"Να είμαστε εκεί"
Λίγες ώρες πριν από το πρώτο παιχνίδι για το μουντιαλικό εισιτήριο, η προσπάθεια της Εθνικής για πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο αφορά περιορισμένο κοινό. Σαφώς μικρότερο από το συλλογικό οπαδικό κοινό κι εν πάση περιπτώσει σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναχθεί τούτη η προσπάθεια σε εθνική υπόθεση.
Η Εθνική μας χάρισε την πιο ξεχωριστή και πιο τρανταχτή επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, σ' ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα του παγκόσμιου αθλητισμού. Δακρύσαμε, κλάψαμε, βγήκαμε στους δρόμους και χορεύαμε μερόνυχτα, αποθεώσαμε τον Ρεχάγκελ και τα παιδιά του – έστω για λίγες μέρες και πριν επιστρέψουμε στην οπαδική καθημερινότητα. Σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, υποτίθεται πως καμαρώνουμε να βλέπουμε την Εθνική ψηλά στο ταμπλό της FIFA, παρούσα σ' όλα τα κορυφαία ποδοσφαιρικά ραντεβού. Οι πιο πιστοί (δεν θα τους έλεγα ρομαντικούς) είναι μπολιασμένοι με τη νοοτροπία του “να είμαστε εκεί, να παίρνουμε μέρος στις μεγάλες διοργανώσεις, φτάνει η συμμετοχή.” Αυτό είναι το διακύβευμα τούτης της “εθνικής προσπάθειας” σε ποδοσφαιρικό επίπεδο. “Να είμαστε εκεί, φτάνει η συμμετοχή.”
Δεν έχουμε τα υλικά και την ικανότητα...
Φτάνει; Θα μπορούσε να πει κανείς, ναι. Είναι αρκετό να βλέπεις μια χώρα δίχως παράδοση στο ποδόσφαιρο σε παγκόσμιο επίπεδο, με πρώτη συμμετοχή σε Μουντιάλ 64 χρόνια μετά την πρεμιέρα του, να ανακατεύεται εκεί στα πόδια των μεγάλων δυνάμεων. Να παίζουμε για το αποτέλεσμα και να αγωνιούμε για το αποτέλεσμα, να προβάλλουμε αντίσταση. Διότι εμφατικά, επιβλητικά, κυριαρχικά δεν μπορούμε να παίξουμε. Δεν έχουμε ούτε τα υλικά, ούτε την ικανότητα να το κάνουμε.
Θα χαρώ αν δω την Εθνική να πηγαίνει στο Μουντιάλ, αλλά δεν θα τα βάψω και μαύρα αν πάρει απουσία. Δεν θα στενοχωρηθώ σχεδόν καθόλου, διότι η Εθνική είναι μια υπόθεση που χάθηκε. Έσβησε την προηγούμενη δεκαετία. Το μόνο που έμεινε είναι η νοοτροπία που περιέγραψα πιο πάνω (“να είμαστε εκεί, μετράει η συμμετοχή”) διότι το έπος του 2004 μας απασχολεί πλέον μονάχα κάθε 4η Ιουλίου για να θυμόμαστε το πιο ιστορικό ελληνικό γκολ (του Χαριστέα του “άμπαλου” φυσικά).
Οι εκλογές της παράγκας...
Πόσο ωφελήθηκε το ελληνικό ποδόσφαιρο από το euro 2004; Πόσο άλλαξε η δομή του, η οργάνωση του και πάνω απ' όλα η νοοτροπία αυτών που το κουμαντάρουν; Τι διαφορετικό (και καλύτερο) βιώσαμε στο ελληνικό ποδόσφαιρο μετά το 2004 σε σχέση με το πριν; Πόσο μειώθηκαν οι δολοπλοκίες, το παρασκήνιο, οι αντιπαλότητες πέρα από τα ανεκτά όρια, η καχυποψία, η αδικία, η επιβολή κυριαρχίας από τον ισχυρό; Για να το πω αλλιώτικα: Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα με ανάλογο επίτευγμα, θα είχαν στήσει ένα άγαλμα του προέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας που θα ήταν το πιο αγαπητό (και σεβαστό) πρόσωπο της χώρας; Δικαιούταν άραγε τέτοιας τιμής ο κ. Βασίλης Γκαγκάτσης, που ξεκίνησε την παραγοντίστικη καριέρα του από τις “εκλογές της παράγκας” τον Νοέμβριο του '97 στην Αλεξανδρούπολη;
Το “2004” το λατρέψαμε, το αγαπήσαμε, το κάναμε σημείο αναφοράς, αλλά επί της ουσίας το πετάξαμε στα σκουπίδια. Παλεύουμε σε κάθε μεγάλη διοργάνωση να είμαστε παρόντες, χωρίς να έχουμε καταφέρει το πιο βασικό πράγμα. Να αποκτήσουμε εθνική σχολή ποδοσφαίρου. Ποδοσφαιρική ταυτότητα. Με ευθύνη και του Ρεχάγκελ που η αλήθεια είναι ότι πάντα μας έβλεπε αφ' υψηλού και ουδέποτε μπήκε στη διαδικασία να ηγηθεί μιας προσπάθειας για την ανάδειξη και επίλυση προβλημάτων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είκοσι μέρες τον μήνα την έβγαζε στο 'Εσεν, χρόνος δεν υπήρχε για να τα πει, να συνεργαστεί με τον Βαλβέρδε, τον Μπάγεβιτς, τον Σάντος, τον Τσιώλη.
