"Φέραμε απ' την Αμερική τον Έντι το πιστόλι!"
Ο Zastro σβήνει τα κεράκια στη γενέθλια τούρτα του Έντι Τζόνσον, γυρίζοντας το χρόνο πίσω. Η καριέρα στο ΝΒΑ, ο Ολυμπιακός, το κλειστό του Σπόρτινγκ, το αγαπημένο του γκολφ και η συνωνυμία με κατά συρροήν εγκληματία.
Υπήρχε μια έντονη κινητικότητα εκείνο το ζεστό απόγευμα στο golf της Γλυφάδας, σίγουρα το προσωπικό θα περιμένει κάποιον διάσημο, σκέφτηκαν οι παρόντες. Οι πιο τολμηροί ψιθύριζαν ότι αναμενόταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πασίγνωστος λάτρης του golf, θαμώνας του μοναδικού exclusive club της Αθήνας από το μακρινό 1966 που η Γλυφάδα άνοιξε τις πύλες της για να υποδεχθεί το σπορ της «αριστοκρατίας».
Το προεδρικό αυτοκίνητο ποτέ δεν έκανε την εμφάνισή του κοντά στο παλιό αεροδρόμιο, αντίθετα κατέφθασε ένας πρόσχαρος δίμετρος τύπος με κοντό παντελονάκι και εκείνα τα αμφιλεγόμενης αισθητικής μπλουζάκια των mid ‘90ς που παρέπεμπαν στον Andre Agassi, το θερμόαιμο Αμερικανό τενίστα. “Hi. I’m Eddie and I love golf” ήταν η ατάκα.
O πρόσχαρος και ευδιάθετος τύπος που συστήθηκε με εκείνον τον απλό τρόπο, ήταν ο Edward Arnet Johnson, ο 35χρονος τότε Αμερικανός του μπασκετικού Ολυμπιακού, ο άνθρωπος που είχε αναλάβει τη δύσκολη έως αδύνατη αποστολή να αναγκάσει τους οπαδούς του πρωταθλητή Ελλάδας να «ξεχάσουν» τον επί σειρά ετών προφήτη τους, το Ζάρκο Πάσπαλι.
Το προσωπικό τον εξυπηρέτησε ως όφειλε (άλλωστε είχε τηλεφωνήσει νωρίτερα ο Γιώργος Σαλονίκης ενημερώνοντας για την άφιξη), κανείς όμως δεν έδωσε την προσήκουσα σημασία σε έναν πραγματικό θρύλο του ΝΒΑ που χαλάρωνε στο γρασίδι της Γλυφάδας. Άλλωστε κανείς δεν τον περίμενε και στο αεροδρόμιο όταν 15 Σεπτεμβρίου είχε αφιχθεί για λογαριασμό του Ολυμπιακού και οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν την επιλογή του τουλάχιστον με σκεπτικισμό, αφού προηγουμένως είχαν «παίξει» ονόματα όπως ο Άριαν Κόμαζετς, ο Ρίτσαρντ Ντούμας και ο μεγάλος Ντέιλ Έλλις που τελευταία στιγμή «πούλησε» τους ερυθρόλευκους και συμφώνησε με τους Denver Nuggets.
Ο Έντι ήταν επιλογή της τελευταίας στιγμής, «στην τούρλα του Σεπτέμβρη» και με τον προπονητή του Ολυμπιακού, Γιάννη Ιωαννίδη να είναι αναποφάσιστος και φειδωλός ως προς την υπογραφή του. Συμφώνησε ενόσω ο Ολυμπιακός επέστρεφε από την Ιταλία και το τελικό στάδιο της προετοιμασίας του έναντι 290 εκατομμυρίων δραχμών τότε (περίπου 850 χιλιάδες ευρώ) και η πρώτη του επαφή με το θαυμαστό κόσμο του ελληνικού μπάσκετ, ήταν εκείνη η ιστορική μάχη της στρούγκας με το παιδικό 42-40 να χαρίζει την πρόκριση στον Παναθηναϊκό και να βυθίζει τον Ολυμπιακό στην εσωστρέφεια. Είχε σοκαριστεί τότε αφικνούμενος στο κλειστό των Πατησίων ο Έντι, στην αρχή πίστευε ο δύσμοιρος ότι είχαν πάει σε εκείνο το παλιό κλειστό για να ζεσταθούν, να σουτάρουν πριν πάνε «πιο δίπλα, στο κανονικό γήπεδο».
