Οι κορυφαίοι σέντερ της σύγχρονης ιστορίας
Ο Γιώργος Συρίγος γράφει για τους καλύτερους σέντερ του ΝΒΑ στη μετά Τζαμπάρ εποχή και σας καλεί να επιλέξετε ποιον εσείς θεωρείτε ως τον κορυφαίο.
Αυτά που ξέρουμε για τους κορυφαίους του μπάσκετ, είναι αυτά που έχουμε δει με τα μάτια μας. Απ’ τον Τζαμπάρ και μετά δηλαδή. Όλα όσα είχαν προηγηθεί - ο Μάικαν με την πρώτη δυναστεία των Λέικερς, ο Ράσελ με τους θρυλικούς Σέλτικς, ο Τσάμπερλεϊν και ότι άλλο έλαμψε μέχρι τα 70’ς - τα διδαχτήκαμε εδώ στην Ελλάδα διαβάζοντας τα βιβλία της ιστορίας. Τότε δεν υπήρχαν, όχι ίντερνετ και δορυφορική τηλεόραση, αλλά ούτε καν οι βιντεοκασέτες, μέσα απ’ τις οποίες πρωτογνωρίσαμε (μαζί με τις πρώτες, σποραδικές, τηλεοπτικές μεταδόσεις) τον Μάτζικ, τον Μπερντ και τον Ντόκτορ Τζέι. Όσα χάιλαϊτς απ’ τις μάχες Ράσελ εναντίον Τσάμπερλεϊν κι αν παρακολουθήσουμε στο διαδίκτυο, περισσότερο θα ενισχύσουμε τον μύθο τους, παρά θα αντιληφθούμε το πραγματικό μπασκετικό τους εκτόπισμα.
Πάμε στο ζουμί: που ακριβώς στέκεται ο Τιμ Ντάνκαν, έπειτα απ’ το πέμπτο του πρωτάθλημα με τους Σπερς, ανάμεσα στους κορυφαίους σέντερ της σύγχρονης ιστορίας;
Απαραίτητη διευκρίνιση. Οι αμερικανοί επαναλαμβάνουν μονότονα εδώ και χρόνια ότι ο «Big Fundamental» είναι το κορυφαίο «4αρι» όλων των εποχών. Τον έμπλεξαν κι αυτόν στα κόλπα του μάρκετινγκ δηλαδή. Τους βολεύει αφάνταστα, αφού η λίστα των σέντερ είναι γεμάτη με ιερά τέρατα. Αυτή των πάουερ φόργουορντ; «Φτωχή» μπροστά της.
Ο Μπάρκλεϊ και ο Καρλ Μαλόουν δεν πήραν ποτέ τίτλο. Ο Μακ Χέιλ ήταν μεγάλη κλάση, αλλά ηγέτης εκείνης της Βοστόνης ήταν ο Μπερντ. Ο Μπόμπ Πέτιτ νίκησε μόνος του το ’58 τους Σέλτικς, ωστόσο αυτό αποδείχτηκε το μοναδικό του πρωτάθλημα. Από ένα επίσης πήραν οι δύο σύγχρονοι, ο Γκαρνέτ και ο Νοβίτσκι. Τεράστιοι παίκτες όλοι τους, όμως πώς να συγκριθούν με τους σέντερ;
Ο Ντάνκαν λοιπόν στο «4» επειδή έτσι… βολεύει. Γιατί στα πρώτα χρόνια της καριέρας του βρέθηκε δίπλα στον ύψους 2,15μ. Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Κι ας ήταν στην πραγματικότητα ο «Ναύαρχος» το «4αρι» εκείνων των Σπερς, περιμένοντας στο high post ή στην base line τις πάσες του Τίμι από χαμηλά.
Η «ανορθογραφία» αυτή είχε κάποια βάση μέχρι το 2007, όταν τον συμπλήρωναν πρώτα ο Νεστέροβιτς κι εν συνεχεία ο Ομπέρτο και… κάποιος Φρανσίσκο Έλσον. Έκτοτε ο Ντάνκαν, με τα χρόνια να περνούν και τα πόδια να γίνονται ολοένα και πιο βαριά, βρίσκεται σταθερά στο «5». Εκτός αν κάποιος θεωρεί ότι έπαιζε «4» δίπλα στον Μακ Ντάις, που δηλωνόταν απ’ το 2009 ως το 2011 ως βασικός σέντερ. Αστεία πράγματα. Με μπόι 2,06μ. και με σημείο αναφοράς το σουτ απ’ τα πέντε μέτρα, ο άλλοτε επίδοξος διάδοχος του Σον Κεμπ ουδέποτε εντρύφησε στα μυστικά της τέχνης του low post.
