Ο Γιώτης Τσαλουχίδης στη συνέντευξη της ζωής του: “Με σκότωσε ο Κόκκαλης”
Τα πέτρινα χρόνια. Κοσκωτάς, Σαλιαρέλης, Νταϊφάς, Κόκκαλης, Μαρινάκης. Ο εμβληματικός αρχηγός Γιώτης Τσαλουχίδης θυμάται και συγκλονίζει. Από τον Ντέταρι, τον Φούνες και τον Τσιαντάκη, μέχρι τον Παναγούλια, το Μουντιάλ των ΗΠΑ και τον Αποστολάκη. Μια σπάνια εξομολόγηση που θα αγγίξει την καρδιά κάθε Ολυμπιακού και όχι μόνο...
Χειμαρρώδης και ασυγκράτητος, θεριό ανήμερο, όπως όταν έμπαινε στο γήπεδο και σάρωνε τους αντιπάλους, ο Γιώτης Τσαλουχίδης δεν φρέναρε πουθενά στη συνέντευξη ζωής που παραχώρησε στο Contra.gr. Τα είπε όλα, αληθινά, ειλικρινά, όπως έβγαιναν από μέσα του. Θυμήθηκε τα πέτρινα χρόνια, τις καλές και τις κακές στιγμές που πέρασε με την ερυθρόλευκη φανέλα, αλλά και με την εθνική ομάδα. Γύρισε το χρόνο πίσω, στάθηκε σε όσα τον πλήγωσαν, αλλά και σε όσα τον κάνουν να νιώθει υπερηφάνεια μέχρι σήμερα.
Έβαλε στο τραπέζι πέντε προέδρους του Ολυμπιακού (Κοσκωτά, Σαλιαρέλη, Νταϊφά, Κόκκαλη, Μαρινάκη), ξεχώρισε παλιούς συμπαίκτες και αντιπάλους, διηγήθηκε ανέκδοτες ιστορίες. Από τον Ντέταρι και τον Τσιαντάκη μέχρι τον Μαραντόνα και τον Πάολο Φούτρε. Σκόραρε αλλεπάλληλα, όπως τότε που φόρτωνε με γκολ τις αντίπαλες εστίες.
Το κουβάρι της ποδοσφαιρικής ζωής του, όπως το ξετύλιξε στο σπίτι της 24Media, ήταν ατελείωτο. Αγωνίστηκε σε 303 παιχνίδια, σημείωσε 66 γκολ παρότι αμυντικός μέσος, αναδείχθηκε δύο χρόνια πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού, 8ος στην Εθνική ομάδα (76 συμμετοχές, 16 τέρματα), ο μοναδικός μη επιθετικός που έχει καταφέρει μια τέτοια επίδοση. Μέχρι και κορυφαίος ποδοσφαιριστής αναδείχθηκε ως αρχηγός των «ερυθρολεύκων», οπότε είχε πολλά να πει και ακόμη περισσότερα να βγάλει από μέσα του. Στα 54ά του πλέον κάτω από το κοστούμι και το πουκάμισο… κρύβει ακόμη τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.
Όσα έζησε μέσα στα γήπεδα και περιγράφει, άλλοι ούτε σε ταινία θα τα δουν. Μια ταινία σε κόκκινο και άσπρο φόντο που θα απολαύσετε στις γραμμές που ακολουθούν, όπως συνέβη παλιότερα στο Contra.gr με άλλους μεγάλους άσους του Ολυμπιακού, όπως ο Ιεροκλής Στολτίδης, ο Θανάσης Κωστούλας, ο Κυριάκος Καραταΐδης.
Αντί άλλου προλόγου η μπάλα στα πόδια του μεγάλου αρχηγού Γιώτη Τσαλουχίδη…
ΨΥΧΑΡΑ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΑΛΚΕΤΑΣ
– Πόσο γεμάτος νιώθεις με όλα που πέτυχες μέσα από τον αθλητισμό και το ποδόσφαιρο;
“Θέλει ώρες, μέρες, χρόνια γιατί είναι τόσα πολλά και έντονα. Ήταν ένας συνδυασμός των ομάδων που αγωνιζόμουν και της Εθνικής. Πέρασα από όλα τα στρώματα των εθνικών ομάδων. Σε ό,τι έχει εθνόσημο το “παρών” πρέπει να είναι βροντερό. Σε όποια ομάδα της Εθνικής και να είσαι, όταν ακούς τον εθνικό ύμνο βγαίνει μια ανατριχίλα και μια έπαρση που λες και είσαι σε πόλεμο και πρέπει να τον κερδίζεις. Όταν ξεκίνησα από την Εθνική Νέων και πήγα το πρώτο μου ταξίδι νόμιζα ότι ήμουν πειρατής και ξεκινούσα να κατακτήσω όλο τον κόσμο”.
– Σε τι ηλικία;
“Ήμουν 16 ετών. Πήγαινα ακόμη σχολείο και με κοιτούσαν οι συμμαθητές μου, οι δάσκαλοί μου, ένιωθαν και ένιωθα υπερηφάνεια. Αυτό ο Θεός το έδωσε και έτυχε να το βιώσω. Δεν είναι όμως μόνο τύχη, αλλά και ικανότητα, θυσίες, πίστη στον εαυτό σου και η πορεία με την Εθνική ομάδα ήταν κάτι μοναδικό. Τα σκαλοπάτια που ανέβαινα. Μετά, κάποια στιγμή, ήρθε ο Μίλτος Παπαποστόλου και είχε κάνει την τρομερή δήλωση «βρήκα τον καινούργιο Μητρόπουλο”.
– Έτσι σε είχε χαρακτηρίσει;
“Ναι κι αυτό μου άρεσε πάρα πολύ γιατί ο Τάσος Μητρόπουλος ήταν, είναι και θα είναι πάντα ψυχάρα! Ήταν ηγέτης. Έμαθα πολλά απ’ αυτόν. Πάντα στη ζωή πρέπει να υπάρχει ιεραρχία για να μαθαίνεις. Γιατί εκεί που είναι ο άλλος, δεν ξέρεις άμα θα φτάσεις. Αν το κάνεις, προσπαθείς να τον περάσεις και να γίνεις ακόμη καλύτερος. Όχι μόνο αυτό. Καταφέραμε κάποια στιγμή που η Εθνική μας ομάδα δεν την είχαν και τόσο πολύ σε εκτίμηση και δεν ήθελαν κάποιοι παίκτες να αγωνιστούν, να παρακαλάνε στη συνέχεια μόλις έγινε η επιτυχία με τον κύριο Παναγούλια. Και φτάσαμε στα τελικά! Μέχρι που έφτασαν σε σημείο να λένε πολλοί «γιατί δεν μας καλούν;”.
– Λοιδωρήθηκε κι αυτός όμως…
“O Αλκέτας Παναγούλιας για εμένα ήταν και θα είναι πάντα τεράστιος, γιατί είναι ο μοναδικός Έλληνας προπονητής που πήγε την Εθνική στο Ευρωπαϊκό και στο Παγκόσμιο με πολύ πιο ισχυρές ομάδες. Ήταν η Ρωσία ενωμένη, Ολλανδία, Γερμανία. Στο ευρωπαϊκό έκανε μια πολύ καλή πορεία, στο παγκόσμιο καταλόγισαν πολλά σε παίκτες και προπονητή και μάλλον οι κύριοι όλοι αυτοί ξεχνάνε ότι απέναντι ήταν μια Αργεντινή που ήταν φαβορί με τον Μαραντόνα. Μια Βουλγαρία που απέκλεισε τη Γερμανία και πήγε στους «4» και μια Νιγηρία που ήταν κι εκείνη φαβορί και αποκλείστηκε από τη φιναλίστ Ιταλία στην παράταση. Και ακούς κάποιους να μιλούν ειρωνικά. Όταν θα μπορέσουν να ζήσουν σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου αυτό που ζήσαμε κι αυτό που είδαμε, τους παίκτες με τους οποίους αγωνιστήκαμε τότε θα μπορούν να κρίνουν. Το να πεις ότι δεν ήταν καλά τα αποτελέσματα το δέχομαι, δεν είναι άσχημο αυτό, αλλά την ειρωνεία ας την κρατήσουν για τον εαυτό τους”.
– Έλεγες στη διαδρομή, λίγο νωρίτερα, ότι ο αθλητισμός ανοίγει πόρτες μεγαλύτερες κι απ’ του πρωθυπουργού! Αλήθεια το πιστεύεις;
“Πάνω από όλα πρέπει να είσαι ταπεινός, προσγειωμένος. Να δουλεύεις και να πιστεύεις. Θρησκεία, παιδεία, πατρίδα. Πριν από κάθε παιχνίδι, είτε με τον Ολυμπιακό τον ΠΑΟΚ, τη Βέροια ή την Εθνική ομάδα, πάντα έψαχνα να βρω πού είναι η εκκλησία. Ακόμη και στο εξωτερικό. Έψαχνα να ανάψω το κερί μου, γιατί μου έδινε δύναμη. Ένιωθα αυτή τη δύναμη μέσα μου, ένιωθα αυτό το πάθος και γι’ αυτό πολλές φορές έλεγαν «πώς έβαλες το γκολ;». Ήταν αυτή η πίστη μέσα από τη θρησκεία και τον εαυτό μου”.
Πριν από τον Κοσκωτά με ήθελαν Βαρδινογιάννης και ΑΕΚ
– Έτσι λειτουργούσες από τα πρώτα σου βήματα;
“Στα πρώτα μου βήματα πίστευα ότι με την ψυχή ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει πολλά. Κι αυτό αποδεικνυόταν στα παιχνίδια. Ξεκίνησα να παίζω σέντερ φορ και μετά ήρθε ο κύριος Μπατάκης και με έβαλε αμυντικό χαφ, όπου εκεί καθιερώθηκα και στην Εθνική και στον Ολυμπιακό και παντού. Το γκολ, όμως, είναι κάτι που πρέπει να το ‘χεις. Είναι κάτι έξτρα από αυτό που έχεις, αλλά πρέπει να ξέρεις πώς θα βγεις και θα σκοράρεις. Δεν είναι ότι είσαι μέσα στη μεγάλη περιοχή και θα το βάλεις. Πρέπει να υπάρχει συγχρονισμός, πρέπει να υπάρχει οξυδέρκεια, πότε θα βγει η φάση, πού μπορεί να φτάσει μια απόκρουση, ένα σουτ. Να διαβάζεις το παιχνίδι. Δεν είναι μόνο η ταχύτητα, μετράει η ταχύτητα της σκέψης και το διάβασμα της φάσης”.
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΣΚΩΤΑ
– Αν δεν κάνω λάθος έχεις αναδειχθεί και πρώτος σκόρερ.
“Στη Βέροια ήμουν πάντα πρώτος σκόρερ, μέχρι να έρθει η ώρα που με πήρε ο κύριος Κοσκωτάς στην ομάδα. Πριν, όμως, με ήθελε και ο Βαρδινογιάννης στον Παναθηναϊκό και η ΑΕΚ και ο Ηρακλής. Όλες οι μεγάλες ομάδες. Θυμάμαι που ο Θεοδωρίδης, ο συγχωρεμένος, έδινε πάρα πολλά χρήματα στη Βέροια για να με πάρει στα 23 μου στον Ηρακλή. Μετά από δύο χρόνια στην επίθεση, άλλαξα θέση και έγινα αμυντικός χαφ. Αλλά Εθνική ανδρών πήγα από τη Βέροια, όχι τον Ολυμπιακό. Από τα 20-21 μου. Πετυχαίνοντας αυτή την πορεία και στη Βέροια έβαζα τόσα γκολ, ως μέσος, δεν έπαιξα πολύ ως σέντερ φορ, όλες οι ομάδες με ήθελαν. Με είχαν πάρει τηλέφωνο από την ΑΕΚ, είχα βρεθεί με τον Ζαφειρόπουλο, όπως και με τον Βαρδινογιάννη. Απλώς το συμβόλαιό μου τελείωνε το Δεκέμβριο και ήταν καλοκαίρι”.
