ΓΝΩΜΕΣ

Τζέραρντ, το καλύτερο παράδειγμα της αγγλικής φούσκας

Ο Κώστας Μπράτσος καταπιάνεται με τον αρχηγό της Λίβερπουλ, Στίβεν Τζέραρντ, αναλύοντας μέσα σε 4.872 λέξεις γιατί δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στην ελίτ των ποδοσφαιριστών της γενιάς του και ότι η πραγματική αξία του έχει διαστρεβλωθεί, εξαιτίας δισεκατομμυρίων αγγλικών συμφερόντων.

Τζέραρντ, το καλύτερο παράδειγμα της αγγλικής φούσκας

Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους του ποδοσφαίρου θέλει τους τελευταίους του βαθμολογικού πίνακα της Premier League να είναι σε θέση να νικήσουν τον πρωτοπόρο, κάτι που δεν συμβαίνει στις άλλες χώρες, με συνέπεια το αγγλικό να θεωρείται το πλέον ανταγωνιστικό πρωτάθλημα. Όπως κάθε σεζόν, βέβαια, έτσι και φέτος η αλήθεια απέχει από το συγκεκριμένο ψέμα.

Η πρωτοπόρος Τσέλσι έχει μόλις 2 ήττες (Τότεναμ, Νιούκαστλ), τη στιγμή που η Μπαρτσελόνα έχει 4 (και μάλιστα οι δύο εντός έδρας), η πιο ακριβή ομάδα στην ιστορία του αθλήματος, Ρεάλ Μαδρίτης, έχει ηττηθεί 6 φορές, η Μπάγερν Μονάχου σε ένα πρωτάθλημα που τρέχει… μόνη της έχει κι αυτή 2 ήττες, ενώ η Παρί Σεν Ζερμέν, η οποία στο Champions League υπέταξε ως άλλη… ουραγός της Premier League την πρωτοπόρο του αγγλικού πρωταθλήματος, έχει 8 βαθμούς λιγότερους και ένα παιχνίδι περισσότερο στο εγχώριο πρωτάθλημά της. Μόνο η Γιουβέντους έχει λιγότερες ήττες από την ομάδα του Ζοζέ Μουρίνιο στη Serie A (μία, από τη Φιορεντίνα), αλλά έχει τους ίδιους βαθμούς με μόλις ένα παιχνίδι περισσότερο.

Η… φούσκα φέρνει υπεραξία

Το να αποδείξεις ότι πολλές φορές οι ομάδες που έχουν να ανταγωνιστούν οι ισχυροί καθενός από τα τέσσερα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης πλην του αγγλικού είναι του ίδιου ή υψηλοτέρου επιπέδου από αυτές της Premier League είναι εύκολο. Το δύσκολο είναι να… ακουστείς, διότι θα πρέπει να υπερκεράσεις εμπόδια αξίας… 7.000.000.000 ευρώ για την τριετία 2015-2018, όσο κοστίζει στα βρετανικά τηλεοπτικά δίκτυα η μετάδοση των αγώνων της Premier League.

Η μέθοδος εκτόξευσης των εσόδων των συλλόγων από τα τηλεοπτικά δρώμενα και το μάρκετινγκ προέρχεται μέσα από τη δημιουργία μύθων για το ίδιο πρωτάθλημα. Ακόμα κι αν τα αποτελέσματα της σύγχρονης εποχής στις διεθνείς διοργανώσεις, τόσο των συλλόγων όσο και της εθνικής Αγγλίας, δεν δικαιολογούν τέτοια γιγάντωση, η οικουμενική γλώσσα έχει κατορθώσει παλαιόθεν να εντυπώσει -σχεδόν άκριτα- στην πεποίθηση του φιλάθλου πως “οτιδήποτε αγγλικό είναι καλύτερο, ανώτερο”. Δεν έχει σημασία που τα τελευταία 30 χρόνια το Κύπελλο Πρωταθλητριών / Champions League έχει κατακτηθεί μόλις 4 φορές από αγγλική ομάδα. Η απουσία εκπροσώπου της χώρας από τα προημιτελικά του θεσμού φέτος, προκάλεσε… σοκ.

Καλός ο Μέσι, αλλά δεν είναι και… Χάρι Κέιν

Τα παραδείγματα τέτοιων μικρών ή μεγαλύτερων “ψεμάτων” που χρησιμοποιούνται για να διατηρήσουν τη δημοφιλία του αγγλικού προϊόντος είναι πολλά και δεν περιορίζονται στη δυναμική του πρωταθλήματος και των συλλόγων, αλλά αφορούν και στους ποδοσφαιριστές που πρωταγωνιστούν σε αυτό το προϊόν.

Ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής γίνεται αυτομάτως παίκτης παγκόσμιας κλάσης εάν υποβάλλει φορολογική δήλωση στο HM Revenue and Customs. Ένας παγκόσμιας κλάσης παίκτης που δεν αγωνίζεται στο Νησί, για να γίνει αποδεκτός ως τέτοιος, θα πρέπει να πείσει ότι μπορεί να τα καταφέρει σε μία… κρύα νύχτα στο γήπεδο της Στόουκ, όπως είχε δηλώσει για τον Λιονέλ Μέσι ο πρώην διεθνής Σκοτσέζος φορ, Άντι Γκρέι, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει μετατραπεί σε σχολιαστή και παρουσιαστή σε διάφορα κανάλια.

“Δεν γνωρίζω εάν η Μπαρτσελόνα έχει πάει ποτέ σε ένα μέρος όπως το Μπλάκμπερν κι έχει πληγεί από τις βαθιές μπαλιές στην περιοχή της“, υπερθεμάτισε στην ίδια συζήτηση τον Δεκέμβριο του 2010, μεσούσης της σεζόν, δηλαδή, στην οποία οι Καταλανοί κατέκτησαν το Champions League επικρατώντας άνετα στον τελικό μιας Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που έπαιξε ως… Στόουκ για να “κλέψει” το αποτέλεσμα.

