Ένας πρωταθλητής χωρίς κάψα
Ο Ολυμπιακός πήρε το πιο εύκολο πρωτάθλημα, τέσσερα στα πέντε ντέρμπι και εννιά βαθμούς στο Champions League, αλλά δεν ενθουσίασε. Ο Θέμης Καίσαρης εξηγεί το γιατί και αναλύει αυτά που έλειψαν.
Ο Ολυμπιακός πήρε το πρωτάθλημα. Ο Ολυμπιακός πήρε εννιά βαθμούς στον όμιλο του Champions League, με ένα ιστορικό πρώτο διπλό επί αγγλικού εδάφους κόντρα στην Άρσεναλ. Ο Ολυμπιακός έκανε νέο σερί νικών στο πρωτάθλημα, καταρρίπτοντας παλιά δικιά του επίδοση, ενώ παράλληλα κατέκτησε τον τίτλο νωρίτερα από ποτέ. Ο Ολυμπιακός πήγε εξαιρετικά στα ντέρμπι, που πάντα παίζουν τον δικό τους ξεχωριστό ρόλο, με τέσσερις νίκες και μία ήττα.
Τα έκανε όλα αυτά. Δεν αμφισβητούνται, είναι οι προτάσεις που εν πολλοίς σφραγίζουν μια ακόμη πετυχημένη σεζόν. Και παρ’ολα αυτά, τώρα που στην ουσία δεν έχει άλλο ματς με νόημα να παίξει, έχεις την αίσθηση πως αυτή τη σεζόν του έλειπε κάτι. Κάτι που δεν μετριέται με νίκες, γκολ, βαθμούς και ντέρμπι, κάτι που έχει να κάνει με την αίσθηση που αφήνει μια ομάδα.
Η λέξη δεν γράφεται και γι’αυτό στον τίτλο βάλαμε την κάψα. Τον ενθουσιασμό, την τρέλα, ακόμα και τον παροξυσμό που μπορεί να προκαλέσει μια ομάδα που κάνει μια πετυχημένη σεζόν. Γιατί τέτοια σεζόν έκανε ο Ολυμπιακός, πετυχημένη, αλλά παρόλα αυτά δεν ενθουσίασε όσο θα φαντάζεται κανείς όταν χρόνια αργότερα ανατρέξει στα φετινά του κατορθώματα.
Μπορεί να τα πέτυχε όλα αυτά, αλλά κάποια πράγματα έλειπαν και εξαιτίας τους έλειψε ο ενθουσιασμός γύρω απ’τον Ολυμπιακό.
Έλειψε η πρόκριση στο Europa
Το πρώτο που έλειπε ήταν το κερασάκι στην τούρτα, η επιτυχία στο τελευταίο επεισόδιο της χρονιάς. Κι αυτό δεν έμελλε να είναι το Κύπελλο, αφού ακυρώθηκε, αλλά το Κύπελλο δεν είναι το κερασάκι, εκτός κι αν κάτσει κανένας καλός τελικός και τέτοιον ο Ολυμπιακός έχει να παίξει απ’την εποχή του Κόκκαλη.
Το κερασάκι ήταν το Europa League και εκεί ο Ολυμπιακός απογοήτευσε. Κάποιος θα πει, ΟΚ, το ίδιο έχει συμβεί και όλα τα προηγούμενα χρόνια, με εξαίρεση βέβαια τη χρονιά του Βαλβέρδε. Όμως, εκεί ακριβώς έγκειται και η απογοήτευση: τα σερί χρόνια αποτυχίας (παρά τα βήματα στην Ευρώπη) έκαναν τον κόσμο να αποζητά τη διάκριση στο Europa ολοένα και περισσότερο.
Διαφορετικό ευρωπαϊκό στάτους
Τα χρόνια που ο Ολυμπιακός έβγαινε 4ος στον όμιλο του Champions League με βαριές ήττες έχουν παρέλθει προ πολλού. Πλέον, υπάρχουν οπαδοί του που τα τα έζησαν μόνο ως μικρά παιδιά ή δεν τα έζησαν καν. Πλέον, το στάτους είναι άλλο.