Ήταν κακός, πολύ κακός στο ντεμπούτο του ο Τζόνσον, σε ένα ακόμη πιο κακό παιχνίδι εν μέσω μιας ατμόσφαιρας πολεμικής και σίγουρα πολύ μακριά από εκείνα που είχε συνηθίσει στην 13χρονη καριέρα του στο ΝΒΑ. Ο ίδιος όμως δεν πτοήθηκε, όταν οι συμπαίκτες του τον πείραζαν και τον προετοίμαζαν ότι «στην Ελλάδα θα τα δει όλα», ο Έντι απαντούσε ότι τα έχει δει ήδη όλα, έχει μεγαλώσει στην West Side του Chicago και στο East Garfield Park τη δύσκολη δεκαετία του ’60 και του ‘70 όταν οι σφαίρες σφύριζαν καθημερινά στ’ αυτιά του και ευτυχισμένος ήταν μόνον εάν επέστρεφε σώος και αβλαβής στο σπίτι του. Έμενε κοντά στην Madison Street, μαζί με τα έξι αδέλφια του και τη μητέρα τους. Πατέρας δεν υπήρχε πουθενά, το αμερικανικό όνειρο εκείνες τις δεκαετίες απείχε παρασάγγας από τη μεταγενέστερη εικόνα που έχουμε στο νου.
Αν και ερωτευμένος με το baseball, πρωτόπαιξε μπάσκετ στα 13, το 1972, στο σχολείο, το George Westinghouse της Franklin Boulevard, ένα vocational school (κάτι σαν το δικό μας αντίστοιχο τεχνικό λύκειο) όπου φοιτούσαν οι ασθενέστερες οικονομικά κοινωνικές ομάδες της περιοχής και κυρίως αφρο-αμερικανοί. Δεν γινόταν να μην παίξει μπάσκετ σε μια γειτονιά που εκτός από τον ίδιο «γέννησε» το Norman “Skip” Dilliard και το Marc Aguirre, θρύλο μετέπειτα του ΝΒΑ. Προικισμένος από τη φύση εκτός από σπάνια αθλητικά προσόντα και με ένα έμφυτο ταλέντο στην εκτέλεση, μια ταχύτητα στο σουτ που όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί στο Chicago. Ολοένα και βελτιωνόταν, κάθε εβδομάδα που περνούσε, ο δίμετρος πια Έντι αποκτούσε και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αντιλαμβανόταν ότι μέσω του μπάσκετ μπορεί να γίνει πραγματικά ξεχωριστός και να πετύχει πολλά στη ζωή του.
Από τα 17 του είχε ήδη ψηφιστεί «παίκτης της χρονιάς» από τους Chicago Sun Times, είχε οδηγήσει το Westinghouse High στον τελικό των Super Sectionals και ήταν περιζήτητος στα καλύτερα πανεπιστήμια. Ο ίδιος δεν το πίστευε σχεδόν, επρόκειτο να γίνει το πρώτο μέλος της οικογένειας Τζόνσον με ακαδημαϊκή καριέρα και μόρφωση, είχε συγκινήσει τη μητέρα του και αποτελούσε φάρο για τα αδέλφια του που πάλευαν να ξεφύγουν από τις στενωπούς της βίας και των ναρκωτικών της γειτονιάς. Για την οικογένειά του αρνήθηκε να μπει στο πρόγραμμα πανεπιστημίων όπως το DePaul, το Michigan State, το Michigan. Επέλεξε το University of Illinois του κόουτς Henson για να μείνει στο σπίτι του και να ακολουθήσει το όνειρό του και να γίνει ντόπιος μύθος. Και το κατάφερε.
Το καλοκαίρι του 1977, λίγο πριν γίνει μέλος των Fighting Illini, ταξίδεψε στο Μannheim στη Γερμανία για να λάβει μέρος στα Albert Schweitzer Games φορώντας το εθνόσημο. Σκόραρε πάνω από 30 μ.ο. αγωνιζόμενος στα «ελ» όπως έλεγαν τότε, πλάγιος, στη σημερινή θέση 3. Συμπαίκτης του ένας νεαρός αφρο-αμερικανός για τον οποίο μιλούσαν ήδη όλοι στις ΗΠΑ: ο Earvin Johnson, αργότερα Magic και κομβικός χαρακτήρας στον καμβά της καριέρας του Έντι. Γιατί το Magic τον βρήκε και στο Κολέγιο, πιο σωστά τον νίκησε στο Κολέγιο, σε εκείνο το ιστορικό απ’ όλες τις απόψεις παιχνίδι της πρωτοχρονιάς του 1979 στο Assembly Hall του Champaign. Το Michigan State και οι Spartans του Magic πρώτοι στη βαθμολογία και αήττητοι με ρεκόρ 14-0, το ίδιο και η ομάδα του Lou Henson, το ταπεινό Illini.