Οι καλύτεροι παίκτες και… κάποιος Τσάβι

Δύο χρόνια νωρίτερα από αυτό το σχόλιο, τον Δεκέμβριο του 2008 και μία ημέρα μετά από την απονομή της “Χρυσής Μπάλας” στον Κριστιάνο Ρονάλντο (της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), μία φωτογραφία πρωταγωνίστησε στα περισσότερα ΜΜΕ, πέντε πασίγνωστων ποδοσφαιριστών, ήτοι του νικητή, του προηγούμενου νικητή Κακά, του… επόμενου νικητή και 2ου σε εκείνη την ψηφοφορία Μέσι, του 3ου στην ψηφοφορία Φερνάντο Τόρες (της Λίβερπουλ), καθώς και του 5ου της ψηφοφορίας και πρωταθλητή Ευρώπης με την Ισπανία, Τσάβι.

Στον υπέρτιτλο της φωτογραφίας που χρησιμοποίησε η “Daily Mail”, το σχόλιο ήταν “οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο” και μέσα σε παρένθεση “και ο Τσάβι”. Λίγους μήνες αργότερα, ο Τσάβι πανηγύριζε όλους τους διαθέσιμους τίτλους που μπορούσε να κατακτήσει η Μπαρτσελόνα εκείνη τη σεζόν…

Εγχώριο αμπαλάζ ή υποβάθμιση του ανταγωνιστή

Αυτό είναι το πρίσμα με το οποίο διαθλώνται οι συγκρίσεις που επιχειρούν τα αγγλικά media. Ακόμα κι αν δεν υιοθετούν όλα όσα “σερβίρουν” στο (παγκόσμιο λόγω ευκολίας της γλώσσας) κοινό, έχουν… χρέος να τα παρουσιάσουν με τέτοιο τρόπο, ώστε στο τέλος να εξαίρεται το ποδόσφαιρο και οι παίκτες της χώρας ή έστω να υποβαθμίζεται ο οιοσδήποτε ανταγωνισμός.

Ο Γκρέι το παραδέχθηκε, επισημαίνοντας λίγο καιρό μετά από την ατάκα του πως η δουλειά του βρίσκεται στην Αγγλία, ο μισθός του προκύπτει από τους αγώνες της Premier League, οπότε αποτελεί καθήκον του να προωθεί με κάθε τρόπο αυτό το πρωτάθλημα.

Δύο χρόνια μετά από την επίμαχη λεζάντα και παρουσιάζοντας μία συνέντευξη του Τσάβι, η “Daily Mail”… απολογήθηκε κι αυτή μέσω ενός υστερόγραφου για την αντιμετώπιση που είχε ο κορυφαίος Ισπανός μέσος στην ιστορία, επισημαίνοντας με πάσα σοβαρότητα ότι τον Δεκέμβριο του 2008, ο τότε 28 ετών και 11 μηνών Τσάβι ήταν “ανερχόμενο ταλέντο”!

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, οι Άγγλοι δεν πέτυχαν να μειώσουν τη δόξα του Μέσι, του Τσάβι, της Μπαρτσελόνα, ούτε φυσικά του Ζλάταν Ιμπραχίμοβιτς, τον οποίο επέκριναν διότι δεν σκόραρε εναντίον αγγλικών ομάδων. Μέχρι που σημείωσε δύο γκολ κατά της Άρσεναλ σε εκτός έδρας αγώνα για τα νοκ άουτ του Champions League…

Τι συμβαίνει, όμως, με τους ποδοσφαιριστές εκείνους στους οποίους επιθυμούν να προσδώσουν λίγο περισσότερο ύψος από αυτό που διαθέτουν; Ποια η προώθηση που απολαμβάνουν αυτοί από τα ΜΜΕ, το φίλαθλο κοινό και γενικά κάθε σχετικό μηχανισμό της πιο καλορυθμισμένης λειτουργίας παραγωγής κέρδους και υπεραξίας στον ποδοσφαιρικό κόσμο;

Το παράδειγμα του Μπέκαμ

Εάν η αναζήτηση αυτή γινόταν μερικά χρόνια νωρίτερα, το μεγαλύτερο παράδειγμα αναμφίβολα θα ήταν ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Ένας ποδοσφαιριστής που άγγιξε το ζενίθ, που διαφημίστηκε ως top class, που έπαιξε στην πλέον συζητημένη σύναξη “αστέρων” (“γαλαξιών” εν προκειμένω) του αθλήματος και που δικαιολόγησε ελάχιστα όλον αυτόν τον θόρυβο. Ένας παίκτης με ορισμένες αρετές επιπέδου 10 και άλλες επιπέδου 6, ο οποίος προβλήθηκε (για διάφορους σκοπούς) στο σύνολό του ως 10.

Οκτώ χρόνια μετά από την ουσιαστική αποχώρησή του από το προσκήνιο και 2 χρόνια μετά από την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, ουδείς τον τοποθετεί στην ίδια πρόταση πχ. με τον Ζινεντίν Ζιντάν ή με τον Ρονάλντο, κάτι που συνέβαινε σωρηδόν τον καιρό που έπαιζαν μαζί στη Ρεάλ Μαδρίτης και όχι μόνο για τις ανάγκες της αναφοράς στη βασική ενδεκάδα των “γκαλάκτικος”.

Η αποδόμηση του μύθου ενός υπέροχου ποδοσφαιριστή, αλλά μικρότερου αναστήματος από το ανώτατο όριο που τότε όριζαν ο Γάλλος και ο Βραζιλιάνος ήρθε με τον χρόνο και την αποστασιοποίηση. Η αποχώρησή του από την καθημερινότητα της Ευρώπης έγινε το καλοκαίρι του 2007, έχοντας πάρει σχεδόν μόνος του τον τίτλο του πρωταθλητή Ισπανίας με έναν εκπληκτικό 2ο γύρο στη σεζόν 2006-2007 κι ενώ στον 1ο γύρο ήταν… παγκίτης λόγω ανοιχτής κόντρας με τον Φάμπιο Καπέλο. Όταν το όνομά του και τα μικρά ή μεγάλα επιτεύγματά του σταμάτησαν να παραμορφώνονται στον βωμό κάθε σκοπού (εμπορικού, μάρκετινγκ, πολιτικές διοικούντων), ήρθε η πιο ψύχραιμη αξιολόγηση, ακόμα και από τους συμπατριώτες του.

