LONGREADS

Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του 1993-94 ήταν μια κούκλα

Ο Μάκης Παπασημακόπουλος για την πρώτη πραγματικά επιτυχημένη ομάδα του Άλεξ Φέργκιουσον στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μία ωδή σε εκείνη την ομάδα του Ερίκ Καντονά, του Ράιαν Γκιγκς αλλά και του Γκάρι Πάλιστερ, του Μαρκ Χιουζ και του Μπράιαν Ρόμπσον.

Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του 1993-94 ήταν μια κούκλα
Οι παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πανηγυρίζουν την κατάκτηση του FA Cup, τον Μάιο του 1994 AP Photo

Όσο περνάνε τα χρόνια και η Premier League ‘γράφει’ όλο και περισσότερες σελίδες στην ολοένα και πλουσιότερη ιστορία της, η δυσκολία του να θυμηθείς, πότε τελείωνε ο κύκλος μιας συγκεκριμένης ομάδας για να ξεκινήσει ο επόμενος φαντάζει όλο και πιο μεγάλη. Με την κορυφαία κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου να βρίσκεται διαρκώς στους δέκτες μας, με αγώνες, στιγμιότυπα και αφιερώματα, η ιστορική συνέχεια και οι αλλαγές των αθλητικών της σελίδων τείνουν να λιώνουν, να εξαφανίζονται, να συναντιούνται όλες μαζί σε ένα μεγάλο χωνευτήρι από όπου βγαίνουν υπέροχες μεταλλαγμένες πραγματικότητες.

Εκεί συναντάμε παίκτες από τα μέσα του ’90 να ‘τρέχουν’ σε παιχνίδια του 2010, προπονητές να συμμετέχουν σε μεταγραφές παικτών έστω και αν στην πραγματικότητα δεν συναντήθηκαν ποτέ στον ίδιο σύλλογο και ιστορικά γκολ να περιλαμβάνουν ‘guest’ εμφανίσεις από ποδοσφαιριστές που δεν ήταν καν στην ίδια χώρα με το τέρμα που αποθεώνεται. Ως ένα σημείο αναμενόμενη εξέλιξη όταν μιλάμε για ένα πρωτάθλημα που διεκδικεί την μερίδα του λέοντος του προσφερόμενου οπτικού ποδοσφαιρικού προϊόντος.

Εστιάζοντας όμως ακόμα περισσότερο, διακρίνει κανείς ότι λίγες ομάδες έχουν πέσει ‘θύμα’ αυτής της περίεργης ‘θολής’ μνήμης όσο η Μάντσεστερ Γιουνάητεντ. Και εδώ βέβαια, ο λόγος που κάτι τέτοιο συμβαίνει δεν είναι δα και δύσκολο να εντοπιστεί. Ανεξάρτητα με την τωρινή της κατάσταση, η Premier League μέχρι στιγμής μπορεί πολύ εύκολα να χωριστεί στην προ και μετά Φέργκιουσον εποχή. Τα περισσότερα χρόνια της κορυφαίας κατηγορίας του αγγλικού ποδοσφαίρου έχουν τους κόκκινους διάβολους ως πρωταγωνιστές.  Από την πρώτη της σεζόν, αυτή του 1992-1993, οι ομάδες που έφτιαξε στην κόκκινη πλευρά του Μάντσεστερ ο θρυλικός πλέον Σκοτσέζος κόουτς  κυριάρχησαν απέναντι σε κάθε αντίπαλο. Μπορεί το τελευταίο πρωτάθλημα των κόκκινων να φαντάζει πλέον μακρινή ανάμνηση, αλλά με 13 κατακτήσεις της εντυπωσιακής κούπας της Πρέμιερ Λιγκ, η Γιουνάητεντ παραμένει πάντα πρώτη στην σχετική κατηγορία.