– Και τελικά προέκυψε Ολυμπιακός και Κοσκωτάς.
“Μετά από αρκετό διάστημα, ήρθε ο Κοσκωτάς, όπως είναι γνωστό, και πήρε όλη την Ελλάδα. Μέσα σε όλη την Ελλάδα, ήμουν κι εγώ. Η πρώτη μεταγραφή του Κοσκωτά! Τότε, όλη η Ελλάδα έτρεχε πίσω από τον Κοσκωτά, μηδενός εξαιρουμένου. Ήρθα στον Ολυμπιακό. Δεν ήταν εύκολο να είσαι σταθερά στην ενδεκάδα εκεί. Πρέπει να μάθεις να μη χάνεις ούτε στην προπόνηση. Πάντα ήθελα να κερδίζω. Ακόμη και στα διπλά που παίζαμε στην προπόνηση ή όταν τρέχαμε και είχε αντοχή, δεν ήθελα να βλέπω άλλον μπροστά μου. Ήθελα να είμαι πάντα πρώτος, μπροστά. Παρόλο που ήμασταν ομάδα, ήθελα να ξεχωρίσω ακόμη και στο τρέξιμο. Δεν γινόταν να πετύχεις αν δεν είχες εγωισμό, τον εγωισμό του νικητή, της καθιέρωσης”.
– Τι σου έρχεται στο μυαλό από εκείνη την περίοδο;
“Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό είχαμε πολύ καλή πορεία, πολύ καλή ομάδα και παίκτες. Πετυχαίναμε νίκες με 4-5 γκολ. Φτάσαμε στον τελικό και από μια κακή συγκυρία δεν τον πήραμε και μετά έρχεται ο κύριος Γκμοχ προπονητής στον Ολυμπιακό. Τότε ήρθαν και τα μεγαλύτερα αστέρια. Φούνες και Λάγιος Ντέταρι. Δύο τεράστιοι ποδοσφαιριστές. Υπήρχαν κι άλλοι καλοί παίκτες και πλέον ο ανταγωνισμός έγινε ακόμη πιο μεγάλος, αλλά όταν πιστεύεις στον εαυτό σου και δουλεύεις δεν έχεις να χάσεις τίποτα. Θα κερδίσεις.
Πολύ βασικό είναι, επίσης, οποιονδήποτε προπονητή και να έχεις, ποτέ να μην αντιμιλήσεις ή να κάνεις τον έξυπνο. Ο ποδοσφαιριστής είναι για να ακούει και να εκτελεί εντολές. Αν το έχεις αυτό, δε θα χάσεις ποτέ από κανέναν. Γι’ αυτό και όσα χρόνια αγωνίστηκα, δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα με προπονητή. Δεν με έχουν κάνει να μείνω στον πάγκο ή αλλαγή. Ήταν όλα 90λεπτα και με Εθνική και με Ολυμπιακό. Μετά το σκάνδαλο με τον Κοσκωτά άλλαξαν τα πράγματα. Εκεί ξεκίνησαν τα πέτρινα χρόνια”.
– Να σταθούμε στο διάστημα που οι μισές ομάδες σε θέλουν. Μιλάς με Ζαφειρόπουλο. Τι σου λέει;
“Ότι με θέλουν στην ΑΕΚ. Μιλήσαμε με τον ίδιο στο σπίτι του στο Φάληρο. Μου λένε θέλουμε να έρθεις στην ΑΕΚ. Ομάδες όπως ο Ολυμπιακός, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης είναι τεράστιες”.
– Πώς σε προσέγγισε ο Βαρδινογιάννης;
“Κι αυτός μου ζήτησε να βρεθούμε. Βρεθήκαμε τετ-α-τετ. Για εμένα κι αυτός πρόσφερε πολλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο και όλη η οικογένεια και βλέπετε πως μόλις έφυγε από τον Παναθηναϊκό πόσα προβλήματα δημιουργήθηκαν. Πολλές φορές τα λάθη κάποιων ανθρώπων που δεν στήριξαν κάποια κατάσταση, βλέπετε που καταλήγουν. Όπως και ο ΟΦΗ. Αυτά είναι μαθήματα που δεν τα πέρασαν κάποιοι και έμειναν μετεξεταστέοι”.
– Εσύ ως παιδί πέρα από τη Βέροια, είχες συμπάθεια σε κάποια ομάδα;
Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, μου λέει “πόσα θέλεις”, “τόσα” λέω, “παρ’ τα” μού λέει.
“Ήθελα να παίξω σε μεγάλη ομάδα και την Εθνική. Βέροια ήμουν. Μετά έβλεπα συμπαθητικά όλες τις ομάδες. Τότε πήγαινε η ΑΕΚ στην Ευρώπη με παίκτες από τη Βέροια, όπως ο Παπαϊωάννου, ο Καραγκιοζόπουλος, ο Ακριβόπουλος, ο Λάζαρος ο Παπαδόπουλος, πήγαιναν όλοι στην ΑΕΚ. Και μου έλεγαν έλα στην ΑΕΚ και έλα στην ΑΕΚ, είχε ωριμάσει κάπως αυτή η ιδέα στο μυαλό μου. Ακόμη, όμως, και σήμερα που πήγα στον Ολυμπιακό χαίρομαι που πήγα στον Ολυμπιακό. Ποιος δεν θα ήθελε να πάει; Το καλό ήταν ότι με ήθελαν όλοι. Είναι μεγάλη υπόθεση για ένα παιδί που ξεκινάει. Γιατί σε θέλουν όχι γιατί είσαι ωραίος, αλλά γιατί κάτι δείχνεις. Κι αυτό το κάτι ή το παίρνεις και το εξελίσσεις ή μένεις στάσιμος. Γιατί υπήρχαν πολλοί που πήγαν σε μια μεγάλη ομάδα, πολλά ταλέντα, αλλά αυτό που τους δόθηκε δεν το πήραν. Άλλος πίστευε ότι έχει πάσα εκατό μέτρα, άλλος αντιμιλούσε, άλλος πίστευε ότι είχε ντρίμπλα. Όσο ψηλά κι αν φτάσεις στη ζωή, δύο πράγματα σε ξεχωρίζουν. Η δουλειά και η σοβαρότητα. Γι’ αυτό δεν είχα και ποτέ πρόβλημα με προπονητές. Πάντα στη ζωή τα «ζιζάνια» δεν έπαιξαν, αυτοί που δεν πατούσαν στη γη, πίστευαν ότι είναι αδικημένοι. Το σύνθημα είναι ένα “άκου, βλέπε, σώπα και τρέχα”. Αυτό είναι το σύνθημα για να κερδίσεις τους τίτλους. Και οι τίτλοι δεν κερδίζονται μόνο αγωνιστικά, αλλά και από μια δυνατή διοίκηση”.
– Θέλω να σταθούμε στην εποχή Κοσκωτά…
“Έχουν προσεγγίσει τη διοίκηση της Βέροιας. Θυμάμαι ήταν σε ματς κόντρα στη Λάρισα τη χρονιά που πήρε το πρωτάθλημα και ζητάνε να πάμε στο “Ηλέκτρα Παλάς”. Η διοίκηση κι εγώ. Με είχε πάρει ο κύριος Κοσκωτάς στο σπίτι τηλέφωνο και μου λέει “σε θέλουμε στον Ολυμπιακό”. Μόλις το άκουσα ήθελα να πηδήξω στο ταβάνι. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη χαρά και τιμή. Και πάμε στο ξενοδοχείο, μαζί με τη διοίκηση”.
– Ο πατέρας σου δεν ήρθε;
“Ποτέ ο πατέρας μου. Μάλιστα, ο κύριος Μπατάκης έλεγε πως αν φύγω παραμονή αγώνα, θα φύγει κι εκείνος και ο προπονητής. Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο, μου λέει “πόσα θέλεις”, “τόσα” λέω, “παρ’ τα” μου λέει. Πανηγύριζαν γιατί ήμουν η πρώτη μεταγραφή που έγινε. Τα ποσά ήταν μεγάλα. Κυρίως αυτά της Βέροιας, τα δικά μου όχι τόσο. Εγώ ήμουν η πιο φθηνή μεταγραφή. Είχε πάρει 45-50 εκατομμύρια η Βέροια και είχα πάρει 12 εγώ για πέντε χρόνια. Μάλιστα με ρώτησε ο Κοσκωτάς αν έχω αμάξι, λέω “έχω”, ήμουν και λιγάκι αθώος. Έδινε και Lancia τότε ο Κοσκωτάς. Δεν πήρα το αμάξι. Φεύγουμε, παίζουμε τον αγώνα με τη Λάρισα και χάναμε 2-0. Κερδίζουμε πέναλτι, το εκτελώ και το χάνω. Κερδίζουμε ένα φάουλ, το στέλνω στο “γάμα”! Χάσαμε 4-2. Ήμουν περίεργα γιατί ήταν Δεκέμβριος, δεν ήταν τέλος σεζόν για να φύγεις…”.
– Και φεύγεις για Ολυμπιακό…
“Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό, έζησα το όνειρο κάθε παιδιού, αλλά απέκτησα ταυτόχρονα ένα μεγάλο βάρος γιατί έπρεπε να αποδείξω ότι άξιζαν αυτά τα λεφτά που έδωσαν για μένα. Όσο δύσκολο κι αν ήταν, ποτέ δεν φοβήθηκα, ποτέ δεν ένιωσα αδύναμος. Δεν είναι εγωιστικό, είναι στον χαρακτήρα μου. Στην προπόνηση ήμουν πιο καλός απ’ ότι στα ματς. Άρχισα να σκοράρω κατευθείαν! Ακόμη και στο βαρύ 6-1 από τον ΠΑΟΚ που δεν θέλω να το θυμάμαι. Το καλοκαίρι που ήρθαν και Ντέταρι-Φούνες έγινε πιο δύσκολο. Στην προετοιμασία παίξαμε με την Άιντραχτ Φρανκφούρης και κερδίσαμε 1-0”.
– Τι θυμάσαι από τον Λάγιος;
“Ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα να παίξω δίπλα στον Ντέταρι. Ήταν κορυφαίος γιατί είχε δεξί, αριστερό, ήταν για εκείνον το ίδιο. Η πάσα του φανταστική. Τα φάουλ του ήταν γκολ, τον έπαιζαν σκληρά, αλλά αυτός δεν καταλάβαινε τίποτε. Ήταν ηγέτης. Θυμάμαι που του έδινε 800 εκατομμύρια η Γιουβέντους και ήρθε με 1,2 δισ. στον Ολυμπιακό. Μετά ξεκίνησαν οι δυσκολίες. Για να πάρεις πρωτάθλημα, πρώτα πρέπει να έχεις ομάδα, δεύτερον πρέπει να έχεις διοίκηση δυνατή να σε προστατέψει. Μόλις έφυγε ο Κοσκωτάς άρχισαν τα δύσκολα. Υπήρχαν παίκτες που είχαν πληρωθεί και καλά έκαναν, άλλοι έφευγαν, άλλοι δεν άντεχαν. Εμείς καθίσαμε εκεί. Ποτέ δεν χάνεις λεφτά από τον Ολυμπιακό. Και παλεύαμε, βάζαμε 4-5 γκολ. Πηγαίναμε εκτός έδρας μας αδικούσαν με τη διαιτησία. Αλλά κι αυτοί δε φταίνε. Όσα χρόνια έπαιζα και τότε και τώρα, τα ίδια είναι…”.
– Δηλαδή;
“Είναι ο νόμος της φύσης. Ο δυνατός επιβιώνει. Κι αυτά που λένε οι άλλοι είναι για κατανάλωση. Γίνει κι εσύ δυνατός ως ομάδα. Και οι διαιτητές όταν βλέπουν τον δυνατό, θα τον βοηθήσουν κάποιες φορές. Παίζει ρόλο μια δυνατή διοίκηση. Πριν από τον Κόκκαλη δεν σεβόταν κανείς την ομάδα. Ο Σαλιαρέλης πήγε να κάνει κάτι, αλλά στην πορεία χάθηκε. Κι ενώ έδινε και πριμ, ήταν σωστός. Μετά χάλασε, γιατί είχε κι αυτός προβλήματα με το κράτος και άφησε την ομάδα να πηγαίνει μόνη της, με έναν γενικό αρχηγό τον κύριο Τσαχειλίδη.
