Στον Μαρκόπουλο χρωστάει ο Άρης τη 'μισή Προύσα'
Στον Άρη ο Σούλης Μαρκόπουλος θα δουλέψει για τέταρτη φορά. Μόνο μια σεζόν 'έβγαλε' ολόκληρη, πρόλαβε πάντως να θέσει τις βάσεις για το κατόρθωμα που συνετελέσθη επί τουρκικού εδάφους.
Ο Άρης της μετά Γκάλη εποχής για λίγα πράγματα έχει να περηφανεύεται. Ευκαιριακοί και εφήμεροι παράγοντες ταλαιπώρησαν αφάνταστα το τμήμα μπάσκετ του συλλόγου και η διοικητική σταθερότητα που θα εξασφάλιζε ασφάλεια και ηρεμία ήταν μονάχα συγκυριακή και παροδική. Ο Σούλης Μαρκόπουλος, που την Παρασκευή ανέλαβε τα ηνία της τεχνικής ηγεσίας μετά από μια γεμάτη 20ετία (Δεκέμβρης του 1999 ήταν όταν αποχώρησε), έζησε μέσα σ' αυτή την αφερέγγυα περίοδο της αβεβαιότητας και δεν βρήκε τα εχέγγυα να δουλέψει απερίσπαστος.
Κανονικά το καλοκαίρι του 1996 θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό. Ο αείμνηστος Ζαφείρης Σαμολαδάς, παίρνοντας το κουμάντο, άρχιζε να σκορπάει χρήμα και μαζί μεγαλόσχημες υποσχέσεις. Φιλοδοξούσε να επανασυστήσει την αυτοκρατορία που παρήκμαζε και να της δώσει την αγωνιστική ισχύ που είχε απωλέσει την προηγούμενη 5ετία. Ονειρευόταν να φέρει τον Πορτορικάνο Ραμόν Ρίβας ή τον Σέρβο Ντέγιαν Μποντιρόγκα από την Ισπανία και τον Κλαούντιο Κολντεμπέλα από την Ιταλία, έταζε συμβόλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων σε ατζέντηδες για να δελεάσουν τους πελάτες τους να προτιμήσουν τη Θεσσαλονίκη και έπλαθε στο μυαλό του έναν αυτοκρατορικό Άρη που θα κυριαρχήσει, εντός κι εκτός συνόρων.
Ο Σούλης Μαρκόπουλος ήταν στο τιμόνι από την προηγούμενη σεζόν, τη μοναδική που έμελλε να ολοκληρώσει από την αρχή ως το τέλος. Είχε φέρει τον Άρη 4ο στην κανονική περίοδο και 5ο στο φινάλε του πρωταθλήματος, λόγω του αποκλεισμού από τον ΠΑΟΚ στη β' φάση των playoffs, και λειτουργούσε ως ο ισορροπιστής της αιώρησης μεταξύ κανονικότητας και υπερβολής. Έβαζε μεν ψηλά τον πήχη, στον απαιτητικό Άρη δούλευε, μιλώντας δημόσια για έξοδο Euroleague, φρόντιζε παρόλα αυτά να φυλάει τα νώτα του και να διαθέτει εναλλακτικά πλάνα δράσης στο μεταγραφικό πεδίο.
Τα οποία εξ ανάγκης ενεργοποίησε, διότι ο Ρίβας προτίμησε την Μπαρτσελόνα φεύγοντας από την Μπασκόνια, υποστηρίζοντας πως ουδέποτε δεσμεύτηκε να φορέσει τα κίτρινα, και ο Μποντιρόγκα παρέμεινε στη Ρεάλ, προτού ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Παναθηναϊκού. Τουλάχιστον ήρθε ο Χοσέ Πικουλίν Ορτίθ (που είχε ήδη δυο χρόνια στην Ελλάδα), αλλά και ο -εξοστρακισμένος από την Ιταλία- Μάριο Μπόνι, ανανέωσαν τα συμβόλαιά τους ο Αγγελίδης και ο Μισούνοφ, ως δικλείδες ασφαλείας, ενώ ήρθαν ο Τζανής Σταυρακόπουλος ως πρωταθλητής Ευρώπης, ο Γιώργος Φλώρος και ο Άρης Χωλόπουλος.
Ο δεύτερος μη κοινοτικός του Άρη έμελλε να είναι ο Τσαρλς Σάκλεφορντ με τα λαβωμένα πόδια και τον ατίθασο χαρακτήρα. Ο Αμερικάνος φόργουορντ/σέντερ, που έφυγε από τη ζωή στα 50 του, πήρε συμβόλαιο 700.000 δολαρίων για να φορέσει τα κίτρινα, άσχετα από το γεγονός πως δεν αποδείχθηκε αντάξιο της απόδοσής του.
Ακόμη κι υπό αυτές τις συνθήκες ο Μαρκόπουλος είχε κατορθώσει να φτιάξει ένα σύνολο με ενισχυμένο ελληνικό στοιχείο και ξένους που εντάχθηκαν ομαλά στο νέο περιβάλλον και σταδιακά ανταποκρίθηκαν στο ρόλο τους. Είτε τον έναν τον έλεγαν Ορτίθ είτε Ναχάρ. Με αποκορύφωμα τη σεζόν εκείνη ό,τι λαμπρό συνέβη στην Προύσα λίγους μήνες αργότερα, την άνοιξη του '97, με την κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς, παρά την ήττα στον πρώτο τελικό από την Τόφας.
Ο Σούλης Μαρκόπουλος δεν ήταν τότε στον πάγκο για να ανταμοιφθεί. Ούτε καν χειμώνα είχε βγάλει. Από τον Νοέμβριο κιόλας ήταν εκτός, πληρώνοντας δύο ήττες σε πρωτάθλημα - κύπελλο (με 47 πόντους ενεργητικό) από τον Ολυμπιακό, και είχε αντικατασταθεί από τον (διαχειριστή της κατάστασης) Λευτέρη Σούμποτιτς. Είχε προφτάσει πάντως ο Έλληνας κόουτς να συνθέσει κομμάτι-κομμάτι το παζλ, λαμβάνοντας εκ των υστέρων τα credits. Ξέχωρα από το αν ο Σάκλεφορντ, που φέρεται να έπαιξε ρόλο στην απομάκρυνσή του μιλώντας για ομάδα χωρίς καθοδήγηση, είχε παραχωρήσει στον Γουόλτερ Μπέρι τη θέση που έπιανε στο ελληνικό ρόστερ.