’ στον Ολλανδό. Προσέλαβε τον Φάμπιο Καπέλο και η Μίλαν πήρε άλλο ένα Scudetto. Αυτήν τη φορά ως αήττητη (1991-92). Ο Φαν Μπάστεν είχε δώσει 25 γκολ και ήταν ο πρώτος σκόρερ (Capocannoniere) της λίγκας. Ήταν η μεγαλύτερη σούμα, στην οποία είχε φτάσει παίκτης της Serie A από τον Λουίς Βινίσιο, το 1966 (είχε επίσης, σταματήσει στα 25 γκολ). Το Νοέμβριο του 1992 έγινε ο πρώτος παίκτης του UEFA Champions League που σκόραρε 4 γκολ, σε ένα ματς -εναντίον της Γκέτεμποργκ. Το ένα ήταν ανάποδο ψαλίδι. Το Δεκέμβρη παρέλαβε το βραβείο για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς, με τη Μίλαν να συνεχίζει το κρεσέντο της και να μένει αήττητη για 58 διαδοχικά παιχνίδια. Ξαναπήρε τον τίτλο του καλύτερου Ευρωπαίου παίκτη. Ήταν η τρίτη φορά. Ήταν κάτι που δεν είχαν καταφέρει πολλοί. Μόνο το είδωλο του και ο Μισέλ Πλατινί. Εκείνος πήρε και το σχετικό βραβείο της FIFA, μαζί με τη ‘χρυσή μπάλα’ -επίσης για τρίτη φορά (προηγήθηκαν αυτές του 1988 και του 1989).
Η Μίλαν του 1992 του θυμίζει την τωρινή Λίβερπουλ
“Το Μιλάνο ήταν ένα πολύ ωραίο μέρος για να ζεις σε αυτό. Είχε καλό φαγητό, καλά γήπεδα και πολύ καλή οργάνωση σε όλα. Στις προπονήσεις είχα απέναντι μου τους Κοστακούρτα, Μαλντίνι και Μπαρέζι. Κατά συνέπεια, έπρεπε να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα, ώστε να μπορώ να κάνω και τη διαφορά, να σκοράρω και να βοηθήσω την ομάδα μου. Αυτός ήταν ο τρόπος που γινόμασταν όλο και καλύτεροι. Είχαμε αποκτήσει ήδη όλοι τη νοοτροπία του νικητή και θέλαμε να συνεχίσουμε να βελτιωνόμαστε, για να βοηθάμε περισσότερο. Αυτό συμβαίνει τώρα στη Λίβερπουλ. Αν τους δείτε πώς παίζουν εναντίον αντίπαλων αμυνών, μπορείτε να διαπιστώσετε πόσο απολαμβάνουν αυτό που κάνουν. Όταν στην προπόνηση αντιμετωπίζεις τους καλύτερους αμυντικούς, μαθαίνεις να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Είναι περισσότερα από όσα χρειάζονται εναντίον κάποιων ομάδων.
“Το υψηλό επίπεδο των προπονήσεων μας βοήθησε πολύ. Είχαμε μια πολύ καλή ομάδα, αλλά και το μεντάλιτι, μαζί με την επένδυση που κάναμε όλοι στις προπονήσεις -ώστε να γίνουμε καλύτεροι- ήταν κάτι που έκανε τη διαφορά: οι προκλήσεις που βάζαμε ο ένας στον άλλον”.
Ο αστράγαλος που αποδείχθηκε ο πιο δύσκολος αντίπαλος
Στην πρώτη του σεζόν στην Ιταλία τον ενόχλησε ο αστράγαλος που αποδείχθηκε ο πιο ‘δυνατός’ αντίπαλος εξ όσων συνάντησε ποτέ στην καριέρα του. Ήταν 23. “Όταν υπέγραψα στη Μιλαν, είχαμε συμφωνήσει να πάω ένα χρόνο μετά. Το Δεκέμβριο του 1986, σε αγώνα με την Γκρόνινγκεν, δέχθηκα ένα τάκλιν -δεν ήταν κάτι το υπερβολικό- που μου προκάλεσε μεγάλο πόνο. Ήταν η πρώτη φορά που αντιμετώπιζα πρόβλημα με τον αστράγαλο. Πήγα στο νοσοκομείο, μου έκαναν εξετάσεις και μου είπαν ότι δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Θα ήταν αρκετό να ξεκουραστώ για κάποιες εβδομάδες. Κάθε φορά που δοκίμαζα να επιστρέψω, ένιωθα έντονη ενόχληση.
