LONGREADS

Γάιδαρος, μαρούλι, αστακός: τα πιο παράξενα παρατσούκλια στο ποδόσφαιρο

Πώς γεννήθηκαν τα παρατσούκλια των παικτών στο ποδόσφαιρο, η επιρροή των ταυρομαχιών, οι πηγές έμπνευσης στη δημιουργία τους, χαρακτηριστικά παραδείγματα από όλο τον κόσμο και η ξεχωριστή περίπτωση της Αργεντινής.

Γάιδαρος, μαρούλι, αστακός: τα πιο παράξενα παρατσούκλια στο ποδόσφαιρο
Μαραντόνα, Ντι Στέφανο, Μέσι. AP

Υπάρχουν ονοματεπώνυμα στο ποδόσφαιρο, όπως για παράδειγμα το Ραφαέλ Μορένο Αρανθάντι, που όταν τα ακούσουμε, δε σημαίνουν απολύτως τίποτα, δε μας θυμίζουν το παραμικρό. Όταν κάνουμε και την απαραίτητη αναζήτηση στο διαδίκτυο, διαβάζουμε συνήθως δίπλα σε αυτά, το κλασικό “πιο γνωστός ως…”. Στην περίπτωσή μας, το Ραφαέλ, αλλά και τα δυο επίθετα, Μορένο και Αρανθάντι, έμειναν στη σκιά του “μύθου” που δημιουργήθηκε και συνεχίζει να είναι γνωστός ως “Πιτσίτσι”. Αναφερόμαστε φυσικά στον θρυλικό σκόρερ της Αθλέτικ Μπιλμπάο στις πρώτες δεκατίες του 20ου αιώνα (1910-1922), που εδώ και χρόνια έχει δώσει το όνομά του, ή μάλλον πιο σωστά, το παρατσούκλι του, στο βραβείο του πρώτου σκόρερ της ισπανικής Λίγκας.

Ονομασίες σαν αυτή του Pichichi, έχουν μείνει γραμμένες στη συλλογική μνήμη, δίνοντας “ταυτότητα” στους παίκτες-είδωλα των φιλάθλων, σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές, από τότε που γεννήθηκε το ποδόσφαιρo. Πότε όμως ξεκίνησαν οι ποδοσφαιριστές να έχουν παρατσούκλια και γιατί αυτή η συνήθεια συνεχίζεται μέχρι σήμερα; Ποιος ήταν αυτός που τα ανακάλυψε; Και το να έχει κάποιος ένα παρατσούκλι, σημαίνει αυτό αυτόματα ότι ο κάτοχός του είναι τόσο πετυχημένος, ώστε να καθιερωθεί στη συνείδηση των φιλάθλων με κάποιο άλλο όνομα, πέραν του κανονικού δικού του ονοματεπώνυμου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις το σημερινό κείμενο.

ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ο Χουάν Μπελμόντε, θρυλικός Ισπανός ταυρομάχος.

Τα παρατσούκλια φυσικά προϋπήρχαν του ποδοσφαίρου και στο ξεκίνημα του αθλήματος, πολλοί παίκτες, κυρίως στις επαρχιακές ομάδες, ήταν γνωστοί με τα δικά τους, χωρίς όμως αυτά να έχουν άμεση σχέση με την ποδοσφαιρική ιδιότητα των κατόχων τους. Τα παρατσούκλια ξεκίνησαν να έχουν ως πηγή έμπνευσής τους το ποδόσφαιρο, όταν αυτό άρχισε να γίνεται δημοφιλές στις λαϊκές μάζες στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα. Οι σχετικές μελέτες που έχουν γίνει, δείχνουν ότι η συστηματική δημιουργία και χρήση αυτών των “ψευδώνυμων”, προέρχεται από την Ισπανία, εκεί όπου οι φίλαθλοι θέλησαν να αντιγράψουν μια πολύ συνηθισμένη πρακτική που εφαρμοζόταν στο άλλο λαϊκό θέαμα της εποχής, τις ταυρομαχίες.

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ταυρομάχοι στην Ισπανία, αλλά και στη Λατινική Αμερική, την Πορτογαλία και τη νότια Γαλλία, είχαν το δικό τους παρατσούκλι. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, ήταν ο Αντόνιο Καρμόνα el Gordito (ο χοντρούλης), ο Ραφαέλ Μολίνα Lagartijo (η σαύρα), ο Ραφαέλ Γόμεθ el Gallo (ο κόκορας), ο Ροδόλφο Γκαόνα el Califa de León (ο χαλίφης της Λεόν) και ο Χουάν Μπλεμόντε el Pasmo de Triana (ο καταπληκτικός της Τριάνα). Σύμφωνα με τον ιστορικό Χοσέ Ιγνάθιο Κορκέρα, αρκετοί χρονικογράφοι της εποχής, θέλοντας να μιμηθούν τις περιγραφές των ταυρομαχιών και να προσδώσουν μεγαλύτερο συναίσθημα στο ποδόσφαιρο, άρχισαν να δίνουν παρατσούκλια στους παίκτες.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ

Ο Ρικάρδο Θαμόρα, τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης.