Στην καρδιά αυτής της αυτοκρατορίας βρίσκεται η –σχεδόν- εμμονική ‘ανάγκη’ του ‘Φέργκι’ να αλλάζει ανά τετραετία την ομάδα του. Είτε έχανε, είτε κέρδιζε, ο Φέργκιουσον είχε εντοπίσει πως ο κύκλος κάθε ομάδας του έπρεπε να κλείνει περίπου στην τετραετία, αφήνοντας χώρο σε νέα πρόσωπα, διψασμένα για την δόξα και την πρωτιά που μπορούσε να τους υποσχεθεί τότε η φανέλα με τον κόκκινο διάβολο στο στήθος. Επιπλέον, από την στιγμή που η Γιουνάητεντ εδραίωσε τη κυριαρχία της στην Αγγλία, ο Φέργκιουσον έθεσε ως νέο του στόχο την κατάκτηση της κορυφής και στην Ευρώπη, μια αποστολή σαφώς πιο δύσκολη, μιας και οι αγγλικές ομάδες επεδείκνυαν έναν σχετικό ‘σνομπισμό’ απέναντι στις τακτικές και προπονητικές εξελίξεις του αθλήματος, όπως αυτές ‘έτρεχαν’ στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα αυτής της αποστασιοποίησής τους ήταν τα απανωτά και ηχηρά ‘στραπάτσα’ στις ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές αρένες, εκεί που ειδικά η Γιουνάητεντ έκανε μια άβολη συλλογή από αποτυχίες τις πρώτες χρονιές που ο Φέργκιουσον θέλησε να κυνηγήσει το όνειρο του Τσάμπιονς Λιγκ.

Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει πολλούς στο να προσπαθήσουν να διαχωρίσουν και να αξιολογήσουν τις πιο επιτυχημένες ομάδες του Φέργκι, κοινώς την ομάδα του 1994, αυτή του 1999 και τέλος την ο-Κριστιάνο-Ρονάλντο-και-οι-υπόλοιποι βερσιόν του 2008. Σε κάθε περίπτωση μιλάμε για 3 πολύ διαφορετικές εκφράσεις του ποδοσφαίρου, κάτι που λέει πολλά για την εξέλιξη της τακτικής αντίληψης του Φέργκιουσον, αναδεικνύοντας έναν προπονητή που έμαθε να αλλάζει και να προσαρμόζεται με τις ανάγκες κάθε εποχής.

 Για τους αθεράπευτα ρομαντικούς βέβαια, τίποτα δεν θα ξεπεράσει ποτέ την ομάδα του 1994. Μπορεί να μην είχε την φουριόζα νέα γενιά των Μπέκαμ-Σκόουλς-Νέβιλ, μπορεί να μην είχε την κάτι-σαν-τριγωνική επίθεση των Ρούνεη-Τέβεζ-Ρονάλντο του 2008, αλλά είχε κάτι που μέχρι και σήμερα μπορεί να σε κερδίσει όταν την βλέπεις σε highlights και στιγμιότυπα της εποχής: μια σχεδόν video-game-ική αντίληψη του παιχνιδιού, μια με-το-γκάζι-πατημένο αισθητική που προσωπικά θεωρώ πως δεν ξεπεράστηκε ακόμα και από τις πιο επιτυχημένες και ‘σοφές’ Γιουνάητεντ που ακολούθησαν.

Η σεζόν 1993-1994 ήταν η χρονιά που η Γιουνάητεντ του Φέργκιουσον θεμελιώνει την κυριαρχία της και γίνεται THE team to beat στην Αγγλία. Μπορεί η αμέσως προηγούμενη σεζόν (και η επίσημη πρώτη του αγγλικού πρωταθλήματος ως Premier League) να ήταν αυτή που έβαλε επιτέλους τέλος στο διάρκειας 26 ετών κυνήγι της ομάδας για έναν εγχώριο τίτλο πρωταθλήματος, αλλά η αμέσως επόμενη ήταν αυτή που της επέτρεψε σε εκείνη την ομάδα να αφήσει την ανεξίτηλη σφραγίδα της στο αγγλικό ποδόσφαιρο.