Ακόμη κι έτσι πηγαίναμε καλά, αλλά το αποκορύφωμα ήταν πως μας τιμώρησαν να παίξουμε πέντε αγωνιστικές στην Πελοπόννησο! Υπήρχαν παιχνίδια που κερδίζαμε μέχρι το 80’, όπως με την ΑΕΚ εκείνο το 2-1 και έβγαζε απόφαση η Ομοσπονδία να γίνει ξανά το παιχνίδι στη Ρόδο. Το ματς στη Φιλαδέλφεια ας πούμε που έσβησαν τα φώτα. Εγώ δε θα κάτσω να κατηγορήσω καμία ΑΕΚ. Ένιωθα αδύναμος διοικητικά. Μετά την εποχή Σαλιαρέλη, εμείς οι πρωταγωνιστές, οι τελευταίοι του Κοσκωτά στηρίζαμε την ομάδα”.
– Κι έπειτα ήρθε ο Κόκκαλης…
“Ακόμη και ο Κόκκαλης όταν ήρθε, τα δύο χρόνια τα πρώτα, δεν πήραμε πρωτάθλημα και όλοι διαμαρτύρονταν. Ώσπου κάποια στιγμή είπαν να φύγουν οι τελευταίοι του Κοσκωτά. Είχα μάθει στη ζωή μου να μην ασχολούμαι με κανέναν. Θα έδειχνα αυτό που ήθελα στο γήπεδο. Να φανταστείτε συνδύαζαν την απόδοσή μου με το αν σκόραρα, ενώ ήμουν αμυντικός μέσος”.
ΠΗΓΑ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΝΑ ΔΩΣΩ ΤΗ ΦΑΝΕΛΑ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΚΩΤΑ
– Ξαναείδες τον Κοσκωτά από τότε;
“Κάποια πράγματα στη ζωή πρέπει να τα εκτιμάμε και να δίνουμε μια ηθική ικανοποίηση στους ανθρώπους που μας άλλαξαν την ιστορία μας. Ο κύριος Κοσκωτάς όταν είχε έρθει στον Ολυμπιακό, όλοι τον είχαν από κοντά. Κάποια στιγμή είχε προβλήματα και πήγε στις φυλακές Κορυδαλλού. Ένιωσα την ανάγκη, γιατί αυτός ήταν που με έφερε στην ομάδα και μου άλλαξε τη ζωή, να πάω να τον βρω όταν ήταν στα άσχημά του, μέσα στη φυλακή! Πήγα να του πω ένα ευχαριστώ και να του συμπαρασταθώ. Στα δύσκολα φαίνονται οι άνθρωποι. Και πήγα, τον βρήκα στις φυλακές και του έδωσα τη φανέλα της Εθνικής ομάδας που παίξαμε στο Μουντιάλ για να τη δώσει στο γιο του. Αυτό ήταν ένα κομμάτι που είχα μεγάλη ηθική υποχρέωση μέσα μου να το κάνω. Αυτό είναι ένα μάθημα γενικότερα”.
– Μετά τον Κοσκωτά τι ακολούθησε;
“Ήρθε ο κύριος Νταιφάς. Μεγάλος πρόεδρος και σοβαρός. Μαζί με τον κύριο Κόκκαλη. Εκείνη την περίοδο ήταν που είχαμε πολλά θέματα. Ήταν κάποια στιγμή που κερδίζαμε, έβαζα γκολ, άρχισαν να λέγονται διάφορα, αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω. Αυτοί που πραγματικά πρόσφεραν και σπιλώθηκαν και δεν τους πούλησαν. Μέσα σ’ αυτούς ήμουν κι εγώ. Γιατί όταν είσαι πρωταγωνιστής και πρώτος σκόρερ του Ολυμπιακού γιατί έχεις ένα λαό που σε πιστεύει και δίνεις χαρά, κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που πρέπει να ανανεώσεις το συμβόλαιό σου. Εκείνη την περίοδο της ανανέωσης με θέλει και ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ, στα 28 μου με καλύτερες προτάσεις, μάλιστα, από του Ολυμπιακού. Δύο χρόνια πρώτος σκόρερ στον Ολυμπιακό ως μέσος, έπαιζα όλα τα ματς 90λεπτα. Τα βρίσκουμε με τον κύριο Κόκκαλη. Είχαμε μιλήσει από το καλοκαίρι και θα ανανεώναμε το Δεκέμβρη. Το χειμώνα λοιπόν αρχίζουν να γράφουν οι εφημερίδες «Ο Τσαλουχίδης στον Παναθηναϊκό, ο Τσαλουχίδης στην ΑΕΚ» και κάποια στιγμή δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον κύριο Μελισσανίδη που η προσφορά ήταν πολύ περισσότερα από του Ολυμπιακού και ήθελε μάλιστα να έρθει εκεί που ήμουν με την Εθνική για να με κλείσει”.
“Έρχομαι να κλείσουμε” μού είπε ο Μελισσανίδης
– Και πώς αντέδρασες;
“Όταν θέλουν κάτι οι παράγοντες, το κάνουν εκεί στη στιγμή. Μου λέει “θέλω να σε πάρω στην ομάδα, σου δίνω 100 εκατομμύρια επιπλέον από τον Ολυμπιακό”! Έπαιρνες ένα οικοδομικό τετράγωνο ολόκληρο τότε με αυτά τα λεφτά. Είπα “ευχαριστώ για το ενδιαφέρον αλλά δεν θέλω”. Μου είπε “αν σου ανεβάσουν την προσφορά, άσε με να έχω τον τελευταίο λόγο”. Ένα παιδί 28 χρονών τώρα εγώ. Και με ήθελε και ο Παναθηναϊκός. Με παίρνει ο κύριος Χρήστος Δάρας, ο γιατρός της ομάδας τότε να με πάει βόλτα για να σιγουρευτεί ότι δεν θα φύγω να πάω αλλού!”
Γιατί δεν πήγες;
“Εγώ ήμουν ένας ποδοσφαιριστής προσγειωμένος, αγαπούσα την ομάδα που με τίμησε και την τιμούσα. Πάνω από όλα. Λέω “θα πουλήσω εγώ τον κόσμο του Ολυμπιακού και θα προσβάλω τον Κόκκαλη; Δεν το κάνω για όλα τα εκατομμύρια του κόσμου”. Εκεί έκανα ένα λάθος. Δεν ήμουν εντάξει, έπρεπε να ενημερώσω ΑΕΚ και Παναθηναϊκό γιατί με περίμεναν… Έτσι ένιωσα, έτσι έκανα, αλλά θα έπρεπε έστω για το τυπικό να τους κάνω ένα τηλεφώνημα”.
– Το μετάνιωσες;
“Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Θα ήταν προδοσία, αν έφευγα. Θα μου πείτε τόσα χρήματα; Θες να σου πω και το αποκορύφωμα; Όταν συμφώνησα με τον Ολυμπιακό, έκαναν λάθος από το λογιστήριο και μου έδωσαν 10 εκατομμύρια επιπλέον! Πήγα στον Κόκκαλη και του είπα “κύριε πρόεδρε συγνώμη, αλλά αυτά τα λεφτά μού τα έχετε δώσει και του επέστρεψα την επιταγή…”.
– Μήπως ήθελε να σε… τσεκάρει;
“Όταν αφήνεις 100 εκατομμύρια, τσεκάρεις τα 10; Αυτό δεν παίζει! Και τα πήγα στον ίδιο τον Κόκκαλη πίσω. Μου είπε “ευχαριστώ”. Μετά επειδή και με Κόκκαλη δεν ήρθε το πρωτάθλημα τα πρώτα χρόνια, ο κόσμος γκρίνιαζε, “διώξε τους Πόντιους να βρει η ομάδα την υγειά της”. Και οι Πόντιοι ήταν Καραταΐδης, Τσαλουχίδης, Παχατουρίδης και ο Ράντος. Όταν ζεις σε μια οικογένεια πάντα υπάρχουν και προβλήματα, το θέμα ήταν να κερδίζει η ομάδα”.
Δεν ήξερα τι θα πει προπονητής-κολλητός
– Εσύ πως το εισέπραξες όλο αυτό;
“Κατά διαστήματα έλεγαν ο Τσαλουχίδης το ένα και το άλλο. Ναι, αλλά ο Τσαλουχίδης ήταν μόνος του, δεν ήξερε τι θα πει προπονητής-κολλητός, δεν ήξερε τι θα πει παράγοντας-κολλητός, δεν ήξερε τι θα γράψουν αύριο μεθαύριο. Φτάσαμε στο σημείο να μη με βάζουν με Μαρσέιγ, με ΟΦΗ που χάσαμε, με περαστικούς προπονητές τότε. Και μετά ήρθε ο Λίμπρεχτς. Πάλι με το που μπήκα, σκοράρω. Στη ζωή μετράνε τα έργα όχι τα λόγια. Το τι έχεις κάνει. Αν κάτσουμε και γράψουμε αυτά που έχει κάνει ο καθένας θα καταλάβουμε και την αξία του. Γιατί κανένας δεν θα σε βοηθήσει αν εσύ δεν είσαι δυνατός”.
– Τι άλλο θυμάσαι από τότε;
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ το Κύπελλο με τον ΠΑΟΚ στην έδρα μας. Είμαστε 2-0 και πάμε στην Τούμπα. Χάνουμε 3-0 κι έχω κάνει πέναλτι. Την άλλη μέρα στο Ρέντη πολύ κόσμος, βρίσιμο. Λέω μέσα μου “τι άδικο”. Να έχω δώσει τη ζωή μου, να μην τους έχω προδώσει και στο πρώτο λάθος πάνε να με σφάξουν, να με καταδικάσουν. Το επόμενο παιχνίδι είναι με την ΑΕΚ. Στο Ρέντη χαμός, πάλι βρίσιμο, θέλουν να μας φάνε ζωντανούς. Έχω ένα φίλο που με παίρνει τηλέφωνο. Μου λέει άμα δεις τι γράφει μια εφημερίδα για σένα θα τρελαθείς. Από πάνω μέχρι κάτω! “Μαλάκας ο Τσαλουχίδης!”, για το πέναλτι εκείνο! “Έκανε το πέναλτι και στοίχισε στον Ολυμπιακό”, έγραφε…”.
– Το “ΦΩΣ”;
“Όχι το “ΦΩΣ”. Από “φι” αρχίζει, δεν θα πω ποια”.
– Ο “Φίλαθλος”…
“Εσύ το είπες. Όχι εγώ. Εκείνο το βράδυ, αφού το έχω διαβάσει δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα. Και στο μυαλό μου είχα το γήπεδο της ΑΕΚ, λέω θα μπω μέσα θα τους ντριμπλάρω όλους! Κι ας μη έχω ντρίμπλα. Είχε πάει 6 το πρωί και στις 7.30 κατέβηκα για πρωινό. Πάω στο γήπεδο σχεδόν άυπνος. Αυτοσυγκέντρωση, στο μυαλό μου μόνο το παιχνίδι.
Ξεκινάει το ματς, περνάω έναν, δύο από τα πλάγια, κάνω σέντρα και έρχεται ο Τσιάντακας 0-1. Καλή η ΑΕΚ τότε, πήρε και το πρωτάθλημα. Τρώμε ένα γκολ από το πουθενά και 1-1. “Όχι ρε Θεέ μου”, λέω. Φτάνουμε στο 89’. Βγαίνει από τα αριστερά ο Νεντίδης, μου σπάει τη μπάλα έξω από την περιοχή, σουτάρω και 2-1. Είπα “υπάρχει Θεός, υπάρχει πίστη και υπάρχει κι ένας άνθρωπος που είναι άδικο αυτό που του γίνεται”. Δεν βγήκα να μιλήσω. Μίλησα με την απόδοσή μου. Μετά μπήκαν οι φίλαθλοι μέσα, διακόπηκε και ξανάγινε στη Ρόδο. Χαμός είχε γίνει…”.
