LONGREADS

H πείνα ανάγκασε τον Νανί να πετύχει

Ζούσε με άλλους 9 ανθρώπους, ποντίκια και σαύρες σε ένα δυάρι. Ήταν κάτι που άντεχε. Αυτό που δεν άντεχε ήταν να λιμοκτονεί. Ο Νανί χτυπούσε πόρτες και ζητούσε φαγητό. Ώσπου αναγκάστηκε να βρει λύση. Και έτσι άρχισε η ιστορία του ως ποδοσφαιριστή.

H πείνα ανάγκασε τον Νανί να πετύχει
Ο Νανί πανηγυρίζει την επίτευξη γκολ σε φιλικό αγώνα της Πορτογαλίας, τον Σεπτέμβριο του 2016 AP Photo/Paulo Duarte

Αν διαβάσεις το όνομα ‘Νανί‘ πιθανόν να σου έλθει -αυτόματα- στο μυαλό η φάση την οποία θυμήθηκαν οι followers του ‘Oh My Goal’, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του μέσου -τον περασμένο Δεκέμβρη- να στείλουν ερωτήσεις για τον 33χρονο επιθετικό, εν όψει της συνάντησης που θα είχαν στο Μαϊάμι. Ουκ ολίγοι ανταποκρίθηκαν. Η ερώτηση ωστόσο, ήταν η ίδια: γιατί ‘έκλεψε’ το θρυλικό γκολ του Κριστιάνο Ρονάλντο, στο φιλικό της Πορτογαλίας με την τότε παγκόσμια πρωταθλήτρια, Ισπανία, το 2010. Ήταν η πρώτη συνάντηση των ομάδων, μετά τον αποκλεισμό των Πορτογάλων στους ’16’ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, από τους μετέπειτα πρωταθλητές Ισπανούς.

Στο 36ο λεπτό του αγώνα, ο CR7 ‘νίκησε’ τον Πικέ, απέφυγε τον Τσάβι και ‘κρέμασε’ τους Πουγιόλ και Κασίγιας, πριν εμφανιστεί από το πουθενά ο Νανί και ακυρωθεί το γκολ, καθώς ο τελευταίος ήταν σε θέση offside. Ο Ρονάλντο πέρασε σε κλάσματα δευτερολέπτου, από τον πανηγυρισμό στα σιχτίρια, πριν βγάλει -με μανία- το περιβραχιόνιο του αρχηγού και το πετάξει. Μετά είπε στη Marca ότι ‘μέχρι και οι τυφλοί είχαν δει πως ήταν γκολ. Η μπάλα ήταν μισό μέτρο μέσα από τη γραμμή. Δεν ξέρω αν ήταν σύμπτωση ή όχι. Μόνο ότι ακυρώθηκε ένα από τα καλύτερα γκολ που ‘χω βάλει με την εθνική”.

Ο Νανί είχε σχολιάσει ότι ‘ακούμπησα την μπάλα, γιατί πίστεψα ότι δεν ήμουν offside. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Αφότου βρήκα το χρόνο να σκεφτώ τι έγινε, απολογήθηκα στον Ρονάλντο. Ήταν μια εκπληκτική φάση, την οποία δεν έπρεπε να καταστρέψω’.

Το Μάιο του 2020, σε podcast της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ αποκάλυψε τι ακριβώς είχε πει, εκείνο το βράδυ, στον CR7 εξήγησε κατ’ αρχάς πως “δεν νομίζω πως ο Κριστιάνο εκνευρίστηκε μαζί μου. Θύμωσε με τον διαιτητή, καθώς η μπάλα είχε μπει ήδη στην εστία και ο ρεφ είχε πάρει κακή απόφαση. Φανταστείτε να μην είχε μπει η μπάλα στα δίχτυα. Επίσης, δεν ήμουν offside, όπως μπορείτε να δείτε στο video. Προφανώς, δεν είχα την πρόθεση να του ‘κλέψω’ το γκολ. Του ζήτησα συγγνώμη και για εμένα το γκολ εξακολουθεί να υπάρχει. Απλά χρειάζεται να ‘κόψετε’ το μέρος όπου ακουμπάω εγώ την μπάλα. Ευτυχώς δεν χρειάζεται αυτό το γκολ, για να είναι αυτός που είναι. Έχει βάλει τόσα πολλά και ακόμα απολαμβάνει την καριέρα του“.