Τα πρώτα παρατσούκλια ήταν κυρίως επαινετικά και είχαν ως σκοπό να τονίσουν κάποια συγκεκριμένη αρετή του παίκτη ή να “περιγράψουν” αποθεωτικά τη συνολική του παρουσία στο γήπεδο. Έτσι λοιπόν, στις δεκαετίες του ’20, του ’30 και του ’40, “γεννήθηκαν” παρατσούκλια που έδιναν υπερφυσικές ιδιότητες στους κατόχους τους, όπως για παράδειγμα ο El Divino (θεϊκός) Θαμόρα και ο Bala Roja (κόκκινη σφαίρα) Γκοροστίθα, επωνυμίες που τους ακολούθησαν σε όλη τη ζωή τους. Ή όπως ο El Hombre Langosta (ο άνθρωπος αστακός) Σαμιτιέρ και ο El Conde (ο κόμης) Πάθος, επωνυμίες που όταν οι παίκτες σταμάτησαν την αγωνιστική δράση, ξεχάστηκαν. Όπως ήταν φυσικό, η συνήθεια αυτή γρήγορα ξέφυγε από τα σύνορα της Ισπανίας.

Όταν η Εθνική Ισπανίας νίκησε το 1949 την αντίστοιχη της Γαλλίας 1-5 μέσα στο Παρίσι, την επόμενη μέρα οι Γάλλοι δημοσιογράφοι αποκάλεσαν στα άρθρα τους, τους χαφ Πουτσόλ και Γκονθάλβο ΙΙΙ, ως “les blondes merveilleux”, δηλαδή “οι υπέροχοι ξανθοί”. Αλλά τα παρατσούκλια δεν προέρχονταν μόνο από τους φίλαθλους ή τους δημοσιογράφους. Ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, από τις μεγαλύτερες μορφές των ισπανικών γραμμάτων του περασμένου αιώνα (ποιητής και μέλος της περίφημης γενιάς του ’27), εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ παρακολουθώντας το 1928 τον τελικό του Κυπέλλου ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και τη Ρεάλ Σοθιεδάδ στο Σανταντέρ (3-1), ώστε έγραψε ένα ποίημα αφιερωμένο στον τερματοφύλακα της Μπάρσα, Φέρεντς Πλάτκο, στον οποίο αναφερόταν ως η “ξανθιά αρκούδα από την Ουγγαρία” (Oso rubio de Hungría).

ΓΝΩΣΤΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΩΝ

Ο Αλφρέδο ντι Στέφανο με τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ. OLÉ

Ένα παρατσούκλι το οποίο χάριν συντομίας, περιορίστηκε τελικά από τους φίλαθλους στο απλό “oso” (αρκούδα) και είναι από τα ελάχιστα, για τα οποία γνωρίζουμε την προέλευσή του. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, πριν γίνουν δημοφιλείς οι ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές μεταδόσεις των αγώνων, είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που ξέρουμε τον δημιουργό του εκάστοτε ψευδώνυμου, όσο γνωστός και αν ήταν ο παίκτης στον οποίο αναφερόταν. Μια από αυτές τις εξαιρέσεις, είναι ο αργεντίνος δημοσιογράφος Ρομπέρτο Νόιμπεργκερ, ο οποίος, εμπνευσμένος από την ταχύτητα και το χρώμα των μαλλιών του Αλφρέδο Ντι Στέφανο, τον ονόμασε “la saeta rubia”, δηλαδή “η ξανθιά σαΐτα”.

Ο Νόιμπεργκερ έδωσε το παρατσούκλι στον Ντι Στέφανο, πριν αυτός έρθει στην Ευρώπη για να αγωνιστεί στη Ρεάλ Μαδρίτης. Όμως παίκτης και προσωνυμία ταυτίστηκαν τόσο πολύ, ώστε το 1956 ο Ντι Στέφανο πρωταγωνίστησε σε μια ισπανική κινηματογραφική ταινία που είχε τον ίδιο τίτλο, δηλαδή “Saeta Rubia”! Αργότερα, τη σκυτάλη πήραν Ισπανοί δημοσιογράφοι που δούλευαν είτε στο ραδιόφωνο, είτε στην τηλεόραση και άρχισαν να δημιουργούν παρατσούκλια για παίκτες, αφήνοντας τη φαντασία τους να καλπάσει. Ένας από τους πιο γνωστούς, ήταν ο Έκτορ Δελ Μαρ, με καταγωγή από την Αργεντινή, ο οποίος έφτασε στη Μαδρίτη τη δεκαετία του ’70, κάνοντας αρχικά μεταγλωττίσεις για ξένες ταινίες.