Τζέραρντ: Θρύλος, υπερτιμημένος ή και τα δύο;

Το αντίστοιχο παράδειγμα δέκα χρόνια μετά, ακούει στον πρωταγωνιστή των τελευταίων ημερών στην Premier League εξαιτίας της αποβολής ρεκόρ εντός 38 δευτερολέπτων, Στίβεν Τζέραρντ. Ο εμβληματικός αρχηγός της Λίβερπουλ διανύει τις τελευταίες στιγμές του στην Premier League της οποίας αποτελεί μέλος από τις 29 Νοεμβρίου 1998 και το ντεμπούτο του ως αλλαγή κόντρα στην Μπλάκμπερν.

Ο Τζέραρντ είναι αναγκασμένος να πει “αντίο” στα αγγλικά γήπεδα λίγες ημέρες πριν συμπληρώσει 35 χρόνια ζωής (30 Μαΐου), αφού η διοίκηση και το τεχνικό τιμ της Λίβερπουλ τον ώθησαν στην έξοδο. Ο ίδιος είχε δηλώσει πολλές φορές πως δεν θα άντεχε να κάθεται στον πάγκο, αλλά τους τελευταίους μήνες κάτι τέτοιο μοιάζει ως και… ανάγκη, ώστε να γυρίζουν ομαλά οι τροχαλίες της ομάδας του Μέρσεϊσαϊντ.

Σε έναν σύλλογο όπου τα συναισθήματα επικρατούν της λογικής, η αποχώρηση του Captain Fantastic έχει διχάσει αρκετούς φιλάθλους. Ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ομάδας, για κάποιους, μάλιστα, ο κορυφαίος παίκτης, θα ολοκληρώσει (κάπως άκομψα) την καριέρα του στο “Άνφιλντ” και η αξιολόγησή του σαφώς και δεν μπορεί να είναι ψυχρή και αποστασιοποιημένη.

Το ζήτημα με τον Τζέραρντ ήταν πως και πριν από αυτήν την “φορτισμένη” περίοδο που μπορεί να επηρεάσει τις κρίσεις, η αξιολόγηση των ικανοτήτων και των πεπραγμένων του προκαλούσε έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ υποστηρικτών και πολέμιων. Πιθανότατα συντριπτικά περισσότεροι οι πρώτοι, έβλεπαν και βλέπουν την άποψή τους να δεσπόζει έναντι των δεύτερων. Όπως συνέβαινε πριν από μερικά χρόνια και με τον Ντέιβιντ Μπέκαμ…

Ο κατ’ ευφημισμόν σπεσιαλίστας Τζέραρντ

Για τα χαρίσματα του Άγγλου μέσου έχουν επιχειρηματολογήσει οι πάντες, χρόνια τώρα, προσδίδοντας ακόμα και υπέρμετρους χαρακτηρισμούς σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα αχαρτογράφητα νερά είναι αυτά των αδυναμιών του ή με μία διαφορετική ματιά, τα στοιχεία που έχουν παραποιηθεί και από αδυναμίες, αναπηδούν ως αρετές.

Ανατρέχοντας στα στατιστικά του Stevie G και συγκεκριμένα στα συνολικά 204 τέρματά του με την πρώτη ομάδα της Λίβερπουλ και την ανδρική ομάδα της εθνικής Αγγλίας, παρατηρείται κάτι αξιοσημείωτο. Ο μόνιμος εκτελεστής των στημένων των “κόκκινων” έχει σκοράρει 21 φορές από τον Δεκέμβριο του 2013 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015, όταν και σημειώθηκε το τελευταίο τέρμα του.

Σε αυτούς τους 13 μήνες, τα 4 από τα 21 τέρματά του προήλθαν από απευθείας εκτελέσεις φάουλ, επίδοση καθόλα αντάξια ενός ποδοσφαιριστή που θεωρείται σπεσιαλίστας σε αυτόν τον τομέα. Οι ύμνοι, εξάλλου, που συνόδευσαν καθένα από αυτά τα 4 τέρματα, τόσο σε ΜΜΕ, όσο και σε social media και δηλώσεις παικτών και προπονητών, σε οδηγούν στο αβίαστο συμπέρασμα ότι ο Τζέραρντ δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από συναδέλφους του όπως ο Αντρέα Πίρλο και ο… Ροζέριο Σένι.

Και κάπου εκεί έρχεται η δύναμη της δημιουργικής… μαγειρικής. Εν προκειμένω, η εστίαση δημοσιογράφων και φιλάθλων στο 19%, που είναι το ποσοστό γκολ – φάουλ σε αυτούς τους 13 μήνες και που “επιβεβαιώνει” αυτήν την αρετή του Τζέραρντ. Την ίδια ώρα, το ποσοστό γκολ – φάουλ στα προηγούμενα 15 χρόνια καριέρας του φτάνει μόλις το 1,6%! Ο Τζέραρντ είχε μόλις 3 γκολ με φάουλ σε 183 τέρματα πριν από τον Δεκέμβριο του 2013, μόλις ένα πριν από τον Σεπτέμβριο του 2010 (σε 12 χρόνια καριέρας) και κανένα πριν από τον Αύγουστο του 2008 (απέναντι στην Άστον Βίλα το “παρθενικό” του, μετά από περίπου 9 χρόνια επαγγελματικής καριέρας).

Οι συγκεκριμένοι αριθμοί αποδεικνύουν ότι ποτέ κανένας τερματοφύλακας δεν είχε λόγο να ανησυχήσει, έχοντας τον Τζέραρντ απέναντί του να εκτελεί απευθείας φάουλ. Κάτι που δεν με την ίδια συχνότητα πάντοτε, αφού παρότι… σπεσιαλίστας, κατά καιρούς ερχόταν δεύτερος σε προτεραιότητα, πίσω από τον Ντίτμαρ Χάμαν, τον Τσάμπι Αλόνσο ή τον Λουίς Σουάρες!