Όταν λοιπόν, τον περασμένο Δεκέμβριο ενημερώθηκε από το ‘Oh my goal’ πως υπάρχουν ακόμα πολλοί που εξακολουθούν να αναρωτιούνται τι σκεφτόταν -στο ματς που διεξήχθη το Νοέμβριο του 2010, στη Λισαβόνα- ξεκίνησε με το “δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν τη φάση. Πάντα υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να τη θυμηθεί. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα και αυτό δεν είναι δικαιολογία. Όταν είδα ξανά τη φάση, κατάλαβα πόσο μεγάλο λάθος είχα κάνει. ‘Σκότωσα’ ένα από τα πιο ωραία γκολ, αλλά πιστεύω πως ο Κριστιάνο δεν το χρειάζεται. Είχε τόσα άλλα από τα οποία μπορεί να διαλέξει. Αυτό δεν αλλάζει ότι ‘σκότωσα’ ένα ωραίο γκολ, σε εκείνο το φανταστικό ματς με την Ισπανία (οι Πορτογάλοι νίκησαν 4-0). Το γκολ όμως, υπάρχει. Δεν ήμουν offside και η μπάλα είχε περάσει τη γραμμή“. Και πώς αντέδρασε ο Κριστιάνο; “Του εξήγησα πως έκανα λάθος. Ότι θα έπρεπε να τραβήξω προς τα πίσω το κεφάλι μου. Αλλά ήμουν τόσο ενθουσιασμένος και η ταχύτητα των γεγονότων ήταν τέτοια που ακούμπησα την μπάλα, ενώ είχε μπει στα δίχτυα. Κανείς όμως, δεν θα το καταλάβει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όλοι θα συνεχίσουν να λένε πως ‘σκότωσα’ το γκολ του Κριστιάνο. Όπως όμως, είπα, δεν χρειάζεται αυτό το γκολ.

“Ο Κριστιάνο έχει τα πάντα στη ζωή του, έχει κερδίσει τα πάντα. Δεν έκρινε δηλαδή, αυτό το γκολ το αν είναι ο καλύτερος στον κόσμο. Προφανώς και λυπάμαι που ‘χάλασα’ ένα τόσο όμορφο γκολ. Θα ξαναπώ όμως, ότι δεν ήμουν offside (γελάει).

Ο Νανί είναι πολλά περισσότερα από αυτό το κακό timing

Ο, γεννημένος στις 17 Νοεμβρίου του 1986, Luís Carlos Almeida da Cunha είχε πάει από την Σπόρτινγκ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, για 25.000.000 ευρώ το 2007. Έμεινε εκεί έως το 2015 και πήρα τα πάντα. Ακολούθησε η Φενέρμπαχτσε (2015-16), η Βαλένθια (2016-18, μεσολάβησε ο δανεισμός στη Λάτσιο), η επιστροφή εκεί όπου ξεκίνησαν όλα (Σπόρτινγκ, 2018) και το ταξίδι στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, για τους Orlando City. Και όλα αυτά γίνονταν παράλληλα με τις περισσότερες από 100 συμμετοχές, με την εθνική Πορτογαλίας.

Προφανώς και έχει ‘μαλλιάσει’ η γλώσσα του να λέει τα ίδια και τα ίδια εδώ και δέκα χρόνια. Και μάλλον για αυτό ο 33χρονος έκρινε πως έχει έλθει η ώρα να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον. Σε κάτι που ‘χει μεγαλύτερη σημασία. Σε μια πραγματικότητα της ζωής του, που αφορά και πολλούς περισσότερους ανθρώπους αυτού του πλανήτη. Δέχθηκε την πρόσκληση που του απηύθυνε το The Players’ Tribune και μοιράστηκε ιστορίες που όπως γράφει στον τίτλο ‘δεν έχω ξαναπεί’.