Δύο δευτερόλεπτα πριν το τελευταίο σφύριγμα, το σκορ είναι κολλημένο στο 55-55, το άγχος έχει λυγίσει τους πάντες, όλοι με κομμένη την ανάσα παρακολουθούν τη μεγάλη μάχη «που θα κρίνει τον τίτλο» όπως υποστήριζαν όλα τα στόματα στην Πολιτεία. Ο Έντι πήρε τη μπάλα στη γωνία με δύο κολλημένους επάνω του. Σηκώθηκε και πυροβόλησε. 57-55, η πρώτη ήττα του Magic, το μεγαλύτερο ματς στην ιστορία του Illinois μετά το Rose Bowl του 1963, επί βδομάδες όλοι συζητούσαν για εκείνο το παιχνίδι, για εκείνο το καλάθι του Έντι, για το ντόπιο φτωχόπαιδο που γκρέμισε το Michigan State από την κορυφή. Το θαύμα κράτησε για λίγους μήνες, η τάξη αποκαταστάθηκε στο τελικό τουρνουά, όταν ο Magic πήρε τη ρεβάνς και κάπως έτσι γράφτηκε η ιστορία με τον τελικό των τελικών εναντίον του Indiana State του μεγάλου Larry Bird.
Ο Έντι έκλεισε την κολεγιακή του καριέρα σαν πρώτος σκόρερ όλων των εποχών με 1692 πόντους, 2 φορές mvp της σεζόν, μέλος της All-Big 10 στη senior χρονιά του, πάνω απ’ όλα όμως πήρε το πτυχίο του στην Ιστορία, όντας ο πρώτος στα χρονικά της οικογένειας που κατόρθωνε κάτι τόσο μεγάλο. Η συγκίνηση της μητέρας του ανείπωτη, δεν την ένοιαζαν τα ανδραγαθήματα του γιου της στο μπάσκετ, τα δολάρια που είχαν πέσει στα πόδια του από τις ομάδες του ΝΒΑ, το άπαν ήταν η μόρφωση του παιδιού της και η επιβράβευση να μεγαλώσει ολομόναχη επτά παιδιά στο δύσκολο περιβάλλον του Chicago, το δυσκολότερο από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης και της ηγεμονίας του Alphonso Capone. O Έντι επελέγη στο #29 του draft από τους (τότε) Kansas City Kings, θα γινόταν ΝΒΑer και με τη βούλα, τα είχε καταφέρει.
Στο Κάνσας βρήκε τον κόουτς Cotton Fitzsimmons, έναν «δύσκολο» και απαιτητικό προπονητή, λάτρη της πειθαρχίας και της «ιεραρχίας», έναν πρώιμο Ιωαννίδη πριν καν φανταστεί ο Έντι ότι κάποια μέρα θα παίξει μπάσκετ στην Ελλάδα. Χρειάστηκε ελάχιστο χρόνο (όπως και με τον ξανθό) για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Fitzsimmons, μετά το πρώτο δίμηνο προσαρμογής έμενε όλο και περισσότερο στο παρκέ, με αποτέλεσμα να κλείσει την rookie σεζόν του με 20 λεπτά συμμετοχής και 9 πόντους. Ήταν η τελευταία φορά που έπαιξε τόσο λίγο στα παραγωγικά χρόνια της καριέρας του. Από τη σεζόν 1982/83 κι έπειτα οι αριθμοί του βελτιώνονταν, μέχρι να μετακομίσει στο Sacramento μαζί με τους Kings είχε ήδη πάνω από 33 λεπτά συμμετοχής και περίπου 20 πόντους, με προσωπικό peak το 1985 που έκλεισε στους 23 πόντους (η καλύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ).
Καθιερώνεται σιγά σιγά ως μια από τις πλέον αξιόπιστες λύσεις στο 3, το φαρμακερό του σουτ δολοφονεί τους πάντες, στη μέρα του δεν υπάρχει αμυντικός να τον περιορίσει. Έχει όμως την ατυχία να παίζει σε χαμηλότερης δυναμικότητας ομάδες, ακόμη κι όταν το 1987 μετακομίζει στο Phoenix, οι Suns βρίσκονται σε μια διαδικασία rebuilding και δεν διεκδικούν δάφνες, πολλώ δε τίτλο. Παρόλα αυτά με την παρουσία του Kevin Johnson οι Suns βαθμηδόν βελτιώνονται και δύο συνεχόμενες φορές τους σταματούν στους τελικούς της conference, το ’89 και το ’90. Ο Έντι στο Phoenix θα καθιερωθεί σαν «ο καλύτερος έκτος παίκτης» ολόκληρου του πρωταθλήματος, ένας τρομερός σουτέρ και σκόρερ που έρχεται από τον πάγκο αφού έχει διαβάσει το ματς και φορτώνει το αντίπαλο καλάθι με εκείνα τα τρομερά σουτ που του χάρισαν το προσωνύμιο “Lucky Luke”.