Είτε έρχεται η πρόκριση στους 16, είτε όχι, ο Ολυμπιακός πλέον όχι μόνο δεν βγαίνει τελευταίος, αλλά στέκεται. Νικά, ζει υπερβάσεις, διεκδικεί την πρόκριση και η συνέχεια στο Europa δεν έρχεται ως “το μάξιμουμ που μπορούσαμε”, αλλά ως “η μίνιμουμ παρηγοριά που για την υπέρβαση που δεν ήρθε”.
Πλέον ο κόσμος το θέλει περισσότερο από ποτέ
Σ’αυτό πλαίσιο, η αποτυχία του 2016 στο Europa δεν είναι ίδια μ’αυτήν του 2009 στο UEFA, όταν τότε είχε έρθει το φιάσκο της Σεντ Ετιέν. Πλέον, χρονιά με τη χρονιά το “μόνο το πρωτάθλημα μετράει” που έλεγε μετά τη Σεντ Ετιέν ο Θεοδωρίδης έχει εξαφανιστεί, δεν το λέει κανείς. Πλέον, χρονιά με τη χρονιά, ο κόσμος τρελαίνεται με τις μεγάλες νίκες στον όμιλο, αλλά θέλει και τη συνέχεια τον Φεβρουάριο στο Europa.
Την αναζητά, όχι με την ψύχωση που κάποτε (και ακόμα) θέλει το 5ο, το 6ο, το 7ο σερί πρωτάθλημα, αλλά με τη δίψα του κόσμου που βλέπει την ομάδα του να μην ζει πια τον όμιλο του Champions League ως επίπονη διαδικασία, αλλά ως πεδίο ονείρων.
Δεν έδωσε τα όνειρα για τη συνέχεια
Φέτος ο Ολυμπιακός έκανε ξανά τον κόσμο του να ονειρεύεται στους αγώνες του ομίλου, αλλά του διέψευσε ξανά αυτήν την κάψα. Όχι όταν έχασε την πρόκριση κόντρα στην Άρσεναλ, αλλά όταν απέτυχε να συνεχίσει πέρα απ’την Άντερλεχτ και ειδικά με τον τρόπο που αποκλείστηκε.
Όχι, μάλλον δεν θα έφτανε στον τελικό ή την κατάκτηση του Europa, αλλά σε μια τέτοια σεζόν μια πρόκριση στους 16 θα έδινε στον κόσμο την κάψα που ζητάει χρόνια τώρα. Συζητήσεις για τον αντίπαλο στους 16, ανάλυση των υπολοίπων ομάδων, όνειρα για τη συνέχεια.
Έλειψε ο ενθουσιασμός για την εικόνα
Το δεύτερο που έλειψε ήταν πράγματα στο χορτάρι, στην εικόνα της ομάδας. Κακή; Όχι, σε καμία περίπτωση. Ο Ολυμπιακός είναι μια καλά οργανωμένη ομάδα, με προτερήματα και αδυναμίες που έχουν νομίζω αναλυθεί σε βάθος, και σίγουρα δεν είναι κακή ομάδα. Πόσω μάλλον όταν θα πρέπει να συγκριθεί με τον εγχώριο ανταγωνισμό.
Κάποιοι θα πουν πως ίσως ο τρόπος παιχνιδιού του Σίλβα να μην είναι απολύτως συμβατός με αυτό που έχουμε μάθει να λέμε “Ολυμπιακό dna”. Είναι μια κουβέντα που σίγουρα θα επανέλθει αν ο Πορτογάλος συνεχίσει στο λιμάνι. Η δικιά μου αιτίαση δεν αφορά τόσο τον τρόπο.
Πρωταγωνιστές
Με ή όχι reactive λογική, νομίζω πως αυτό που έλειψε δεν ήταν τόσο η διαφορετική φιλοσοφία, αλλά οι πρωταγωνιστές που θα λάμψουν μέσα απ’αυτήν. Έχω την αίσθηση πως ο κόσμος έχει ωριμάσει λίγο, είναι κατά τι πιο έτοιμος να αποδεχθεί ομάδες που δεν παίζουν επίθεση για την επίθεση, δεν αποζητά πια πράγματα που δεν υπάρχουν όπως “δύο φουλ επιθετικά μπακ, δύο εξτρέμ, δύο φορ, ένα δεκάρι και ένα μέσο να ξέρει μπάλα”.