Ο Λουίς Αρκανάδα, τερματοφύλακας της Ρεάλ Σοθιεδάδ.

Στη συνέχεια μεταπήδησε στο ραδιόφωνο, όπου έγινε γνωστός για το τελείως ξεχωριστό του στιλ στις μεταδόσεις, αλλά και για τα ατελείωτα παρατσούκλια που δημιούργησε για παίκτες. Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Pulpo (χταπόδι) Αρκονάδα, ο Hacha Brava (γενναίο τσεκούρι) Μπενίτο, ο Pantera Rosa (ροζ πάνθηρας) Σανάμπρια, ο Cámara Lenta (σε αργή κίνηση) Ντελ Μπόσκε, ο Vendaval (θύελλα) Κίνι και ο Tarzán (Ταρζάν) Μιγκέλι. Ελάχιστοι είναι αυτοί που μπόρεσαν να φτάσουν τον Δελ Μαρ σε φαντασία και παραγωγικότητα τέτοιων προσωνυμιών, ένας από τους οποίους υπήρξε ο Αντρές Μόντες, θρυλικός παρουσιαστής αγώνων του ΝΒΑ, που μετά μεταπήδησε στο ποδόσφαιρο.

Ο Μόντες είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στην El País το 2009, λίγο πριν το θάνατό του, ότι “το να δημιουργείς παρατσούκλια”, είναι αποκλειστικά θέμα αυτοσχεδιασμού της στιγμής, δεν έχει νόημα να το σκέφτεσαι στο σπίτι σου ή να το μελετάς. Για να έχει αξία, πρέπει να σου έρθει την ώρα που περιγράφεις και εκεί που δεν το περιμένεις”. Από την άλλη, ο συγγραφέας και αρθρογράφος της As, Χαβιέρ Αθνάρ, θεωρεί ότι κάθε παρατσούκλι πρέπει να είναι “συναρπαστικό, πνευματώδες και αντιπροσωπευτικό” και πιστεύει πως με το πέρασμα των χρόνων έχει χαθεί η δημιουργικότητα ονομάτων όπως το “Galerna del Cantábrico” (ανεμοστρόβιλος της Καντάμπριας) για τον Πάκο Χέντο, ονόματα που ηχούσαν στα αυτιά του “ποιητικά, πομπώδη, που πετούσαν σπίθες και έμοιαζαν σα να έχουν βγει από μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ”.

ΠΗΓΕΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ

Ο Ιβάν ντε λα Πένια σε αγώνα της Μπαρτσελόνα με την Ντέπορ για την ισπανική Λίγκα (24/5/1997). ⓒ 2021 Cesar Rangel/Associated Press

Όσο πάντως και αν δεχτούμε, ότι έχει υπάρξει μια εξέλιξη στα παρατσούκλια, πρέπει παράλληλα να δεχτούμε ότι οι πηγές έμπνευσης παραμένουν σε γενικές γραμμές οι ίδιες: η υπερβολή ενός φυσικού χαρακτηριστικού, από τον Pelucas (περούκας) Θέσαρ Ροντρίγκεθ, στον Lo Pelat (καραφλό) Ιβάν ντε λα Πένια. Η εξύψωση μιας αρετής, από τον εξαιρετικό κεφαλοσφαιριστή Cabeza de Oro (χρυσό κεφάλι) Σάντορ Κότσις, στον ακούραστο Moto GP Ντάνι Άλβες. Το ζωικό βασίλειο, από τον El Gato del Maracaná (ο γάτος του Μαρακανά) Ραμαγέτς, στον El Pulga (ψύλλος) Μέσι ή τον El Toro (ταύρος) Ακούνια. Αλλά και τελείως “κουφά” παρατσούκλια, όπως το El lechuga (μαρούλι) Κάρλος Ρόα, επειδή ήταν… χορτοφάγος!

Ίσως η μοναδική πρόσφατη πηγή έμπνευσης που δεν τη βρίσκουμε στο παρελθόν, αν και στην ουσία δεν πρόκειται για αυθεντικά παρατσούκλια, είναι η μόδα των αρχικών, που ξεκίνησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, όταν ο Ρονάλντο (το φαινόμενο) έγραψε το R9 στα παπούτσια του. Από εκεί προέκυψε ένας νέος τρόπος για να αποκαλούμε συγκεκριμένους ποδοσφαιριστές, με πιο γνωστό παράδειγμα αυτό του Κριστιάνο Ρονάλντο και το CR7. Άλλο, διαφορετικό παράδειγμα, είναι ο παίκτης της Εσπανιόλ, Ραούλ ντε Τομάς, που στο πίσω μέρος της φανέλας του, αντί για το όνομά του, γράφει απλά τα αρχικά του, RDT, πάνω από το “11”. Φυσικά υπάρχουν και τα παρατσούκλια που είναι τελείως άσχετα είτε με την εμφάνιση, είτε με την κατάσταση ενός παίκτη, όπως π.χ. το “μικρός πρίγκηπας” του Γκριεζμάν.