Με Κόκκαλη ή Μαρινάκη θα τα παίρναμε όλα
– Πως κρατήθηκες και δεν βγήκες να απαντήσεις;
“Πολλές φορές βγαίνουν παίκτες και πουλούν οπαδιλίκι. Αυτό το κάνεις με την απόδοση, τη συμπεριφορά και την προσφορά σου. Τρεις παίκτες είχαν προσφορά τότε. Ο Σοφιανόπουλος που τον ήθελε ο Παναθηναϊκός, ο Χατζίδης που τον ήθελε η ΑΕΚ και εγώ που με ήθελαν και οι τρεις. Κανένας δεν έφυγε. Εγώ είχα τεράστια προσφορά και όπως λέω το οπαδιλίκι και την αγάπη για αυτή τη μοναδική ομάδα που έχει απίστευτο λαό, το δείχνεις εμπράκτως. Πρώτα από όλα αγωνιζόμενος. Αν είχαμε προέδρους τότε τον Κόκκαλη ή τον Μαρινάκη θα παίρναμε όλα τα πρωταθλήματα! Όπως στο λέω. Όχι επειδή τα παίρνουν αυτοί, αλλά επένδυσαν στην ομάδα. Διοικητική είναι η κρίση κάθε ομάδας. Με σταθερή και δυνατή διοίκηση δεν θα χάναμε ούτε μία κούπα. Στο υπογράφω”.
“Θα είχαμε ακόμη και 9 στα 9!”
– Νιώθεις ότι αυτά τα εννιά χρόνια σας πήραν κάποιο πρωτάθλημα ετσιθελικά;
“Ναι ήταν δύο-τρία τουλάχιστον που μας τα πήραν νταηλίκι, όπως λες. Πλησιάζαμε στη βαθμολογία και ξαφνικά είχαμε περίεργες διαιτησίες και χάναμε με το έτσι θέλω. Είχαμε πολύ καλή ομάδα και παίκτες. Δεν θα χάναμε πρωτάθλημα με διοικητική σταθερότητα τότε. Θα είχαμε ακόμη και 9 στα 9! Εκείνη η ομάδα άμα βάλετε τους παίκτες που είχαμε ήταν ό,τι καλύτερο! Ακόμη και όταν ήρθαν τα… μινγκ ήταν πολύ καλή ομάδα, αλλά δεν είχαμε ισχυρές διοικήσεις. Μετά τον Τροχανά η ΑΕΚ διέλυσε, ο Παναθηναϊκός μετά τον Βαρδινογιάννη, ο ΠΑΟΚ μετά τον Βουλινό και Μπατατούδη διέλυσε και τον έσωσε ο Ζαγοράκης, μέχρι να αναλάβει ο Σαββίδης. Μετά απέκτησε διοικητική σταθερότητα ο Ολυμπιακός και έκανε αυτά που έκανε. Δεν του χάρισαν τίποτα. Εμάς είχαν σφάξει! Ο Ολυμπιακός επένδυσε. Οι άλλοι δεν υπήρχαν. Τώρα που δυναμώνουν και οι άλλοι, αλλάζουν κάπως οι ισορροπίες. Βέβαια ο Ολυμπιακός είναι τόσο καλά θεμελιωμένος, σοβαρός και σταθερός. Για εμένα είναι πολύ πιο δύσκολο το έργο του Μαρινάκη για πολλούς και διάφορους λόγους…”.
– Θέλεις να το εξηγήσεις;
“Ο κύριος Κόκκαλης ήρθε σε μια εποχή που ο Ολυμπιακός είχε φτάσει σε ακραία άσχημη κατάσταση. Τον ανέλαβε, έκανε το Ρέντη, το νέο Καραϊσκάκη, έφτιαξε την ομάδα από την αρχή. Ο Ολυμπιακός πήρε καλούς παίκτες και προχώρησε με ισχυρή βάση. Μην ξεχνάμε πως ξεκίνησε η πορεία της ΑΕΚ από τον κύριο Γιδόπουλο που ήταν πολύ δυνατή, μετά ακολούθησε ο Μελισσανίδης και φτάσαμε στον Τροχανά. Εκεί ξεκίνησαν τα στραβά. Η πορεία του κυρίου Μαρινάκη, μετά από εκείνη του κυρίου Κόκκαλη είναι πιο δύσκολη και πιο πετυχημένη.
Όταν παίρνεις μια ομάδα που έχει κάνει μια άλφα πορεία, είσαι καταδικασμένος να τη συνεχίσεις. Κι εκείνος το κατάφερε! Όταν δεν έχεις διοίκηση δυνατή, δεν μπορείς να πάρεις πρωτάθλημα. Αυτή θα σε στηρίξει και θα σε πληρώσει. Εγώ απορούσα και απορώ με αυτούς που μιλάνε για κατεστημένο. Τόσα χρόνια δεν υπήρχε δηλαδή; Στα πέτρινα τι γινόταν; O Παναθηναϊκός με Βαρδινογιάννη και Γιδόπουλο στην ΑΕΚ ή με τον Μπατατούδη στον ΠΑΟΚ; Δηλαδή τώρα ο ΠΑΟΚ έχει δύναμη, η ΑΕΚ έχει δύναμη, ο Ολυμπιακός παραμένει δύναμη και φτάνω στον Μαρινάκη…”.
– Τι θα έλεγες;
“Πήρε μια ομάδα μόλις μπήκε σε περίοδο κρίσης. Ήρθε και με το καλημέρα έβαλε πάρα πολλά χρήματα. Ενίσχυσε την ομάδα, έφερε πίσω τον Βαλβέρδε και είναι ο μοναδικός ο οποίος άρχισε να πουλάει ακριβά και να αγοράζει. Έπιασε το νόημα, το σύγχρονο μοντέλο. Και τότε που ήταν δυνατός ο Παναθηναϊκός, ο Μαρινάκης έδειξε τα δόντια του. Το επόμενο καλοκαίρι, πάλι επένδυσε, έβαλε το σύλλογο σε καλή λειτουργία και του άλλαξε ρότα προς το καλύτερο. Εμείς, στα δικά μου χρόνια, δεν είχαμε αυτή τη δυνατότητα. Όταν είσαι ποδοσφαιριστής στον Ολυμπιακό είναι σαν να είσαι πρωθυπουργός της χώρας και πληρώνεσαι γι’ αυτό. Έχει μεγάλη προβολή. Και οι παράγοντες βάζουν χρήματα, αλλά αποκτούν και προβολή”.
– Θα έπαιρνες μια ομάδα, αν είχες χρήματα;
“Πιστεύω ότι δεν θα ήθελα να είμαι πρόεδρος. Θα μου άρεσε να ήμουν προπονητής. Στα αποδυτήρια. Με τους παίκτες, να νιώθεις χαρά, λύπη. Ζεις την οικογένεια εκεί. Το οξύμωρο ποιο είναι; Θα σε πάω λίγο πίσω στα δικά μου χρόνια…”.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΚΑΛΗ ΜΕ ΤΡΟΧΑΝΑ – ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ
– Πάμε…
“Έχουμε προπονητή τον Λίμπρεχτς και τελειώνει η σεζόν. Εκείνος μένει, φεύγουμε διακοπές, σε πέντε μήνες τελείωνε το συμβόλαιό μου. Στα 30-31 μου. Πάω διακοπές, παντρεμένος με παιδί, έχω μια κόρη 27 χρονών τώρα, γυρνάω, κάνω εξετάσεις, εργομετρικά, το απόγευμα προπόνηση και μου λένε “έλα στα γραφεία”. Μου λέει ο κύριος Λούβαρης να λύσω το συμβόλαιο. Δεν είχα ιδέα εγώ και ήταν έξι μέρες για να τελειώσουν οι μεταγραφές”.
– Γιατί το είπε;
“Μου είπε “στο βωμό της ανανέωσης της ομάδας πρέπει να κάνουμε αλλαγές”. Και μετά πήραν τον Σκαρτάδο 35 χρονών! Είναι να γελάς. Για κάποιο λόγο βέβαια το έκαναν. Αυτό εμένα με σκότωσε! Τέσσερις ημέρες ήμουν κάτω στο πάτωμα με τη σύζυγό μου!”.
– Πώς το βίωσες;
“Όταν είσαι περήφανος δεν λες “θέλω λεφτά” και όταν είσαι τίμιος, λες “ευχαριστώ” και φεύγεις. Δεν ζήτησα λεφτά, ενώ θα μπορούσα. Υπήρχε σχετική ρήτρα 80-100 εκατομμυρίων. Είπα φεύγω όμως. Τότε μου λέει “θα κάνουμε ένα χαρτί να μην πας στον Παναθηναϊκό ή στην ΑΕΚ”. Τέτοιο χαρτί, από εγωισμό, δεν ήθελα να υπογράψω. “Θα σε ενημερώσουμε” μου λένε. Είχε ζητήσει ο Κόκκαλης από Βαρδινογιάννη, Τροχανά να μην μιλήσουν μαζί μου.
Το είχε πει ο Τροχανάς τότε ότι “θέλουμε τον Τσαλουχίδη, αλλά έχουμε πει πως δεν θα τον πάρουμε”. Τότε ήταν σαν να με σκότωσαν! Λέω δεν υπάρχει ηθική, τιμιότητα και σεβασμός. Έχω προσφέρει τόσα στην ομάδα και λίγο πριν τελειώσουν οι μεταγραφές μου λένε αυτό. Με έπαιρναν από ομάδες τηλέφωνα πως με ήθελαν και δεν είχα όρεξη να απαντήσω. Είχα πληγωθεί πάρα πολύ. Στα δύσκολα χρόνια τραβήξαμε απίστευτο κουπί. Είχα πετύχει καθοριστικά γκολ που μας έβγαλαν Ευρώπη, είχαν ένα παίκτη που τιμούσε την ομάδα και στην Εθνική. Ας μου δείξετε 10-15 αμυντικά χαφ να έχουν πετύχει τόσα γκολ…”.
– Ήθελες το τελευταίο σου παιχνίδι να είναι στο «Καραϊσκάκης»;
“Με την προσφορά και την απόδοσή μου, αυτό έπρεπε να γίνει. Είχα στο μυαλό μου ότι θα είμαι μια ζωή στον Ολυμπιακό. Έγιναν πολλά παιχνίδια, όμως, εκείνη την περίοδο και πάντα χτυπάς το δέντρο με τους καλύτερους καρπούς”.
– Έπαιξαν ρόλο και οι οργανωμένοι στο ξαφνικό διαζύγιο;
“Ακόμη κι αυτοί οι 10 οργανωμένοι, μιλημένοι, που με αποδοκίμαζαν σε μερικά ματς, κάποιο έργο έπαιξαν. Αλλά δεν τους κατακρίνω”.
Δεν έμπαινα, όπως άλλοι, στα καμαράκια των προπονητών
– Τι πιστεύεις δηλαδή ότι έγινε;
“Τότε, επειδή είχαμε να πάρουμε πολλά χρόνια πρωτάθλημα, κάποιοι έψαχναν εξιλαστήρια θύματα και ήταν εύκολο να πουν πράγματα εις βάρος σου. Ότι έκανες το ένα και το άλλο. Ο καθένας έλεγε το μακρύ και το κοντό του. Ποτέ δεν είπα σε παίκτη ή προπονητή κάτι στην καριέρα μου. Πάντα υπήρχε σεβασμός. Δεν θα μιλούσα για κάποιον άλλο. Υπάρχουν άλλοι αρμόδιοι. Μια φορά ήμουν με τον Μπλαχίν στη Γερμανία. Τότε ήταν ο Ράντος, ο Ταληκριάδης και ο Μύρτσος τερματοφύλακες. Και μου λέει “έχουμε τρεις τερματοφύλακες. Ποιον να χρησιμοποιήσω;”. Λέω “μίστερ δικός σου είναι το θέμα όχι δικό σου. Εσύ αποφασίζεις”. Δεν είχα πολλά πολλά με τους προπονητές. Εγώ δεν πήγαινα στα καμαράκια τους να συζητάω”.
