Euro 2004: Η μοναδική αλήθεια σε μια ψεύτικη χώρα
Ο Θέμης Καίσαρης γράφει για αυτό που έζησε από κοντά πριν από 12 χρόνια. Τη μοναδική αλήθεια σε μια ψεύτικη χώρα.
Σαν χαμένοι
Kάτσαμε στο λόμπι του ξενοδοχείου. Ο φάδερ, ο Τσάρλυ, ο Κοτσαύτης κι εγώ. Ένα κλαμπ σάντουιτς ο καθένας. Δεν πεινάγαμε τόσο, αλλά ένα από τα γούρια έλεγε πως πριν φύγουμε από το γήπεδο έπρεπε να φάμε κλαμπ στο ξενοδοχείο.
Ο φάδερ έφυγε με το πούλμαν, οι υπόλοιποι τηρήσαμε ένα ακόμα γούρι και πήγαμε στο Ντα Λουζ με το μετρό. Προσπαθώ να θυμηθώ το πώς νιώθαμε εκείνες τις ώρες πριν από τη σέντρα και δεν μπορώ.
ΕΛΠΙΔΑ ΜΕ ΤΗ ΓΑΛΛΙΑ, ΑΓΧΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΣΕΧΙΑ
Στο δρόμο για το Αλβαλάδε είχαμε όλοι ανυπομονησία, μας περίμενε η μεγάλη πρόκληση της Γαλλίας. Ήμασταν ήδη επιτυχημένοι, είχαμε ήδη λόγους να είμαστε χαρούμενοι, οπότε πηγαίναμε να ζήσουμε το όνειρο, να χαρούμε τη συμμετοχή μας στον προημιτελικό. Είχαμε χαρά και μια κρυφή ελπίδα.
Μερικές μέρες αργότερα, η διαδρομή προς το Ντραγκάο ήταν γεμάτη άγχος. Πολύ άγχος, ασήκωτο. Το θαύμα έπαιρνε σάρκα κι οστά, η χαρά για την πρόκριση επί της Γαλλίας είχε κοπάσει, μπροστά μας είχαμε το «ή τώρα ή ποτέ». Η Τσεχία μας τρόμαζε, το ίδιο έκανε και το βάρος της ευκαιρίας της «μιας φοράς στα χίλια χρόνια». Άγχος.
ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ ΤΙ ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ
Όταν ήρθε η ώρα να πάμε στο Ντα Λουζ για τον τελικό, δεν ξέραμε τι νοιώθουμε. Είχαμε άγχος, αλλά όχι πολύ. Είχαμε χαρά, αλλά όχι μεγάλη. Δεν μπορούσες να βρεις ένα κυρίαρχο συναίσθημα και να πεις «ναι, αυτό είναι το βασικό, έτσι νιώθουμε». Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως απλώς ήμασταν εντελώς χαμένοι.
Περνάγαμε αστραπιαία, ακούσια από το ένα συναίσθημα στο άλλο. Από τη χαρά στο άγχος, από την αμφιβολία στην πίστη, από την προσμονή στην κούραση, από το «είμαστε ήδη πετυχημένοι κι ευτυχείς» στο «αν δεν το σηκώσουμε απόψε, θα πεθάνω».
Σίγουρα μεγάλο ρόλο σ’αυτό το χάσιμο έπαιζε και το άδειασμα του ημιτελικού. Αυτό που είχαμε ζήσει στις κερκίδες του Ντραγκάο, αυτό που συνέβη μπροστά στα μάτια μας στο κόρνερ του 105′, μας είχε διαλύσει όλους. Μας έβγαλε από το σώμα μας, μας χάρισε τέτοιο σοκ και τέτοια έκσταση, που ο,τι ζούσαμε μετά απ’αυτό έμοιαζε αδιάφορο, άτονο, ανίκανο να μας σηκώσει στα ύψη που βρεθήκαμε στο Ντραγκάο.
“ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ”
Αλλά, πάνω απ’όλα, ήμασταν σαν χαμένοι πολύ απλά γιατί τελείωνε. Το 400άρι μετ’εμποδίων έφτανε στο τέλος του. Προς έκπληξη όλων, είχαμε κάνει καλή αρχή, είχαμε περάσει ανυπέρβλητα εμπόδια, είχαμε μείνει όρθιοι ακόμα κι όταν σκοντάψαμε και χάσαμε το βήμα μας, είχαμε πάρει εκπληκτικά την τελευταία στροφή και τώρα, ξαφνικά, είχαμε μπροστά μας το τελευταίο εμπόδιο και μετά το νήμα.
Δεν μπορούσες να αποφασίσεις ποιο ήταν το πιο απίστευτο. Το να σκεφτείς πως είχαμε φτάσει μέχρι εκεί, ή το να σκεφτείς πως ήμασταν ένα εμπόδιο μακριά από το να τερματίσουμε πρώτοι. Κοίταγες πίσω κι έλεγες «δεν είναι δυνατόν». Κοίταγες μπροστά και ψιθύριζες ακριβώς το ίδιο.
ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΣΥΝΕΒΗ
Πήγαμε στο Αλβαλάδε γεμάτοι προσμονή και φύγαμε θριαμβευτές και σίγουροι για την αξία μας. Πήγαμε στο Ντραγκάο γεμάτοι άγχος και φύγαμε έχοντας ζήσει την απόλυτη ποδοσφαιρική έκσταση. Πήγαμε στο Ντα Λουζ σαν χαμένοι και φύγαμε σαν χαμένοι. Ούτε να πανηγυρίσουμε δεν είχαμε κουράγιο. Το αδύνατο απλώς επικυρώθηκε, απέκτησε τη σφραγίδα του. Το αδύνατο συνέβη, ολοκληρώθηκε.
Επιστροφή στην “πραγματικότητα”
Γυρίσαμε με το αεροπλάνο της Εθνικής. Δεν θα ξεχάσω αυτό που συνέβη λίγο πριν την προσγείωση. Κάποιος φώναξε «ρε σεις, το Ρίο-Αντίριο». Όλοι, ακόμα κι οι παίκτες που λίγες ώρες πριν είχαν καταφέρει το αδύνατο, κόλλησαν στα παράθυρα στ’αριστερά και χάζευαν το εκπληκτικό έργο που μέτραγε μέρες πριν τα επίσημα εγκαίνια.
Η ΧΩΡΑ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕ ΕΠΙΠΕΔΟ
Βλέπετε, σ’αυτήν την Αθήνα προσγειωνόμασταν, σ’αυτήν την Ελλάδα επιστρέφαμε. Που πλέον είχε τελειώσει τη εκπληκτική γέφυρα, που κάποιος είχε οραματιστεί πριν πολλές δεκαετίες.
Που πλέον είχε τελειώσει την Αττική Οδό, που είχε εγκαινιάσει το Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε νέα κυβέρνηση που υποτίθεται πως θα έβαζε τέλος στη διαφθορά της προηγούμενης. Στην πρωτεύουσα που είχε όλα τα έργα έτοιμα, που είχε έτοιμες τις λαμπερές εγκαταστάσεις, που μέτραγε αντίστροφα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες των ονείρων μας.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΜΑ
Αυτή ήταν η «πραγματικότητα». Όλα αυτά ήταν χειροπιαστά, τα βλέπαμε, τα ζούσαμε. Αυτή ήταν η πόλη μας, η χώρα μας. Ανέβαινε επίπεδο, έργο με το έργο, μέρα με τη μέρα. Έτσι νομίζαμε, έτσι νιώθαμε, αυτή ήταν η «πραγματικότητα».