Το παπούτσι του Κριστιάνο Ρονάλντο με το χαρακτηριστικό CR7. ⓒ 2021 Martin Meissner/Associated Press

Βέβαια, πέρα από όλες αυτές τις προσωνυμίες που προέρχονται κυρίως από δημοσιογράφους και φιλάθλους, υπάρχουν και τα παρατσούκλια που κάποιοι παίκτες τα πήραν από τις οικογένειές τους. Όπως ας πούμε, ο Πέδρο Ροντρίγκεθ, που πήγε στην Μπαρτσελόνα ως Πεδρίτο, για να καταλήξει τελικά στο απλό Πέδρο. Ή η περίπτωση του παίκτη της Λεβάντε, Φρανθίσκο Χαβιέρ Ιδάλγο Γκόμεθ, που έχει καταγωγή από τη Σεβίλλη και ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην COPE, αποκάλυψε ότι το δικό του παρατσούκλι (Σον), του το “κόλλησε” ένας ξάδερφός του: “Με φώναζε cabezón (καβεσόν, κεφάλα) και τελικά μού έμεινε η κατάληξη, το Σον”. (σ.σ. στα ανδαλουσιάνικα δεν υπάρχει “θ”, αλλά “σ”, όπως και στη Λατινική Αμερική).

Επίσης υπάρχουν παρατσούκλια που “γεννιούνται” μέσα στα αποδυτήρια, από παίκτη για άλλο παίκτη. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι ο Ίκερ Κασίγιας και ο Τσάβι αποκαλούσαν χαϊδευτικά ο ένας τον άλλο Mofeta (ασβός, παλιάνθρωπος) και Pelopo (το είχαν κολλήσει στον Τσάβι από μικρό, βγαίνει από το pelo polla και σημαίνει οι τρίχες του… πέους!). Αυτά τα παρατσούκλια σπάνια βγαίνουν στη δημοσιότητα, κάτι που συνέβη με τον Αμπελάρδο, σημερινό προπονητή της Αλαβές. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 αγωνιζόταν στην Σπόρτινγκ του Χιχόν, ο τότε συμπαίκτης του, Λουίς Ενρίκε, άρχισε να τον φωνάζει Pitufo (στρουμφάκι) και Pitu και τελικά του έμεινε και συνεχίζει να είναι γνωστός με αυτή την προσωνυμία μέχρι και σήμερα.

Τσάβι και Ίκερ Κασίγιας με το τρόπαιο του EURO 2008. ⓒ 2021 Kerstin Joensson/Associated Press

Στην πορεία των χρόνων, έχουμε και μερικά παραδείγματα ποδοσφαιριστών που δεν είχαν μόνο ένα, αλλά περισσότερα παρατσούκλια. Πρόκειται, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, στην πλειοψηφία τους, για παίκτες-μύθους, που “συσσώρευαν” τις προσωνυμίες με την ίδια ευκολία που το έκαναν με τους τίτλους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, δεν είναι άλλο από τον Ντιέγο Μαραντόνα και τα Barrilete Cósmico (διαστημικό βαρελάκι), Pelusa (αφάνας), Pibe de Oro (χρυσό παιδί), Cebollita (κρεμμυδάκι) και φυσικά το D10S. Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα που αφορά την Ισπανία, είναι ο Λουίς Αραγονές με τα δικά του Zapatones (παπουτσάρες, επειδή περπατούσε περίεργα), Plomo (μολύβι, επειδή μικρός, ήταν ψηλός και πολύ αδύνατος και οι φίλοι του, έβαζαν μολύβι στις τσέπες του για να μην τον πάρει ο αέρας) και El Sabio de Hortaleza (ο σοφός της Ορταλέθα).

Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, τα παρατσούκλια είναι ένα σημαντικό, ξεχωριστό κεφάλαιο, που δεν αναφέρεται μόνο σε έναν ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίο βιώνουμε και διηγούμαστε το ποδόσφαιρο, σε σχέση πάντα με τους παίκτες που πέρασαν από αυτό, αλλά και μια “φόρμα” για να ξέρουμε ποιοι άφησαν τη σφραγίδα τους στο άθλημα με κάποιο όνομα, έστω κι αν αυτό ήταν “δανεικό”. Ας περάσουμε τώρα να δούμε πιο αναλυτικά τις σημαντικότερες κατηγορίες έμπνευσης και προέλευσης αυτών των προσωνυμιών, μαζί με τα πλέον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα καθεμίας από αυτές, καταγράφοντας, όπου αυτό είναι γνωστό, και τον λόγο που ο κάθε παίκτης απέκτησε το δικό του παρατσούκλι.