Χωρίς περαιτέρω χρονοτριβή λοιπόν, φοράμε το καλοσιδερωμένο μας σμόκιν και το απαραίτητο παπιγιόν για να παρουσιάσουμε έναν έναν τους υποψηφίους.
Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ (ντραφτ 1969-1η επιλογή)
Ο Στιβ Γιατζόγλου δεν συγκινείται με τις μεγάλες κόντρες της εποχής μας, όπως Κόμπι εναντίον Λεμπρόν ή Λεμπρόν εναντίον Ντουράντ. Δείχνει έναν σεβασμό σε εκείνη με την οποία μεγάλωσε η γενιά μου (Μάτζικ εναντίον Μπερντ) αλλά κι αυτή ακόμα την θεωρεί δεύτερης κλάσης. «Όταν έχεις δει τον Τσάμπερλεϊν να καλωσορίζει στο ΝΒΑ τον Τζαμπάρ, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Εκεί τελειώνουν όλα. Ο πρώτος είχε 50 πόντους και 26 ριμπάουντ μέσο όρο το 1962, ενώ έκανε και 10-15 μπλοκ το παιχνίδι, αλλά τότε δεν τα μετρούσαν στην στατιστική. Λόγω του δεύτερου, καταργήθηκαν για κάμποσα χρόνια τα καρφώματα στο κολεγιακό», μου ‘χε πει πριν από καιρό. Εδώ επιστρέφουμε σε αυτά που λέγαμε στην εισαγωγή. Όλα αυτά, Στιβ τα έχεις δει εσύ και άντε άλλοι 5-6 στην Ελλάδα…
Ο θρυλικός Καρίμ (ή Λιου Άλτσιντορ, προτού ασπαστεί το Ισλάμ) πήρε το μπάσκετ στα τέλη του ‘ 60 απ’ τα χέρια του Ράσελ και του Τσάμπερλεϊν και το παρέδωσε 20 χρόνια αργότερα, μαζί με τον Μάτζικ και τον Μπερντ, σε εκείνα του Μάικλ Τζόρνταν. Όταν οι ειδικοί του αθλήματος γράφουν την λέξη «longevity» (μακροημέρευση), φροντίζουν πάντα δίπλα της να υπάρχει το όνομά του. Ουδείς άλλος στην ιστορία του μπάσκετ ήταν σταθερά ανάμεσα στους κορυφαίους για σχεδόν δυόμισι δεκαετίες. Τρία χρόνια απόλυτης κυριαρχίας στο NCAA με το UCLA, 20 χρόνια ηγέτης στο ΝΒΑ με τους Μπακς και με τους Λέικερς.
Έξι φορές πρωταθλητής, με τον πρώτο τίτλο να απέχει απ’ το τελευταίο 17 ολόκληρα χρόνια. Πρώτος σκόρερ όλων των εποχών, 19 φορές All Star, 10 φορές στην καλύτερη πεντάδα, έξι φορές MVP. Τα ξαναδιαβάζεις, σε πιάνει ζαλάδα κι ακόμα δεν έχεις φτάσει στα πιο σημαντικά: ο Τζαμπάρ αναδείχτηκε για πρώτη φορά MVP των τελικών το 1971. Η δεύτερη και τελευταία ήταν 14 χρόνια αργότερα, το 1985, σε ηλικία 38 ετών και δύο μηνών. Είχε την ευκαιρία ο Ντάνκαν να ισοφαρίσει αυτό το μεγαλειώδες επίτευγμα απέναντι στο Μαϊάμι, όμως ο τίτλος του κορυφαίου πήγε στον Λέοναρντ.
