Αυτοί είναι οι Σαν Αντόνιο Σπερς
Ο Γιώργος Συρίγος αναλύει τους νέους πρωταθλητές του ΝΒΑ και εξηγεί τι είναι αυτό που κάνει τους Σπερς μοναδικούς.
Μόλις οι Σαν Αντόνιο Σπερς έριξαν κάτω τον Λεμπρόν Τζέιμς και τους υπόλοιπους Χιτ, οι μανιακοί με τις συγκρίσεις Αμερικανοί άνοιξαν το βιβλίο του μπάσκετ και άρχισαν να ξαναμετρούν το εκτόπισμα των ομάδων που κυριάρχησαν μετά την δυναστεία των Μπουλς.
«Έχουν 5 πρωταθλήματα και οι Λέικερς, αλλά χωρίς την μακροημέρευση των Σπερς, που μετρούν 17 σερί συμμετοχές στα πλέι οφ, με μίνιμουμ 50 νίκες κάθε χρόνο στη regular season (εξαίρεση το ‘99, λόγω λοκ άουτ)», επαναλαμβάνουν μονότονα τα μεγάλα δίκτυα.
«Ο Τιμ Ντάνκαν είναι ο καλύτερος μετά την εποχή του Τζόρνταν», έγραψε χαρακτηριστικά το usatoday.com.
Δεν τους φτάνει όμως το μπάσκετ. Το ψειρίζουν και σε σχέση με το αμερικανικό φούτμπολ και το μπέιζμπολ! «Καμιά σύγχρονη δυναστεία δεν μπορεί να σταθεί δίπλα τους. Οι Σπερς έχουν δύο περισσότερους τίτλους από τους Πάτριοτς του Μπρέιντι, ενώ είναι στα ίσια με τους Γιάνκις του Τζίτερ, όμως οι Νεοϋορκέζοι έχουν αλλάξει προπονητή και έχουν μόλις ένα πρωτάθλημα απ’ το 2000…», βάζει τα πράγματα σε μια σειρά το ESPN.
Φτάνει με τους αριθμούς! Όταν μιλάμε για ένα πίνακα του Πικάσο, πέρα απ’ την τιμή του στην αγορά, υπάρχει και η άλλη όψη. Τα χρώματα, οι γραμμές. Η δύναμη, ο χαρακτήρας. Έτσι είναι και με τους Σπερς. «That’s how team basketball should be played», που είπε και ο Λεμπρόν. Μετάφραση: «Με νίκησε ένα έργο τέχνης»…
Σαν οικογένεια
Τι αλήθεια κάνει τους Σπερς μοναδικούς;
Κατ’ αρχάς, ο σεβασμός και η αφοσίωση. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους. Πάνω στο πόντιουμ του θριάμβου, ο Καουάι Λέοναρντ κρύβεται στην δεύτερη σειρά και… σέρνεται απ’ τους συμπαίκτες του για να παραλάβει το βραβείο του MVP. Το υποδέχεται με κατεβασμένο το κεφάλι. Δίπλα του, ο Ντάνκαν δηλώνει περήφανος και τυχερός που παίζει μαζί του. Το λέει αυτό, για τον 23χρονο τριτοετή, ένας απ’ τους 10 μεγαλύτερους όλων των εποχών και είναι ξεκάθαρο στα μάτια του ότι το πιστεύει.
Ομάδα με αδιαπραγμάτευτες αρχές, που η οντότητά της δεν περιορίζεται στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου και στα αποδυτήρια.
Οι ιστορίες με τον πάτερ φαμίλια (Γκρεγκ Πόποβιτς), που τιμωρεί αυστηρά τον πρωτότοκο γιο (Ντάνκαν) και εκείνος τον ακούει στωικά, είναι γνωστές. Ο κόουτς είναι σκληρός αλλά δίκαιος και ο ταπεινότερος hall of famer στην ιστορία του μπάσκετ τον εμπιστεύεται τυφλά. Πίσω του, ακολουθούν οι υπόλοιποι.