Σε κάθε σχεδόν γραμμή της, συναντούσες παίκτες με ισχυρή, match-winner προσωπικότητα. Χρήσιμο εδώ να τονίσουμε την σημασία της λέξης ‘προσωπικότητα’ γιατί δεν μιλάμε απαραίτητα για υψηλά στάνταρ τεχνικής αρτιότητας. Για κάθε μαγικό ‘μπουμπούκι’ όπως ο Ράιαν Γκίγκς, για κάθε τι-έκανε-πάλι μαγικό ενός Ερίκ Καντονά, για κάθε τεχνικά άρτια κούρσα ενός Αντρέι Καντσέλσκις, υπήρχε o δεξιός οπισθοφύλακας Πολ Πάρκερ, ο σκληρός-αλλά-άτεχνος Στηβ Μπρους, ο all-rounder Πολ Ινς, ακόμα και ο τότε-άγουρος Ρόι Κην. Όχι δηλαδή απαραίτητα ερωτική σχέση με την μπάλα, αλλά σίγουρα τεράστιες και έντονες προσωπικότητες. Πάνω σε αυτές άλλωστε στηρίχτηκε και η πρώτη συνταγή επιτυχίας της Γιουνάητεντ στην εποχή της Πρέμιερ Λιγκ.

Η βασική της ενδεκάδα ειδικά, ήταν μια συλλογή από 11 παίκτες που σου έδιναν την εντύπωση πως αν δεν μπορούσαν να πάρουν το ματς με ποδοσφαιρικό τρόπο, θα το έπαιρναν τρομάζοντας τους αντιπάλους τους, σπρώχνοντας, φωνάζοντας και εκφοβίζοντας τον αντίπαλο. Ίσως να μην ήταν μια ομάδα που θα χωρούσε στο ποδόσφαιρο του σήμερα, αλλά το ποδοσφαιρικό τοπίο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 στην Αγγλία ήταν ακόμα ένα πεδίο μάχης, μια αθλητική πραγματικότητα που  χρειαζόσουν πολλές σωματικές και πνευματικές αντοχές για να την αντέξεις.

Ο παγκόσμιος Σμάιχελ και τα υποτιμημένα μπακ

Κάτω από τα δοκάρια συναντούσες τον επιβλητικό Πήτερ Σμάιχελ, χωρίς αμφιβολία έναν από τους καλύτερους τερματοφύλακες όλων των εποχών. Θηριώδης και φωνακλάς, ο Δανός δεν ανεχόταν λάθη στην άμυνά του, με τους συμπαίκτες του να αποφεύγουν τα λάθη με κάθε κόστος, ώστε να μην έρθουν αντιμέτωποι με τον ‘Κέρβερο’ που υπήρχε ακριβώς από πίσω τους.

Μπροστά του, το ψηλό, δυνατό και κάπως άτεχνο δίδυμο των Στηβ Μπρους και Γκάρι Πάλιστερ ήταν απόλυτα ταιριαστό για την αίμα-κι-άμμος πραγματικότητα των Αγγλικών γηπέδων, έστω και αν αποδείχτηκε πως ήταν ‘γυμνοί’ όταν επιχειρούσαν να αντιμετωπίσουν τα γρήγορα και τεχνικά φορ που υπήρχαν άφθονα στα Ευρωπαϊκά γήπεδα. Στην Αγγλία, ο Στηβ και ο Γκάρι ήταν απροσπέλαστοι, σπάζοντας τον τσαμπουκά κάθε επιθετικού με χαρακτηριστική ευκολία. Δεξιά τους είχαν συνήθως τον διεθνή Άγγλο Πολ Πάρκερ, έναν ταχύτατο δεξιό μπακ παλαιάς κοπής που ό,τι έχανε σε τεχνική το κέρδιζε σε αντοχή και αδιάκοπες κούρσες. Στα αριστερά, κυριαρχούσε η μορφή του Ντένις Έργουιν, ενός εκ των διαχρονικά αγαπημένων παιδιών του Φέργκι και χωρίς ίχνος υπερβολής ένα από τα καλύτερα και σαφώς υποτιμημένα πλάγια μπακ στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Με μεταβιβάσεις και εκτελέσεις φάουλ που επεδείκνυαν τεράστια μαθηματική ακρίβεια, ο ‘αντι-εμπορικός’ Ιρλανδός αποτέλεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 κιόλας το blueprint πάνω στο οποίο βασίστηκε το μοντέλο του σύγχρονου πλάγιου μπακ.

