X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

Η ήττα που έστειλε την Ολλανδία στη μεταπολεμική κατάθλιψη

Ο τελικός του Μονάχου, στις 7 Ιουλίου 1974, δεν ήταν απλώς η επιβεβαίωση του γερμανικού θρύλου, αλλά και η επιστροφή της Ολλανδίας σε δύσβατα στενά, τα οποία νόμιζε ότι είχε αφήσει από καιρό πίσω της.

Ο Μπεκενμπάουερ σηκώνει το τρόπαιο, μετά τον τελικό της 7ης Ιουλίου 1974 AP PHOTO/FILE

Μιλώντας με... γαλαζοαίματους όρους, η 7η Ιουλίου του 1974 συνδέεται με τη δεύτερη βασίλισσα χωρίς στέμμα στην ιστορία του Παγκόσμιου Κυπέλλου. Χρονικά, πάντως, από τότε έχουν περάσει 45 χρόνια. Κι αυτό σημαίνει ότι το 1974 από σήμερα απέχει χρονικά περισσότερο από όσο απέχει από τη χρονιά του πρώτου Παγκόσμιου Κυπέλλου στην ιστορία, το 1930.

Η Ολλανδία έχασε 2-1 από τη Δυτική Γερμανία στο 'Olimpiastadion' του Μονάχου και βυθίστηκε στη θλίψη. Όσο κι αν η ομάδα, στην επιστροφή της, βραβεύτηκε σε μία εκδήλωση με γιορτινό χαρακτήρα, οι Ολλανδοί δεν μπορούν να ξεχάσουν αυτήν την ήττα. Και η νίκη τους στον ημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988, με το απίθανο γκολ του Μάρκο φαν Μπάστεν, που πρόλαβε τον Γιούργκεν Κόλερ στο 88', για να δώσει τη νίκη 2-1 στους 'οράνιε' στο 'Volksparkstadion', του Αμβούργου, απλώς κατέστησε το χάπι... επίχρυσο. Άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα, στη φάση των '16' του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ιταλίας, η Δυτική Γερμανία φρόντισε να πάρει την εκδίκησή της, νικώντας με το ίδιο σκορ στο περίφημο παιχνίδι του 'Σαν Σίρο', που ο Φρανκ Ράικααρντ έφτυσε τον Ρούντι Φέλερ, δείχνοντας, με τη σειρά του, πόση ένταση κουβαλούσε εντός της η ομάδα του Λίο Μπεενάκερ.

Στην πραγματικότητα, εκείνη η ήττα στο Μόναχο δεν βύθισε, απλώς, την Ολλανδία στη θλίψη, αλλά την βούλιαξε στη μεταπολεμική κατάθλιψη. Η εισβολή των Ναζί στη χώρα κόστισε στους Ολλανδούς, αν και δεν ήταν ένα από τα έθνη που επλήγησαν τόσο πολύ από την απώλεια του έμψυχου δυναμικού τους, όπως συνέβαινε με χώρες όπως το Βέλγιο και η Γαλλία. Παρ' όλα αυτά, τόσο η φιλοεβραϊκότητα όσο και το γεγονός ότι πριν από εκείνες τις μέρες, που έγιναν χρόνια, η Ολλανδία δεν είχε μετάσχει σε πολέμους και δεν είχε ιδέα από τέτοια καθεστώτα, βρήκαν το πρόσφορο έδαφος για μία χώρα που δεν θα γινόταν να αποκληθεί σκληροπετσωμένη.

Ο τελικός εκείνος, με την ήττα να έρχεται κατά βάση από την ανεμελιά των Ολλανδών, που αντί να ‘σκοτώσουν’ τους Γερμανούς μετά το πέναλτι του Γιόχαν Νέεσκενς στο πρώτο λεπτό τους έκαναν να αγριέψουν με τις πάσες, οι οποίες έμοιαζαν να τους περιγελούν. Πριν την ισοφάριση με το χτύπημα πέναλτι του Πάουλ Μπράιτνερ, οι Ολλανδοί περιγελούσαν τους Γερμανούς.