Ένα τελευταίο, που ελάχιστοι πρέπει να θυμούνται. 1988, έκτος τελικός με αντίπαλους τους Πίστονς. Οι Λέικερς βρίσκονται πίσω με έναν πόντο, 27 δευτερόλεπτα πριν το φινάλε και ο Ράιλι δίνει εντολή να πάει η μπάλα στα χέρια του Τζαμπάρ. Εκείνος, χρησιμοποιώντας το πιο «θανατηφόρο» σουτ όλων των εποχών, το περίφημο «sky hook», κερδίζει το (αυστηρό) φάουλ απ’ τον Λαϊμπίρ, βάζει τις δύο βολές, το Λος Άντζελες ισοφαρίζει 3-3 και δύο μέρες αργότερα κατακτά το πρωτάθλημα. Ήταν 41 ετών…
Χακίμ Ολάζουον (ντραφτ 1984-1η επιλογή)
Το πολυτιμότερο consolation trophy (τρόπαιο της παρηγοριάς, δηλαδή) στο μπάσκετ. Οι Ρόκετς προσπέρασαν στο ντραφτ του ’84 τον Μάικλ Τζόρνταν, αλλά τουλάχιστον ο Ολάζουον τους οδήγησε σε δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα, όταν ο «Αέρινος» πίστευε ότι θα έκανε τα ίδια και στο μπέιζμπολ (1994, 1995). Τι να πουν και οι Μπλέιζερς που επέλεξαν στο Νο2 τον «γυάλινο» Σαμ Μπούι…
Με μπόι που στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούσε τα 2,09μ., ο γεννημένος στο Λάγκος της Νιγηρίας Ολάζουον νίκησε κατά κράτος μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια όλους τους μεγάλους ψηλούς της εποχής του. Από δύο φορές τα δύο «4αρια», Μπάρκλεϊ και Καρλ Μαλόουν και από μία τους μοναδικούς που, στη θεωρία τουλάχιστον, μπορούσαν να τον κοιτάξουν στα μάτια: Πάτρικ Γιούιν, Ντέιβιντ Ρόμπινσον, Σακίλ Ο’ Νιλ.
Το «Όνειρο», όπως τον βάφτισαν στο Χιούστον, ήταν μπροστά από την εποχή του. Είχε μεν το κορμί ενός σέντερ, αλλά διέθετε παράλληλα την ταχύτητα και την ευκινησία ενός σμολ φόργουορντ. Για αυτό ακριβώς βρίσκεται στην πρώτη θέση της λίστας των κορυφαίων μπλοκέρ όλων των εποχών (άρχισαν να καταγράφονται απ’ το 1973-’74) και στην όγδοη εκείνης των κλεψιμάτων…
Η κίνηση σήμα κατατεθέν του στο χαμηλό ποστ, το dream shake, ήταν ένας συνδυασμός, αρμονίας, χάρης και εξωπραγματικού footwork. O Χακίμ διατηρούσε σαν να ήταν ο Νουρέγιεφ την ισορροπία του, την ώρα που οι αντίπαλοί του σωριάζονταν στο παρκέ - όπως ο Ρόμπινσον στους τελικούς της Δύσης το ’95 - νικημένοι απ’ τα χορευτικά του. Επιπλέον, μονάχα τέσσερα ονόματα περιλαμβάνει η λίστα με το λεγόμενο Quadruple double (διψήφιος αριθμός σε τέσσερις στατιστικές κατηγορίες σε ένα παιχνίδι): του Νέιτ Θέρμοντ, του Άλβιν Ρόμπερτσον, του Ντέιβιντ Ρόμπινσον και το δικό του.
Το είχε βεβαίως πετύχει δεκάδες φορές πριν απ’ αυτούς ο (χαρισματικός και ως πασέρ) Τσάμπερλεϊν, όμως είπαμε ότι τότε δεν μετρούσαν τα κοψίματα.
Πάτρικ Γιούιν (ντραφτ 1985-1η επιλογή)
Το αντίπαλο δέος του Ολάζουον απ’ τα κολεγιακά του χρόνια. Τον νίκησε στον αλησμόνητο τελικό Χιούστον-Τζόρτζταουν το 1984, ηττήθηκε κατά κράτος στις μονομαχίες τους στο ΝΒΑ.
Ήταν υπό μία έννοια ότι ο Έλβιν Χέιζ απέναντι στον Τζαμπάρ, μονάχα που ο Big E απ’ τη Λουιζιάνα κέρδισε έστω ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή, το 1978 με τους Ουάσινγκτον Μπούλετς, παρέα με τον Ουές Άνσελντ. Ο Τζαμαϊκανός απ’ την άλλη, κοσμεί την λίστα των βασιλιάδων χωρίς στέμμα, μαζί με τον Τζον Στόκτον, τον Καρλ Μαλόουν, τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, τον Έλτζιν Μπέιλορ, τον Πιτ Μάραβιτς, τον Τζορτζ Γκέρβιν, τον Νέιτ Θέρμοντ και τον Ντέιβιντ Μπινγκ. Αυτοί οι εννέα ήταν χωρίς τίτλο, στη βράβευση των 50 καλύτερων όλων των εποχών, στο ημίχρονο του All Star Game του 1997.