Αυτοί είναι οι Σπερς. Νοιώθουν, σκέφτονται και εκφράζονται σαν ένας. Απλοί στην ενορχήστρωση, αψεγάδιαστοι στην εκτέλεση. Βρίσκονται αδιάλειπτα επί σχεδόν δυο δεκαετίες στην πρώτη γραμμή, με τον ίδιο προπονητή και τον ίδιο ηγέτη, παραδίδοντας μαθήματα «σωστού μπάσκετ» (έτσι το λέει ο κουμπάρος και πνευματικός πατήρ του Πόποβιτς, Λάρι Μπράουν) σε όλες τις εκφάνσεις του.
Χαμαιλέοντες
Το 1999 και το 2003, με τους δίδυμους πύργους Ντάνκαν και Ρόμπινσον να δεσπόζουν, τα «σπιρούνια» κρατούσαν τους αντιπάλους στους 85-90 πόντους, γεμίζοντας τους παράλληλα με μώλωπες. Όρθωναν ένα αδιαπέραστο τείχος στη ρακέτα τους, προστατεύοντας το «ζωγραφιστό» με έναν τρόπο που ακόμα και ο Σακίλ κάποιες φορές αναγκαζόταν να σηκώσει ψηλά τα χέρια.
Ανάλογη σημασία στη λεπτομέρεια έδιναν και στην άλλη πλευρά του παρκέ. Αργά, υπολογιστικά και συνήθως… βασανιστικά για τον αντίπαλο. Τέσσερις στις πέντε επιθέσεις άκουγες τον Πόποβιτς να φωνάζει «four down» απ’ τον πάγκο. Η μπάλα στον Ντάνκαν, δηλαδή, στο αριστερό middle post, για να δημιουργήσει εκείνος την «τριπλή απειλή». Χτύπημα με ρολάρισμα στην base line, με κατά μέτωπο επίθεση απ’ τον κεντρικό διάδρομο ή με το λεγόμενο bank shot (σουτ με ταμπλό). Το παιχνίδι του στο ποστ δεν διέθετε την χάρη του Ολάζουον, όμως είχε τον ίδιο βαθμό αποτελεσματικότητας και αξιοπιστίας.
Αυτή ήταν η βασική τους κατεύθυνση και στο πρωτάθλημα του 2005 (το πρώτο χωρίς τον Ρόμπινσον), απέναντι στους σκληρούς Πίστονς. Τότε όμως είχε βγει για τα καλά μπροστά ο Μάνου Τζινόμπιλι (τον ακολουθούσε δειλά δειλά ο Τόνι Πάρκερ) που με το χειμαρρώδες παιχνίδι του, έδινε μια άλλη νότα, διαφοροποιώντας σε ένα βαθμό την εικόνα τους.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2007 απέναντι στους Καβαλίερς, του πρωτάρη τότε σε τελικούς Λεμπρόν, ο Ντάνκαν ήταν ακόμη κυρίαρχος, όμως ήταν φανερό ότι το τιμόνι της ομάδας περνούσε σιγά σιγά στα χέρια των δύο περιφερειακών. Ο Γάλλος έσερνε τον χορό , έχοντας πλέον το ελεύθερο να απειλεί ανά πάσα στιγμή με coast to coast στα 4-6 δευτερόλεπτα και ο Αργεντίνος έβαζε τις πινελιές του. Για να φτάσουν ωστόσο στο ραντεβού των τελικών με το άγουρο Κλίβελαντ, έπρεπε πρώτα να απαλλαγούν απ’ το Φίνιξ.