To 1989 στην καλύτερη χρονιά του στο ΝΒΑ, βραβεύεται και από τη Λίγκα σαν καλύτερος 6ος παίκτης, με καταπληκτικά ποσοστά (50% στα δίποντα και 42% στα τρίποντα) και γνωρίζοντας την απόλυτη αναγνώριση από όλους τους ειδικούς που μιλούν για «αδικία που δεν επιλέγεται για το all star game». Στα 32 καταλήγει μετά από ένα trade στους Sonics, σε ένα Seattle που εκείνον τον καιρό χόρευε σε ρυθμούς του “glove” Payton και του εντυπωσιακού Sean Kemp. Ο Έντι θα τιμήσει και εκεί το συμβόλαιό του, θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή και ως μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες φιγούρες σε ένα ΝΒΑ που αλλάζει και οδεύει προς τη χρυσή εποχή των 90’ς. Τρεις «γεμάτες» σεζόν στο Seattle, μια καταπληκτική παρουσία στα play offs του 1991 με 24 πόντους μέσο όρο (52% στα σουτ), ακόμη μια το 1992, το ίδιο το 1993.
Όταν οι Sonics τον στέλνουν στη Charlotte, ο Έντι έχει ήδη μια καριέρα 13 ετών στο ΝΒΑ, ένα μ.ο. 18 περίπου πόντων ανά αγώνα και παρότι στα πατημένα 34, είναι υπερπολύτιμος λόγω της εμπειρίας του, της ηγετικής του παρουσίας και πάνω απ’ όλα του φαρμακερού του σουτ. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία διέκρινε και ο Ολυμπιακός και αποφάσισε να του εμπιστευθεί τη φανέλα με το 8, μια φανέλα που σε οποιονδήποτε άλλον μπασκετμπολίστα θα έπεφτε πάρα πολύ βαριά στη μετά-Ζάρκο εποχή. Το πλάνο της ομάδας θα άλλαζε εντελώς, ο Ιωαννίδης εμπιστευόμενος τον Τζόνσον και το Βολκόφ επρόκειτο να κινηθεί σε εντελώς διαφορετική τακτική προσέγγιση, με στόχο το final4 της Σαραγόσα.
Τον καιρό που ο Έντι αποφάσισε να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι, το ελληνικό μπάσκετ διήγαγε τις εποχές της πιο τυχερής γενιάς στην ιστορία, γέμιζε τα γήπεδα – χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ολυμπιακός φερειπείν έκλεισε με μ.ο. 13 χιλιάδες εισιτήρια στην Ευρωλίγκα – το ενδιαφέρον ήταν στα ύψη και προσωπικότητες όπως ο Rolando Blackman επέλεγαν ακόμη και ομάδες δεύτερης ταχύτητας στην Ελλάδα για να συνεχίσουν την καριέρα τους. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη για τον Τζόνσον, αλλά ρώτησε, ξαναρώτησε, έμαθε και αποφάσισε να συμφωνήσει με τον Ολυμπιακό και το Σωκράτη Κόκκαλη, κυνηγώντας κατά βάση το μεγάλο του καημό από τότε που ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ: έναν τίτλο. 17 χρόνια κυνηγούσε ένα τρόπαιο, στα 35 plus γνώριζε ότι το λάδι στο καντήλι τελειώνει, πολύ δύσκολα θα έκλεινε πρωταθλητής στο ΝΒΑ εάν συνέχιζε στους Hornets ή σε κάποια ανάλογου διαμετρήματος ομάδα.