– Άλλοι πήγαιναν όμως…
“Εγώ για μένα λέω. Για τους άλλους δεν μπορώ να το πω. Ήμουν σωστός στη δουλειά μου και πίστευα ότι μέσα από αυτή θα δείξω πράγματα. Στο γήπεδο δεν μπορείς να κρυφτείς. Εκεί είναι ο καθρέπτης”.
– Υπήρχαν κλίκες στον Ολυμπιακό;
“Ναι. Ήμασταν μια ομάδα από 20 άτομα. Μπορούν να κάνουν και οι 20 παρέα; Όχι. Άλλο παρέα, κι άλλο επιβάλλω κάτι. Και άλλο να πω σε έναν προπονητή “κάνε αυτό”…”.
– Αν ένας προπονητής σε φώναζε στο γραφείο τι θα έκανες; Ο Καραταΐδης μου είπε πως τον φώναξε ο Μπάγεβιτς και του είπε “εσύ αρχηγός στα αποδυτήρια κι εγώ στο γήπεδο”.
“Αυτό είναι άλλο κομμάτι. Μη το πάμε εκεί. Αφεντικό δεν υπάρχει στα αποδυτήρια. Ο αρχηγός δεν είναι να κρατάει τα αποδυτήρια. Αυτό από πού ξεκινάει; Όταν υπάρχει μια ήρεμη κατάσταση και λειτουργούν όλα καλά. Όταν γίνεται περίεργη υπάρχει νευρικότητα και πολλά άλλα. Δεν υπάρχει ηρεμία”.
– Ο Τσαλουχίδης όταν έβλεπε πως κάποιος συμπαίκτης δεν συμπεριφερόταν σωστά, ως αρχηγός δεν θα έλεγε κάτι;
“Το θέμα είναι ο τρόπος που θα τον προσεγγίσεις, θα πλησιάσεις και θα μιλήσεις. Δεν κάνεις κουμάντο στ’ αποδυτήρια. Κουμάντο κάνει ο προπονητής. Αν υπάρχει προπονητής που θέλει τους παίκτες να τον συμβουλεύουν και να τον βοηθάνε για εμένα κάνει λάθος. Ο προπονητής πρέπει να ελέγχει τα πάντα κι όχι να του κάνουν υποδείξεις οι παίκτες. Μην τα μπερδέψουμε…”.
– Αν σου ζητούσε τη γνώμη σου;
“Όσο τρελό και περίεργο κι αν σου φανεί, ποτέ δεν είχα πει το παραμικρό σε προπονητή. Στο υπογράφω. Δεν είχα τέτοια σχέση με προπονητές. Ξέρεις γιατί; Δεν είχα ανάγκη. Έμπαινα στο γήπεδο και πίστευα ότι δεν βλέπω κανένα. Μέσα από την απόδοση θα κάνω την εφημερίδα να γράφει για εμένα και τον κόσμο να με χειροκροτεί. Όταν δεν είσαι καλός, όσο καλές σχέσεις και να έχεις με όλους. δεν βοηθάει. Στη ζωή μου δυο πράγματα με έκαναν αυτό που ήμουν, τα πόδια μου και το κεφάλι. Γιατί το κεφάλι δούλευε…”.
– Είναι και θέμα υπερηφάνειας…
“Οι προπονητές πάντα πάνε στα δεύτερα βιολιά, όχι στα πρώτα. Να τους έχουν σαν ρομπότ”
“Όταν είσαι δυνατός ως παίκτης και προσωπικότητα δεν έχεις ανάγκη να μιλήσεις. Άλλο να έχω ένα θέμα. Δεν είναι ωραίο να μιλάς με τον προπονητή συνέχεια. Γιατί ο άλλος παίκτης, αν σε δει, δεν ξέρει τι λες. Δημιουργείς προβλήματα με συμπαίκτες. Στα χρόνια του Κόκκαλη δεν υπήρχαν αυτά. Εκεί ήταν όλα λυμένα κι αν μίλαγε κάποιος τον τελειώνανε, ο Κόκκαλης και ο πανίσχυρος τότε Μπάγεβιτς. Αν ήταν άλλη εποχή και πήγαινε κάποιος στο γραφείο του προπονητή, θα σου έλεγα τι θα γινόταν”.
– Στα πέτρινα χρόνια…
“Τότε ο κάθε προπονητής έπρεπε να βρει κάποιον να έχει από κοντά. Οι προπονητές πάντα πάνε στα δεύτερα βιολιά, όχι στα πρώτα. Να τους έχουν σαν ρομπότ. Οι πρώτοι δεν τα χρειάζονται αυτά, μπαίνουν μέσα και παίζουν μόνοι τους. Δεν έγινα ποτέ ρομπότ κανενός. Όταν έπαιξα μαν του μαν τον Μαραντόνα (σ.σ. στο Μουντιάλ των ΗΠΑ) λέει ο προπονητής «τρελός είναι αυτός και θέλει να παίξει τον Μαραντόνα;» και γράφει μια εφημερίδα στην Αμερική “ένας Πόντιος εναντίον του Μαραντόνα”. Το έλεγε, όμως, η ψυχή μου. Αν το λέει δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Υπάρχουν άνθρωποι που μου έμειναν και δεν θα τους ξεχάσω ποτέ γιατί το έλεγε η ψυχή τους”.
Ο ΙΒΙΤΣ, Ο ΑΛΕΦΑΝΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ
– Όπως;
“Ίλια Ίβιτς. Κύριος με όλη τη σημασία της λέξης και παικταράς. Ακόμη και ο Αλέφαντος που πολλοί δεν τον γουστάρουν. Όταν ήταν προπονητής έκανε πορεία καλή, παρότι δεν έμεινε πολύ στον Ολυμπιακό. Πού θέλω να καταλήξω; Αυτό που λες, έχει δύο όψεις. Και η παρεξηγήσιμη και η καλή. Στις κακές εποχές μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν πολύ παρεξηγήσιμη, στις καλές όχι τόσο. Και το πολύ αλισβερίσι με τον προπονητή δεν είναι καλό γιατί ότι ρόλο κι αν έχεις, υπάρχουν κι άλλοι παίκτες… Τι να πω στον κόουτς, αν λέγομαι Καραπιάλης ή Ντέταρι; Κάποια στιγμή είχαν έρθει 6-7 αμυντικά χαφ στον Ολυμπιακό. Ξέρεις τι έλεγα; Εγώ θα παίζω. Πόσοι είχαν 12-14 γκολ σε δυο χρονιές; Το ‘χεις δει πουθενά αυτό; Είπαμε πόσο δύσκολη ήταν η προ Κόκκαλη εποχή. Για να φτάσουμε στο σήμερα, κρατάει ο Μαρινάκης σε ένα υψηλό επίπεδο τον Ολυμπιακό με όλα αυτά που έχει περάσει και περνάει. Άλλος θα λύγιζε! Πετυχαίνει γιατί έχει ψυχή, δεν είναι μόνο τα χρήματα. Αν δεν έχεις ψυχή δεν κάνεις τίποτα. Γι’ αυτό πετυχαίνει. Είναι μεγάλη υπόθεση. Γι’ αυτό τον θεωρώ τον πιο επιτυχημένο πρόεδρο του Ολυμπιακού”.
– Τι σημαίνει για σένα Ολυμπιακός; Μετά από όλη αυτή την πορεία…
“Η ζωή μου όλη. Τα καλύτερά μου χρόνια. Παρόλο που ήταν δύσκολα, δεθήκαμε πολύ με τον κόσμο. Το οξύμωρο είναι πως όταν δεν πάει καλά η ομάδα, δένεσαι περισσότερο με τον κόσμο. Όταν πάει καλά, είναι πιο χαλαρός”.
– Υπάρχει κάτι που σου έχει μείνει πιο έντονα απ’ όλα αυτά τα χρόνια;
“Αυτό που μου έμεινε, ήταν όταν ήμασταν τιμωρημένοι και παίζαμε στην Πελοπόννησο, μια κυρία η οποία είχε στην αγκαλιά δύο παιδιά. Φώναζε Ολυμπιακός και δίπλα να περνάει κόσμος. Δύο μικρά παιδιά στα χέρια και φώναζε Ολυμπιακός! Σχεδόν νεογέννητα ήταν τα μικρά. Απίστευτη εμπειρία”.
– Μετά από ήττες πως αντιδρούσες;
“Ο Ολυμπιακός λίγες φορές έχανε. Ήμουν σπίτι, δεν πήγαινα πουθενά μια βδομάδα, περίμενα το επόμενο παιχνίδι. Το ίδιο ένιωθα κι όταν χάναμε με την Εθνική. Είχα αγωνιστεί σε όλες τις ομάδες. Ήμουν ο 8ος σκόρερ όλων των εποχών. Τώρα με πέρασε ο Μήτρογλου και μακάρι να με περάσουν κι άλλα παιδιά”.
– Έχετε ένα κοινό με τον Μήτρογλου. Μπορεί να σκοράρει με αριστερό, δεξί, κεφάλι.
“Να ‘ναι καλά και μπράβο του. Πέρασε κι άκουσε κι αυτός πολλά, αλλά εκεί, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όσο για μένα, Εθνικές ομάδες, Ολυμπιακός… Ένας, μα ένας, ποτέ, είτε από τον Ολυμπιακό, είτε από την Εθνική ομάδα, δεν βρέθηκε κανείς να πει να δώσουμε μια ευκαιρία σε έναν άνθρωπο να δούμε αν αξίζει να προσφέρει…”.
Δεν θα ζητούσα ποτέ δουλειά από τον Ολυμπιακό ή την Εθνική
– Αυτό είναι το παράπονό σου…
“Δεν είναι παράπονο. Δεν θα ζητούσα ποτέ, όμως, δουλειά από τον Ολυμπιακό ή την Εθνική. Έχω μάθει ένα πράγμα, δεν υπάρχει κανείς πάνω από τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ, τον ΠΑΟΚ, τον Άρη. Κανένας Τσαλουχίδης και κανένα όνομα. Είμαστε όλοι πολύ μικροί μπροστά τους. Ποτέ δεν πρόσβαλα κάποιο σύλλογο. Έχουν ιστορία αυτές οι ομάδες και εμείς περαστικοί. Άλλο να έχω άποψη για ένα παιχνίδι κι άλλο να μιλάω για ένα σύλλογο. Έχω μάθει να σέβομαι…”.
– Έπαιξες και στον ΠΑΟΚ, άλλωστε…
“Πήγα ένα χρόνο στον ΠΑΟΚ, ενώ είχα κι άλλη καλή πρόταση. Από τον Ηρακλή, μου έδιναν 150 εκατομμύρια “κλειστό” για τρία χρόνια στα 31 μου. Ο ΠΑΟΚ είναι κάτι αντίστοιχο με τον Ολυμπιακό για τον κόσμο, στην Θεσσαλονίκη. Έχει μεγάλη ιστορία, πέρασε από χίλια δύο κύματα. Ήθελα να πάω σε μια ομάδα με λαό. Θέλω να σταθώ σε κάτι κι αυτό είναι ένα μήνυμα προς όλους τους παίκτες. Όλοι φίλαθλοι ξέρουν να αναγνωρίζουν αυτόν που σέβεται και δεν προκαλεί. Κι αυτό το πήρα από τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ όταν πήγα. Ξέρεις από το να πας από Ολυμπιακό στον ΠΑΟΚ είναι θέμα! Ο κόσμος με αγάπησε και το εκτιμάω αυτό. Αλλά όταν μια ομάδα σου δίνει έστω και ένα ευρώ και σε τιμάει να φορέσεις τη φανέλα της, τη σέβεσαι. Ποτέ δεν θα έμπαινα στη διαδικασία του οπαδισμού»”.