Ένας ο Φορτούνης. Άλλος;
Ακόμα και με την ποδοσφαιρική λογική του Σίλβα, θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ικανοποιημένος και “ψημένος” αν είχε κι άλλους, καλύτερους πρωταγωνιστές. Ένας, ο απόλυτος πρωταγωνιστής ήταν σίγουρα ο Φορτούνης, που δικαιολογημένα δεν έχουμε πάψει να τον συζητάμε απ’την αρχή της σεζόν.
Άλλος; Ο Τσόρι είναι μεγάλη κλάση, αλλά φέτος δεν είχε διάρκεια και ας μην ξεχνάμε πως είναι old news. Το νέο ενθουσιάζει πάντα περισσότερο και εκεί ο Ολυμπιακός δεν έδωσε αυτό που περιμένει κάθε χρονιά ο κόσμος του.
Όχι Ρομπίνιους, μακριά από μένα τέτοιες λογικές, είμαι ο πρώτος που τις καταδικάζει. Αλλά παίκτες που θα δημιουργήσουν κουβέντα, θα ενθουσιάσουν, θα αποτελέσουν τους νέους σταρ, τους παιχταράδες που θα μπαίνουν στην κουβέντα κάθε φορά που κάποιος αντίπαλος αμφισβητεί την ομάδα.
Ο Καμπιάσο; Ναι, τεράστιος, ηγετικός, επαγγελματίας. Θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής, παρότι παίζει πιο πίσω. Όμως, ακόμα κι αυτόν ο κόσμος δεν τον χάρηκε, δεν τον έζησε σε διάρκεια μέσα στη σεζόν.
Οι παίκτες στην επίθεση
Πίσω απ’τον φορ; Ένας Ντουρμάζ που ξεκίνησε δίνοντας απαντήσεις για πέρσι, αλλά σύντομα επέστρεψε στην παλιά αστάθεια. Ο Σεμπά ένα γκολ στο πρωτάθλημα, μηδέν ασίστ. Ο Ερνάνι ήρθε στο τέλος των μεταγραφών, ενθουσίασε, αλλά τίποτα, μηδέν γκολ στο πρωτάθλημα. Ο Πάρντο κάπως κέρδισε τον κόσμο, έδειξε πράγματα, αλλά κι αυτός δεν ξετρέλανε κανέναν. Δεν θα δεις στον Τύπο κανέναν να λέει “χαλάλι τα δυο εκατομμύρια που δόθηκαν πέρσι για τον δανεισμό και τα άλλα 2.5 που θα δοθούν το καλοκαίρι για την αγορά”.
Μένει ο Ιντέγε. Σκόραρε στην Ευρώπη, σκόραρε και με ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, Παναθηναϊκό. Δεν του το στερεί κανείς, αλλά όλοι έχουν καταλάβει πως πρόκειται για έναν φορ που δεν είναι ικανός finisher, δεν φτιάχνει φάσεις για τον εαυτό του, αλλά δουλεύει πολύ στο γήπεδο για τους υπόλοιπους. Παίκτης του προπονητή; Σίγουρα. Παίκτης του κόσμου; Μόνο όταν σκοράρει κι αυτό δεν το κάνει συχνά, με ένα γκολ κάθε 206’ στη Super League.
Δεν θα πουν “κρατήστε τους οπωσδήποτε”
Ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του για τους παίκτες της επίθεσης, μπορεί ακόμα και να περιμένει πως (όσοι παραμείνουν) θα έχουν περισσότερα να δώσουν του χρόνου. Μέχρι τότε, όμως, όταν μιλάμε για πρωταγωνιστές που ενθουσίασαν μέσα στη χρονιά, που στέκονται δίπλα στον Φορτούνη, είναι δύσκολο να τους συμπεριλάβεις.
Ή για να το θέσω αλλιώς, δεν θα ακούσεις και δεν θα διαβάσεις πολλούς να λένε “κρατήστε τους οπωσδήποτε, δεν πρέπει με τίποτα να φύγουν, πάρτε μόνο αναπληρωματικούς” αν το καλοκαίρι τεθεί ζήτημα παραμονής και νέων μεταγραφών.
Έλειψε ο ανταγωνισμός
Το τρίτο και τελευταίο που έλειψε φέτος ήταν κάτι που δεν είναι στον απόλυτο χώρο ευθύνης του Ολυμπιακού. Εγχώριος ανταγωνισμός, που θα ενίσχυε περισσότερο το ενδιαφέρον, άρα και τον ενθουσιασμό που θα έφερναν οι νίκες.