Επτά φάουλ έχει πανηγυρίσει ο Τζέραρντ (αν και έχει σημειώσει αρκετά γκολ από κοντινή πάσα μετά από φάουλ που αρκετά videos προσμετρούν στα απευθείας φάουλ), επτά φάουλ διαφημίζονται έναντι πολλών δεκάδων άστοχων εκτελέσεων, που σπατάλησαν επιθέσεις για τη Λίβερπουλ και που αποκρύπτονται επιμελώς κάτω από το χαλάκι…

Φάουλ Ρονάλντο = Σουτ Τζέραρντ

Ο ακριβής αριθμός των αστόχων εκτελέσεων φάουλ του Τζέραρντ δεν μου είναι γνωστός. Αρκεί, όμως, να παρακολουθεί κανείς τους αγώνες της Λίβερπουλ για να αντιληφθεί ότι μόνο μικρός δεν είναι. Αντιστρόφως ανάλογος, δηλαδή, με τον μύθο ενός ακόμα… σπεσιαλίστα εκτελεστή φάουλ, ο οποίος επιχειρεί εναγωνίως τους τελευταίους μήνες να σκοράρει με στημένη την μπάλα έξω από την περιοχή του αντιπάλου και το μόνο που καταφέρνει είναι να εισπράττει επιφωνήματα αγανάκτησης από τις εξέδρες του “Σαντιάγο Μπερναμπέου”.

Στις αρχές Μαρτίου, η “AS” δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον στατιστικό: σε όλες τις φετινές διασυλλογικές διοργανώσεις, ο Ρονάλντο είχε 51 εκτελέσεις φάουλ δίχως γκολ (21 στο τείχος, 14 εκτός εστίας, 16 αποκρούσεις τερματοφύλακα ή δοκάρι), με συνέπεια να είναι ο ποδοσφαιριστής της τρέχουσας σεζόν στην Primera Division με τις περισσότερες προσπάθειες δίχως καρποφορία.

Εάν αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί απλά ένα κακό διάστημα, μία εξαίρεση του κανόνα, ας δούμε τα στατιστικά του Πορτογάλου στις πρώτες 3 σεζόν του στη Ρεάλ (2009-2012), από την εξειδικευμένη σε αριθμούς του ποδοσφαίρου ιστοσελίδα “Who Scored”. Σε 179 προσπάθειες, λιγότερες από το 1/3 ήταν εύστοχες (οι 55) και οι 15 κατέληξαν σε γκολ. Σε τρεις σεζόν σε πρωτάθλημα και Champions League, ο “σπεσιαλίστας” Ρονάλντο αφενός δεν μπορούσε να στείλει την μπάλα στο τέρμα, αφετέρου, όταν το έκανε, ο τερματοφύλακας απόκρουσε 40 φορές. Άλλες 56 φορές το σουτ ήταν άστοχο (οι 4 στο δοκάρι) και οι υπόλοιπες 68 προσπάθειες κατέληξαν στο τείχος.

Το conversion rate 11,9% μοιάζει ικανοποιητικό, αν και μία άλλη συγκεντρωτική ανάλυση του “Who Scored” για τη σεζόν 2012-2013 στα 5 μεγάλα πρωταθλήματα δείχνει ότι απέχει παρασάγγας από τις καλύτερες επιδόσεις. Αντιστοίχως, στον πίνακα φαίνονται και τα υψηλότερα ποσοστά ευστοχίας των εκτελέσεων, στατιστικό το οποίο επίσης συντελεί στη συρρίκνωση του μύθου του “σπεσιαλίστα” των φάουλ, Ρονάλντο.

Οι αριθμοί που τον κολακεύουν

Όλα τα παραπάνω δεν αφορούν αποκλειστικά στον Ρονάλντο, έναν εκτελεστή που ουσιαστικά πέφτει και θύμα της αναζήτησης τελειότητας στις προσπάθειές του. Είναι ενδεικτικά, όμως, του πόσο μπορεί να παραπλανηθεί η κοινή γνώμη, θαυμάζοντας ένα από τα όντως πολλά (και ορισμένες φορές και σημαντικά) φάουλ με τα οποία έχει σκοράρει ο Ρονάλντο. Όπως προκύπτει, όσο περισσότερες οι άστοχες εκτελέσεις, τόσο μικρότερη θα έπρεπε να είναι η άνεση να αποκαλέσουμε έναν ποδοσφαιριστή “σπεσιαλίστα” στα φάουλ, ακόμα κι αν έχει σκοράρει αρκετά με αυτήν τη μέθοδο.

Εάν εφαρμόσουμε την ίδια λογική στα σουτ του Τζέραρντ, ήτοι να του… αφαιρούμε πόντους για τις άστοχες προσπάθειές του και όχι αποκλειστικά να του προσθέτουμε γι’ αυτές που αφενός είναι εύστοχες, αφετέρου καταλήγουν σε γκολ, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της αριθμητικής πράξης; Εδώ οι στατιστικολόγοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά, για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν έχει μετρήσει όλα τα άστοχα σουτ του Τζέραρντ στην καριέρα του (όπως φυσικά και κανενός άλλου ποδοσφαιριστή).

Το μετρήσιμο στοιχείο στην περίπτωσή μας (και αυτό με πασιφανείς ενστάσεις) είναι τα γκολ που έχει πετύχει εκτός περιοχής, που αποτελεί μία σημαντική ένδειξη για το εάν ένας παίκτης διαθέτει καλό μακρινό σουτ. Ο ποδοσφαιριστής που έχει κερδίσει το βραβείο για το γκολ της σεζόν της εκπομπής “Match of the Day” για ένα τέτοιο μακρινό σουτ (στον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας το 2006 απέναντι στη Γουέστ Χαμ, όπου σημείωσε το γκολ της ισοφάρισης στα τελευταία λεπτά με “οβίδα” από τα 35 μέτρα) διαθέτει ένα εντυπωσιακό παλμαρέ με σουτ από κάθε (μακρινή) απόσταση.

Από τα 204 προαναφερθέντα τέρματα της καριέρας του, τα 58 (συμπεριλαμβανομένων και των φάουλ) έχουν σημειωθεί εκτός περιοχής, ήτοι ποσοστό 28,4%. Ίσως το πιο διάσημο και σημαντικό εξ αυτών, απέναντι στον Ολυμπιακό στη φάση των ομίλων του 2004-2005 που έδωσε στους Άγγλους την πρόκριση στα νοκ άουτ έναντι των πρωταθλητών Ελλάδας, ήταν το 13ο εκτός περιοχής από τα συνολικά 38 γκολ (ποσοστό 34,2%) που είχε σημειώσει μέχρι τότε ο Τζέραρντ. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι από τα επόμενα 7 γκολ του Τζέραρντ εκείνη τη σεζόν, τα 5 ήταν με σουτ εκτός περιοχής, εκτοξεύοντας το ποσοστό σε 40%.