Στον χώρο του κέντρου, το δίδυμο των κεντρικών χαφ ήταν το απόλυτο οχτάρι που άκουγε στο όνομα Πολ Ινς και ο νεαρός τότε Ρόι Κην, που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνει το προφίλ που μερικά χρόνια αργότερα θα τον έκανε έναν από τους πλέον τρομακτικούς χαφ της υφηλίου, καθώς και αρχηγό της ομάδας μέσα και έξω από τα αποδυτήρια. Τόσο με τον Ινς όσο και αργότερα με τον Κην, ο Φέργκιουσον θα είχε μια σχέση αγάπης-μίσους, με τον Σκωτσέζο να συγκρούεται αρχικά τόσο με τον Άγγλο διεθνή (το ενίοτε άναρχο παικτικό στυλ του οποίου τον εξόργιζε) όσο και με τον Κιν αρκετές σεζόν μετά, όταν η ισχυρότατη προσωπικότητα του Ιρλανδού, θα έφτανε την κατάσταση σε ένα τελεσίδικο ή-αυτός-ή-εγώ ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο Φέργκιουσον φυσικά δεν θα μπορούσε να χάσει μια τέτοια αναμέτρηση. Για μια ‘χρυσή’ σεζόν όμως, εκείνη του 93-94, το δίδυμο των χαφ της Γιουνάητεντ ήταν μίλια μπροστά από οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο νησί, συνδυάζοντας σκοράρισμα, δύναμη, κυκλοφορία μπάλας, αλλά και άπλετο αγωνιστικό τσαμπουκά.

Ο στρατιώτης Ράιαν και ο βασιλιάς Ερίκ

Στο αριστερό άκρο της μεσαίας γραμμής αντίκριζες τον Ράιαν Γκιγκς, με πολλούς αναλυτές της Πρέμιερ Λιγκ να λένε ότι σε επίπεδο ποδοσφαιρικού ‘οφθαλμόλουτρου’ ο Ουαλός ποτέ δεν ξεπέρασε εκείνη την εκδοχή του. Προσωπικά, αυτή η άποψη με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Μπορεί με τον καιρό να εξέλιξε το παιχνίδι του, προσθέτοντας πολύ περισσότερα εγκεφαλικά στοιχεία στο πως διαχειριζόταν τις ενέργειές του στο γήπεδο, αλλά την σεζόν 1993-1994 ο Γκιγκς ήταν μια δύναμη της φύσης. Παίζοντας με έναν τρόπο που στηριζόταν κατά μεγάλο ποσοστό στην εκπληκτική του επιτάχυνση και την road-runner-ική του τελική ταχύτητα, ο Γκιγκς του τότε ήταν ασταμάτητος, κάνοντας την θέση του αριστερού εξτρέμ δική του και τρομοκρατώντας μια σειρά από αμυντικούς και πλάγιους χαφ της Αγγλίας. Χαρακτηριστική του στιγμή, ένα γκολ κόντρα στην QPR στο Λόφτους Ρόουντ. Παίρνοντας την μπάλα μεταξύ κέντρου και μεγάλης περιοχής, ο Γκιγκς ξεπερνάει τα τάκλιν δύο παικτών των Λονδρέζων και μπαίνοντας στην αντίπαλη περιοχή εκτελεί με το αριστερό, με έναν εκ των αμυντικών της QPR να πέφτει στο έδαφος σε μια προσπάθεια να αλλάξει κατεύθυνση και να τον παρακολουθήσει. Η κραυγή ‘the boy’s a genius!’ του sportcaster τα έλεγε όλα. Ήταν λες και τα τάκλιν, οι αντίπαλοι και τα όχι-και-τέλεια-γήπεδα της τότε Πρέμιερ να μην μπορούν να τον αγγίξουν. Στην μέρα του, ήταν το πλησιέστερο που υπήρχε στο τίτλο ‘the unplayable player’. Ο παίκτης που απλά δεν μπορούσες να κάνεις καλά.