– Ο πατέρας σου δεν ασχολήθηκε καθόλου με την ποδοσφαιρική σου εξέλιξή;
“Ο πατέρας μου δούλευε στον ΟΣΕ κι όποτε μπορούσε ερχόταν στο γήπεδο. Του έλεγα “θα έρχεσαι γήπεδο, θα βλέπεις τα ματς, αλλά δε θα λες τίποτα για κανέναν”. Γιατί μπορεί να πει κάποιος “ο πατέρας του Τσαλουχίδη έλεγε αυτό και το άλλο”. Και μετά μπορεί να χαλούσαν εμένα οι σχέσεις μου με κάποιον άλλο παίκτη. Αυτό είναι κι ένα μήνυμα για τους γονείς. Μην μιλάτε. Πηγαίνετε και δείτε το παιδί σας, αλλά μη λέτε για τα άλλα παιδιά. Είναι ανθρώπινες σχέσεις και το ένα παιδί θα βοηθήσει το άλλο να γίνει καλύτερο”.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΤΕΤΑΡΙ ΣΤΟΝ ΤΖΟΛΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΙΡΑΛΑΣ…
– Επειδή παρακολουθείς χρόνια τον Ολυμπιακό, ποια θεωρείς ότι ήταν η καλύτερη ομάδα του; Ποια ομάδα γούσταρες;
“Η καλύτερη εποχή ήταν με τον Ντέταρι και με τον Καραπιάλη. Αυτή που, επίσης, ήταν πάρα πολύ καλή ομάδα ήταν με Τζόρτζεβιτς και Γεωργάτο, Ζιοβάνι και η επόμενη, την εποχή που ανέλαβε ο Μαρινάκης με Βαλβέρδε και Μιραλάς. Χαιρόσουν να τη βλέπεις αυτή την ομάδα. Δεν της έλειπε τίποτα, ήταν όλοι ένας κι ένας. Αυτές οι τρεις εποχές. Από πιο παλιά, δεν θυμάμαι πολλά. Μόνο τον Αγγελή, τον Νοβοσέλατς. Λίγο τον Δεληκάρη, τον Σιώκο, τον Κελεσίδη”.
– Στα δικά μου μάτια, ένας παίκτης που είχε πολλά κοινά μαζί σου, θα τον έλεγες και κλώνος σου, ήταν ο Στολτίδης.
“Φαντάζεσαι να παίζαμε μαζί αμυντικά χαφ με τον Στολτίδη; Θα σκοράραμε κι οι δύο! Είναι μεγάλη υπόθεση να ξέρει πως θα βγει το αμυντικό χαφ από πίσω. Πρέπει να υπάρχει συγχρονισμός με τους πλάγιους, πότε να πατήσει περιοχή, πρέπει να το έχει. Φαντάσου να έχει δυο παίκτες καλούς και στην άμυνα και στην επίθεση”.
– Box to box που λέμε στο σύγχρονο ποδόσφαιρο.
“Αυτό ακριβώς. Γιατί πήραν όλοι οι μεγάλοι, για παράδειγμα η Μίλαν, τόσα τρόπαια; Τα πήρε γιατί είχε χαφ που σκόραραν. Αυτή είναι η ομάδα που έχει ισορροπία. Πώς χτίζεις μια ομάδα; Παίρνεις τερματοφύλακα γίγαντα. Αμυντικούς από το βουνό…”.
– Ποιον τερματοφύλακα θα διάλεγες;
“Ο Ρομπέρτο, μακράν από τον δεύτερο”.
– Στόπερ;
“Πρέπει να τους ακούς να πατάνε, να είναι σκληροί. Μανωλάς ο ένας, Παπασταθόπουλος ο άλλος. Απορώ, επίσης, γιατί δεν καλούν τον Χολέμπας στην Εθνική. Δεξί μπακ μου αρέσει ο Μπακάκης και ο Κούτρης για αριστερά”.
– Από τη δική σου εποχή;
“Αποστολάκης από τους παλιούς, ξεκινάμε από εκεί. Γεωργάτος δεν παίζεται. Ο Γιαννακόπουλος ήταν καλός. Τσιαντάκης, Τζόλε. Ζιοβάνι, Ντέταρι μιλάμε τώρα για παικταράδες, όπως ο Λιτόφτσενκο, ο Προτάσοφ για κορυφή. Ο Κρίστενσεν σφαίρα. Σέστιτς κι αυτός φοβερός. Ο Κρίστενσεν ήταν άλλη ιστορία, άλλη πάστα, έβαζε γκολ πολλά. Απίστευτος παίκτης ο Καραπιάλης. Ο Ίβιτς μπορούσε σε ένα τετραγωνικό να περάσει όποιον ήθελε. Και ο Στέλιος Μανωλάς στην άμυνα”.
– Από αντιπάλους ποιος άλλους θα ξεχώριζες;
“Ο Σαραβάκος τεράστιος. Τον Βαζέχα. Γιατί ο Δέλλας; Ο Καραγκούνης…”.
– Ποιος σε δυσκόλεψε περισσότερο;
“Έχω παίξει απέναντι σε Μαραντόνα, ΜακΚάλιστερ, Ρομπέρτο Μπάτζιο, Άλαν Σμιθ, Τζον Κόλιμορ, αλλά τον είχα…”.
– Από όλους ποιος ήταν ο πιο δύσκολος; Ο Μαραντόνα;
“Άμα σου πω θα φανεί εγωιστικό. Στο πρώτο ημίχρονο που τον είχα μαν του μαν σε εκείνο το ματς με την Αργεντινή, βγήκε και ο Μαραντόνα και ο Πελέ και δήλωσαν πως όσο το νούμερο 6 ήταν κοντά δεν μπορούσε να δείξει τις δυνατότητές του. Μετά, μου είχε πει ο κύριος Παναγούλιας να παίξω πιο ελεύθερα γιατί χάναμε ήδη 2-0. Τότε βγήκα πιο μπροστά. Από αντιπάλους δεν θα ξεχάσω και τον απίθανο Μπορέλι. Μου έλεγε “φίλε, σιγά-σιγά”. Καλός παίκτης. Απ’ όλους θα σου πω έναν που για εμένα δεν πέρασε άλλος στη θέση του. Ο Ρεδόνδο! Είχε μια αρχοντιά στο παιχνίδι. Τελειότητα. Με Τενερίφη τον συνάντησα αυτόν. Εδώ μέσα, εκεί δεν έπαιξε…”
– Μεγάλος παίκτης ήταν και ο Φούτρε που πήγε κι αυτόν να πάρει ο Κοσκωτάς…
“Ο Φούτρε ο Πάολο. Παίζουμε με την Πορτογαλία με Γεωργιάδη προπονητή ήταν. Αυτοί το θέλανε το παιχνίδι. Και χάναμε 2-1, στο τέλος τους κερδίσαμε κιόλας 3-2, χτυπιόντουσαν. Είχαν καλή ομάδα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση τα χρόνια εκείνα ήταν πως δεν χάναμε από τη Ρωσία. Είχαν πολλή ταχύτητα, μάλιστα, τότε ένας παίκτης o Καντσέλσκις, έπαιζε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όσο κόστιζε αυτός, κοστίζαμε όλοι εμείς μαζί”.
ΤΣΙΑΝΤΑΚΗΣ, ΙΒΙΤΣ, ΜΟΥΣΤΑΚΙΔΗΣ
– Ποιοι ήταν τα πιο καλά παιδιά και τους συμπαίκτες που είχες;
“Πρώτος και καλύτερος ήταν ο Τσιαντάκης. Ο Σάκης ο Μουστακίδης. Με τον Ίλια Ίβιτς που είχαμε και έχουμε καλές σχέσεις. Είναι ντόμπρος. Δεν θα ξεχάσω τι μου ‘χε πει. Εμείς οι Σέρβοι λέει την κουμπαριά και τη φιλία την τιμάμε πάρα πολύ. Και όντως μέχρι και σήμερα ισχύει και με το παραπάνω”.
– Για κακά παιδιά έχεις κάτι να πεις;
“Θα βγάλεις τίποτα αν βγεις να κατηγορήσεις κάποιον; To μόνο εύκολο είναι. Αν άρχιζα να λέω το τι έχουν δει τα μάτια μου σε Ολυμπιακό και Εθνική… Αλλά δεν είναι ωραίο να κατηγορείς. Όταν ένας κύκλος τελειώνει, έχει τελειώσει. Αυτοί που κατηγορούν, ζουν με αυτό. Δεν μπορούν να ζήσουν με κάτι άλλο. Το έχουν μέσα τους όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πολλοί λένε διάφορα γιατί νομίζουν ότι έτσι θα βγουν από πάνω. Στη ζωή, δύο πράγματα μετράνε: να είσαι τίμιος, και να σέβεσαι τον άλλο”.
– Μας το εξηγείς;
“Ποιος είναι σήμερα πιο πλούσιος; Αυτός που έχει χρήματα, αλλά μόλις περνάει τον βρίζουν ή αυτός που έχει μια άλφα άνεση κι όποιος κι αν τον βλέπει, φίλος ή αντίπαλος του λέει “σε ευχαριστούμε για όσα έδωσες;”. Αυτός είναι ο πλούτος της ζωής. Το οικονομικό είναι η διευκόλυνση. Όταν χαίρονται που σε βλέπουν και οι αντίπαλοι, αυτός είναι πλούτος. Γράψαμε μια ιστορία, άλλοι με μαύρα, άλλοι πράσινα, άλλοι κόκκινα. Η ιστορία όμως όταν τελειώσεις και δεν θα υπάρχεις, είναι μεγάλο πράγματα να σε ακολουθάει γι’ αυτά που έχεις προσφέρει και έχεις κάνει. Έχουν περάσει αθλητές που δεν γράφει η μελάνη τους και κάποιοι που η μελάνη δεν θα σβήσει ποτέ”.
– Αν συναντούσες τον Σωκράτη Κόκκαλη θα του έκανες παράπονα, θα ζητούσες το “γιατί”;
“Σκότωσες έναν άνθρωπο, τον πυροβόλησες”
“Όποιος περνάει για χαζό τον Κόκκαλη, δεν είναι καλά πνευματικά, δεν έχει οξυδέρκεια. O Kόκκαλης είναι ένας άνθρωπος που άλλαξε τον Ολυμπιακό προς το καλύτερο. Έδωσε και πήρε από την ομάδα. Όσον αφορά το προσωπικό μου βίωμα, εγώ ως Τσαλουχίδης που θα μπορούσα να ζητήσω λεφτά και να πω διάφορα, δεν το έκανα. Όση πίεση κι αν δέχθηκα για να φύγω. Θα μπορούσαν να μου το πουν, όμως, νωρίτερα να δω κι εγώ τι θα κάνω. Έγινε και κάτι άλλο. Κάνουμε ιατρικές εξετάσεις και με φωνάζουν. Ότι και να παίχτηκε, το κομμάτι αυτό δεν το δικαιολόγησα ποτέ. Θα ήταν πιο τίμιο να μου πουν ότι “δεν θέλουμε άλλο τη συνεργασία”. Θα είχα κι εγώ το χρόνο να ψαχτώ. Το δεύτερο κομμάτι, στα δύσκολα χρόνια του Ολυμπιακού που κάποιοι δεν άντεξαν την πίεση, σηκώσαμε με συμπαίκτες και τους φιλάθλους, το σταυρό του μαρτυρίου. Γιατί ήταν μαρτύριο αυτές οι διαιτησίες! Και να τα ακούς κι από πάνω από τον κόσμο. Δίκιο έχει ο κόσμος. Κι εγώ το ίδιο θα έκανα. Αυτό με έκανε πιο δυνατό. Έλεγα θα μπω μέσα να δείξω ποιος είμαι. Εμείς οι Πόντιοι λέμε ότι έχουμε γανωμένο στομάχι. Το στομάχι μας δεν καταλαβαίνει τίποτα. Αλλά εκείνη την ώρα, με το “φύγε” ήταν σαν να με πυροβόλησαν πισώπλατα”.