Μετά την ψυχρολουσία της 24ης Σεπτεμβρίου του 1994 στη «στρούγκα», το νερό άρχισε να κυλάει στο αυλάκι. Προσαρμόστηκε σχετικά γρήγορα στη χώρα μας, πάνω απ’ όλα κέρδισε τον πολύ δύσκολο Ιωαννίδη – τότε κάτι παραπάνω από θεό στο ΣΕΦ – που του είχε προξενήσει ουκ ολίγες απορίες με τη συμπεριφορά του. Στον Ολυμπιακό ο Έντι βρήκε ένα πολύ δυνατό ρόστερ, «ρονταρισμένο» από τον Ιωαννίδη, αλλά και μια ομάδα ακόμα πληγωμένη από την πολύ δύσκολη βραδιά του τελικού στο Τελ Αβίβ. Η νοοτροπία νικητή που προσέδωσε στην ομάδα και ο σεβασμός που κέρδισε σε εκείνο το καθοριστικό παιχνίδι στο πιο δύσκολο παρκέ της Ελλάδας, εκείνο του Αλεξάνδρειου στη Θεσσαλονίκη, αποτέλεσαν το έναυσμα για την διαρκώς ανοδική πορεία του Ολυμπιακού και την εν τέλει επιβεβαίωση των πρωτείων του. Ήταν 12 Οκτωβρίου του 1994 και έκανε ντεμπούτο στο πρωτάθλημά μας.
Ο Έντι βγήκε στο «Παλέ» που κόχλαζε και ένα κέρμα του έσκισε το φρύδι. Μονολογούσε μετά στα αποδυτήρια και γεμάτος απορία αναρωτιόταν αν οι ίδιοι άνθρωποι που απειλούν τη σωματική ακεραιότητα των αθλητών είναι απόγονοι εκείνων που έχτισαν τον Παρθενώνα, εκεί όμως έδειξε από τι πάστα είναι φτιαγμένος, εκεί αποφάσισε ότι πρέπει να εφαρμόσει το γνωστό ρητό της πατρίδας του: when the going gets tough, the tough get going. Κέρδισε τον Άρη μόνος του εκείνο το βράδυ, έκανε έξι χιλιάδες στόματα να σιγήσουν με την επιβλητική του εμφάνιση, πάνω απ’ όλα με τη φινέτσα και το class του. Σε εκείνο το παιχνίδι λάτρεψα τον Έντι Τζόνσον, εκεί μπήκε στο πάνθεον των παικτών που είναι δικαιωματικά «ένα κλικ πιο πάνω» στην προσωπική μου σκαλέτα. Ήταν ένας cool (μπασκετικός) δολοφόνος, το επόμενο role model για τα παιδάκια στα ανοιχτά της Αθήνας.
Δεν άργησε να γίνει σύνθημα για τους οπαδούς του Ολυμπιακού, «φέραμε απ’ την Αμερική τον Έντι το πιστόλι...», να στοχοποιείται από αντιπάλους και να διαψεύδει συνεχώς τις κασσάνδρες που μετά από εκείνο το κακό παιχνίδι στη «στρούγκα» είχαν βιαστεί να τον χαρακτηρίσουν «γέρο», «ξοφλημένο», «νέο Χίγκινς». Γρήγορα βρήκε και σημείο επαφής με τον Ιωαννίδη, τον εξέπληξε τον κόουτς όταν σε μια προπόνηση στο ΣΕΦ παρενεβλήθη μόλις κατάλαβε ότι τον σχολιάζει με το Φασούλα. Ο Ιωαννίδης δεν το πίστευε ότι ιδία πρωτοβουλία, ο Αμερικανός είχε προσλάβει δάσκαλο ελληνικών προκειμένου να αντιλαμβάνεται τι ειπώνεται γύρω του, έστω τα βασικά. Κέρδισε το σεβασμό σεβόμενος την ομάδα, δείγμα της προσωπικότητάς του και των υλικών που ήταν φτιαγμένος ως αθλητής.
Δεν τον κατάλαβε ποτέ τον Ιωαννίδη, πιο πολύ τον συμμερίστηκε. Άλλη κουλτούρα, διαφορετική μπασκετική παιδεία, έμαθε όμως πάρα πολλά. Για κάθε παραλογισμό με μαύρες γάτες και προλήψεις, υπήρχε και η μπασκετική οξυδέρκεια, η απαράμιλλη ικανότητα και ταλέντο του Ιωαννίδη να συγκεντρώνει επάνω του τα φώτα και να γυρίζει οποιοδήποτε παιχνίδι. Το μπάσκετ ήταν πολύ διαφορετικό τότε, πολύ δύσκολα το καταλαβαίνει κανείς αν δεν είχε την τύχη να ζήσει εκείνη την εποχή έντονα. Ο Έντι ήρθε ακριβώς στο κομβικό σημείο της «αλλαγής» από το ρομαντισμό στον επαγγελματισμό, στην εποχή που ο Νίκος Γκάλης είπε εκείνο το άκομψο αντίο στο Μετς και έκανε τον ελληνικό αθλητισμό φτωχότερο. Ακόμη και ένα τέτοιο γεγονός όμως, στη φρενίτιδα του ελληνικού μπάσκετ εκείνης της εποχής, πέρασε αβρόχοις ποσίν.