Ο Κρόιφ, ο οποίος ήταν τότε κόουτς του Άγιαξ μίλησε με το γιατρό. Τον διαβεβαίωσε ότι δεν είχα κάτι το σημαντικό -κάτι που να μπορεί να χειροτερέψει. Μετά 6-7 εβδομάδες πήγα στο Μιλάνο, πιστεύοντας πως έχω αναρρώσει. Δυο μέρες αργότερα, ένιωσα ότι το πρόβλημα δεν έχει ξεπεραστεί. Συνέχισα να προπονούμαι, ώσπου με το πέρας δίμηνου αποφάσισα πως κάτι πρέπει να γίνει, γιατί δεν θα εξαφανιζόταν το θέμα επειδή το αγνοούσα. Πήγαμε σε άλλους γιατρούς (στο Μιλάνο και τη Βαρκελώνη). Όλοι συμφώνησαν πως πρέπει να μπω στο χειρουργείο”.
Στο μεσοδιάστημα σκέφτηκε και ότι ενδεχομένως να μην μπορεί να συνεχίσει να παίζει ποδόσφαιρο. Μη ξεχνάς πως έκανε επέμβαση τον Οκτώβρη του 1987 και επέστρεψε τον Μάρτιο του 1988, με το μεσοδιάστημα να ‘χει πολύ μοναξιά και τρελή προσωπική δουλειά.
“Υπήρξαν κακά βράδια, φορές που σκέφτηκα πως μπορεί να μη γυρίσω ποτέ, γιατί στους έξι μήνες που κράτησε η αποθεραπεία μου ο αστράγαλος συνέχισε να με ενοχλεί -να πονάω πολύ, να μην μπορώ να τον κουνήσω ελεύθερα. Θυμάμαι ήμουν στο δωμάτιο μου, στο Milanello (προπονητικό κέντρο της Μίλαν), κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και σκεφτόμουν ‘θα τελειώσει εδώ η καριέρα μου;’. Δεν μπορούσα να ‘χωνέψω’ ότι αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να γίνει, γιατί είχα να δείξω τόσα πολλά στον κόσμο. Να προσφέρω ατελείωτα πράγματα στην ομάδα μου. Ένιωθα πως αυτό που ζω είναι άδικο και ανασφάλεια. Φοβόμουν για το μέλλον μου.
Μόλις είχα πάει στη Μίλαν και δεν μπορούσα να δείξω καμία από τις ποιότητες μου, εξαιτίας του προβλήματος αυτού. Ένιωθα φυλακισμένος. Έξι μήνες μετά την εγχείρηση κατάφερα να επιστρέψω, αλλά πάλι ένιωθα κάπως περίεργα τον αστράγαλο μου. Δεν ένιωθα ελεύθερος, αλλά βελτιωνόμουν σιγά σιγά”.
“Μετά μια ‘μαύρη’ περίοδο, βγήκε ο ήλιος”
Ένιωσε ελεύθερος ως πρωταθλητής Ευρώπης, με την Ολλανδία (παραμένει το μόνο χρυσό σε μεγάλη διοργάνωση, για το έθνος) και το συνέχισε από εκεί. “Ο αστράγαλος εξελίχθηκε σε ένα πολύ μεγάλο πράγμα της ζωής μου. Ειδικά τότε ήταν εξόχως σημαντικό. Δεν μπορούσα να παίξω καλά στο τέλος της καριέρας μου με τον Άγιαξ ή στην αρχή αυτής στη Μίλαν. Επέστρεψα με έναν άλλον πόνο, μετά την επέμβαση και επρόκειτο να πάω με την εθνική στο Euro. Εκεί όλα πήγαν υπέροχα. Μετά μια ‘μαύρη’ περίοδο βγήκε ο ήλιος και η ζωή μου έγινε πάλι, όμορφη. Μπορούσα να ξανακάνω ό,τι μου άρεσε”.
Στα 25 είχε κατακτήσει τα πάντα. “Ο αστράγαλος δεν επέστρεψε ποτέ στην κατάσταση που ήταν πριν το πρώτο τραύμα, αλλά είχα καταφέρει να τον ελέγχω και να απολαμβάνω μια πολύ αξιόλογη καριέρα και να ζω μια πολύ καλή ζωή. Ήμουν ένας από τους τύπους της Μίλαν, στην ομάδα που πήρε πολλούς τίτλους. Ήταν υπέροχο να είσαι μέλος αυτής της ομάδας”.
Υπήρξε στιγμή που να είδε τον εαυτό του ως ‘αόρατο’ στην παρέα των πολλών μεγάλων αστεριών; “Ναι. Προς το τέλος της καριέρας μου στην ομάδα. Δεν είχα χάσει παιχνίδι, υπό τις οδηγίες του Καπέλο. Για 52 παιχνίδια ήμασταν αήττητοι. Το τελευταίο ματς που έπαιξα με εκείνον ήταν και το πρώτο που έχασα -με αυτόν. Το χειρότερο ήταν ότι με έκανε και αλλαγή. Δεν είχα καταλάβει γιατί και δεν μου άρεσε. Ήταν η εποχή που πονούσα πολύ στον αστράγαλο και είχα κάνει ένεση, για να αγωνιστώ. Κάπου εκεί κατάλαβα πως ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι”.