Ο Γιούιν είχε μπόι και παράστημα, τεράστια αθλητικά προσόντα και πλήρες παιχνίδι τόσο με πρόσωπο όσο και με πλάτη στο καλάθι. Μπορούσε να κάνει «δική του» την ρακέτα, κυριαρχώντας με τα ριμπάουντ και τα κοψίματα, ωστόσο ακόμα και οι θερμότεροι υποστηρικτές του παραδέχονται ότι την εποχή του Τζόρνταν, μονάχα ο Χακίμ κατάφερε να βγει για λίγο στον αφρό.
Ντέιβιντ Ρόμπινσον (ντραφτ 1987-1η επιλογή)
Ναι, ήταν ο Ντάνκαν αυτός που τον οδήγησε στην κορυφή, το 1999 και το 2003. Όμως ο πραγματικός ηγέτης της πρώτης βερσιόν των Σπερς ήταν αναμφισβήτητα ο «Ναύαρχος». Συνηθίζουμε να λέμε όλα αυτά τα χρόνια ότι ο νυν αρχηγός του Σαν Αντόνιο είναι ο πιο ταπεινός σούπερ σταρ και μαζί ο τελειότερος συμπαίκτης. Καμιά φορά ξεχνάμε ότι ο αυθεντικός «ιδανικός πρωτότοκος γιος» του Γκρεγκ Πόποβιτς ήταν ο Ντέιβιντ Ρόμπινσον.
Νωρίτερα, όταν είχε την καλύτερή του ευκαιρία για να γίνει βασιλιάς, σταμάτησε κι αυτός πάνω στον Ολάζουον. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε το νέο καθαρόαιμο άτι (Ντάνκαν), ο σέντερ με το κορμί γαζέλας - έτσι τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου - πραγματοποίησε την πιο ομαλή μετάβαση, απ’ τον πρώτο, στον δεύτερο ρόλο στο παρκέ. Παρέμεινε ωστόσο, μέχρι τη μέρα της αποχώρησής του, κλειδοκράτορας των αποδυτηρίων.
Ήταν μαζί με τον Γιούιν οι «πύργοι» της αυθεντικής Ντριμ Τιμ του 1992. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στην Ατλάντα, αποδείχτηκε καθοριστικός στον τελικό με τους Σέρβους. Το χρωστούσε στον εαυτό του αυτό το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, αφού είχε ηττηθεί στον ημιτελικό του 1988 στη Σεούλ από την Σοβιετική Ένωση του Άρβιντας Σαμπόνις.
Σακίλ Ο' Νιλ (ντραφτ 1992-1η επιλογή)
Ο Γουίλτ Τσάμπερλεϊν της εποχής του. Δεν έχουμε δει άλλον να κυριαρχεί με τέτοιο απόλυτο τρόπο στο «ζωγραφιστό». Αφού ωρίμασε, αποδεχόμενος τους κανόνες του Φιλ Τζάκσον και έχοντας βεβαίως στο πλευρό του τον Κόμπι, ο Σακ όχι απλώς τρομοκρατούσε τους πάντες, τσακίζοντας αντιπάλους και καλάθια, αλλά έπαιρνε πλέον και τα πρωταθλήματα. Η χρυσή τριετία 2000-’02 με τους Λέικερς.