Το Δεκέμβριο ο Ολυμπιακός μετράει 8-0 στην Ελλάδα με νίκες σε Αλεξάνδρειο (και Άρη και ΠΑΟΚ) και κυρίως Γλυφάδα με τον Παναθηναϊκό και ένα μεγαλοπρεπές 4-0 στην Ευρώπη με εκείνο το εκπληκτικό +35 στο Αμπντί Ιπεκτσί εναντίον της Εφές από τον «τουρκοφάγο» Ιωαννίδη. Η ομάδα έχει μια τρομακτική front line με τον υγιή Τάρλατς, το Βολκόφ και το Φασούλα, ένα αμυντικό υπερόπλο όπως ο Σιγάλας, την ψυχή του Τόμιτς και του Νάκιτς και το κερασάκι στην τούρτα που ονομάζεται Έντι Τζόνσον. Ο Αμερικανός πλησιάζει τα 36 και κεντάει στο παρκέ. Και το κάνει με στυλ. 34 με την Kinder, 34 με την Cibona, 22 μ.ο. σε Ελλάδα και Ευρώπη, ταχύτατες έξοδοι από τα σκριν μετά από συνεχή κίνηση και πάνω απ’ όλα εκείνη η γρήγορη εκτέλεση, ο «πυροβολισμός του “Lucky Luke”», πιο γρήγορος κι από τον ίσκιο του.
Επικές είναι οι μάχες του με τις σκληρές ελληνικές άμυνες, το τακτικό ευρωπαϊκό μπάσκετ, γράφονται στην ιστορία οι μονομαχίες με τον πιτσιρικά Φραγκίσκο Αλβέρτη στα τρομερά ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό. Ακόμα τον θυμάται τον Φράγκι ο Έντι. Του είχε προξενήσει τρομερή εντύπωση η αυταπάρνηση και η θέληση του μικρού, η σκυλίσια του άμυνα, το dna του νικητή μέσα του. Τον αναφέρει κάθε φορά που του θυμίζουν το πέρασμά του από την πατρίδα μας, τον θεωρεί τον καλύτερο αμυντικό που αντιμετώπισε ποτέ, ένα άτυπο «σχολείο» στα 36 που του επέτρεψε να επιμηκύνει την καριέρα του και να πραγματοποιήσει δεύτερη καριέρα στο ΝΒΑ. Το κισμέτ των δύο δεν έμελλε να είναι σε ελληνικό έδαφος, αλλά σε ισπανικό, στην πρωτεύουσα της Αραγωνίας, τη Σαραγόσα.
Εκεί έδωσε ο Έντι τη μεγαλύτερη παράσταση της εν Ευρώπη καριέρας του. Μπορεί οι περισσότεροι να θυμούνται το τρίποντο του Μίλαν Τόμιτς που «σκότωσε» τον Παναθηναϊκό, εκείνος ο ημιτελικός όμως, ανήκει εξ ολοκλήρου στον Edward Arnet Johnson. Ο Έντι έπαιξε καταπληκτική άμυνα στο Ζάρκο, άλλαζε κάθε φορά το ρυθμό όταν ο Παναθηναϊκός έπαιρνε τα ηνία, έδινε το σύνθημα της αντεπίθεσης, σκόραρε, έκανε τα πάντα. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι εκείνο το βράδυ κέρδισε μόνος του τον Παναθηναϊκό, ότι πρωταγωνίστησε σε ένα μοναδικό one man show που δε λογάριασε τακτικές, συστήματα, εντολές ένθεν κακείθεν. Ο ημιτελικός ως γνωστόν έληξε με 58-52 για τον Ολυμπιακό. Οι 27 ήταν του Έντι, αλλά οι πόντοι δεν αποτυπώνουν το μονόπρακτο.