ΤΟ ΖΩΪΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Ο Λεβ Γιασίν σε αγώνα της Σοβιετικής Ένωσης με την Ιταλία στο Μουντιάλ του 1966. ⓒ 2021 Bippa/Associated Press
  • Ξεκινάμε με το ζωϊκό βασίλειο και στην κορυφή της λίστας βρίσκουμε την “μαύρη αράχνη” Λεβ Γιασίν, τον θρυλικό Σοβιετικό τερματοφύλακα, που απέκτησε το παρατσούκλι του, επειδή πάντοτε αγωνιζόταν με μαύρα ρούχα και γάντια (μαύρη) και λόγω των εκπληκτικών του ρεφλέξ (αράχνη).
  • Περνάμε στον Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (πέρασε από τον ΟΣΦΠ τη σεζόν 1988/89), τον επονομαζόμενο “Búfalo” (βουβάλι), για την τρομερή του δύναμη.
  • Συνεχίζουμε με τον Αριέλ Ορτέγα, του οποίου ο πατέρας είχε το παρατσούκλι “burro” (γάιδαρος). Διηγούνται ότι όταν ο Αριέλ έπαιζε στη Ρίβερ, σε ένα ματς εναντίον της Χιμνάσια Χουχούι, είχε στείλει όλες τις επιθετικές του προσπάθειες στο… Θεό, οπότε οι φίλαθλοι δεν του χαρίστηκαν και από τότε άρχισαν να τον φωνάζουν burrito, δηλαδή γαϊδουράκι!
  • Σειρά έχει ο Χαβιέρ Σαβιόλα, που όταν ήταν έφηβος, οι συνομήλικοί του τον κορόιδευαν, επειδή είχε μεγάλα αυτιά! Πολύ γρήγορα λοιπόν, ο νεαρός Χαβιέρ, έγινε conejito (λαγουδάκι) Σαβιόλα.
  • Περνάμε στον Κριστιάν Λεντέσμα, που πέρασε ένα φεγγάρι (2016/17) και από τον ΠΑΟ, ο οποίος ονομάστηκε lobo (λύκος), επειδή δέσποζε στο κέντρο του γηπέδου, κλέβοντας μπάλες και καταστρέφοντας το αντίπαλο παιχνίδι.
  • Επόμενος στη λίστα, ο Χερμάν Μπούργος, για χρόνια ο δεύτερος του Τσόλο Σιμεόνε, απέκτησε το παρατσούκλι mono (πίθηκος), λόγω του θηριώδους παρουσιαστικού του και της παροιμιώδους ασχήμιας του!
  • Συνεχίζουμε με τον Κλαούντιο Κανίγια, τον επονομαζόμενο pájaro (πουλί), λόγω της φοβερής του ταχύτητας, που έδινε την εντύπωση ότι πετούσε.
  • Πάμε στον Κλαούντιο Λόπες, ο οποίος όταν έκανε το ντεμπούτο του στην Ράσινγκ Κλουμπ, ήταν τόσο μικροκαμωμένος αλλά και νεαρός στην ηλικία, που οι φίλαθλοι του κόλλησαν το παρατσούκλι “piojo”, δηλαδή ψείρα.
  • Κλείνουμε την ενότητα με τον Ρομπέρτο Αμποντανσιέρι, τον Αργεντίνο τερματοφύλακα, που όταν ήταν μικρός, περπατούσε ατσούμπαλα, με αποτέλεσμα οι φίλοι του να τον φωνάζουν “pato”, δηλαδή πάπια.

ΤΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Ο Χοσέ Άνχελ Ιρίμπαρ με τη φανέλα της Αθλέτικ Μπιλμπάο.
  • Εδώ ξεκινάμε φυσικά με τον Γιόχαν Κρόιφ και το “el flaco”, δηλαδή ο λιγνός, παρατσούκλι που του κόλησαν στην Ισπανία για ευνόητους λόγους.
  • Συνεχίζουμε με τον Χοσέ Άνχελ Ιρίμπαρ, μυθικό τερματοφύλακα της Αθλέτικ Μπιλμπάο, που τον φώναζαν “el Txopo”, δηλαδή η λεύκα, επειδή ήταν ψηλός, αδύνατος και ευθυτενής, όπως το συγκεκριμένο δέντρο.
  • Περνάμε στον Άλβαρο Ρεκόμπα, τον γνωστό και ως “el Chino”, δηλαδή ο Κινέζος, λόγω των ματιών του, που είναι σχιστά και θυμίζουν έντονα Ανατολίτη.
  • Σειρά έχει ο Μαρσέλο Γκαγιάρδο, σημερινός προπονητής της Ρίβερ Πλέιτ, ο οποίος όταν έκανε ντεμπούτο ως παίκτης με τους “μιγιονάριος” το 1993, έδειχνε τόσο αδύνατος και “εύθραυστος”, που “κέρδισε” το παρατσούκλι “muñeco”, δηλαδή κουκλάκι.
  • Επόμενος στη λίστα, ο Όσκαρ Ρουγκέρι, παγκόσμιος πρωταθλητής το 1986, γνωστός ως “el Cabezón”, δηλαδή “κεφάλας”, επειδή το κεφάλι του ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του.
  • Πάμε τώρα στον Φερνάντο Τόρες και το πασίγνωστο παρτατσούκλι του, “el niño”, δηλαδή το παιδί, λόγω του “baby face” του.
  • Περνάμε στον Μπερντ Σούστερ και το “der Blonde Engel”, δηλαδή “ο ξανθός άγγελος”, λόγω του χρώματος των μαλλιών του.
  • Κλείνουμε την ενότητα με τον Φρανκ Ριμπερί και το “scarface”, δηλαδή ο σημαδεμένος, από τις ουλές που έχει στο πρόσωπό του, οι οποίες προκλήθηκαν από ένα ατύχημα που του συνέβη στην παιδική του ηλικία.

ΤΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ ΤΩΝ ΓΚΟΛΤΖΗΔΩΝ

Ο Φέρεντς Πούσκας με τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης.
  • Εδώ θα ξεκινήσουμε με τον μεγάλο Φέρεντς Πούσκας και το παρατσούκλι που του κόλλησαν στην Ισπανία, το περίφημο “cañoncito Pum”, που σημαίνει το κανονάκι που κάνει μπουμ! Ο Ούγγρος παίκτης πάντως είχε και δεύτερο παρατσούκλι, το Pancho.
  • Συνεχίζουμε με τον Γκερντ Μίλερ και το “der Bomber”, δηλαδή το βομβαρδιστικό, εξαιτίας φυσικά της μεγάλης του έφεσης στο σκοράρισμα.
  • Σειρά έχει ο Μάριο Κέμπες, ο ηγέτης της Αργεντινής στο Μουντιάλ του 1978, με παρατσούκλι το “matador”, που σημαίνει ταυρομάχος, αλλά και δολοφόνος.
  • Επόμενος σε αυτή την κατηγορία, ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, με το πασίγνωστο παρατσούκλι “Batigol”, λογοπαίγνιο με το επίθετό του και το γκολ.
  • Πάμε στον Αδόλφο Βαλένθια, τον Κολομβιανό επιθετικό, που με τη σωματική του διάπλαση “σάρωνε” τα πάντα στο πέρασμά του, με αποτέλεσμα να του δοθεί το παρατσούκλι “el tren”, δηλαδή το τρένο.
  • Από την Ουρουγουάη έρχεται ο Βάλτερ Παντιάνι, που η ικανότητά του στο σκοράρισμα, του χάρισε το παρατσούκλι “el rifle”, δηλαδή το τουφέκι.
  • Ο Κροάτης Νταβόρ Σούκερ, άλλος μεγάλος επιθετικός, απέκτησε ένα παρατσούκλι που έκανε λογοπαίγνιο με το επίθετό του και τον υπερήρωα Σούπερμαν, δηλαδή Sukerman.
  • Ο Χιλιανός στράικερ Ιβάν Σαμοράνο, απέκτησε δυο παρατσούκλια στη διάρκεια της καριέρας του, το “Bam Βam” (μπαμ μπουμ) και το “Ivan el Terrible”, δηλαδή Ιβάν ο τρομερός.