Αυτό τους αγρίεψε και αρκετές δεκαετίες μετά υπήρχαν ποδοσφαιριστές, όπως ο Τζόνι Ρεπ, που θεωρούν πως αυτό ήταν το κομβικό σημείο του παιχνιδιού και ότι σε εκείνο το διάστημα οι Ολλανδοί έπρεπε να είναι πιο ενεργητικοί. Πολύ πριν ο Γκερντ Μίλερ χρησιμοποιήσει τη μοναδική ιδιοφυΐα του, που καθόρισε για πάντα τι λογίζεται ως αληθινός σέντερ φορ, με το κοντρόλ και τη στροφή γύρω από τον εαυτό του στο 43’, που οι Ρούντι Κρολ και Γιαν Γιόνγκμπλουντ δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν, οι Γερμανοί ειχαν πάρει τον έλεγχο του παιχνιδιού.

Το 'West Side Story', οι Πρόβος και ο ποδοσφαιρικός επαναστάτης

ASSOCIATED PRESS

Όλη η Ευρώπη βίωνε τη μεταπολεμική κατάθλιψη και οι Ολλανδοί δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση. Αντιθέτως, ήταν ο πυρήνας του κανόνα. Για τους μεσήλικες της δεκαετίας του ’60, που βγήκαν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο το μίσος για τους Βρετανούς είχε ριζωθεί εις βάθος. Σχεδόν ταυτοχρόνως, τη δεκαετία του ’60, όλος ο κόσμος έψαχνε για χαρά. Και κυρίως η Ευρώπη.

Τότε, το 1961, παίχθηκε στους κινηματογράφους το ‘West Side Story’. Η ιστορία του, ξεκάθαρα φυλετική και ταξική, άγγιξε όλο τον κόσμο αλλά και το Χόλιγουντ, μια και η σαιξπηρική ιστορία των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς κέρδισε 10 βραβεία Όσκαρ.

Στο Άμστερνταμ δεν υπήρχε, δε, κάτι αξιοσημείωτο. Ο Αλμπέρ Καμύ, που έζησε στην πρωτεύουσα της Ολλανδίας για μερικά χρόνια, έγραψε στο βιβλίο ‘Πτώση’: “Για αιώνες, οι άνθρωποι καπνίζοντας την πίπα τους έβλεπαν την ίδια βροχή να πέφτει στο ίδιο κανάλι. (…) Έχετε προσέξει πως τα ομόκεντρα κανάλια του Άμστερνταμ μιμούνται τη διάταξη των κύκλων της κόλασης; Της κόλασης της μεσαίας τάξης, φυσικά, που πλημμυρίζει από τα άσχημα όνειρα των ανθρώπων”.

Οι Ολλανδοί είχαν παράδοση στην αρχιτεκτονική και τη ζωγραφική, είχαν βγει από τα σπλάχνα τους, άλλωστε, ζωγράφοι του επιπέδου του Ρέμπραντ και του Βαν Γκογκ, αλλά η ζωή ήταν βαρετή. Υπήρχε αναμονή και όταν τα παιδιά που γεννήθηκαν τις απαρχές του baby boom μετέβησαν την εφηβεία, η κατάθλιψη έγινε σχίσμα. Συμπεριφορισιακά, η επιθυμία να ανακαλύψουν μια πιο φωτεινή δίοδο για τη ζωή γινόταν εμφανής. Το ‘West Side Story’ ήταν το αφήγημα. Υπήρχαν κι αυτοί οι νεαροί ενήλικες, που διαμαρτύρονταν τραγουδώντας και χορεύοντας. Κι ενώ συνέβαινε αυτό, το χάσμα με τους μεγαλύτερους, οι οποίοι δεν εκτιμούσαν αυτήν τη μορφή τέχνης, γινόταν ευρύτερο.