Τον Απρίλιο του 1993 είχε σκοράρει εναντίον της Αγκόνα -με κεφαλιά. “Αυτό ήταν το τελευταίο μου γκολ”. Ο αστράγαλος τον είχε νικήσει. Στο βιβλίο του έχει γράψει πως στο ‘αντίο’ που είπε μπροστά σε 80.000 ανθρώπους που είχαν βρεθεί στο San Siro στις 17/8 του 1995 “εκείνη την ημέρα πέθανα ως ποδοσφαιριστής και ήμουν καλεσμένος στην κηδεία μου”. Έτσι είχε νιώσει. “Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα αποσυρθώ από το ποδόσφαιρο, γενικά! Πάλευα για τρία χρόνια να επιστρέψω, μετά τα πολλά προβλήματα που μου δημιούργησε ο αστράγαλος, αλλά ήταν φύσει αδύνατο. Έως τότε δεν είχα σκεφτεί ποτέ -στη ζωή μου- πως θα το ζήσω αυτό. Και έγινε η πραγματικότητα μου”. Είχε κάνει τα πάντα για να το αποφύγει. Είχε δοκιμάσει όλους τους τύπους θεραπειών (εναλλακτικές, ανατολικές, τα πάντα) και δουλειάς με το μυαλό “αλλά μετά τρία χρόνια ένιωσα πως είχα κουραστεί. Έπρεπε να επιβιώσω”.
Μέχρι σήμερα δεν μπορεί να παίξει ποδόσφαιρο. “Παίζω λίγο τένις, γκολφ και σκουός. Όχι όμως, ποδόσφαιρο γιατί είναι πολύ δύσκολο για τον αστράγαλο μου. Δεν μπορώ να τρέξω, όχι όμως να σουτάρω. Είναι περίεργο, γιατί σε όλη μου τη ζωή δεν είχε περάσει μέρα που να μην ακουμπήσω την μπάλα, να μη σκεφτώ το ποδόσφαιρο. Και αίφνης όλα είχαν τελειώσει. Ήταν απίστευτο, οδυνηρό και πολύ δύσκολο. Ήταν δύσκολο να αποδεχθώ την πραγματικότητα, αλλά έπρεπε να προχωρήσω. Και δεν μπορούσα καν, να κάνω αυτό όπως θα ήθελα γιατί δεν ήμουν καν σε θέση να περπατήσω κανονικά -χωρίς πόνο και χωρίς βοήθεια”.
Συνέχισε να αναζητά θεραπείες “αυτήν τη φορά ως άνθρωπος, όχι ως ποδοσφαιριστής”. Έκανε διαδοχικές επεμβάσεις, για να μπορεί να στέκεται όρθιος και να μην πονάει. “Έχει μπλοκαριστεί ο σύνδεσμος και για αυτό δεν μπορώ να τρέξω”. Δεν μπορούσε να τα ‘χει όλα. Διάλεξε το να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα. Ήταν 32 χρόνων. “Δεν θα λέγατε πως ήταν εύκολη απόφαση”. Δυο μήνες μετά την επέμβαση στο σύνδεσμο δεν πονούσε. “Ένιωσα χαρούμενος. Ελεύθερος! Δεν απασχολούσε πια ο πόνος το μυαλό μου, κάθε δευτερόλεπτο της ημέρας. Από τη στιγμή που ξυπνούσα και σηκωνόμουν από το κρεβάτι, μέχρι να κοιμηθώ. Από κάποια στιγμή κι έπειτα, αυτή η κατάσταση είχε επηρεάσει και το μυαλό μου. Υπήρχαν μέρες που δεν έβγαινα από το σπίτι, γιατί δεν είχα την παραμικρή διάθεση, αφού ό,τι και αν έκανα θα συνοδευόταν με πόνο”. Δεν είχε ‘σαπίσει’ (λέξη που ο ίδιος χρησιμοποίησε) σε όλο το σώμα, ως άνθρωπος, αλλά σε ένα σημείο. Άργησε λίγο να το καταλάβει, αλλά όταν το συνειδητοποίησε όλα έγιναν πιο απλά.
Θα έκανε τα ίδια, αν γύριζε το χρόνο πίσω; “Αν είχα επιλογή, με τις γνώσεις που έχω σήμερα, όχι δεν θα έκανα τα ίδια. Γιατί δεν αξίζει. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε πως δεν θα σκόραρα όλα τα υπέροχα γκολ που έβαλα -δεν θα κατακτούσα τους τίτλους που πήρα. Το ποδόσφαιρο ήταν όλη μου η ζωή, όταν ήμουν μικρός. Τώρα που μεγάλωσα ξέρω πως η ζωή δεν είναι μόνο το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πολλά περισσότερα”.