– Τι θα του έλεγες;
“Κάποιοι μπορεί να του έλεγαν για να τον καλοπιάσουν «προεδράρα μου τι μεγάλος που είσαι». Εγώ ένα πράγμα θα του πω: “Σκότωσες έναν άνθρωπο, τον πυροβόλησες, ο οποίος σωματικά δεν σκοτώθηκε, αλλά ψυχικά σκοτώθηκε. Όμως να σε έχει ο Θεός καλά εσένα και την οικογένειά σου”. Πρέπει στη ζωή να μάθεις και να συγχωρείς, όποιος κι αν είναι ο άλλος”.
– Δεν πιστεύω ότι ούτε για εκείνον ήταν μια εύκολη απόφαση…
“Μα δεν τα κάνεις όλα καλά ή θετικά στη ζωή… Και αρνητικά θα κάνεις. Στην προκειμένη περίπτωση το αρνητικό ήμουν εγώ. Τι; Να βγω να τον κατηγορήσω; Μπορώ να πω ό,τι θέλω. Και πράγματα με ντοκουμέντα. Αλλά ποτέ δεν έπεσα στην παγίδα να κατηγορήσω άνθρωπο. Ξέρεις γιατί; Γιατί πάντα πίστευα στον εαυτό μου, δεν είχα εξάρτηση από κανέναν. Και σου λέω με σκότωσε ψυχικά, όχι σωματικά. Είπα “δεν υπάρχει καμία αξία πλέον”. Δεν πειράζει, δεν του κρατάω κακία. Σκότωσε έναν άνθρωπο που πρόσφερε, κάποιο λόγο θα είχε να το κάνει…”.
– Τον βρήκες τον λόγο;
“To κακό είναι ότι τότε, του είχαν πει να φύγουν και οι τελευταίοι του Κοσκωτά, είπαν κι άλλα, ότι δεν είχαμε καλό κλίμα κλπ. Κι εμένα με άφηναν έξω σε κάποια παιχνίδια. Το πιο οξύμωρο ποιο είναι; Είναι καμιά 10αριά μιλημένοι, δε θα το πω διαφορετικά, σε ένα παιχνίδι με τη Δράμα ακουμπάω τη μπάλα και ακούω «ου». Λέω για εμένα το κάνουν; Μιλημένοι στο λέω ευγενικά. “Κοίτα τι αδικία”, λέω… Γίνεται μια σέντρα από αριστερά του γίγαντα του Τσιάντακα, κάνω κεφαλιά και γκολ. Φωνάζουν όλοι “Γιώτης”, όλοι εκτός από αυτούς τους δέκα. Εκείνοι φώναζαν «Γιώτη μπιπ, εσύ και οι οπαδοί σου». Δεν με πειράζει κι αυτό γιατί άθελά τους, μου έκαναν καλό. Ο Λίμπρεχτς έφυγε όταν έφυγα εγώ! Αυτή είναι η απάντηση. Τι να σου πω… Ξέρεις τι πίστευα; Δεν χρειάζεται να γίνω με κάποιον φίλος. Έλεγα εγώ είμαι κι ο εαυτός μου. Άλλοι είχαν τραπεζώματα, άλλοι παίζανε κι άλλοι την πληρώνανε. Γιατί είχαμε και τότε έναν τρομερό παράγοντα που ήταν απίστευτος. Αρνητικά”.
– Ο Λούβαρης;
“Όχι, όχι. Με τον κύριο Λούβαρη είχα κι έχω πολύ καλή σχέση. Σε άλλον αναφέρομαι που δεν είναι τώρα στον Ολυμπιακό. Ήταν τα πρώτα χρόνια του Κόκκαλη, αλλά δεν θα αναφερθώ ονομαστικά… Να σου πω κάτι; Τι έχει μείνει. Η αναγνώριση, η αγάπη του κόσμου, αυτά που δεν πληρώνονται. Απλά, το έχω μαράζι γιατί δεν τους πούλησα, αρνήθηκα χρήματα και μου φέρθηκαν άδικα. Ένα χρόνο ο Κόκκαλης δεν πήρε πρωτάθλημα, τον βρίζανε. Άρα είμαι κι εγώ καλυμμένος. Αν σκεφτείς πως έναν άνθρωπο που πήρε τόσα και δεν πήρε ένα, τον έβριζαν, είναι και γι αυτόν αδικία”.
– Προτιμάς το παλιό ή νέο «Καραϊσκάκης»;
“Το παλιό ρομαντικό, το καινούργιο σύγχρονο. Πηγαίνω. Βλέπω την ομάδα, αλλά όχι πολύ συχνά. Ξέρεις, ενδιαφέρεσαι γιατί έχεις περάσεις από το σύλλογο, ξέρεις τα πάντα. Δεν δέχομαι αυτό που λένε ο Ολυμπιακός αυτό κι ο Ολυμπιακός εκείνο. Ο Ολυμπιακός προστατεύει τα συμφέροντά του. Πού είναι το κακό; Δηλαδή όταν εμείς τότε κάναμε τόσα χρόνια να πάρουμε πρωτάθλημα και μας κορόιδευαν; Για τα παιδιά εκείνης της εποχής τότε που δεν είδαν πρωτάθλημα; Οι φίλαθλοι κακώς στρέφονται στους παίκτες και τους προπονητές. Η διοίκηση είναι το άλφα και το ωμέγα σε μια ομάδα»”.
– Το φετινό πρωτάθλημα ποιος θα το πάρει;
“Εύχομαι να το πάρει ο καλύτερος. Για μένα ο Ολυμπιακός έχει σταθερή πορεία τον τελευταίο καιρό με παρένθεση την Ευρώπη. Ήταν δύσκολος ο όμιλος, θέλω να επιβραβεύσω την προσπάθεια που γίνεται. Έπρεπε κάποια στιγμή να παίξουν αυτοί οι παίκτες. Η προσθήκη του Λεμονή έφερε μια ισορροπία. Ο Ανσαριφάρντ ή ο Φορτούνης που ήταν μέσα-έξω. Δεν έχεις και καλύτερο του Φορτούνη. Όπως και ο Βέλγος ο αμυντικός, ο Ένγκελς μου αρέσει. Και ο Νικολάου μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλο ταλέντο. Είναι αυτό που λέμε ο “αρκουδιάρης” ο στόπερ. Θα τον φάει τον άλλον. Είναι καλός στο ψηλό παιχνίδι. Αν τον στηρίξει κάποιος δίπλα θα κάνει μεγάλη καριέρα. Και ο Βούκοβιτς μου αρέσει, απορώ γιατί δεν παίζει. Είναι καλός παίκτης.
Όλοι σήμερα λένε για τον Σισέ. Τι κάνει; Παίρνει φόρα και κάνει την κεφαλιά όσο μπορεί πιο δυνατά. Ρε με πάσα καν’ την την κεφαλιά. Αυτός πηδάει και διώχνει μακριά τη μπάλα. Δεν είναι ο καλός αμυντικός αυτός. Να διώξω μόνο; Αυτό τι είναι; Θα τρελαθώ! Πρέπει να διορθώσει πράγματα, έχει καλά στοιχεία, αλλά θέλει δουλειά. Και στα στημένα είναι καλός”.
– Στις θέσεις τις δικές σου;
“Είδες με το που μπήκε μέσα ο Οφόε πως άλλαξε η ομάδα. Ο Φορτούνης ήθελε πάντα τον Ντομίνγκες δίπλα του για να είναι καλύτερος. Ο Οφόε μπορεί να το κάνει αυτό. Ο Ολυμπιακός με αυτούς τους παίκτες μπορεί να παίξει ένα 4-3-2-1. Μπροστά ο Ανσαριφάρντ και πίσω ο Φορτούνης με τον Οφόε. Γιατί κολλάνε, βάζουν γκολ. Πρέπει να έχει γερά πλάγια. Ο ένας είναι ο Πάρντο κι από την άλλη ο Μπεν, γιατί μπορεί να κάνει και άμυνα. Έχεις μέσα και τον Ρομαό που δεν φεύγει με τίποτα. Καλοί στα μπακ είναι και οι Φιγκέιρας, Ομάρ. Από την άλλη πλευρά, ο Κούτρης. Κάποια στιγμή θα του έρθει και κάποια κούραση γιατί παίρνει πολλά παιχνίδια. Λογικά είναι και τα λάθη. Ο Μπονούτσι δεν κάνει λάθη;”.
– Βλέπεις μάχη μέχρι το τέλος;
“Ναι αυτή η τριάδα, Ολυμπιακού, ΠΑΟΚ, ΑΕΚ θα πάει μέχρι τέλους. Ο ΠΑΟΚ δεν εκμεταλλεύτηκε τα ευρωπαϊκά ματς της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού. Όταν έχεις χρόνια να πάρεις πρωτάθλημα, σε δυσκολεύει αυτό. Το είχα ζήσει με τον Ολυμπιακό. Το έχει τώρα η ΑΕΚ και ο ΠΑΟΚ. Ο Ολυμπιακός τώρα είναι πιο σταθερός. Εδώ έγινε ένα άλλο έγκλημα. Άφηναν εκτός τον καλύτερο επιθετικό που τον ήθελαν όλες οι ομάδες, τον Ανσαριφάρντ. Αυτό τον παίκτη πρέπει να τον δηλώνεις και στην Ευρώπη. Πήγε και έβαλε δύο γκολ με τον Μπεν ο ανεκδιήγητος (σ.σ. τον Χάσι) άφησε εκτός τον Ανσαριφάρντ, ενώ δεν είχε καλύτερη επιλογή”.
Η μεγαλύτερη αλητεία έγινε με τον Αλκέτα
– Πάμε και στην Εθνική ομάδα. Θεωρείς ότι ο Παναγούλιας είναι αδικημένος;
“Δεν έχω δει τόσο μεγάλη αλητεία, όπως όταν χάσαμε από την Αργεντινή στο Μουντιάλ, εις βάρος του Παναγούλια και των παικτών. Κι επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται, κάτι αντίστοιχο έγινε είκοσι χρόνια μετά όταν χάσαμε από την Κολομβία στο Μουντιάλ του 2014. Το πιο σημαντικό παιχνίδι ήταν το επόμενο με την Ιαπωνία που φέραμε “Χ” και μετά νικήσαμε την Ακτή Ελεφαντοστού. Έτσι και τότε θα παίζαμε την πρόκριση με τη Βουλγαρία. Το τι ακούσαμε δεν περιγράφεται. Εκεί άλλαξε όλη η κατάσταση. Ο Παναγούλιας άλλαξε πέντε-έξι παίκτες στο δεύτερο παιχνίδι. Όταν χάνεις και είσαι παίκτης με εγωισμό, περιμένεις το επόμενο για να εξιλεωθείς. Οι άλλοι που δεν είχαν παίξει στο πρώτο και έλεγαν από μέσα τους ότι δεν είναι δική μας ευθύνη, δεν μπορούσαν να το δουν από την ίδια σκοπιά”.
Γιατί πιστεύεις;
“Είναι η ψυχολογία του παίκτη. Όταν χάνει, μετά θέλει την εξιλέωση. Πιστεύω έγινε λάθος διαχείριση. Όπως και εδώ στην Αθήνα πριν πάμε στην Αμερική που μαζευτήκαμε δύο 20άδες παικτών και χάναμε στα φιλικά. Εκεί χάλασε λίγο το κλίμα. Χάσαμε κάπου την εμπιστοσύνη. Ο Αλκέτας Παναγούλιας ήταν τεράστιος κόουτς και τρομερός άνθρωπος. Σε όλη την πορεία ήμασταν όλοι μια οικογένεια, όλα τα παιδιά, είχαμε μια ατμόσφαιρα φανταστική. Όποια ομάδα και να ήταν απέναντι. Στην Αμερική, η Ομοσπονδία με το κράτος ήταν στα μαχαίρια. Κι εδώ θα ήθελα να σταθώ πάρα πολύ στον κύριο Λιάνη γιατί ήταν πάρα πολύ κοντά στους αθλητές. Ήταν πολύ καλός στο πόστο του”.