Αυτό το αφήγημα στοιχειοθετήθηκε και μέσω των πρώτων συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’60. Δεν είναι υπερβολή η τοποθέτηση ότι οι Beatles άλλαξαν το ρου των πραγμάτων, δημιουργώντας την τάση για επανατοποθέτηση, σχεδόν παντού. Ήταν η δολοφονία του Τζον και του Ρόμπερτ Κένεντι, η λιποταξία του Μοχάμεντ Αλί, οι διαμαρτυρίες του ’68 και η Άνοιξή του σε όλη την Ευρώπη.

Αν οι υπόλοιπες χώρες είχαν ήδη αρχίσει να ξυπνάνε, με τις νέες γενιές να προσπαθούν να πάρουν τα ηνία και την ταξική διαστρωμάτωση να υφίσταται μείζον πλήγμα, η Ολλανδία έφτασε καθυστερημένη στο πάρτι, την ίδια ώρα με την Ιρλανδία. Ωστόσο, δεν άφηνε την ευκαιρία να περάσει ανεκμετάλλευτη. Η αγορά εργασίας άνοιξε, οι νεαροί, ακόμα και στην εφηβική ηλικία, κρατούσαν τα χρήματά τους, οι μουσικές από τα σπίτια ξένιζαν, ο ρυθμός άλλαξε.  

Το 1965, στο Λάιντσπλαϊν, χιλιάδες νέοι φώναζαν ‘θέλουμε τα Μπολγέτς’ μας, αναφερόμενοι σε κάτι σνακ που τρώγονταν για πρωινό. Εκείνη την εποχή, ο Ρόμπερτ Γιάσπερ Γκρούτφελντ αυτοανακηρυσσόντα σε μάγος βουντού, αποδομούσε το κάπνισμα και έπειθε τη νεολαία ότι μαζί του θα περνούσε καλύτερα.

Κι έπειτα ήρθαν οι Πρόβος

Ασπροντυμένοι και ζαβολιάρηδες, ήταν ένα κίνημα νεαρών που είχε αποφασίσει να κάνει προκλητικές φάρσες, ώστε να αναδεικνύει την απέχθειά του απέναντι στα κοινωνικά στερεότυπα, χωρίς, ωστόσο, να κάνει χρήση βίας. Στην Ολλανδία της δεκαετίας του ’60, όμως, το πρόβλημα ήταν ότι αυτό το πολύ λεπτό χιούμορ τους δεν ήταν κατανοητό από τις Αρχές και, αρά, δεν γινόταν αποδεκτό.

Αυτή οι αυτόφωτοι αναρχικοί έδιναν ζωή στο Άμστερνταμ και η παιγνιώδης, σκανδαλιάρικη, φύση τους έφερνε ως απάντηση βία από τους Ολλανδούς αστυνομικούς. Οι οποίοι, μάλιστα, επειδή αποκαλούνταν ‘κοτόπουλα, είχαν γίνει τα... σύμβολα ενός σχεδίου των Πρόβος, που ονομαζόταν 'λευκό κοτόπουλο': θα ήταν υποχρεωμένοι να μοιράζουν φαγητό σε όποιον πεινούσε, κυρίως κοτόπουλο, πορτοκαλάδα στους διψασμένους, ενώ θα μπορούσαν να χαρίζουν αναπτήρα σε εκείνους που είχαν την επιθυμία να καπνίσουν ένα από εκείνα τα τσιγάρα που έχουν, πια, καταστεί ως το πιο κοινό αστείο για εκείνους τους επίδοξους τουρίστες του Άμστερνταμ.