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

Ο Ρονάλντο σε αγώνα της Εθνικής Βραζιλίας το 1999. ⓒ 2021 Cesar Rangel/Associated Press
  • Εδώ έχουμε παρατσούκλια που εμπνέονται από τον τρόπο παιχνιδιού των παικτών, όπως ο Αριέλ Ιμπαγάσα και το “caño”, δηλαδή η “ποδιά”, ακριβώς επειδή ο πρώην παίκτης του Ολυμπιακού συνήθιζε να περνάει τη μπάλα ανάμεσα από τα πόδια των αντιπάλων του.
  • Συνεχίζουμε με τον Ντεμέτριο Αλμπερτίνι, από τους θρύλους της μεγάλης Μίλαν, που είχε την ικανότητα να ορίζει τον ρυθμό της ομάδας του με το παίξιμό του και απέκτησε από τους φίλαθλους το παρατσούκλι “il metronomo”, δηλαδή ο μετρονόμος.
  • Περνάμε στον Χουάν Κάρλος Βαλερόν, που για το γεμάτο φαντασία παιχνίδι του, απέκτησε το παρατσούκλι “el mago”, δηλαδή ο μάγος.
  • Κάτι ανάλογο “κέρδισε” και ο Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν, που κληρονόμησε το παρατσούκλι του πατέρα του, Χουάν Ραμόν, τον οποίο αποκαλούσαν “La Bruja”, δηλαδή η μάγισσα. Έτσι ο γιός έγινε ο “La Brujita”, δηλαδή η μικρή μάγισσα.
  • Ο Βραζιλιάνος Ρονάλντο, ακριβώς επειδή όσα έκανε με τη μπάλα μέσα στο γήπεδο, ήταν όλα μοναδικά και εντυπωσιακά, απέκτησε το παρατσούκλι “O Fenomeno”, δηλαδή το φαινόμενο.
  • Ο Αλεχάνδρο Σαμπέγια, ο προπονητής που οδήγησε την Αργεντινή στον τελικό του Μουντιάλ το 2014, όταν αγωνιζόταν ως παίκτης, επειδή οι κινήσεις του μέσα στο γήπεδο ήταν πολύ χαλαρές, ονομάστηκε από τους φίλαθλους “Pachorra”, δηλαδή ο αργοκίνητος.
  • Ο Σεμπαστιάν Αμπρέου από την Ουρουγουάη έχει το παρατσούκλι “el Loco”, δηλαδή ο τρελός, επειδή συνήθιζε να εκτελεί όλα του τα πέναλτι με στιλ Πανένκα, με αποτέλεσμα οι αντίπαλοι τερματοφύλακες να γνωρίζουν τί θα κάνει, να μην κουνιούνται και να περιμένουν τη μπάλα να πάει στα χέρια τους.
  • Ο Χόρχε Αλμπέρτο Γκονσάλες από το Σαλβαδόρ, αγωνιζόμενος για πολλά χρόνια στην Κάντιθ, για τα εκπληκτικά πράγματα που έκανε μέσα στο γήπεδο, κέρδισε το παρατσούκλι “Mágico”, δηλαδή μαγικός.
  • Κλείνουμε αυτή την ενότητα με τον Κριστιάνο Ρονάλντο και το παρατσούκλι που του κόλλησε ο Ισπανός δημοσιογράφος Μανόλο Λάμα, ο οποίος τον αποκάλεσε “el Bicho”, δηλαδή το μαμούνι, επειδή “μπορεί να σε τρομοκρατήσει και να σε καταβροχθίσει ανά πάσα στιγμή”.

ΤΑ “ΒΑΣΙΛΙΚΑ” ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ

Ο Πελέ σε αγώνα της Εθνικής Βραζιλίας το 1969. ⓒ 2021 Associated Press
  • Εδώ έχουμε να κάνουμε με παρατσούκλια που παραπέμπουν σε πραγματικούς τίτλους και βέβαια ξεκινάμε με τον Πελέ και το πασίγνωστο “O Rei”, δηλαδή ο βασιλιάς.
  • Περνάμε στον εμβληματικό αρχηγό της Μπάγερν και της Δυτικής Γερμανίας, Φραντς Μπέκενμπαουερ, που απέκτησε το παρατσούκλι “Der Kaiser”, δηλαδή ο αυτοκράτορας.
  • Σειρά έχει ο Ουρουγουανός Ένσο Φρανσέσκολι, τον οποίο αποκαλούσαν για το κομψό του παιχνίδι, “el Príncipe”, δηλαδή ο πρίγκηπας.
  • Πάμε τώρα σε έναν άλλο βασιλιά, τον “King Eric”, παρατσούκλι του Ερίκ Καντονά, που το απέκτησε όσο αγωνιζόταν στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
  • Μπορεί να μην είναι βασιλικό, αλλά σίγουρα το παρατσούκλι του Αντρές Ινιέστα, είναι “αριστοκρατικό”. Λόγω του ευγενικού χαρακτήρα του, κέρδισε το παρατσούκλι “Don Andrés”, δηλαδή ο κύριος Αντρές.
  • Στην ίδια κατηγορία θα βάλουμε και τον Λοράν Μπλαν, που όταν πήγε στη Μαρσέιγ, απέκτησε το παρατσούκλι “Le Président”, δηλαδή ο πρόεδρος.
  • Και κλείνουμε με ένα παρατσούκλι που υπερβαίνει τους “γήινους” τίτλους και περνάει στο μεταφυσικό και τη θρησκεία. Αναφερόμαστε φυσικά στον Ίκερ Κασίγιας και το περίφημο “San Iker”, ο Άγιος Ίκερ, για τα κατορθώματά του με τη Ρεάλ Μαδρίτης και την Εθνική Ισπανίας.

Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

Λέο Μέσι και Ντιέγο Μαραντόνα το 2005. ⓒ 2021 Canal 13, HO/Associated Press

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να γράφουμε και άλλα παρατσούκλια, και άλλες κατηγορίες και να μην τελειώσουμε ποτέ. Φαντάζομαι, με όσα αναφέραμε μέχρι στιγμής στο κείμενο, πήρατε μια σφαιρική ιδέα για το τί είναι οι προσωνυμίες στους ποδοσφαιριστές, από πού εμπνέονται και πώς γεννιούνται. Όμως μέσα σε ολόκληρο το ποδοσφαιρικό “σύμπαν”, υπάρχει μια χώρα που σαφώς ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες και δεν είναι άλλη από την Αργεντινή. Αν βρεθείτε εκεί, σε μια παρέα και γίνουν οι συστάσεις, θα δυσκολευτείτε πολύ να ξεχωρίσετε ποια είναι τα πραγματικά ονοματεπώνυμα και ποια τα παρατσούκλια. Δεν πρέπει να υπάρχει Αργεντίνος παίκτης χωρίς κάποια προσωνυμία, κάτι που συμβαίνει ακριβώς επειδή δεν πρέπει να υπάρχει γενικότερα Αργεντίνος χωρίς παρατσούκλι.

Στην Αργεντινή το παρατσούκλι είναι συνήθεια ζωής. Από τη μια, ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν έχουν, από την άλλη, οι περισσότεροι το υιοθετούν σχεδόν σαν πραγματικό τους όνομα. Ο Αργεντίνος συγγραφέας Εδουάρδο Σατσέρι (που έχει γράψει το μυθιστόρημα “La pregunta de sus ojos”, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε το σενάριο της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας “El secreto de sus ojos”), εξηγεί το φαινόμενο: “Τα παρατσούκλια εδώ γεννιούνται από ειρωνικό χιούμορ και σκληρή αγάπη, κάτι που μάς ταιριάζει απόλυτα. Παίρνουμε ένα οποιοδήποτε χαρακτηριστικό και το ξεχειλώνουμε, το γεμίζουμε με υπερβολή, έτσι ώστε να γελάσουμε με τον φίλο, για τον οποίο βγάζουμε το παρατσούκλι: χοντρός, καραφλός, κοντός, άσχημος, στραβοκάνης κλπ”.

Ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα σε αγώνα της Εθνικής Αργεντινής το 2003. ⓒ 2021 Daniel Luna/Associated Press

Και συνεχίζει ο Σατσέρι: “Όλο αυτό καθρεφτίζει την αξία που δίνουμε στη φιλία. Το παρατσούκλι το βγάζουμε σε έναν φίλο, σπάνια το βγάζει ένας άγνωστος. Το παρατσούκλι το υιοθετεί αμέσως ο φίλος μας, είναι ένα σημάδι ότι νιώθει κοντά μας και παράλληλα, ότι νιώθει μοναδικός. Έχουμε δέκα φίλους που ονομάζονται Λέο, όμως μόνο ένας είναι ο Pulga. Και κάπως έτσι προκύπτει ένα χαρακτηριστικό στα αργεντίνικα παρατσούκλια, αυτό του ατομικισμού. Μας αρέσει να έχουμε τη δική μας, αποκλειστική προσωνυμία, έτσι ώστε να ξεχωρίζουμε από όλους τους άλλους που έχουν το ίδιο όνομα με εμάς”. Αυτός είναι και ο λόγος, που όπως θα παρατηρήσατε, τα περισσότερα παραδείγματα που δώσαμε, είναι παρατσούκλια που ανήκουν σε Αργεντίνους παίκτες.

Το σίγουρο είναι πως εξετάσαμε ένα πολύ ιδιαίτερο κεφάλαιο του ποδοσφαίρου, μια φόρμα να ταυτιζόμαστε ακόμα περισσότερο με τους αγαπημένους μας παίκτες, αφού χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι, αμέσως δημιουργείται μια μεγαλύτερη οικειότητα ανάμεσα στους φίλαθλους και τον κάτοχο της προσωνυμίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι τα παρατσούκλια δεν περιορίζονται μόνο στους παίκτες, αλλά φτάνουν από τους προπονητές (el loco Bielsa, Txingurri, Special One κλπ) μέχρι τις ομάδες, συλλόγους (merengues, culés, reds, spurs, millonarios κλπ) και εθνικές (la Roja, Selecao, Oranje, Squadra Azzurra, Los Ticos κλπ). Αλλά αυτά θα τα δούμε κάποια άλλη στιγμή, σε άλλο, ξεχωριστό κείμενο.