“Η όλη ιστορία ξεκίνησε, γιατί πεινούσαμε. Μια μέρα, όταν ήμουν πολύ νέος, πείστηκα πως ο Θεός με έχει διαλέξει για να γίνει ποδοσφαιριστής. Ζούσα με τη μητέρα μου και τα οκτώ αδέλφια μου, σε ένα δωμάτιο. Το πάτωμα ήταν γεμάτο τρύπες, γεμάτο ποντίκια και σαύρες. Δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Παλεύαμε για τη ζωή μας. Αλλά τότε, ένας από τους μεγαλύτερους αδελφούς μου είχε μια ιδέα για το πώς θα μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε δωρεάν φαγητό. Πριν σας πω τι έγινε, υποθέτω πως πρέπει να εξηγήσω πώς καταλήξαμε στο να ζούμε έτσι. Λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν ήμουν επτά, μέναμε σε ένα ξύλινο σπίτι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου. Η οροφή είχε διαρροή και την καλύπταμε με πλαστικό, όταν έβρεχε.

Μια μέρα, ο πατέρας μου είχε μαζέψει αρκετά λεφτά για να φτιάξει ένα μεγαλύτερο σπίτι, από τα κατάλληλα υλικά. Πριν όμως, καταφέρει να το τελειώσει, έκανε ένα ταξίδι στο Πράσινο Ακρωτήρι -από όπου είναι οι γονείς μου. Νόμισα πως θα πάει εκεί για λίγες εβδομάδες. Είχαν περάσει μήνες και δεν είχε γυρίσει. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Είχε πολλούς γιους εκεί, οπότε σκεφτόμουν πως τους επισκέπτεται. Το μόνο που ήξερα ήταν πως τον αγαπούσα πάρα πολύ, για να του θυμώσω.

Η απουσία του έκανε δύσκολη τη ζωή της μητέρας μου και τη δική μου. Η μητέρα μου είχε τέσσερις κόρες και πέντε γιους -ήμουν ο μικρότερος. Είχε πολλά παιδιά να φροντίσει. Ζούσαμε σε μια ήρεμη γειτονιά της Αμαδόρα, έξω από τη Λισαβόνα. Πέντε λεπτά μακριά μας ήταν -κυβερνητικές- εργατικές κατοικίες Santa Filomena, όπου συνέβαιναν πολλά άσχημα. Υπήρχαν πολλές διαφορετικές κουλτούρες μαζεμένες (Πράσινο Ακρωτήρι, Αγκόλα, Αθίγγανοι) και συχνά τσακώνονταν. Έβλεπα συχνά αστυνομικούς και ασθενοφόρα. Άκουγα πολλές φήμες για ανθρώπους που ‘χαν δεχθεί σφαίρα. Η μητέρα μου δεν φοβήθηκε ποτέ. Αν κάποιος τολμούσε να με αγγίξει, θα τον καταδίωκε. Την αποκαλούσαμε mãe galinha (mother chicken). Τόσο προστατευτική ήταν.

Έκανε τα πάντα για να μας ταΐσει. Ήταν τραγουδίστρια. Δούλευε σε εστιατόριο και στην πυροσβεστική. Η καταπόνηση ήταν πολύ έντονη και κάποια στιγμή βρήκε άλλον άνδρα. Μέναμε ακόμα στο μεγάλο σπίτι που είχε  αρχίσει να φτιάχνει ο πατέρας μου. Αλλά ο νέος της σύντροφος δεν ήθελε να μένει εκεί. Ήθελε να μείνει στο δικό του σπίτι, που ήταν πολύ χειρότερο. Από τη στιγμή που δεν θέλαμε να χωριστούμε, πήγαμε όλοι εκεί. Δέκα άνθρωποι βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε ένα δωμάτιο, ένα σαλόνι, μια κουζίνα και μια τουαλέτα. Κοιμόμουν στον καναπέ.

Κάποια στιγμή, οι σαύρες και τα ποντίκια έγιναν κάτι το συνηθισμένο για εμάς. Όταν είσαι παιδί, είναι απίστευτο το πόσο εύκολα μπορείς να προσαρμοστείς. Το μόνο πράγμα που δεν συνηθίσαμε ποτέ ήταν η πείνα.

Η πείνα δεν μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Κάποιοι λένε ‘κοιτάξτε αυτά τα φτωχά παιδιά στην Αφρική’. Ναι, μπορεί να τα βλέπεις να λιμοκτονούν, αλλά δεν το ζεις. Δεν ξέρεις πώς είναι. Προσπάθησε να το νιώσεις, όταν το στόμα σου είναι ξερό, όταν το στομάχι σου ουρλιάζει, όταν ο πόνος στο σώμα είναι τόσο έντονος που αναρωτιέσαι αν κόβει κάτι το δέρμα σου ή αν είναι μια συνθήκη που πρέπει να συνηθίσεις. Είχα πολύ συχνά αυτό το αίσθημα. Υποθέτω το μόνο καλό πράγμα με την πείνα, είναι ότι σε πιέζει να βρεις λύσεις.