Αυτό το σχέδιο ήταν το μικρό αδελφάκι των ‘λευκών ποδηλάτων’, το οποίο προϋπέθετε δωρεάν ποδήλατα για όλους τους κατοίκους της πόλης. Το αριστούργημά τους ήταν η ‘απειλή’ τους, όταν μαθεύτηκε ότι η πριγκίπισσα της Ολλανδίας, Βεατρίκη, θα παντρευόταν τον Κλάους φον Άμσμπεργκ, ένα Γερμανό αριστοκράτη που είχε θητεία στη... Βέρμαχτ. Από το ότι θα έριχναν LSD στο σύστημα ύδρευσης του Άμστερνταμ στο ότι θα έδιναν ναρκωτικά στα άλογα που επρόκειτο να μεταφέρουν τη Βεατρίκη στην εκκλησία και από το ότι θα έριχναν κοπριά λιονταρίου στο δρόμο που θα βρισκόταν η άμαξα για να τρομοκρατηθούν τα άλογα ως το ότι θα γέμιζαν το ναό που θα γινόταν ο γάμος με αέριο γέλιου, οι Πρόβος συνέχισαν να περιγελούν το κατεστημένο και αυτήν τη φορά απέναντι σε έναν από τους κατακτητές, μόλις 20 και κάτι χρόνια από τη λήξη του Πολέμου, δηλαδή το 1966.

Ξαφνικά, οι Ολλανδοί καθίσταντο πρωτοπόροι σε αυτό το αίσθημα ευθύνης για ένα νέο κόσμο και μάλιστα αγγίζοντας χορδές που δεν αφορούσαν στον αυστηρό κόσμο της πολιτικής, αλλά στην κοινωνική υπόσταση που δίεπε τη συνολική νέα κουλτούρα. Τελικώς, βόμβες καπνού στην οδό Ράντουιστρατ, κατά τη διάρκεια του γάμου, έφεραν τον πανικό για τους αστυνομικούς, που έριξαν νερό στο πλήθος και χρησιμοποίησαν μεθόδους που απειλούσαν τη σωματική ακεραιότητά του. Η τηλεόραση έδειχνε τα επεισόδια, ενώ η πριγκίπισσα παντρευόταν τον αγαπημένο της.

Το πλάνο των Πρόβος ήταν μακρύπνοο και... ουτοπικό. Αλλά ενείχε μία συμβολικότητα για την οποία εκείνη η γενιά, μεγαλώνοντας, θα μπορούσε να είναι περήφανη. Σαν να μην έφταναν αυτά, στον πλανήτη Ολλανδία προσγειώθηκε το φαινόμενο Γιόχαν Κρόιφ. Ένας καταπληκτικός ποδοσφαιριστής, με αντίληψη που τον καθιστούσε ζωγράφο, επιστήμονα και εθνάρχη του ολλανδικού ποδοσφαιρικού έθνους. Ο Κρόιφ ήξερε το ποδόσφαιρο στην ουσία του, ήταν ο αρχιερέας της φύσης του. Από νεαρός, κιόλας, ο Κρόιφ μπορούσε να είναι συγκρουσιακός και να παίζει όλους τους ρόλους εντελώς φυσικά, κάτι που σήμαινε ότι το να βάλεις ταμπέλα στην προσωπικότητά του ήταν αδύνατον.

Η αρχή είχε γίνει από το, νεαρό το 1965, Ρίνους Μίχελς. Η πρώτη ιδέα του Μίχελς, ο οποίος αντικατέστησε τον Βικ Μπάκιγχαμ, τον πρώτο προπονητή που είχε καταλάβει ότι οι πιτσιρικάδες του Άγιαξ μπορούσαν να προσφέρουν κάτι αναζωογονητικό στο ποδόσφαιρο, δεν ήταν αγωνιστική. Έπεισε τον πρόεδρο του ‘Αίαντα’, Γιαπ φαν Πράαγκ, ότι η ομάδα του θα γινόταν πολύ ισχυρή αν οι παίκτες πληρώνονταν. Με αυτήν την κίνηση, οι ποδοσφαιριστές θα μπορούσαν να αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στο ποδόσφαιρο και όχι να πουλούν καπνό, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του αρτίστα -και υποτιμημένου, ασφαλώς λόγω του διαμετρήματος του Κρόιφ- Πίετ Κάιζερ.