Είκοσι μέρες πριν περπατήσει στα 36 του χρόνια, οπλίζει για τρεις στα τέσσερα κομβικότερα σημεία του αγώνα: 40-38 από την κορυφή, 45-41 από τη γωνία, 46-47 διαγώνια αριστερά και το καθοριστικό 52-53 από την ίδια θέση 1 λεπτό και 40 δευτερόλεπτα πριν το τελικό σφύριγμα. Ο ορισμός του clutch shooter. Ο Ολυμπιακός δεν ξανακοίταξε πίσω, ο Παναθηναϊκός έμεινε κολλημένος στο 52 και παρέδωσε τελειωτικά τα όπλα μετά από εκείνο το «τρελό» τρίποντο του Τόμιτς που έγραψε το 52-56. O Έντι Τζόνσον, μετά το λύκειο, το κολέγιο και το ΝΒΑ, άφηνε το στίγμα του και στην Ευρώπη και δη σε έναν ημιτελικό της κορυφαίας της διασυλλογικής διοργάνωσης.
Ο ημιτελικός τον άδειασε σωματικά και ψυχολογικά, ήταν αδύνατον δύο ημέρες αργότερα να συνεχίσει στο ίδιο τέμπο. Μόνον αν ξαναεμφανιζόταν στο παρκέ ο ίδιος εξωγήινος Έντι υπήρχε περίπτωση να καταβάλλει εκείνος ο Ολυμπιακός τη Ρεάλ του Ομπράντοβιτς με τον Σαμπόνις και τον Αρλάουκας στα καλύτερά τους. Ο Σάντος «κλείδωσε» τον Τζόνσον σε ένα άνευ προηγουμένο κυνηγητό μαεστρικά στημένο από το Ζοτς και ο Ολυμπιακός παρέδωσε πνεύμα πιο εύκολα απ’ ότι δείχνει το τελικό 73-61 για τη βασίλισσα. Ο Έντι έμεινε στους 9 με 2/9 δίποντα και 1/5 τρίποντα, αποκαμωμένος και αβοήθητος, αφού ο Ολυμπιακός είχε και πάλι αφήσει την πυγμή και την πείνα του στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό και την εγχώρια αντιπαλότητα. Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά και έκτη εάν συνυπολογιστούν και οι πρώτες παρουσίες του Άρη, η Ελλάδα άγγιζε αλλά δεν κατακτούσε το «Μεγάλο Κύπελλο».
Στο ελληνικό πρωτάθλημα, όλα εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν εξαιρουμένου του αστερίσκου που έβαλε ο ΠΑΟΚ του Μπάνε στον Παναθηναϊκό στα ημιτελικά. Οι πράσινοι εν τέλει επικράτησαν με 3-2 των Θεσσαλονικέων και το ραντεβού που περίμεναν όλοι από την αρχή της σεζόν, έλαβε σάρκα και οστά. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, η μητέρα των μαχών, όταν οι τελικοί δεν ήταν κάθε χρόνο μεταξύ των αιωνίων. Όλα κρίθηκαν στο συγκλονιστικό πέμπτο ματς, η σεζόν έκλεισε με το ίδιο «γυναικείο» σκορ κάτω από τους 100 πόντους, όπως ακριβώς ξεκίνησε και στα Πατήσια. Αυτή τη φορά όμως νικητής ήταν ο Ολυμπιακός με το 45-44 και το άστοχο σουτ του Νίκου Οικονόμου, ο Έντι Τζόνσον είχε κάνει πραγματικότητα το όνειρο που κυνηγούσε από παιδί: ένα τρόπαιο, ένα πρωτάθλημα.
Το πανηγύρισε με την ψυχή του, συμμετείχε ακόμη και στα επινίκεια στα μπουζούκια, έκανε σαν μικρό παιδί και έμοιαζε ανοικτός ακόμη και για παραμονή στον Ολυμπιακό. Έφυγε για την πατρίδα του με το μέλλον του ακόμη ανοιχτό στον Ολυμπιακό και το Σωκράτη Κόκκαλη να επιθυμεί διακαώς την παραμονή του. Προτιμήθηκε ο Ρίβερς και η ευρωπαϊκή παρένθεση του Έντι έλαβε τέλος. Θα περίμενε κανείς να αντέξει σκάρτο έναν χρόνο ακόμη με ένα τιμητικό συμβόλαιο στο ΝΒΑ, άλλωστε η φήμη του και η εμπειρία του ήταν πολύτιμες. Κι όμως, επέστρεψε στις ΗΠΑ και έκανε δεύτερη καριέρα, έζησε μια δεύτερη νιότη και χάρισε στο μπάσκετ μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές στην ιστορία του σπορ.