Μια μέρα, ένας από τους αδελφούς μου, ο Πάουλο Ρομπέρτο, είχε μια ιδεά. Νομίζω ήμουν 10 χρόνων. Ο αδελφός μου ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος και είχε πάρει τη θέση του πατέρα μας. Μου είχε μάθει τα πάντα. Τότε μου είπε ‘γιατί δεν πάμε στην πλούσια μεριά της Λισαβόνας, να ζητήσουμε φαγητό;’. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να το κάνουμε αυτό. Δεν μπορούσε να είναι τόσο εύκολο. Αλλά ο Πάουλο ήξερε ανθρώπους που τους περίσσευε το φαγητό και είχε δίκιο. Είχα ενθουσιαστεί. Μας έδωσαν ψωμί, σούπα και μπισκότα. Κάποιοι μας κάλεσαν και μέσα στο σπίτι τους. Άλλοι μας έδωσαν χρήματα να αγοράσουμε το δικό μας φαγητό. Μέχρι που κάναμε νέους φίλους. Πιστεύω μας συμπάθησαν, γιατί είχαμε επιλέξει να μην κλέψουμε κάτι. Είχαμε ζητήσει. Ήμασταν ειλικρινείς.

Μια μέρα ο Πάουλο και εγώ παίζαμε ποδόσφαιρο, όταν εντοπίσαμε μια Pizza Hut. Όταν ζητήσαμε φαγητό, είπαν πως δεν είχαν τίποτα. Όπως φεύγαμε, μας πλησίασε μια γυναίκα. Μας είπε να περιμένουμε. Δυο λεπτά αργότερα, ήλθε κοντά μας με μια φρέσκια πίτσα. Ήταν απίστευτα καλή. Αν δεν έχετε γνωρίσει την πραγματική πείνα, θα πιστεύετε πως υπερβάλλω. Αν την έχετε ζήσει, καταλαβαίνω πως λέω την αλήθεια, όταν λέω πως ακόμα μπορώ να αισθανθώ τη γεύση αυτής της πίτσας.

Η γυναίκα μας ρώτησε τι κάναμε. Ο αδελφός μου της εξήγησε πως παίζαμε ποδόσφαιρο. Και τότε, για λόγο που δεν ξέρω ποιος είναι, μας ζήτησε να επιστρέψουμε την επόμενη. Ήθελε να μας δει να παίζουμε. Οπότε επιστρέψαμε. Μόλις είδε τον αδελφό μου, είπε ‘είσαι πολύ καλός. Άκου. Έχω έναν φίλο που είναι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ίσως μπορεί να σε βοηθήσει’. Ο φίλος της ήταν ο Μάρκο Αουρέλιο. Σύντομα κανόνισε να πάει ο Πάουλο για προπόνηση στην Σπόρτινγκ. Έτσι, ο αδελφός μου, ο οποίος είχε ζητήσει μια πίτσα, κατέληξε στο να δοκιμάζεται σε ένα από τα μεγαλύτερα clubs της Πορτογαλίας. Δεν ήταν κι άσχημα. Ήταν ευκαιρία ζωής. Όταν ήλθε η ώρα να πάει για την προπόνηση, καθυστέρησε ένα μήνα. Όχι μια ώρα ή 20 λεπτά, αλλά ένα μήνα.

Ιδού τι έγινε: ο Πάουλο ήταν διαφορετικός από εμένα. Ήταν καλύτερος παίκτης, χωρίς αμφιβολία, αλλά το κεφάλι του σκεφτόταν λάθος. Είχε αποκτήσει ήδη κάποιους κακούς φίλους και είχε αρχίσει το κάπνισμα. Αφότου απέτυχε να εμφανιστεί στην ώρα του, πήγε για προπόνηση στη Σπάρτα Ρότερνταμ, της Ολλανδίας. Δεν είχε όμως, ποτέ την αφοσίωση που χρειάζεται, για να γίνει επαγγελματίας. Όταν ανακάλυψα πως έχασε την ευκαιρία να υπογράψει στην Σπόρτινγκ, διαπίστωσα πως ο Θεός είχε διαλέξει εμένα να στηρίξω την οικογένεια -με το να γίνω ποδοσφαιριστής.