Μόνο που όπως συνέβη με τις εκτελέσεις φάουλ του Ρονάλντο, έτσι και σε αυτόν τον τομέα, το πιο δίκαιο στατιστικό που θα αποτύπωνε ορθότερα τη δυνατότητα του Τζέραρντ στα μακρινά σουτ θα ήταν ο λόγος των 58 τερμάτων με τις συνολικές προσπάθειες. Κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο να υπολογιστεί ελλείψει στοιχείων. Αυτό που μπορεί να εκτιμηθεί, αλλά όχι να αποδειχθεί ή να διαψευστεί μιας και δεν υπάρχουν τα ακριβή στατιστικά, είναι ότι από το 2005 κι έπειτα, η τάση με την οποία σκοράρει εκτός περιοχής είναι σαφώς μειωμένη σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της καριέρας του.

Από εκεί και πέρα, αρκεί κανείς να παρακολουθήσει ένα παιχνίδι της Λίβερπουλ μέχρι το 2013-2014 και την αλλαγή θέσης του για να αντιληφθεί πόσες πολλές προσπάθειες έπαιρνε πάνω του ο Τζέραρντ και πόσες λίγες είχαν ευτυχή κατάληξη (γκολ) ή έστω δοκίμαζαν τα αντανακλαστικά του αντίπαλου τερματοφύλακα.

Η αποτυχημένη αλλαγή ρόλου που κόστισε τον τίτλο

Μία ακόμα εξεζητημένη φήμη που συνοδεύει τον αρχηγό της πιο πετυχημένης αγγλικής ομάδας εκτός Νησιού είναι η ικανότητά του να προσφέρει από διάφορες θέσεις στον εκάστοτε προπονητή του. Τελευταίο παράδειγμα η τοποθέτησή του από τον Μπρένταν Ρότζερς στον ζωτικό χώρο μπροστά από την αμυντική γραμμή.

Ο Τζέραρντ έχει αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις της μεσαίας γραμμής με επιθετικό προσανατολισμό, έχει παίξει (κατ’ ουσίαν) μέχρι και ακραίο μπακ σε τελικό Champions League, ενώ έχει κληθεί να αγωνιστεί κοντά στους κεντρικούς αμυντικούς του τόσο προσφάτως στη Λίβερπουλ, όσο και και σε άλλες περιπτώσεις παλαιότερα και δη με την εθνική Αγγλίας.

Για πρώτη φορά, όμως, και για τόσα πολλά παιχνίδια, οι εντολές του ήταν να βρίσκεται στη ζώνη όπου έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα αμυντικά χαφ, ώστε να αγωνιστεί ως πλέι μέικερ από πίσω (deep lying midfielder για τους Άγγλους, regista για τους Ιταλούς), δίχως κάποιον παρτενέρ δίπλα του (όπως πχ. στο 4-2-3-1).

Η επιλογή του Τζέραρντ γι’ αυτόν τον χώρο αντί ενός γνήσιου “κόφτη” όπως ο (υγιής) Λούκας Λέιβα έχει να κάνει με τα καλά διαστήματα της καριέρας του Άγγλου μέσου, όπου η μαχητικότητα και το πείσμα του τον οδηγούσαν σε εντυπωσιακά όσο και αποτελεσματικά τάκλιν.

Σε συνδυασμό με μία ακόμα εντύπωση που υπάρχει στο ευρύ κοινό, αυτήν της ικανότητας του Τζέραρντ γενικότερα στις μεταβιβάσεις (και όχι συγκεκριμένα στις λεγόμενες “σαραντάρες” μπαλιές, στις οποίες είναι όντως από τους καλύτερους στον κόσμο), ο αρχηγός της Λίβερπουλ έμοιαζε το κατάλληλο πρόσωπο για να καλύψει αυτήν τη θέση στον τολμηρό σχηματισμό του Ρότζερς.

“Όταν αγωνιζόταν ως δεκάρι ή ως προωθημένος μέσος, η κίνησή του ήταν απίστευτη. Είχε την κίνηση ενός επιθετικού στην περιοχή. Το να αντιστρέψει κάτι τέτοιο και να γίνει οργανωτής στο άλλο μισό του γηπέδου δείχνει την τακτική ευφυΐα που διαθέτει και πως έχει πολλά να προσφέρει”, έλεγε ο Βορειοϊρλανδός τεχνικός για τον Τζέραρντ.

Μικρότερη επιρροή, μεγαλύτερα προβλήματα

“Θα μπορούσε”, είναι ο αντίλογος, εάν έπαιζε όντως σωστά τον ρόλο του. Σύμφωνα με το Talksport.com, πριν αναλάβει αυτόν τον ρόλο, έδινε 55 επιτυχημένες πάσες ανά αγώνα της Λίβερπουλ, αλλά μετά από αυτήν την αλλαγή θέσης και στο απόγειο της εντυπωσιακής περσινής πορείας πρωταθλητισμού της Λίβερπουλ, δίνει μόλις 36 πάσες ανά παιχνίδι. Για ευκολία στις συγκρίσεις, ένας ποδοσφαιριστής που επικρίνεται διαρκώς πιθανόν από την ίδια κοινή γνώμη που αποθεώνει τον αρχηγό της Λίβερπουλ, ο Σέρχιο Μπουσκέτς, ο οποίος επίσης καλύπτει μόνος του τον ίδιο χώρο στο γήπεδο, μοιράζει περίπου 70 εύστοχες πάσες ανά αγώνα της Μπαρτσελόνα.

Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, παρότι πλέον παίζει πιο πίσω, στο πρώτο εξάμηνο (και καλύτερό του) από την αλλαγή, η επιρροή του Τζέραρντ στο μισό γήπεδο της ομάδας του είναι απαράλλαχτη (26 εύστοχες μεταβιβάσεις πριν από την αλλαγή, 26,3 μετά). Αντιθέτως, όπως είναι φυσιολογικό, η επιρροή του στο επιθετικό τρίτο του γηπέδου συρρικνώθηκε αρκετά (από 31 πάσες που έδινε, έπεσε στις 15), αφού πλέον πρόκειται για έναν χώρο όπου δεν “πατάει” (τα εύστοχα σουτ μειώθηκαν από 1,3 σε 0,6).

Στο ανασταλτικό κομμάτι, η ανάγκη οδήγησε τον Τζέραρντ να αυξήσει ραγδαία τον αριθμό των επιτυχημένων τάκλιν, αφού ερχόταν ολοένα και πιο συχνά απέναντι σε αντίπαλο που ήταν καθήκον του να ανακόψει. Από 2,5 ανά αγώνα, ο αριθμός διπλασιάστηκε με τον νέο ρόλο του.

“Απομονωμένα στατιστικά δεν είναι αρκετά για να μας πουν ένας ποδοσφαιριστής πόσο αποτελεσματικά μεταφράζει έναν ρόλο στο γήπεδο, δίχως να εξετάζεται λεπτομερώς η απόδοσή του, αλλά οι αριθμοί εγείρουν ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την παρουσία Τζέραρντ στη συγκεκριμένη θέση. Η απώλεια της προσφοράς του στο επιθετικό τρίτο του γηπέδου καλύπτεται από τα όσα προσφέρει στο γήπεδο της Λίβερπουλ; Ο αυξημένος αντίκτυπός του δίχως την μπάλα καλύπτει τον μικρό αντίκτυπο όταν είναι κάτοχός της;”, αναρωτιέται το δημοσίευμα και καταλήγει ότι ίσως δοθούν απαντήσεις μόνο εάν δοθεί και χρόνος στον Τζέραρντ.

Ο σπουδαίος δημοσιογράφος, εκδότης, αναλυτής ποδοσφαίρου και συγγραφέας βιβλίων τακτικής, Τζόναθαν Γουίλσον, αμέσως μετά από την ήττα της Αγγλίας από την Ουρουγουάη με 2-1 στο Μουντιάλ της Βραζιλίας, εξαιτίας και δύο λαθών του Τζέραρντ, ρωτήθηκε για τον τότε αρχηγό των “λιονταριών” και τον λόγο που δεν κατάφερε να καλύψει το ίδιο πετυχημένα τη θέση που κάλυπτε εκείνη τη σεζόν στη Λίβερπουλ.

“Δεν θεωρώ ότι κάλυψε επιτυχημένα τη θέση στη Λίβερπουλ. Θεωρώ ότι αυτό ήταν κι ένας λόγος που δεν κατέκτησε τον τίτλο η Λίβερπουλ στο τέλος. Δεν λέω ότι ήταν δικό του φταίξιμο, η Λίβερπουλ τα πήγε εξαιρετικά δεδομένου του ρόστερ της, ωστόσο δέχθηκε 50 γκολ. Κατηγορούσαν την άμυνα, ωστόσο η άμυνα ήταν απροστάτευτη. Μέρος της ευθύνης γι’ αυτό είναι ότι ο Τζέραρντ δεν είναι αυθεντικός ‘κόφτης'”, απάντησε αρχικά και στη συνέχεια επεσήμανε ότι ο ομοσπονδιακός τεχνκός της Αγγλίας, Ρόι Χόντσον, έπρεπε να καλύψει περισσότερο τον Τζέραρντ και ότι το δίδυμο με τον Τζόρνταν Χέντερσον σε σχήμα 4-2-3-1 “δεν είναι αξιόπιστο”.

Παρά το… χολιγουντιανό του πράγματος, ο περσινός τίτλος της Λίβερπουλ δεν είναι δυνατόν να χάθηκε μόνο σε μία στιγμή, στο περίφημο γλίστρημα του αρχηγού που οδήγησε στο πρώτο από τα δύο γκολ της Τσέλσι στο παιχνίδι του “Άνφιλντ”. Θα ήταν τουλάχιστον κωμικό για ένα πρωτάθλημα όπως το αγγλικό να το κατακτήσει μία ομάδα με 50 γκολ παθητικό, έστω κι αν είχε σκοράρει 101 φορές. Ως εκ τούτου, δεν γίνεται να προβάλλεται ως επιτυχημένη η μετατόπιση του Τζέραρντ στον αγωνιστικό χώρο, ειδικά από τη στιγμή που λίγους μήνες αργότερα, στη νέα σεζόν, η προσφορά του στον ίδιο χώρο, υπό τον ίδιο ρόλο και χωρίς ιδιαίτερη κάμψη στην απόδοσή του κρίθηκε ανεπαρκής από τον ίδιο προπονητή, με συνέπεια την αλλαγή συστήματος και τον υποβιβασμό του Τζέραρντ σε αναπληρωματικό.

Ο ρόλος του αρχηγού

Κατά γενική ομολογία, τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του Τζέραρντ εντοπίζονται από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, με το πικ να έρχεται στην οργιώδη διετία 2007-2009. Σε όλο αυτό το διάστημα, ο Άγγλος μέσος φορούσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού της Λίβερπουλ, το οποίο ο Ράφα Μπενίτεθ πήρε από τον Σάμι Χίπια και του το παρέδωσε το 2004. Την ίδια σεζόν, μάλιστα, εν τη απουσία του Μπέκαμ, φόρεσε και το περιβραχιόνιο της εθνικής Αγγλίας για πρώτη φορά.

Οι λόγοι πρόδηλοι από τις πρώτες εμφανίσεις του γεννημένου στο Μέρσεϊσαϊντ και με δεσμούς αίματος κυριολεκτικά με τον σύλλογο (το νεαρότερο θύμα της τραγωδίας του “Χίλσμπορο” ήταν ξάδερφός του). Από μικρός, αλλά μέχρι και σήμερα, ο Τζέραρντ συνδύαζε μία σειρά ψυχικών χαρισμάτων όπως το πάθος, το πείσμα, το αίσθημα του αδάμαστου, τον τσαμπουκά, την ικανότητα να εμπνέει και να ξεσηκώνει τους γύρω του στα δύσκολα. Με λίγα λόγια κατείχε όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν έναν ηγέτη, έναν αρχηγό.