Ο Πόποβιτς δεν νίκησε το φρενήρες «seven seconds or less» του Ντ’ Αντόνι, του Νας και του Στάνταμαϊρ, προσπαθώντας να τους κάνει να πατήσουν φρένο. Ήξερε ότι με το ταλέντο που είχαν οι Σανς, αυτό ήταν μάταιο. Πήγε στο ρυθμό τους λοιπόν και οι Σπερς αποδείχτηκαν ανώτεροι, σκοράροντας 111 και 108 πόντους στον πρώτο και στον τρίτο ημιτελικό της Δύσης, προτού η σειρά μετατραπεί σε άγριο γουέστερν.
Με τα λάβαρα στο ταβάνι του “AT & T Center” να έχουν γίνει τέσσερα, οι γερόλυκοι Χόρι και Μπόουεν ήταν θέμα χρόνου να αποσυρθούν και η ομάδα θύμιζε ολοένα και λιγότερο το αμυντικό «τέρας» της περιόδου ’99-’05. Δεν είχε πλέον ούτε τα κορμιά, ούτε την σκληράδα.
Οι τριγμοί
Απ’ το 2008 έως το 2012, οι Αμερικανοί πρέπει να διατύπωσαν με ένα εκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους το εξής: «Οι Σπερς έχουν τελειώσει».
Η μόδα των Super Teams είχε μόλις ξεκινήσει, με την Βοστόνη να τοποθετεί το καλοκαίρι του 2007 δίπλα στον Πολ Πιρς τους Ρέι Άλεν και Κέβιν Γκαρνέτ, δίνοντας ουσιαστικά την έμπνευση στον Πατ Ράιλι γι’ αυτό που θα δημιουργούσε τρία χρόνια αργότερα στο Μαϊάμι.
Ο Πόποβιτς, μαζί με τον πιστό του συνοδοιπόρο (τον παλιό ασίσταντ του Λάρι Μπράουν, μετέπειτα αρχισκάουτερ και απ’ το 2002 τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας) R.C. Μπιούφορντ, πήγαν κόντρα στο ρεύμα. Δεν είχαν μεγάλο χώρο στο σάλαρι καπ, αφού υπήρχαν οι Big Three, δεν είχαν υψηλές επιλογές στο ντραφτ, αφού… μονίμως κέρδιζαν και πάνω απ’ όλα πίστευαν (δικαίως, με όλα αυτά που είχαν πετύχει) πως οι πραγματικές ομάδες δεν αγοράζονται. Χτίζονται.
Ενστερνίστηκαν λοιπόν την λογική των μικρών, «έξυπνων» τροποποιήσεων, με αθόρυβες προσθαφαιρέσεις (Κερτ Τόμας), με τα γνωστά κόλπα απ’ το νταφτ (Σπλίτερ, Τζορτζ Χιλ, Μπλερ) και με την ηχηρή, για τα δικά τους δεδομένα, ανταλλαγή που έφερε στο River Walk τον Ρίτσαρντ Τζέφερσον. Δεν δούλεψε τίποτα.
Το ’08 ηττήθηκαν απ’ τους Λέικερς του Κόμπι Μπράιαντ και του Πάου Γκασόλ στους τελικούς της Δύσης. Το ‘09 υπέστησαν σοκ, χάνοντας 4-1 στον πρώτο γύρο από τους Μάβερικς του Ντιρκ Νοβίτσκι. Την επόμενη σεζόν πήραν μεν ρεβάνς από το Ντάλας, αλλά «σκουπίστηκαν» στον επόμενο γύρο από τους Σανς. Το ’11, νέο χαστούκι. 4-0 στον πρώτο γύρο απ’ το Μέμφις.
Ο διάδοχος
Ο Ντάνκαν είχε μόλις κλείσει τα 35, ταλαιπωρημένος από τραυματισμούς, το ίδιο και ο κατά 15 μήνες μικρότερός του, Τζινόμπιλι. Λίγοι λοιπόν έδωσαν σημασία όταν την βραδιά του ντραφτ οι Σπερς έστειλαν τον Τζορτζ Χιλ στην Ιντιάνα, με αντάλλαγμα την 15η επιλογή: έναν 20χρονο φόργουορντ από το Σαν Ντιέγκο Στέιτ με το όνομα Καουάι Λέοναρντ.
Πέρα απ’ τα εξωπραγματικά αθλητικά του προσόντα (2 μέτρα μπόι με έκρηξη, ισορροπία και ευελιξία πόιντ γκαρντ και με άνοιγμα χεριών 2,23!), ο Πόποβιτς και ο Μπιούφορντ έβλεπαν ένα ακατέργαστο ταλέντο με αστείρευτη δίψα να διδαχθεί και να εξελιχθεί, σαν μπασκετμπολίστας και σαν άνθρωπος. Λιγομίλητος και ταπεινός, έμπαινε στο ιδανικό περιβάλλον.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά. Στα χέρια του Πόποβιτς και του επιτελείου του, ο Λέοναρντ εξελίχθηκε μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια στον παίκτη που πρώτα αναχαίτισε τον Κέβιν Ντουράντ κι εν συνεχεία κοίταξε στα μάτια τον Λεμπρόν Τζέιμς.
Ναι, ήταν πράγματι ο μικρός το κλειδί για να αποκτήσει πραγματικό νόημα η δεύτερη νεότητα του Ντάνκαν και του Τζινόμπιλι. Ακόμα κι έτσι πάντως, το πέμπτο πρωτάθλημα δεν κατακτήθηκε με σενάριο από blockbuster – αυτές τις κλασικές αμερικανιές δηλαδή, που ο υπερήρωας σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του και στο τέλος σώζει και το κορίτσι - αλλά με τον πατροπαράδοτο τρόπο των Σπερς.
Τα... απολεσθέντα
Ο Λέοναρντ δεν έκανε τον… Λεμπρόν απέναντι στον Λεμπρόν. Ήταν απλώς η αιχμή του δόρατος ενός συνόλου στο οποίο δεν υπάρχει το «εγώ». Μονάχα το «εμείς». Και δίπλα του, πέρα απ’ τις τρεις σημαίες, τρεις παίκτες που πρόσθεσαν τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν την διαφορά. Μπόρις Ντιαό, Ντάνι Γκριν, Πάτι Μιλς. Απ’ τα… απολεσθέντα του ΝΒΑ, στο πόντιουμ του πρωταθλητή.
Οι Μπόμπκατς πλήρωσαν την άνοιξη του ’12 το υπόλοιπο του συμβολαίου του Γάλλου πόιντ φόργουορντ και τον άφησαν ελεύθερο. Ο Γκριν κόπηκε απ΄ το Κλίβελαντ στο φινάλε της παρθενικής του σεζόν και το ίδιο συνέβη και στις αρχές του 2011, την πρώτη φορά που φόρεσε την φανέλα του Σαν Αντόνιο. Εν τέλει εντάχθηκε μόνιμα στην ομάδα αμέσως μετά τη λήξη του λοκ άουτ, τον Δεκέμβριο που ακολούθησε. Όσο για τον Αυστραλό, ίδια περίπτωση με τον Γκριν κι αυτός. 74 παιχνίδια στο Πόρτλαντ και μετά Αυστραλία και Κίνα, καταφθάνοντας στο στρατόπεδο των Σπερς τέσσερις ημέρες μετά τον Ντιαό.
ΥΓ: Πριν από 12 μήνες, όλοι αυτοί ένοιωθαν σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε. «Χρησιμοποιήσαμε την περσινή αποτυχία στους τελικούς ως κίνητρο», εξήγησε ο Ντάνκαν. Ότι πεις εσύ, Τίμι…
Διαβάστε ακόμη:
Αφιέρωμα στους πρωταθλητές του NBA Σαν Αντόνιο Σπερς (VIDEO)
Η απίστευτη ταινία του 5ου τελικού στο NBA