Ο ‘Ιπτάμενος Ολλανδός’ δεν ήταν σπουδαίος για το Άμστερνταμ και την Ολλανδία μόνο για αυτά που έκανε εντός αγωνιστικού χώρου. Έγινε σύμβολο της ολλανδικής νεολαίας γιατί έκανε ακριβείς ερωτήσεις και είχε λογικές απαιτήσεις. Αυτό που αντιλαμβανόταν από πιτσιρικάς ήταν ότι η ποδοσφαιρική καριέρα είχε ημερομηνία λήξης και αφού το ποδόσφαιρο ήταν εκείνο που απομυζούσε την ενέργειά του, έπρεπε να εξασφαλιστεί για την καριέρα του.

Ακόμα κι αν ο ίδιος ενεργούσε για τον εαυτό του, οι συμπαίκτες του επωφελούνταν. Ο Κρόιφ ζήτησε να πληρώνονται οι ποδοσφαιριστές από την ομοσπονδία για να παίζουν στην εθνική ομάδα και όταν κατάλαβε πως οι παράγοντες ασφαλίζονταν πριν ταξιδέψουν, ζήτησε να γίνει το ίδιο για εκείνον και τους συμπαίκτες του. Μετά από ένα παιχνίδι με την Τσεχοσλοβακία, στο οποίο αποβλήθηκε, στη δεύτερη, μόλις, συμμετοχή του με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, η ομοσπονδία τον τιμώρησε από παιχνίδια του Άγιαξ και όχι της Εθνικής. Ο Κρόιφ διερωτήθη διαμαρτυρόμενος, για ποιον λόγο τού επεβλήθη αυτή η τιμωρία, μια και ο Άγιαξ ήταν εκείνος που τον πλήρωνε.

Η απόλυτη μελαγχολία

AP

Οι Ολλανδοί είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν σε επίπεδο. Στο λυκαυγές της δεκαετίας του '70 δύο ομάδες τους είχαν κατακτήσει τέσσερα διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών. Η Φέγενορντ το 1970, ο Άγιαξ, ο οποίος είχε ηττηθεί 4-1 από τη Μίλαν στον τελικό του 1969, από το 1971 έως το 1973. Εκείνη η ομάδα διαλύθηκε ουσιαστικά όταν ο Κρόιφ αποφάσισε να φύγει για την Μπαρτσελόνα. Ωστόσο, το Παγκόσμιο Κύπελλο του επόμενου χρόνου ήταν ένας ρεαλιστικός στόχος.

Η Εθνική έφτασε με το ζόρι στη Γερμανία, με το 0-0 στο Άμστερνταμ με το Βέλγιο στις 18 Νοεμβρίου 1973. Ωστόσο, ήταν φαβορί. Δεν ήταν μόνο εκείνοι οι παίκτες του Άγιαξ, αλλά και ο Βιμ φαν Χάνεγκεμ της Φέγενορντ, με τον Ρομπ Ρένσενμπρικ της Άντερλεχτ. Πάνοπλη, ήταν έτοιμη να γίνει πρωταθλήτρια κόσμου. Ήδη η αλλαγή της νοοτροπίας μαζί με την άρτια, αλλά... ψυχαναγκαστική, αρχιτεκτονική είχε δημιουργήσει τους πρώτους κουβάδες ματαιοδοξίας. Και γι’ αυτό ο τελικός εκείνος έγινε η καταδίκη σε ό,τι αφορά την κοινωνική αύρα, το πνεύμα της εποχής. 

Δεκαετίες μετά, οι διεθνείς Δυτικογερμανοί ομολογούσαν ότι απέφευγαν να κοιτάξουν τους Ολλανδούς στα μάτια πριν τον τελικό, διότι δεν ήθελαν να δείξουν ότι είχαν σύνδρομο κατωτερότητας. Αυτό απέβη σωτήριο. Οι ‘οράνιε’ το κατάλαβαν, αλλά δεν το είδαν. Και η υποψία ότι δεν υπήρχε έγινε η κινητήριος δύναμη των Γερμανών.