Με μία διαφορετική ανάγνωση, είχε όλα τα στοιχεία που μπορούν να χαρακτηρίζουν έναν καθηγητή ή έναν ζωγράφο, χωρίς να μεταβάλλουν το έμφυτο ταλέντο ή την έφεση που έχουν στο επάγγελμά τους. Κανείς ηθοποιός δεν είναι πιο ταλαντούχος επειδή παίζει με πάθος στη σκηνή ενός θεάτρου. Το πάθος, όμως, είναι ένα προσόν που θα τον βοηθήσει να παράξει καλύτερο αποτέλεσμα στην υποκριτική του, εάν συνδυαστεί με το υπάρχον ταλέντο.

Με τον Τζέραρντ (φυσικά και με άλλους ποδοσφαιριστές) δεν συμβαίνει το ίδιο. Η αξιολόγηση του ποδοσφαιρικού ταλέντου του σε οποιονδήποτε τομέα περιλαμβάνει και το γεγονός ότι είναι αρχηγός, ηγέτης. “Ήταν κακός γιατί έκανε 3 λάθη που κόστισαν στην ομάδα του”, θα έλεγε η φωνή της λογικής. “Όχι, ήταν καλός γιατί έπαιξε με ψυχή”, αποκρίνεται συνήθως η κοινή γνώμη, συγχέοντας τα πάντα.

Η ψυχοσύνθεση γύρισε μπούμερανγκ

Ακόμα και το μεγάλο ατού του που τον κατέστησε αναμφίβολα εμβληματική μορφή του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, πολλές φορές τον έχει “προδώσει” ή έχει αποκαλύψει τις αδυναμίες που τόσο καλά κρύβει (ή φροντίζουν άλλοι να τις κρύβουν γι’ αυτόν). Ο Ράφα Μπενίτεθ τον έχει αντικαταστήσει σε ντέρμπι του Μέρσεϊσαϊντ με την Έβερτον διότι έπαιζε με πολύ πάθος και συναίσθημα (και κατά συνέπεια με λίγο μυαλό).

Ο ίδιος ο Τζέραρντ έχει παραδεχθεί ότι η χειρότερη στιγμή της καριέρας του ήταν σε αγώνα ομίλων Champions League το 2002-2003 με αντίπαλο τη Βασιλεία, όταν οι “κόκκινοι” έχαναν 3-0 στο ημίχρονο. Οι γονείς του Τζέραρντ βρίσκονταν στα πρόθυρα διαζυγίου και η κατάσταση είχε επηρεάσει εμφανώς τον ψυχισμό του, με αποτέλεσμα μία από τις πιο άσχημες εμφανίσεις του.

Ακόμα και το περσινό παιχνίδι με την Τσέλσι αποδεικνύει ότι η έντονη προσωπικότητα του Τζέραρντ δεν αποτελεί πάντοτε προσόν. Το λάθος σημειώθηκε στις καθυστερήσεις του 1ου ημιχρόνου. Σε όλο το 2ο μέρος, ο Τζέραρντ περιφερόταν στον αγωνιστικό χώρο με το μυαλό του φανερά σε εκείνη τη φάση και τα συναισθήματα να τον καταπλακώνουν, κάτι που ίσως κόστισε περισσότερο σε εκείνο το 90λεπτο.

Ένα μυαλό δυσλειτουργικό εφόσον το κυριεύσουν τα συναισθήματα, κάτι που φάνηκε και πριν από μερικές ημέρες, όταν μπήκε αλλαγή στο 2ο ημίχρονο και έχοντας προλάβει ήδη να αγγίξει 4 φορές την μπάλα και να κάνει ένα πολύ δυνατό τάκλιν στο ντέρμπι με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αποβλήθηκε στο 38ο δευτερόλεπτο για πάτημα σε αντίπαλο.

Ο καλύτερος μέσος χωρίς… πάσα

Όταν επιβεβαιώθηκε η αποχώρηση του Τζέραρντ από το “Άνφιλντ” το καλοκαίρι, ένας από τους ανθρώπους που μίλησαν γι’ αυτόν ήταν ο προπονητής στον οποίο οφείλει και την καριέρα του, ο Ράφα Μπενίτεθ. Ο Ισπανός δήλωσε για τον πρώην αρχηγό του: “Μετά από τον τελικό του Champions League στην Κωνσταντινούπολη, μας είπε ‘κάντε με τον καλύτερο μέσο του κόσμου’. Έχει αυτήν τη φιλοδοξία. Ήταν ένας από τους παίκτες που πάντοτε ήθελαν να βελτιωθούν”.

Η επιθυμία του Τζέραρντ ήταν να γίνει το κορυφαίο 8άρι του κόσμου, να βρίσκεται διαρκώς στο engine room της λειτουργίας, ως απόρροια της πεποίθησής του ότι από εκεί προέκυψαν οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές. Ο Μπενίτεθ δεν εισάκουσε τον αρχηγό του, έναν ποδοσφαιριστή που δεν έχει όσα χρειάζεται ένας τέτοιου είδους μέσος. Δεν είναι άριστος στις κοντινές μεταβιβάσεις, είναι τακτικά απείθαρχος και χάνει συχνά τη θέση του, “εξαφανίζεται” αρκετές φορές μέσα στη σεζόν και η ψυχοσύνθεσή του μπορεί να κοστίσει σε μία τόσο καίρια θέση στο γήπεδο.

Ο Ισπανός τεχνικός τον τοποθέτησε δεξιά στη μεσαία γραμμή το 2005-2006 και την τριετία 2007-2010 πίσω από τον Φερνάντο Τόρες ως επιθετικό μέσο, σχηματίζοντας ένα εκρηκτικό δίδυμο ικανό να σμπαραλιάσει οποιαδήποτε αντίπαλη άμυνα. Αυτό ακριβώς συνέβη (μεταξύ άλλων και) στο 4-0 επί της Ρεάλ Μαδρίτης στη φάση των 16 του Champions League 2008-2009, ήτοι απέναντι σε μία οπισθοφυλακή που περιείχε τον (καλό ακόμα) Ίκερ Κασίγιας, τον Πέπε και τον Σέρχιο Ράμος, οι οποίοι πέρυσι ήταν οι ηγέτες της άμυνας των “μερένγκες” που στέφθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης.