Μετά από μια ανώνυμη σεζόν στην Indiana και τους Pacers, βρήκε το απάγγιο στο Houston, στη μεγάλη των Rockets παρέα. Hakeem, Drexler, Threatt, Elie, Barkley και ο Έντι, καθοδηγούμενοι από το μεγάλο Rudy-T, έφτασαν κοντά στο θαύμα μιας ακόμη σειράς τελικών κόντρα στους Bulls 2.0 του Jordan, αλλά σταμάτησαν στην εκπληκτική Utah του Stockton και του Mailman. Με τη σειρά στο 2-1, το τέταρτο ματς στο Summit λύγιζε σίδερα και έμοιαζε παιχνίδι δίχως αύριο. Έξι δευτερόλεπτα για το τέλος, σκορ 92-92, επαναφορά από την πλάγια γραμμή για τους Rockets. Ακολούθησε αυτό:
Την 25η Μαΐου του 1997, ο Έντι Τζόνσον ήταν 38 πατημένα. Στο προηγούμενο παιχνίδι είχε σκοράρει 31, στο επόμενο το buzzer που τον έκανε να χορεύει πόλκα σε τελικό conference του ΝΒΑ. Δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος για έναν άνθρωπο που επί 18 χρόνια έκανε μια από τις πιο ζηλευτές καριέρες στο ΝΒΑ με 19.202 πόντους (32ος σκόρερ όλων των εποχών) και αμέτρητα παράσημα. Αποσύρθηκε το 1999 σε ηλικία 40 ετών, μετά από 1288 παιχνίδια και 16 πόντους μέσο όρο. Στο αντίο του, αποθεώθηκε από το κοινό στο Texas που υποκλίθηκε στη συνέπεια και την κλάση του. Δεν δάκρυσε, απλώς γύρισε το βλέμμα του στην κερκίδα να δει τη γυναίκα του Τζόι, το γιο του τον Τζάστιν και τη μεγάλη του αγάπη, την κόρη του την Τζέιντ. Έβαλε το χέρι στο μέρος της καρδιάς και έγειρε το κορμί του πιο αριστοκρατικά και από βασιλικό ακόλουθο στα ανάκτορα.
Ένας αριστοκράτης από το East Garfield Park, ένας πολύ ωραίος τύπος που είχαμε την τύχη να κοσμήσει και το ελληνικό πρωτάθλημα με την παρουσία του. Ήταν αδύνατον να πιστέψει κανείς ότι μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο όταν το 2006 κυκλοφόρησε μια «είδηση» ότι κακοποίησε σεξουαλικά ένα κοριτσάκι 8 ετών. Ήταν ο Fast Eddie Johnson παλιός παίκτης του ΝΒΑ (κυρίως στους Atlanta Hawks, all star τη δεκαετία του ‘80), το προσωνύμιο του οποίου κάποιοι είχαν προσδώσει και στο «δικό μας» Έντι, εξ ου και η παρανόηση.
Ο κατά συρροήν εγκληματίας και συνεπώνυμός του, κρατείται μέχρι σήμερα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Santa Rosa καταδικασθείς σε ισόβια. Ο Έντι κινήθηκε νομικά, αποκατέστησε το όνομά του και έκτοτε, συγκλονισμένος από τη σύμπτωση και τις αποτρόπαιες πράξεις του συνεπώνυμού του, παράγει κοινωνικό έργο σε ουκ ολίγους φορείς.
Είναι μέλος της Επιτροπής Νεότητας στο Phoenix, υποστηρικτής και αρωγός της ΜΚΟ Big Brothers/Big Sisters σε Sacramento και Phoenix, συνεργάτης της Επιτροπής για τα Special Olympics, μέλος της οργάνωσης εξεύρευσης θετών γονέων της Arizona και Πρόεδρος της δικής του οργάνωσης “Eddie Johnson and Friends, Hoops for Single Moms”, καθώς και μέλος και χρηματοδότης της οργάνωσης αρωγής και βοήθειας μονογονεϊκών οικογενειών στο Chicago.
Εξακολουθεί ασφαλώς να παίζει τακτικά golf και πάνω απ’ όλα να χαμογελάει. Σχολιάζει παιχνίδια στο ΝΒΑ, στο ραδιόφωνο, γράφει βιβλία, αρθρογραφεί σε εφημερίδες, ιστοσελίδες και περιοδικά, συμμετέχει και διοργανώνει ημερίδες φιλανθρωπικού σκοπού, είναι ένας πολυπράγμων 57χρονος star που κάθε φορά που φέρνει στη θύμησή του τη χώρα μας λάμπει και δηλώνει πολύ τυχερός που την επισκέφτηκε. Φέραμε από την Αμερική τον Έντι το πιστόλι και τον κάναμε δικό μας... Happy birthday Eddie.