Κάποιες στιγμές τρόμαζες. Ο Σακ πέρα απ’ την ωμή δύναμη και την ασύλληπτη για το μέγεθός του έκρηξη, ήξερε πραγματικό μπάσκετ. Κι ας έχανε τις βολές, κάτι που δεν βελτίωσε ποτέ, λόγω (και) της τεμπελιάς του…
Έχει παραδεχτεί ότι δεν μπόρεσε να λυγίσει τον Ολάζουον όταν συναντήθηκαν στους τελικούς του ’95, αλλά ήταν ίσως η πρώτη και τελευταία φορά που ήταν αυστηρός με τον εαυτό του. Ο 23χρονος Ο’ Νιλ ήταν παραπάνω από αξιοπρεπής απέναντι στον φτασμένο μάστερ της εποχής, Χακίμ και το έδειξε στο πρώτο παιχνίδι, όταν με ηγετική εμφάνιση άγγιξε το τριμπλ νταμπλ (26 πόντοι, 16 ριμπάουντ, 9 ασίστ). Εν συνεχεία ήρθαν οι «καταραμένες» τέσσερις σερί χαμένες βολές του Άντερσον, 3 δευτερόλεπτα πριν την λήξη της κανονικής διάρκειας και η ψυχολογία του Ορλάντο κατρακύλησε…
Όταν ήταν στα ντουζένια του, η Φιλαντέλφεια πήρε με ανταλλαγή, λίγους μήνες πριν τους τελικούς του 2001, τον μοναδικό που κάποιοι είχαν την ελπίδα ότι μπορούσε να τα βάλει με το θηρίο. Τον ύψους 2,18μ. αμυντικό ογκόλιθο απ’ το Ζαΐρ, Ντικέμπε Μουτόμπο. Ο Ο’ Νιλ τον «διαμέλισε» και τον «καταβρόχθισε» αργά και βασανιστικά, τρομοκρατώντας και τους υπόλοιπους 76ερς.
Για να τον σταματήσουν, επιστρατεύτηκαν τα κορυφαία δίδυμα ψηλών της εποχής. Ο Ντάνκαν με τον Ρόμπινσον το 2003 και οι Wallace and Wallace (Ρασίντ και Μπεν) των Πίστονς ένα χρόνο αργότερα. Το 2006 κατέκτησε τον τέταρτο τίτλο του ως πρώτος βοηθός του, σχεδόν… Τζόρνταν σ’ εκείνους τους τελικούς με τους Μάβερικς, Ντουέιν Γουέιντ.
Τιμ Ντάνκαν (ντραφτ 1997-1η επιλογή)
Τι άλλο να πούμε για τον 38χρονο από τις Αμερικανικές Παρθένους Νήσους, ο οποίος προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς του 1992 ως κολυμβητής και τον έφερε τυχαία στο μπάσκετ ο τυφώνας Hugo, που κατεδάφισε την πισίνα του νησιού;
Τα τελευταία ανδραγαθήματά του, τα έχουμε άλλωστε ακόμα φρέσκα. Οι Σπερς έπαιξαν το απόλυτο μπάσκετ απέναντι στο Μαϊάμι του «υπεράνθρωπου» Λεμπρόν Τζέιμς και ο Ντάνκαν ήταν σαν το παλιό καλό κρασί. Το «σασί» πάνω στο οποίο χτίστηκε η ομάδα που προσέφερε στο άθλημα την πιο σύγχρονη και εξευγενισμένη βερσιόν του «7 seconds or less» του Φίνιξ του Ντ’ Αντόνι. Τους Χάρλεμ Γκλόουμπτροτερς με άμυνα από ατσάλι, σε συνθήκες πραγματικού αγώνα.
Η επιλογή Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ
Και μετά σκέφτεσαι την διαδρομή του Ντάνκαν ως εδώ. 17 συνεχόμενα χρόνια να δουλεύει σαν ελβετικό ρολόι. Ακρίβεια, συνέπεια, αξιοπιστία. Ας ελπίσουμε ότι θα έχει τη φλόγα (και τα πόδια, γιατί το μπάσκετ γίνεται ολοένα και πιο γρήγορο) να φοράει τη φανέλα με το 21 άλλα 3-4 χρόνια. Τότε, φτάνοντας κι αυτός τα 42, θα μπορεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να συγκριθεί άφοβα με τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Μέχρι να γίνει αυτό, η δική μου ψήφος στο ερώτημα «ποιος είναι ο κορυφαίος σέντερ που έχετε δει με τα μάτια σας», πηγαίνει στον απόλυτο ρέκορντμαν του ΝΒΑ.
Εύφημος μνεία: Μόουζες Μαλόουν, Αρβίντας Σαμπόνις
Ομολογώ ότι αν δεν ήμουν βέβαιος ότι το 90-95% αυτών που θα ψηφίσουν, έχουν προλάβει από ελάχιστα ως καθόλου τον Μωυσή, θα τον έβαζα στην πρώτη εξάδα αντί του Γιούιν. Όσο για το «θαύμα της φύσης», πρώτοι απ’ όλους οι Αμερικάνοι τον βάζουν ψηλά στην κατηγορία «what if…» Αν δεν είχε διαλύσει το 1986 τον αχίλλειο τένοντα, δηλαδή…