Πήγε με σκαρπίνι στην πρώτη προπόνηση της ζωής του

Όλοι οι αδελφοί μου υπολείπονταν σε κάτι, προκειμένου να μπορούν να μείνουν στο σωστό το δρόμο. Πειθαρχία, αφοσίωση, θετικότητα. Για κάποιο λόγο, εγώ τα είχα. Είμαι πεπεισμένος πως ο Θεός έβαλε στο δρόμο μου τους σωστούς ανθρώπους. Ο πρώτος ήταν ο Σαμπίνο, ο καλύτερος φίλος μου, ο οποίος με κάλεσε στην πρώτη προπόνηση της ζωής μου, όταν ήμουν 7. Θυμάμαι είχα πάει σπίτι να βρω κάτι να βάλω. Είχα φορέσει σορτς για τρέξιμο, τζιν, πουκάμισο και ένα ζευγάρι δερμάτινα παπούτσια -από αυτά που φοράς για να πας σε πάρτι. Βγήκα έτσι ντυμένος, στη βροχή. Ο Σαμπίνο μου ‘χε πει να πάρω το τρένο, αλλά δεν είχα χρήματα. Οπότε έτρεξα μέχρι το γήπεδο. Όταν έφτασα, έβγαλα το τζιν, έμεινα με το σορτς και όλα τα άλλα παιδιά άρχισαν να με κοροϊδεύουν. Αρχίσαμε να παίζουμε και δεν ήταν εύκολο -στο βρεγμένο γήπεδο. Παρ’ όλα αυτά, πέρασα πολλούς παίκτες, σούταρα και ΜΠΟΥΜ, έβαλα γκολ. Μετά το ξαναέκανα. Σε κάποιο σημείο, με έπιασε από το χέρι ο κόουτς και μου είπε ‘συγγνώμη; Ποιος είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;’. Του απάντησα ‘έτρεξα και ήλθα’. Μου ζήτησε να πάω και την επομένη. Μου υποσχέθηκε ότι θα μου δώσει κατάλληλο εξοπλισμό.

Ο δεύτερος σημαντικός άνθρωπος της ζωής μου ήταν ο Μουσταφά. Θυμάστε που σας έλεγα για τις εργατικές κατοικίες; Στη μέση της διαδρομής από το σπίτι μου για αυτές, υπήρχε ένα γήπεδο όπου μπορούσε να παίξει ο καθένας. Ο Μουσταφά ήταν ένας μεγάλος άνδρας, από την Αφρική. Πάντα κοιτούσε τα παιδιά να παίζουν από το παράθυρο του διαμερίσματος του, που ήταν δίπλα στο γήπεδο. Συχνά ερχόταν κοντά μας, για να μας δείξει πώς να κάνουμε σωστά αυτά που κάναμε. Πολλά παιδιά δεν τον ήθελαν στο χώρο. Εγώ ήθελα να μάθω από εκείνον. Ήξερε πολλά. Ποτέ δεν με φώναξε Νανί -παρατσούκλι που μου ‘κόλλησε’ μια από τις αδελφές μου, γιατί πίστευε ότι ακούγεται χαριτωμένο. Πάντα με αποκαλούσε Λουίς. Κάποια στιγμή διάλεξε κάποια παιδιά και έφτιαξε ομάδα. Σύντομα άρχισε να διοργανώνει παιχνίδια, μεταξύ των κοινοτήτων της γειτονιάς. Ήταν τόσο δύσκολα. Ευτυχώς, ο αδελφός μου, μου είχε μάθει πώς να επιβιώνω στους δρόμους. Ήταν τεράστιος. Έκανε πολλούς να κλαίνε. Μια φορά ένας τύπος προσπάθησε να με φοβίσει. Το είπα στον αδελφό μου. Πήγε να τον βρει και τον χαστούκισε. Ήταν αυστηρός και με εμένα. Αν έκανα κάτι που ήταν λάθος, με χτυπούσε. Θα είχα χαθεί χωρίς εκείνον. Με βοήθησε να μείνω μακριά από τα άσχημα πράγματα -αυτά στα οποία δεν κατάφερε να αντισταθεί ο ίδιος.