Στην άλλη μεριά του κέντρου ανεβοκατέβαινε το ‘εξπρές της Ουκρανίας’, ο υπερηχητικός Αντρέι Καντσέλσκις, μια από τις πρώτες πολύ μεγάλες ποδοσφαιρικές ‘εισαγωγές’ της Πρέμιερ Λιγκ εποχής, ένας ποδοσφαιριστής που άφησε βαριά σκιά στην δεξιά πλευρά της ομάδας, τουλάχιστον μέχρι να την ‘ξορκίσει’ ο Ντέηβιντ Μπέκαμ, που σαν στυλ βέβαια ουδεμία σχέση είχε με τον Ουκρανό. Πρόκειται για άλλον έναν ποδοσφαιριστή με τον οποίο ο Φέργκι έφτασε σχετικά γρήγορα σε σύγκρουση (εν τέλει οδηγώντας τον παίκτης να μετοικίσει στο Λίβερπουλ για λογαριασμό της Έβερτον), αλλά εκείνη την σεζόν ήταν το απαραίτητο turbo-boost των κόκκινων διαβόλων.

Στην ‘τρύπα’, σε μια θέση που ήταν κάτι μεταξύ δεκαριού και δεύτερου επιθετικού ήταν ο παίκτης ορόσημο: ο Ερίκ Καντονά. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η Μάνστεστερ Γιουνάητεντ θα είχε ‘χτίσει’ την αυτοκρατορία της, θα είχε στρώσει τα θεμέλιά της, αν δεν είχε φορέσει την φανέλα της ο Γάλλος. Είναι άλλωστε επαρκώς καταγεγραμμένο ότι αγοράζοντάς τον από την Λιντς (με την οποία είχε προλάβει να πάρει το πρωτάθλημα, παίζοντας ΚΑΙ ΕΚΕΙ κομβικό ρόλο), ο Φέργκι πήρε έναν ποδοσφαιριστή που αποτέλεσε ‘δάσκαλο’ νοοτροπίας, τεχνικής και προπονητικής αντίληψης  τόσο για την ομάδα στην οποία μπήκε, όσο για την γενιά που ακολούθησε και αποτέλεσε τον κορμό της ‘φουρνιάς’ του 1999. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Μάνστεστερ Γιουνάητεντ όπως την γνωρίζουν οι περισσότεροι σήμερα γιγαντώθηκε γύρω από την αντίληψη του Καντονά για το παιχνίδι του ποδοσφαίρου. Το winning mentality, το ποδόσφαιρο που συνδυάζει τσαμπουκά-ταχύτητα-θέαμα-γκολ, όλα τα παραπάνω πηγάζουν από τον Καντονά, με το  ξεκάθαρα πληθωρικό του ταλέντο να επαναπροσδιορίζει μια ομάδα που μέχρι την έλευσή του πάσχιζε να κάνει το πολυπόθητο reset, έτσι ώστε να ξεκινήσει να ‘γράφει’ την σύγχρονη ιστορία της.

Με όλους τους παραπάνω στην θέση τους, μόνο ένας έμενε: η αιχμή του δόρατος, ο παίκτης που θα οδηγούσε με τα γκολ του την ομάδα, όπως οφείλει να κάνει κάθε επιθετικός. Και σε αυτήν την περίπτωση, όπως και με τον Καντονά, ο Φέργκιουσον πήγε σε μια ασφαλώς αντισυμβατική επιλογή. Κι αυτό διότι ο Μαρκ Χιούζ, δεν ήταν το κλασσικό φορ που ‘φόρτωνε’ τα δίχτυα με γκολ. Σαφώς και είχε συχνή επαφή με αυτά, αλλά περισσότερο από κάθε τι άλλο, ο Χιούζ είχε ένα στοιχείο που άρεσε στον Σκωτσέζο: ‘He does well in the big games’. Αυτή η δήλωσή του περιγράφει απόλυτα την πορεία του Ουαλού με την κόκκινη φανέλα. Τα γκολ-ορόσημα ήταν η σπεσιαλιτέ του. Μπορεί να μην σου έβγαζε 30 γκολ την χρονιά, αλλά στα μεγάλα ματς, στα ντέρμπι, σε τελικούς και ημιτελικούς κυπέλου, σε ματς κομβικά για την εξέλιξη μιας χρονιάς έδινε βροντερό παρών. Με σουτ-κανονιές, με κεφαλιές που ‘ξεφούσκωναν’ τις αντίπαλες άμυνες, με ψαλιδάκια, χωρίς ισορροπία, με αμυντικούς κρεμασμένους πάνω του, με όποια δυσκολία εκτέλεσης ή περίστασης μπορεί να φανταστεί κανείς. Ο Χιούζ ήταν ο go-to-guy για τις δύσκολες στιγμές.