Απ’τη μία, η έλλειψη ανταγωνισμού έφερε το ενδιαφέρον για το αήττητο, το νικηφόρο σερί, τις μεγάλες διαφορές, την κατάκτηση σε χρόνο ρεκόρ, κτλ. Απ’την άλλη, υποθέτω πως υπάρχουν πολλοί που θα αντάλλασσαν αυτά με μια πιο ενδιαφέρουσα κούρσα.
Κυρίως γιατί είναι κατανοητό (υποθέτω) πως όλα αυτά οφείλονται στα χαμηλά εμπόδια που βρήκε ο Ολυμπιακός και όχι στο γεγονός πως είχε μια ομάδα καλύτερη από ποτέ, με τέτοια ανωτερότητα που μετέτρεψε σε περίπατο μια κούρσα που υπό άλλες συνθήκες θα του ήταν πολύ ανταγωνιστική.
Την έλλειψη ανταγωνισμού δεν την παραθέτουμε φυσικά ως κάτι που θα μπορούσε να κάνει καλύτερα ο Ολυμπιακός, αλλά έναν ακόμα λόγο που φέτος δεν ενθουσίασε όσο θα ήθελε. Ακόμα και πέρσι, που η σεζόν πάλι έκλεισε με νταμπλ και κυριαρχία, το ξεκίνημα του ΠΑΟΚ και τα 2-3 στραβοπατήματα των ερυθρόλευκων έκαναν το έργο πιο ενδιαφέρον και την τελική επικράτηση πιο πανηγυρική.
Φέτος το πράγμα κύλησε σε ευθεία γραμμή. Αποτέλεσμα ήταν φυσικά τα ρεκόρ, τα σερί, κτλ, αλλά αυτά έμειναν περισσότερα ως επιτεύγματα παρά ως αξέχαστες στιγμές ενθουσιασμού. Και τα χαμηλά εμπόδια που βρήκε στην Ελλάδα ο Ολυμπιακός έκαναν ακόμα περισσότερο τον κόσμο να αποζητά καλύτερο θέαμα, περισσότερους πρωταγωνιστές.
Σαν το τελευταίο ντέρμπι
Όταν και αν κάποιος γυρίσει στο χρόνο και βρει την πρώτη παράγραφο αυτού του κειμένου είναι μάλλον σίγουρο πως θα σκεφτεί πως αυτή η σεζόν κύλησε και ολοκληρώθηκε για τον Ολυμπιακό με πολύ μεγαλύτερο ενθουσιασμό απ’ότι έγινε στην πραγματικότητα.
Ο λόγος είναι πως μπορεί τα επιτεύγματα να είναι μεγάλα, αλλά η σεζόν δεν κύλησε με την ποδοσφαιρική ευφορία που αυτά υπαινίσσονται. Όχι γιατί υπήρχε μεγάλη γκρίνια, αυτή υπάρχει πάντα, αλλά γιατί έλειπαν κάποιοι λόγοι για ακόμα μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
Η σεζόν μάλλον κύλησε όπως το τελευταίο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό. Ήρθε η νίκη και με μεγάλο σκορ, όμως η ψυχρή ματιά στην εικόνα του 3-1 λέει πως αυτό δεν είχε δα και το τρομερό ποδόσφαιρο και τους πολύ μεγάλους πρωταγωνιστές που κάποιος φαντάζεται όταν ακούει “3-1 σε ντέρμπι και με ανατροπή”.
Κάπως έτσι ήταν κι η σεζόν. Τίτλος, επιτεύγματα, όμως αν ρωτήσεις κάποιον πόσα θα άλλαζε προς το καλύτερο σ’αυτήν την ομάδα η απάντηση θα ήταν “πολλά”. Η αποτυχία στο Europa και η έλλειψη πολλών, λαμπερών πρωταγωνιστών στέρησε απ’αυτήν την ομάδα την αγάπη που θα έπρεπε να έχει βάσει των όσων πέτυχε.
Εκτός κι η αίσθηση που έχω είναι λανθασμένη και βρίσκει ελάχιστους σύμφωνους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Σταύρος Γεωργακόπουλος: Πλάκα μας κάνεις ρε Καμπιάσο;