Όταν ήμουν 10, δεν κάπνιζα όπως πολλά άλλα παιδιά. Έπαιζα για τη Ρεάλ Μασαμά. Αυτή η ομάδα ήταν επίσης, ευλογία. Έπαιρνα το τρένο, χωρίς εισιτήριο και όταν με έπιαναν οι ελεγκτές, έλεγα πως δεν θα το ξανακάνω. Αυτό γινόταν διαρκώς, ώσπου οι προπονητές μου έδωσαν χρήματα για να αγοράσω εισιτήριο. Μου έδωσαν και φαγητό, γιατί ήξεραν πως δεν τρώμε πολύ στο σπίτι. Κάποιοι συμπαίκτες μου, μου έδωσαν ρούχα. Άλλοι με άφηναν να μένω σπίτι τους, για μια εβδομάδα. Κάποια στιγμή η οικογένεια μου μετακόμισε από το σπίτι που ‘χε ποντίκια. Αλλά δεν με ένοιαζε πια, κάτι άλλο από το ποδόσφαιρο.

Είχα εμμονή. Σηκωνόμουν στις 7 για να κάνω σπριντ. Μετά πήγαινα στο γήπεδο για σουτ -με το δεξί και το αριστερό. Σύντομα έγινα τόσο καλός που με ήθελαν μεγάλοι σύλλογοι. Αλλά δεν γινόταν τίποτα. Το 2003, όταν ήμουν 16 ένας φίλος μου είπε πως θα έπρεπε να αλλάξω στόχο, γιατί οι Μπενφίκα και Σπόρτινγκ δεν συνήθιζαν να υπογράφουν παιδιά που ήταν 17 χρόνων. Είχε δίκιο. Διένυα μια πολύ καλή σεζόν με την ομάδα μου. Είχα βάλει 22 γκολ. Πριν το τελευταίο παιχνίδι της χρονιάς, ένας προπονητής που ήξερα κανόνισε να πάω σε προπόνηση της Μπενφίκα. Μετά τη διαδικασία, ένας από τους προπονητές μου είπε να μεταφέρω στον κόουτς στη Ρεάλ Μασαμά το μήνυμα ότι πρέπει να παίξω την Κυριακή, γιατί θα ερχόταν να με δει κάποιος από την Μπενφίκα. Είχα κατενθουσιαστεί.

Το θέμα ήταν πως είχαμε ήδη πάρει τον τίτλο και ο προπονητής μου ήθελε να βάλει στο φινάλε, παιδιά που δεν είχαν μεγάλο χρόνο συμμετοχής. Δέχθηκε να με χρησιμοποιήσει στο πρώτο ημίχρονο. Εκείνη την ημέρα είχα πολύ άγχος. Δεν μου ‘έβγαινε’ τίποτα. Τρία λεπτά πριν την ανάπαυλα, πήρα την μπάλα στο κέντρο. Πέρασα όλους τους παίκτες και μετά ‘χόρεψα’ γύρω από τον τερματοφύλακα και σκόραρα. Όλοι στις εξέδρες σηκώθηκαν για να χειροκροτήσουν. Σκέφτηκα πως αυτό το γκολ θα με είχε σώσει. Όταν τελείωσε ο αγώνας, έμαθα ότι δεν είχε εμφανιστεί στο γήπεδο κάποιος εκπρόσωπος της Μπενφίκα. Ένιωσα ‘διαλυμένος’. Έχασα την όρεξη μου. Κάποιες μέρες μετά, δέχθηκα πρόσκληση για προπόνηση στην Σπόρτινγκ. Και ευχαρίστησα το Θεό.

Πάντα ένιωθα πως υπάρχει κάποιος που με προσέχει. Σαν να ‘χε ακουμπήσει ο Θεός τα χέρια του στους ώμους μου. Ακόμα και στα χειρότερα μου, κάποιος με κάλυπτε“.

Στο ‘γράμμα’ εξηγεί πως στην αρχή μοίραζε το χρόνο του μεταξύ της Μπενφίκα και της Σπόρτινγκ -και οι δύο τον κάλεσαν για δοκιμαστικά, όπως και οι δύο τον κάλεσαν για την προετοιμασία της σεζόν 2003-04. Τελικά υπέγραψε στην Σπόρτινγκ, το καλοκαίρι του 2003 “και όλα τα οικονομικά μου προβλήματα τακτοποιήθηκαν. Είχα και λεφτά να πάω στο Πράσινο Ακρωτήρι και να βρω τον πατέρα μου -ο οποίος είχε θέματα με τα χαρτιά του και δεν μπορούσε να γυρίσει στην Πορτογαλία. Του το έλυσα.