Όταν ο Τζακ Τέιλορ έδωσε το πέναλτι που κέρδισε ο Κρόιφ στο πρώτο λεπτό, μετά τις 16 πάσες χωρίς ένας Γερμανός να αγγίξει την μπάλα, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ του είπε, "είσαι Άγγλος". Ήταν έμμεση πλην σαφής αναφορά για τη νίκη των Γερμανών στον προημιτελικό του 1970, στην παράταση, 3-2, αλλά και για το γκολ-φάντασμα του Τζεφ Χαρστ στον τελικό του Γουέμπλεϊ, το 1966, 4-2 οι Άγγλοι.

Όταν το παιχνίδι τελείωσε, ο Ολλανδός σχολιαστής, Χέρμαν Κουίπχοφ, είπε μία ατάκα που είναι ιστορική: "Μας ξεγέλασαν πάλι". Ο Κουίπχοφ το αρνούνταν, όποτε ερωτάτο για αυτήν, αλλά οι Ολλανδοί έκαναν τη σύνδεση. Οι παλιότεροι θυμούνταν την υπόσχεση της Γερμανίας, τη δεκαετία του ’30, ότι δεν θα εισέβαλαν στη χώρα, με βάση τους όρους της καλής γειτονίας, και τελικώς την αθέτησή της, η οποία μετράτο με δεκάδες κατσαρόλες ανθρώπινου αίματος. Τώρα, η Δυτική Γερμανία, που έμοιαζε παρτενέρ της Ολλανδίας στον τελικό του Μονάχου, έγινε η ίδια ο ψαράς και το δόλωμα.

Και πέτυχε μία σπουδαία νίκη, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα ενός εχθρού τον οποίο φρόντισε να αφήσει να νικηθεί από τον εαυτό του. Μπορεί στην επιστροφή η ομάδα να αποθεώθηκε και να βραβεύτηκε, ωστόσο η επιστροφή των αναμνήσεων έγινε ένας τυφώνας, 12 Μποφόρ στενοχώριας, που κατέκλυσε τους παλιότερους και, κυρίως, εκείνους που είχαν κάνει τα πάντα για να αλλάξουν την οπτική της χρονικής κατάστασης και των ενδιαφερόντων στη χώρα.

Ο τελικός συμπύκνωνε ό,τι ήλπιζαν, ό,τι φαντάζονταν ότι θα οδηγούσε σε μία ζωή η οποία θα είχε πάθος, μπριο και ταμπεραμέντο. Οι Ολλανδοί, όμως, ηττήθηκαν κατά κόρον. Και μη θέλοντας να παραδεχθούν ότι όσο σπουδαίοι και να ήταν δεν επρόκειτο να γίνουν ποτέ τόσο σημαντική όσο οι γείτονές τους, μπήκαν στην επιθετική λογική που προκύπτει όταν η αυτοκριτική μετατρέπεται σε αυτομαστίγωμα. Ουδείς είναι τόσο σοφός ώστε να μπορεί να κατακρίνει τον εαυτό του χωρίς, προϊόντος του χρόνου, να βρει το φταίχτη που θα του χαρίσει ανακούφιση.

Οι Ολλανδοί έκαναν ακριβώς αυτό. Και τώρα, 45 χρόνια μετά από εκείνο το εξόχως σημαντικό ματς, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι όλες οι ποδοσφαιρικές ψυχρολουσίες, που έχουν και κοινωνικό αντίκτυπο, είναι προϊόν του γκολ του Γκερντ Μίλερ και της δικής τους αλαζονικής αφέλειας. Εκείνο το απόγευμα στο Μόναχο εδραιώθηκε η πελώρια γερμανική σχολή και μία Ολλανδία που το έριξε στην τέχνη, μια και δεν μπόρεσε να είναι τόσο πρακτική όσο χρειαζόταν για να νικήσει.

Πηγή: 'Total Football: Επανάσταση χρώματος πορτοκαλί', Ντέιβιντ Γουίνερ, μετάφραση Χρίστος Χαραλαμπόπουλος

24MEDIA NETWORK