– Κάποιοι είπαν ότι η Εθνική σε εκείνο το ταξίδι στην Αμερική για το Μουντιάλ ήταν περιοδεύων θίασος;
“Αυτά είναι ράδιο αρβύλα. Η Γερμανία και η Ιταλία πήγαν επίσης σε 6-7 εκδηλώσεις. Στην ομογένεια της Νέας Υόρκης, στο Σικάγο σε μια εκκλησία. Τέτοια πράγματα. Αλλά είχε γίνει κάτι με μια εταιρεία που είχε τάξει κάποια χρήματα, δεν τα είχε δώσει, και δημιουργήθηκε μια κόντρα, επηρέασε το κλίμα. Οικονομικό ήταν το θέμα και μας κορόιδεψε μια εταιρεία. Είχαμε τόσο καλό κλίμα που όταν ήρθε μια άλλη εταιρεία και πρότεινε σε πέντε παίκτες, μέσα σε αυτούς κι εγώ, να πάρουμε ένα σημαντικό ποσό για να φορέσουμε τα παπούτσια τους για τα τρία παιχνίδια, είπαμε να πάρουν όλοι οι παίκτες. Τελικά βρήκαμε μια άλλη εταιρεία και πήραμε όλοι. Η Αργεντινή τότε με τον Μαραντόνα ήταν αχτύπητη. Η Νιγηρία φαβορί για το Παγκόσμιο και η Βουλγαρία πήγε στους «4». Τα αποτελέσματα ήταν βαριά. Όταν τελείωσε εκείνη η περιπέτεια όρμησαν όλοι στον Παναγούλια και τους παίκτες. Δεν υπάρχει κάποιος που στεναχωρήθηκε παραπάνω από μας. Από αυτούς που το έζησαν”.
– Συμφωνώ μαζί σου…
“Θα σου πω ένα παράδειγμα. Τι έγινε με την Εθνική μας τώρα στα προκριματικά; Η όλη παρουσία δεν ήταν θετική, από επιλογές, παιχνίδια; Μείναμε έξω από την Κροατία. Και ανανεώσαμε τον προπονητή. Τι έπρεπε δηλαδή να του κάνουμε; Σε έναν τέτοιο όμιλο και μετά με την Κροατία που θα μπορούσαμε να την περάσουμε, τον κρατήσαμε τελικά. Και καλά κάναμε. Επειδή απέτυχε τότε η Εθνική έπρεπε να της ορμήξουν έτσι; Ο Παναγούλιας πήγε την Ελλάδα και στο Ευρωπαϊκό και το Παγκόσμιο. Ας μάθουμε να εκτιμάμε κάποια πράγματα”.
– Τι άλλο θυμάσαι από τη θητεία σου με το εθνόσημο;
“Φεύγοντας από τον Ολυμπιακό ήμουν ακόμη μέλος της Εθνικής Ελλάδας. Η αντιμετώπιση που είχα από ένα σημείο και μετά ήταν λες και έπαιζα στη Φενέρμπαχτσε. Με καλούν και παίζουμε το πρώτο παιχνίδι στη Σκωτία. Εγώ ως παίκτης του ΠΑΟΚ πλέον. Μου έλεγαν μάλλον δεν θα ξεκινήσεις. Προπονητής ο Πολυχρονίου. Με έβαλε τελικά μαν του μαν και δεν ακούμπησε μπάλα ο ΜακΆλιστερ. Δεύτερο παιχνίδι με το Σαν Μαρίνο. Από την αρχή, φωνάζει σ’ εμένα. Βάζω γκολ, συνεχίζει. “Ε φτάνει πια λέω, όλο εμένα”. Πάμε στη Ρωσία. Χάνουμε 1-0 στο ημίχρονο και δεν βλεπόμαστε. Είχαν λογοφέρει και ο Αποστολάκης με τον Τσιάρτα. Ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο, κάνει τη σέντρα ο Δώνης και με κεφαλιά βάζω γκολ. Χάσαμε με 2-1 και μου κάνει ο Στράτος “τη γλίτωσες”. Επόμενο παιχνίδι, στην Κρήτη, με τα Νησιά Φερόε. Είμαστε 0-0 ημίχρονο και με κάνει αλλαγή. Κερδίσαμε τελικά και έρχεται και μου λέει “σε έβγαλα για να αλλάξω την τακτική”. Ε, μετά δεν με ξανακάλεσε. Έναν άνθρωπο που είχε 78 συμμετοχές, 16 γκολ. Και του φέρεσαι έτσι; Και ειδικά σε εθνικό επίπεδο. Δεν κατάλαβα γιατί…”.
– Τελικά τι μένει;
“Αυτό που μένει, είναι να είσαι κύριος. Γιατί αν κατηγορήσεις τους άλλους, δε σέβεσαι τον εαυτό σου, κατεβαίνεις χαμηλά. Κι ούτε έχεις την ανάγκη να γλείψεις ή να φιλήσω φανέλα. Τη φανέλα την τιμάω με την αγωνιστικότητά μου. Το αν την αγαπάω θα το δείξω όταν έρθει η ώρα να κάνω το συμβόλαιο. Και μετά όταν πήγα στη Βέροια, την περίπτωση του Πουρσαϊτίδη τη βοήθησα πάρα πολύ γιατί ήταν να πάει στην ΑΕΚ. Του λέω “σε θέλει ο Ολυμπιακός”. Με τον Λούβαρη μιλούσαμε, δεν είχαμε κάτι προσωπικό. Υπάλληλος της ΠΑΕ ήταν κι απέναντί μου άψογος. Του λέω, λοιπόν, του μάνατζερ του παίκτη, “εγώ δεν ήρθα για να τον πάω στην ΑΕΚ”. Πήγαμε μαζί, είχα τις σφραγίδες της ομάδας. Στα γραφεία της ΑΕΚ ήταν ο Πατρίκ Κομνηνός. Του λέω “εγώ δεν ήθελα να έρθω εδώ, για αλλού πήγαινα”. Και έφυγα. Και λέει ο Λούβαρης εκείνη την ημέρα “ο Γιώτης είναι καλό παιδί. Του δώσαμε 10.000.000 παραπάνω και τα γύρισε πίσω”.
– Ήταν μια ηθική δικαίωση…
“Μετά από χρόνια το άκουσα αυτό. Τελείωνα το ποδόσφαιρο στη Βέροια και έχει έρθει ο Προτάσοφ προπονητής. Με είχε πίσω από την εστία ζέσταμα και δεν με έβαλε σε ένα ματς με το Λεωνίδιο. Δεν του είπα τίποτε. Δεν παίζει ρόλο είτε ξεκινάς, είτε είσαι φτασμένος. Να είσαι κύριος. Δεν τον ρώτησα ποτέ. Σέβεσαι την απόφαση του καθενός. Ούτε τότε του Λούβαρη είπα “γιατί”. Δεν θα μπορούσα να μιλάω; Πρώτο όνομα ήμουν. Δεν το έκανα. Δεν είχα ανάγκη κανέναν, σέβομαι τον εαυτό μου. Δεν έχασα, γιατί μόνο στον εαυτό μου βασίστηκα. Στα δύο κύπελλα που πήρε η ομάδα στα πέτρινα χρόνια, έβαλα 4 γκολ. Δύο με ΠΑΟΚ κι άλλα δύο γκολ με ΟΦΗ. Ο Ντέταρι στο ημίχρονο πήγε να σηκώσει το κύπελλο που ήμασταν μπροστά 2-0 και του λέω “άστα χαζά σου έχουμε άλλο ένα ημίχρονο”. Ισοφαριστήκαμε, πήγαμε να φάμε κι άλλο γκολ μέχρι να γίνει το 3-2 και μετά το κάναμε 4-2″.
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ
– Πολύς κόσμος δεν το ξέρει, αλλά πήρες πριν μερικά χρόνια την απόφαση να πας στον Καναδά. Πώς την πήρες και γιατί δεν έμεινες;
«Έγινε τυχαία. Ήμουν Βέροια. Πάω σε ένα μαγαζί που ήταν ένα παιδί που μου μιλούσε χρόνια για τον Καναδά. Κάποια στιγμή μου λέει “πας στον Καναδά προπονητής;”. Παρορμητικός ήμουν, “πάω” του λέω. Πάω εκεί και τσακίζει η δουλειά. “Δεν κάνεις -μου λέει εκεί ένα παιδί-, κλαμπ ποδοσφαίρου;”. “Να κάνω” λέω. Στο Τορόντο, με 300.000 Έλληνες. Ξεκίνησα το κλαμπ και η ομάδα πρώτη. Υπάρχει τρομερή οργάνωση εκεί, απίστευτος ο Καναδάς, νομίζεις γεννιέσαι ξανά από την αρχή. Υπάρχει τάξη, παιδεία, σεβασμός, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δεν πάει το μυαλό σου. Ξεκινάω με το κλαμπ, πάει πολύ καλά. Κάποια στιγμή ήρθε και η οικογένεια, αλλά δεν ήθελε η γυναίκα μου να μείνουμε εκεί, μήπως παντρευτεί η κόρη μας, μείνει εκεί μόνιμα και χαθούμε. Κι έτσι επέστρεψα…»
– Τι άλλο θυμάσαι από το διάστημα που έμεινες εκεί;
«Δεν είναι εύκολο να μπεις στον Καναδά. Σαν τουρίστας οκέι. Αλλά αν καταφέρεις να μπεις στον Καναδά με διαμονή και εργασία, εντάξει. Καταρχάς εκεί πληρώνονται κάθε Παρασκευή. Το χαμηλότερο μεροκάματο είναι 12 δολάρια την ώρα, και έχεις ιατρική περίθαλψη σε τρομερή επίπεδο και ασφάλεια. Κάνεις εξετάσεις, δε πληρώνεις τίποτα. Αν δεν φοράς ζώνη, 300 ευρώ πρόστιμο, αν μιλάς στο τηλέφωνο ήταν 500 το πρόστιμο και πήγε 5000! Απίστευτη αστυνόμευση, λες και υπάρχει ένας αστυνομικός πίσω από κάθε πολίτη. Το πιο υψηλό πρόσωπο να είσαι, αν κάνει κάτι πας μέσα. Και είναι εκπαιδευμένοι αστυνομικοί. Σέβονται όλοι την αστυνομία εκεί. Καινούργια χώρα είναι, 150 χρόνια».
– Άλλη κατάσταση…
«Έχει 170 εθνικότητες και δεν κουνιέται φύλλο. Η διαμονή είναι απίστευτη, έχει τα πάντα. Τρελαμένος είμαι, μου άρεσε πάρα πολύ εκεί. Με κάλεσαν να πάω σε ένα κολέγιο. Να διδάσκω ποδόσφαιρο. Το κάθε παιδί εκεί πλήρωνε 40-50.000 το χρόνο. Με τρία γήπεδα πολυτελείας. Το επίπεδο των παιδιών, βέβαια, στο ποδόσφαιρο ήταν χαμηλό. Στο γήπεδο χαίρονται όλοι. Έτσι και πετάξεις κάτι εκεί, έρχεται σε χρόνο ρεκόρ η αστυνομία. Θυμάμαι μια μέρα πήγαινα στο δρόμο με 140, και βγαίνει από ένα στενό ένας αστυνομικός. Πρόστιμο 500 δολάρια. Μου λέει κάποιος “κάνε ένσταση μήπως και τη γλιτώσεις”. Ορίζουν δικάσιμο και μου έφεραν δικηγόρο να μιλάει ελληνικά, πληρωμένο από το κράτος. “Θέλω να πληρώσω” είπα, “αλλά είναι μεγάλο το πρόστιμο” και βγαίνει απόφαση “10 δολάρια το μήνα”. Καταλαβαίνεις για τη σύστημα μιλάμε. Αλλά εκεί είναι όλοι νομοταγείς…»
– Γιώτη σε ευχαριστώ πολύ για όλα.
«Κι εγώ σε ευχαριστώ επειδή με βοήθησες να φέρω τόσα πράγματα στο μυαλό μου και να τα μοιραστώ με τους φιλάθλους που έχω πάντα στην καρδιά μου».
Photo credit: Tourette Photography