Ήταν πάντα εκεί...
Τα χρόνια πέρασαν, με εξαίρεση το 2006, η Εθνική “ήταν πάντα εκεί”, κι αυτό επί της ουσίας μας ήταν αρκετό. Ουδόλως μας απασχολούσαν απαξιωτικά και ειρωνικά σχόλια ξένων μέσων ενημέρωσης, για το αποκρουστικό στιλ ποδοσφαίρου που λανσάραμε, για το ποδόσφαιρο-αντίκα και άλλα πολλά χλευαστικά, τα πιο πολλά στο euro του 2008. Ο Ρεχάγκελ υιοθέτησε μια γραμμή από την οποία ουσιαστικά δεν παρεκκλίνει ούτε ο Σάντος: Δεν παίζουμε ποδόσφαιρο, παίζουμε κλεφτοπόλεμο για να κλέψουμε το ματς. Σφραγίδα προπονητών υπήρχε και υπάρχει. Η Εθνική είναι μια συμπαγέστατη ομάδα, μια ομάδα του προπονητή, με τακτική πειθαρχία σε πολύ υψηλά επίπεδα, με ανασταλτική συμπεριφορά που θα ζήλευαν τοπ εθνικές ομάδες. Αυτό ήξερε να παίζει, αυτό συνεχίζει να παίζει (με μικρές παραλλαγές) μέχρι τις μέρες μας. Ευτύχησε να βγάλει σέντερ μπακ και αμυντικά χαφ ευρωπαϊκής εμβέλειας και επιδόθηκε στο κυνήγι της μισής ευκαιρίας για να καθαρίζει τα παιχνίδια.
Η αγωνία να μην φάμε γκολ...
Όχι δεν μου είναι αρκετό αυτό το στιλ ποδοσφαίρου κι ας γνωρίζω ότι είναι το μοναδικό που μπορεί να φέρει αποτελέσματα και προκρίσεις. Θέλω κάτι παραπάνω, διότι από τα παιδικά χρόνια, τα Μουντιάλ είναι συνυφασμένα με την έννοια του μοναδικού θεάματος. Κορυφαίες παραστάσεις από ομάδες και αστέρια που έχουν χαραχθεί στη μνήμη μας. Είναι ιεροτελεστία το Μουντιάλ, δεν γίνεται κάθε μέρα αλλά κάθε τέσσερα χρόνια, και δεν μπορεί αυτή τη μαγεία να την χαλάσει η αγωνία αν ο Κατσουράνης και ο Καραγκούνης θα μπορέσουν να καταστρέψουν τον ρυθμό του αντιπάλου. Η αγωνία του να μην φάμε γκολ και να βάλουμε τη μια και μοναδική ευκαιρία του Μήτρογλου.
Θα μου πείτε, τόσες και τόσες χώρες – υπερδυνάμεις στο ποδόσφαιρο πήγαν σε μουντιάλ ή euro και πόνεσαν τα ματάκια μας. Η Αγγλία με εξαίρεση τα χρόνια του Χοντλ δεν βλέπεται σε εθνικό επίπεδο. Η Ιταλία έχει κακοποιήσει ουκ ολίγες φορές το ποδόσφαιρο. Η Γερμανία έπαιξε σε τελικό Μουντιάλ (2002) με την πιο άθλια μπάλα που έχουμε δει ποτέ. Η Ισπανία πριν πάρει την παγκόσμια κούπα του 2010, η καλύτερη θέση της σε Μουντιάλ ήταν η τέταρτη το 1950. Δεκτά όλα. Μόνο που όλες αυτές οι χώρες και άλλες πολλές έχουν σχολή ποδοσφαίρου, ασχολούνται από τα τμήματα υποδομής μέχρι την κορυφή, επενδύοντας χρήμα, μεράκι, τεχνογνωσία.
Προπονητής μ' όλη τη σημασία της λέξης...
Η Εθνική η δική μας είναι μια υπόθεση παικτών που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό αυξάνοντας τις μετοχές τους και παικτών που παίζουν εντός συνόρων και (μέσω Εθνικής) ψάχνουν το καλό συμβόλαιο έξω. Ο Σάντος είναι προπονητής μ' όλη τη σημασία της λέξης, ο ιδανικός για να χτίσει ομάδα που θα παίρνει αποτέλεσμα χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις για το κάτι παραπάνω το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν μπορούμε να δώσουμε. Κι εμείς παρακολουθούμε με αγωνία μια προσπάθεια που έχει τίτλο “να είμαστε εκεί”. Ακόμα και κόντρα στην αισθητική του ποδοσφαίρου...
ΥΓ: Μεσημέρι Παρασκευής και υπήρχαν ακόμα απούλητα εισιτήρια για τόσο σημαντικό παιχνίδι σ' ένα γήπεδο “30άρι”. Να οφείλεται μονάχα στην οικονομική κρίση;
Διαβάστε ακόμη:
Ο πατριωτισμός και η Εθνική Ελλάδος: Σχόλιο Κώστας Κεφαλογιάννης
Ζλάταν-Κριστιάνο: Η μάχη των υπέρ-εγώ: Σχόλιο Θέμης Καίσαρης