Τα όπλα από τον πάγκο

Και στον πάγκο όμως, στους ‘βοηθητικούς ρόλους’ εκείνης της ομάδας έβρισκες σημαντικές φυσιογνωμίες: ο Σκωτσέζος Μπράηαν Μακλέρ, ο παίκτης που ο Φέργκιουσον έφερε μαζί του από την Σκωτία, παρείχε σημαντικές επιθετικές ‘ανάσες’ για την Γιουνάητεντ του τότε. Μπορεί να μην είχε πλέον την σπιρτάδα των νεανικών του χρόνων, τότε που με την άφιξή του έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της ομάδας που ‘έσπαγε’ το φράγμα των 20 γκολ, κάτι που είχε να γίνει από τα τέλη του 60 και τον αμίμητο Τζορτζ Μπεστ, αλλά διατηρούσε μια απαράμιλλη ποδοσφαιρική ευφυΐα, η κάπως πιο ‘soft’ και εγκεφαλική απάντηση στο κάτι-σαν-πολιορκητικό-κροιό παιχνίδι του Χιούζ.

Ο Λη Σαρπ, ήταν κι αυτός μια νότα υψηλής τεχνικής σε αυτήν την ομάδα, έστω και αν έγινε ιδιαίτερα εμφανές από την σεζόν 94/94, ότι θα έπαιζε συμπληρωματικό ρόλο στο πλάγιο μεσοεπιθετικό δίδυμο των Καντσέλσκις και Γκιγκς. Για τον ‘Φέργκι’ άλλωστε, ο Άγγλος διεθνής ήταν από τις τρανές περιπτώσεις what-could-have-been, ένας πληθωρικός πλάγιος μέσος, που όμως επέτρεψε εν τέλει στους εξωγηπεδικούς πειρασμούς  να ‘εκτροχιάσουν’ μια καριέρα που θα μπορούσε να είχε προσφέρει πολλά περισσότερα στον ίδιο αλλά και στο αγγλικό ποδόσφαιρο γενικότερα. Έστω κι έτσι όμως, μερικά από τα πλέον χαρακτηριστικά highlights εκείνης της σεζόν, ανήκουν στον Σαρπ και στους κάτι-σαν-τον-Έλβις πανηγυρισμούς του.

Last but not least, ο Μπράηαν Ρόμπσον, ένας όνομα θρύλος για το αγγλικό ποδόσφαιρο, ο αρχηγός εκείνης της ομάδας που στις τελευταίες του σεζόν με την Γιουνάητεντ, θα έχει να θυμάται ότι βοήθησε και με το παραπάνω στην μετάβαση του συλλόγου από τα πολύ δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 80, στα ‘χρυσά’ χρόνια της Premier League. Αξίζει να σημειώσουμε δε, ότι με δικό του γκολ η Γιουνάητεντ ξεκίνησε με νίκη την πορεία της προς το εγχώριο νταμπλ την σεζόν 93/94, στην νίκη της με 2-0 επί της Νόριτς. Την επόμενη χρονιά θα αποχωρούσε από τον σύλλογο, με το ‘παράσημο’ ότι υπήρξε ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που φόρεσαν ποτέ τον κόκκινο διάβολο στο στήθος, ένας all-action μέσος, που συνδύαζε στοιχεία από οκτάρι και δεκάρι σε ένα αγωνιστικό προφίλ πολλά χρονιά μπροστά από την εποχή του.