Επιλεκτική μνήμη

Ίσως ο μεγαλύτερος παραμορφωτικός καθρέφτης για το πραγματικό μέγεθος του ποδοσφαιριστή Στίβεν Τζέραρντ να υψώνεται μέσα από τις ίδιες τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της καριέρας του, τα κατορθώματα που όλοι ανασύρουν με περίσσια ευκολία από τη μνήμη τους.

Το γκολ που σημείωσε κόντρα στον Ολυμπιακό, ένα πανέμορφο μακρινό σουτ, έμεινε στην ιστορία ως μία στιγμή που χαρακτηρίζει το μεγαλείο του Άγγλου. Σημειώθηκε στο 86ο λεπτό και (δικαιολογημένα) ουδείς θυμάται τι ακριβώς έκανε ο Τζέραρντ στα προηγούμενα 85 λεπτά του αγώνα. Η πρόκριση πιστώνεται στον αρχηγό της Λίβερπουλ, ωστόσο η κάκιστη εμφάνιση των “κόκκινων” για τουλάχιστον 70 λεπτά αποφεύγεται εντέχνως να χρεωθεί στον ηγέτη της.

Ομοίως με το γκολ και τη γενικότερη απόδοσή του στον αξέχαστο τελικό της Πόλης, λίγους μήνες αργότερα. Οι πραγματικοί MVP, Χάμαν και Γέρζι Ντούντεκ, βρίσκονται στη σκιά του Τζέραρντ σε αυτόν τον τελικό. Ακόμα και οι κινήσεις τακτικής του Μπενίτεθ στο ημίχρονο στις οποίες πρωταγωνίστησε και ο Τζέραρντ, έρχονται σε δεύτερη μοίρα συχνά στις συζητήσεις για εκείνον τον επικό τελικό. Για το 3-0 του 1ου ημιχρόνου, όμως, ο καλύτερος παίκτης εκείνου του ρόστερ της Λίβερπουλ δεν φέρει καμία ευθύνη…

Συμπεράσματα

Ο μεγεθυντικός φακός που πλανάται πάνω από το Νησί και αποδεδειγμένα προσδίδει υπεραξία σε κάθετι ποδοσφαιρικό, με διατηρεί επιφυλακτικό ως προς τις κρίσεις μου σχετικά με παίκτες και ομάδες που τα πηγαίνουν καλά εκεί.

Για χρόνια, η κραταιά άποψη εκτός Αγγλίας ήταν πως ο Τζέραρντ θα έπρεπε να συγκαταλέγεται μόνιμα στους επικρατέστερους για τη “Χρυσή Μπάλα”. Ακόμα κι αν εντός των συνόρων υπάρχει καθημερινή τριβή και οπαδική αντιπαλότητα με μία τεράστια μάζα φιλάθλων όπως αυτή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία δεν επιτρέπει (τουλάχιστον όχι αμαχητί) την εξύψωση του Τζέραρντ σε εθνικό σύμβολο, τίποτα δεν μοιάζει ικανό να του “σπιλώσει” την καριέρα. Η αξία του λατρεύεται περισσότερο εκτός Αγγλίας σε σχέση με τους φιλάθλους που τον έχουν παρακολουθήσει περισσότερο από κοντά, γεγονός που αποδεικνύεται εύκολα από συζητήσεις με φιλάθλους που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και εκτός αυτού.

Τα ΜΜΕ, προεξάρχοντος του “Sky Sports”, φροντίζουν να γεμίζουν ακόμα περισσότερο τη “φούσκα” του αγγλικού προϊόντος, το οποίο υπενθυμίζεται θα κοστίζει ετησίως στα τηλεοπτικά κανάλια περίπου 5.000.000.000 ευρώ μεταξύ 2015 και 2018, όταν πωληθούν και τα δικαιώματα μετάδοσης του εξωτερικού και αυτά μέσω διαδικτύου.

Ο Ζινεντίν Ζιντάν έχει δηλώσει ότι ο Στίβεν Τζέραρντ είναι ο καλύτερος Άγγλος μέσος της εποχής του. Ο Τσάβι διαφωνεί και απονέμει αυτόν τον τίτλο στον Πολ Σκόουλς. Κάποιος άλλος “αστέρας” του ποδοσφαίρου θα μπορούσε να επιλέξει τον Φρανκ Λάμπαρντ. Ακόμα και αυτοί οι κορυφαίοι γνώστες του αθλήματος (και της θέσης του μέσου) δεν συμφωνούν στις αξιολογήσεις τους, πόσο μάλλον οι φίλαθλοι και οι δημοσιογράφοι.

Όπως και να έχει, όμως, δεν βλέπω πώς ο Τζέραρντ μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια ελίτ με κατόχους “Χρυσής Μπάλας” όπως ο Ροναλντίνιο ή ο Κακά. Ο Άγγλος μέσος που δεν πέτυχε το παραμικρό με την εθνική ομάδα της χώρας του να βρεθεί στο ίδιο σκαλί με τον πραγματικό MVP του Μουντιάλ 2006, Αντρέα Πίρλο και τον “μίδα” Τσάβι. Να συγκρίνεται η διάρκειά του με αυτήν του Τζιανλουίτζι Μπουφόν, όταν από το 2009 και την αποχώρηση πρώτα του Τσάμπι Αλόνσο και ακολούθως του Χαβιέρ Μαστσεράνο, δεν έκανε ποτέ ξανά καλή σεζόν.

Προφανώς και είναι ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής, από τους καλύτερους που έχουμε παρακολουθήσει. Ωστόσο δεν έχει περάσει τον πήχη που έθεσαν οι παραπάνω παίκτες, ο καθένας με τον τρόπο του. Η περίπτωσή του θυμίζει… Κάρλο Αντσελότι, όπως είχα γράψει πριν από λίγο καιρό σε μία αντίστοιχη ανάλυση και τα συμπεράσματα της οποίας παρανοήθηκαν από ορισμένους αναγνώστες: είναι πολύ καλός, αλλά δεν ανήκει σε κανένα top 5, όπως κι αν το συνθέσω.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