Ο Ρούντι Φερνάντεθ είναι ακόμη παιδί, μην τον παρεξηγείτε
Τα γενέθλια του Ρούντι Φερνάντεθ, ο οποίος κλείνει τα 31, είναι η αφορμή για ένα ψυχογράφημα.
Οι περισσότεροι λατρεύουν να τον μισούν, κάποιοι τον λοιδορούν, άλλοι προτιμούν ν’ αδιαφορούν. Μετρημένοι είναι εκείνοι που τον αναγνωρίζουν ως ατόφιο.
Ο Ρούντι (ή Ροδόλφο) Φερνάντεθ (και Φάρες), στα 31 του πια, έκανε ένα λάθος, μικρό ή μεγάλο δεν έχει πλέον ιδιαίτερη σημασία: δεν μεγάλωσε ποτέ ως μπασκετική οντότητα και προσωπικότητα. Παρέμεινε ο 17χρονος έφηβος από την Πάλμα ντε Μαγιόρκα που το 2002 έκανε το ντεμπούτο του στην ACB με την Μπανταλόνα του Μανουέλ Κομάς και τη σεζόν 2003-04, πριν ακόμη συμπληρώσει τα 19 του έμενε στο παρκέ, χάρη στον Αΐτο Ρενέσες, σχεδόν 28 λεπτά έχοντας 11 πόντους ανά αγώνα (σε τρεις τουλάχιστον 20) με 52% στα δίποντα, 43% στα τρίποντα και 88% βολές.
Ο Φερντάντεθ εξακολουθεί να ζει “εγκλωβισμένος” σ’ εκείνη τη ζωηρή εποχή. Τότε που ήταν ο διαλεχτός της γενιάς του, τότε που το ισπανικό κοινό υποκλινόταν στο ταλέντο του, τότε που σκάουτς από το ΝΒΑ είχαν ήδη σημειώσει τ’ όνομά του στις λίστες με τους υπερταλαντούχους 85άρηδες από την Ευρώπη.
Ο Ρούντι δεν άλλαξε στο ελάχιστο από την εποχή που οδηγούσε την Μπανταλόνα σε τρεις τίτλους (δύο ευρωπαϊκούς, έναν εγχώριο), απ’ όταν το 2007 ψηφιζόταν rising star στην Ευρωλίγκα. Κι ας μεσολάβησε μια 10ετία γεμάτη από πλούσιες παραστάσεις και αλησμόνητες εμπειρίες διαφορετικών καταστάσεων που άλλους θα τους είχαν σημαδέψει από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
Αγωνιστικά, πολύ περισσότερο δε πνευματικά παραμένει ο ίδιος και απαράλλαχτος χαρακτήρας, μια αμετάβλητη φιγούρα, άσχετα από τη φανέλα που φοράει κάθε φορά. Έφυγαν απλώς τα σπυράκια της νεότητας και βγήκαν (ενίοτε) τα γένια.
Θέλει να γίνεται το δικό του
Ο 31χρονος σήμερα Ισπανός γκαρντ-φόργουορντ εξακολουθεί να κρύβει μέσα του ένα παιδί που δεν μεγάλωσε. Το “έξω” του περικλείει το πιτσιρίκι που θέλει να γίνεται πάντα το δικό του. Που δεν θέλει να χάσει και θα σκαρφιστεί ό,τι είναι δυνατόν για να πετύχει το στόχο του και θα χαρακτηριστεί θεατρίνος. Που θ’ αντιδράσει, που θα γκρινιάξει, θα κλάψει (γοερά, αλλά ψεύτικα) και θα χτυπηθεί στο πάτωμα γιατί το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι όπως το είχε στο μυαλό του. Που θα ψάξει και για δικαιολογίες όταν τίποτα δεν θα κυλήσει καλά.
Ο Ρούντι ποτέ του δεν συμβιβάστηκε με την ιδέα πως δεν θα είναι ο πρώτος στην πόλη και όταν αντί να βρεθεί από τους Μπλέιζερς στους Μάβερικς, “την καλύτερη ομάδα του ΝΒΑ” όπως είχε γράψει πανευτυχής στο twitter την ημέρα της ανταλλαγής του, κατέληξε τον Δεκέμβριο του 2011 στους… αδιάφορους Ντένβερ Νάγκετς με τον Κώστα Κουφό συμπαίκτη και πίσω από τον Άφλαλο, τα βρόντηξε κι έφυγε από τις ΗΠΑ. Από το να συνεχίσει σ’ ένα περιβάλλον που του ταίριαζε απόλυτα και θα μπορούσε να επιβληθεί λόγω του στιλ παιχνιδιού του και του απύθμενου θράσους του, προτίμησε να βρίσκεται στη σιγουριά της Μαδρίτης, να νιώθει βασιλιάς στ’ ανάκτορα.
Τούτη η υπεροψία, που αποτυπώνεται στο “χαμένο” βλέμμα του, τον χαρακτηρίζει σε όλη την πορεία της καριέρας του και την εκφράζει σε κάθε ευκαιρία που του προσφέρεται. Αισθάνεται μια (ανεξήγητη) ανωτερότητα που απορρέει από το ταλέντο του, νιώθει ότι μπορεί να τα βάλει με όλους και με όλα, ότι είναι άτρωτος, πάνω από κάθε αντίπαλό του.
Ιδίως όταν παίρνει φόρα για να καρφώσει.
Ή σκοράρει χωρίς να βλέπει.
Είναι ο κλασικός ο “παικταράς” των ανοικτών γηπέδων.
Είναι αγάπη για το μπάσκετ
Η πλειονότητα του μπασκετικού κοινού, ανά την Ευρώπη κυρίως, δεν αποδέχεται την ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία του, οι ελληνικές “κατάρες” είναι ισάριθμες με τις γαλλικές ή τις λιθουανικές.
Προφανώς όμως δεν έχει γίνει αντιληπτό κάτι πολύ σημαντικό. Ότι ο Φερνάντεθ αγαπάει τόσο πολύ το άθλημα που η παθολογική αυτή αγάπη του τον οδηγεί (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις) σε συμπεριφορές μη αποδεκτές από αντιπάλους. Πανηγυρίζει υπερβολικά στην επιτυχία και πέφτει στα πατώματα σε μια διαφαινόμενη αποτυχία. Ταυτόχρονα όμως θα παίξει τραυματίας, όπως πέρυσι στο Ευρωμπάσκετ στο δρόμο για το χρυσό μετάλλιο.
Είναι η “ανωριμότητα” του πιτσιρικά που δεν τον αφήνει να διαχειριστεί το συναίσθημά του, που τον εμποδίζει να το ισορροπήσει με τη λογική όσο βρίσκεται στο παρκέ. Γιατί στις δηλώσεις του, πριν και μετά από αγώνες, είναι πάντα πολύ πιο μετρημένος, δεν παλαντζάρει. Ενώ εκτός παρκέ έχει ήδη φτιάξει τη δική του οικογένεια με την Έλεν Λίντες, με τους συμπαίκτες του είναι φίλος-κολλητός.
Στα 31 του, ας αποδεχθούμε πλέον, ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Ακόμη κι αν τα προβλήματα στη μέση δεν του επιτρέπουν να εκμεταλλεύεται τα ελατήρια στα πόδια, οι ταλαντώσεις έχουν μειωθεί, δεν είναι σε θέση πλέον να λειτουργεί ηγετικά, ο Ισπανός θα συνεχίσει να ιντριγκάρει, να πωρώνει και να προκαλεί μίση και πάθη. Πώς αλήθεια θ’ αντιδρούσαμε αν -κατά σύμπτωση- ήταν Έλληνας ή έπαιζε μπάσκετ στην ομάδα που ο καθένας υποστηρίζει; Θα τον δικαιολογούσαμε μήπως;
Γιατί θα έκανε αυτά…