Έγινε συγκάτοικος του Κριστιάνο Ρονάλντο

Το επόμενο πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να πάρει 20 κιλά. “Πέρασα τα δυο επόμενα χρόνια στο γυμναστήριο, για να εξελιχθώ σε εξτρέμ με ικανότητες και δύναμη“. Το 2005 προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα. Δυο χρόνια μετά τον ήθελαν κάποιοι από τους καλύτερους συλλόγους. Ο ατζέντης του, Χόρχε Μέντες του είχε κυκλώσει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Είχε μιλήσει με τον Sir Άλεξ Φέργκιουσον και του είχε πει πως ήθελε να κάνει με τον Νανί τη δουλειά που είχε κάνει με τον Κριστιάνο Ρονάλντο.

Πριν το καταλάβω, έψαχνα σπίτι στην πόλη, ώσπου ο ατζέντης μου με ρώτησε αν είχα πρόβλημα να μείνω με τον Κριστιάνο“. Δεν είχε. Μαζί τους έμεινε και ο Άντερσον. “Ήμασταν όλοι νέοι και μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Περνούσαμε πολύ ωραία. Ο Κριστιάνο είχε πισίνα, τραπέζι του πινγκ πονγκ, γήπεδο τένις. Κάθε μέρα διαγωνιζόμασταν σε κάτι. Ο Κριστιάνο δεν μπορούσε ποτέ να δεχθεί την ήττα. Μα ποτέ“. Εξηγεί πως έμαθε πολλά από εκείνον. “Έως ότου φύγω από αυτό το σπίτι, για να πάω σε δικό μου, είχα γίνει αλλεργικός στην ήττα“.

Το σπίτι που πήρε χωρούσε όλη του την οικογένεια. Που κάποια στιγμή έφυγε. “Και όλα έγιναν σκοτεινά. Δεν ήθελα να σηκώνομαι από το κρεβάτι. Δεν ξέρω γιατί αισθανόμουν έτσι. Ίσως γιατί σκοτείνιαζε νωρίς; Ή το σπίτι ήταν πολύ παλιό; Ή πολύ μεγάλο; Ή γιατί για πρώτη φορά στη ζωή μου έμενα μόνος. Δεν ξέρω το λόγο που ένιωσα να φοβάμαι τόσο πολύ”. Φοβόταν και στο γήπεδο “γιατί το επίπεδο ήταν πολύ υψηλό. Αλλά ήμουν βέβαιος πως θα μάθω γρήγορα όσα χρειαζόμουν”.

Παραδέχθηκε πως ξέσπασε και σε κλάματα, σε μια περίοδο που δεν έπαιζε καλά και τον έβριζε ο κόσμος. “Σήμερα ξέρω πως κάποιοι άνθρωποι δεν με καταλαβαίνουν, γιατί πάντα δείχνω τα συναισθήματα μου. Αλλά θέλω να είμαι έτσι. Δεν θέλω να αλλάξω το ποιος είμαι.

Ξέρετε, οι άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και μετά αποκτούν τα πάντα, συνήθως αλλάζουν. Χάνουν το δρόμο. Εγώ είχα πει στον εαυτό μου ‘την ημέρα που θα ξεχάσεις ποιος είσαι πραγματικά, θα ‘χεις τελειώσει’. Ακόμα είμαι εκείνο το παιδί που κοιμόταν με τα ποντίκια και τις σαύρες. Το επτάχρονο που πήγε στην προπόνηση με πουκάμισο και δερμάτινα παπούτσια. Αυτό που χτυπούσε πόρτες και ζητούσε φαγητό. Και νιώθω ευγνώμων για όλα αυτά, γιατί μου έδωσαν μια καριέρα που είναι φανταστική έως τώρα. Ήταν μακρύς ο δρόμος, αλλά ο Θεός είχε σχεδιάσει κάθε βήμα. Υπήρχαν πολλές συμπτώσεις, για να πιστέψω πως όλα έγιναν τυχαία“.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