Το Euro, η πρεμιέρα, η πρόκριση στους 8, η Γαλλία, η Τσεχία, η Πορτογαλία, όλα αυτά ήταν το όνειρο, το απίστευτο, το αδύνατο, αυτό που «δεν γίνεται». Όλα τ’άλλα μας φαίνονταν φυσιολογικά κι αληθινά. Το εξωπραγματικό και το ψέμα ήταν που πήγαμε να κάνουμε μια νίκη και γυρίσαμε με την κούπα αγκαλιά.
“ΡΙΧΝΑΝ ΣΚΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΑΛΑΤΙΑ”
Πέρασαν κιόλας δώδεκα χρόνια. Είναι τραγικό, αλλά αληθές: Όλα αυτά δεν ήταν ούτε χειροπιαστά, ούτε αληθινά, ούτε πραγματικά. Νομίζαμε πως ήταν η «πραγματικότητα», αλλά πλέον ο καθένας μας ξέρει και καταλαβαίνει πως αυτά ήταν τα ψεύτικα. Αυτά που όπως λέει ο στίχος «ήταν μικρά, μα που ρίχναν σκιά για να μοιάζουν παλάτια».
Όλα αυτά ήταν φούσκες και το ξέρουμε πλέον πολύ καλά. Όχι μόνο δεν ανεβαίναμε, αλλά σε κάθε βήμα που κάναμε προς τα πάνω, εξασφαλίζαμε τέσσερα μελλοντικά βήματα προς τα κάτω. Νομίζαμε πως ανεβαίναμε έστω σε μια ψηλότερη κορφή απ’αυτές που ξέραμε, ενώ στην πραγματικότητα απλώς εξασφαλίζαμε πως θα πέσουμε από μεγαλύτερο ύψος.
ΜΟΝΟ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΥΝΕΒΗ ΣΤ’ΑΛΗΘΕΙΑ
Δώδεκα χρόνια μετά, έχουμε πέσει κι ένας θεός ξέρει πόσο θα πέσουμε ακόμα. Κι από εκείνη την «πραγματικότητα» το μοναδικό κομμάτι που μοιάζει ακόμα αληθινό είναι το Euro. Αυτό που τότε ήταν το όνειρο, το αδύνατο, το απίστευτο, αυτό που «μοιάζει με ψέμα».
Η πραγματικότητα αποδείχθηκε οδυνηρή ουτοπία κι οφθαλμαπάτη. Το όνειρο, το «σαν ψέμα» έμεινε το μοναδικό αληθινό, χειροπιαστό, πραγματικό κομμάτι μέσα σ’εκείνη τη ψευτιά. Το μόνο που όντως «συνέβη» ήταν αυτό που κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει.
Σας ευχαριστώ
Δώδεκα χρόνια πριν, ήμασταν πριν το τελευταίο εμπόδιο. Κοιτάγαμε πίσω και λέγαμε «δεν είναι δυνατόν». Κοιτάγαμε μπροστά και ψιθυρίζαμε το ίδιο. Δώδεκα χρόνια μετά, ήμαστε πάλι σαν χαμένοι. Κοιτάμε πίσω, στην κατρακύλα μας ως χώρα και αναρωτιόμαστε με τρόμο «πως είναι δυνατόν να φτάσαμε ως εδώ». Κι όταν κοιτάμε μπροστά, ο τρόμος μας κρατάει το στόμα κλειστό, δεν λέμε τίποτα.
Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, δώδεκα χρόνια μετά, ευχαριστώ διπλά και τριπλά αυτούς που μου χάρισαν εκείνο το εκπληκτικό ταξίδι κι αυτούς με τους οποίους το έζησα. Όταν οι πραγματικότητες καταρρέουν, τα αληθινά θαύματα κι η θύμησή τους είναι πιο αναγκαία και πολύτιμα από ποτέ.
ΥΓ : Παρακαλώ όσους πιστεύουν πως ούτε το Euro ήταν αληθινό, αλλά ήταν κι αυτό ψεύτικο και στημένο να αποχωρήσουν από την σελίδα και να μην επιστρέψουν ποτέ 😉