Η πιο ‘αντρική’ ομάδα του Φέργκιουσον

Τι είναι αυτό όμως τελικά που έκανε εκείνη την ομάδα τόσο αξιομνημόνευτη, ειδικά από την στιγμή που τοποθετείται δίπλα σε πιο επιτυχημένες ομάδες του Φέργκιουσον;

Σίγουρα δεν είναι μόνο ένα στοιχείο της. Μιλάμε άλλωστε για ομάδα που για πολλούς θεωρείται η πιο ‘αντρική’ του Σκωτσέζου. Αν προτιμάτε, η πιο σκληροτράχηλη, αυτή που μπορούσε με τον δυναμισμό της και τα κορμιά που διέθετε να αντέξει οποιαδήποτε πρόκληση εντός συνόρων. Επιπλέον αυτού, πρέπει να σκεφτούμε και την εποχή που ‘έζησε’ αυτή η ομάδα, την εποχή που επέτρεψε η ποδοσφαιρική ιστορία να αφήσει το στίγμα της. Η Πρέμιερ Λιγκ κάνει τεράστια βήματα προβολής και εμπορικής μεγέθυνσης, φτάνει σε πολλούς δέκτες ως ένα νέο προϊόν, μακριά από τις λάσπες, την εσωστρέφεια και την ζοφερή ‘ατεχνίλα’ με τα οποία είχε συνδέσει το όνομα του το αγγλικό ποδόσφαιρο στα χρόνια της ευρωπαϊκής εξορίας μετά τα γεγονότα στο ‘Χέηζελ’.

Με το ‘καλημέρα’ αυτής της νέας εποχής, η Μάντσεστερ Γιουνάητεντ απαιτεί όλα τα φώτα πάνω της, παρουσιάζοντας το θελκτικό ‘παραμύθι’ της ομάδας που γινόταν ξανά πρωταθλήτρια μετά από δεκαετίες αναζήτησης, αλλά πολύ περισσότερο με την αγωνιστική της εικόνα. Η Γιουνάητεντ του 93/94 ήταν αδιανόητα γρήγορη για την εποχή της, παίζοντας ένα σχεδόν ‘πυρηνικό’ σε ζωντάνια 4-4-2, σκοράροντας από όλες τις γραμμές της και επιτρέποντας στο αγγλικό ποδόσφαιρο να ονειρεύεται ξανά ότι η ‘παραδοσιακή’ τους σχολή είχε ακόμα χιλιόμετρα να τρέξει. Όπως αποδείχτηκε βέβαια, αυτή η ελπίδα προέκυψε ‘κούφια’, μιας και οι αγγλικές ομάδες αναγκάστηκαν να ενστερνιστούν τάχιστα τις ευρωπαϊκές τακτικές εξελίξεις έτσι ώστε να σταθούν στις αρένες του Τσάμπιονς Λιγκ και των λοιπών διασυλλογικών οργανώσεων, αλλά για μια μαγική σεζόν, αυτή του 93/94, η Μάντσεστερ Γιουνάητεντ ήταν η αγγελιοφόρος, η σημαιοφόρος της νέας εποχής, η λαμπερή και εντυπωσιακή εκπρόσωπος της νέας ποδοσφαιρικής Αγγλίας και του κλασσικά βρετανικού we-still-got-it.

Και αν δεν σας φτάνει τίποτα από τα παραπάνω, ας ρίξουμε και αυτό στο τραπέζι: Το τραγούδι που έφτιαξε η Γιουνάητεντ εκείνης της σεζόν με τους Status Quo, ένα άψογα ποδοσφαιρικό και συγκινησιακά γραφικό κιθαριστικό έπος, που παραμένει ένα από τα καλύτερα-χειρότερα ποδοσφαιρικά tracks όλων των εποχών.

Δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος άλλωστε από αυτό. Πουλόβερ βγαλμένα από τα 90ς, κοτσιδο-καραφλο-χαίτες και μια γερή δόση από Premier-League-ική ‘αγγλουριά’ της εποχής.

Με τις υγείες μας.

Ποιος θα κατακτήσει τη φετινή Premier League; Μάντσεστερ Σίτι ή Λίβερπουλ; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK