Πρέπει να κλαίμε όλοι για τον Κόμπε Μπράιαντ;
Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για το παγκόσμιο σοκ που προκάλεσε ο τραγικός θάνατος του Κόμπε Μπράιαντ αλλά και τα όρια, που πρέπει να υπάρχουν στη μετάδοση ενός τέτοιου γεγονότος από τα ΜΜΕ στην εποχή των social media.
Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε που όλη η Αμερική αποχαιρετούσε τον Κόμπε Μπράιαντ, μέσα στο γήπεδο. Σε κάθε πόλη που πήγαινε στηνόταν μια ολόκληρη γιορτή για να του πουν ‘αντίο’. Τα εισαγωγικά έφυγαν από τη Δευτέρα όταν η είδηση για τη συντριβή του ελικοπτέρου στο οποίο επέβαινε ο 41χρονος πρώην ΝΒΑer, η 13χρονη κόρη του και άλλα επτά άτομα, βρήκαν τραγικό θάνατο. Το αντίο, αυτή τη φορά δεν είναι μεταφορικό. Ο Κόμπε σκοτώθηκε…
Και η ανθρωπότητα, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, βίωσε ένα πραγματικό σοκ. Δεν είναι συνηθισμένο να φεύγουν έτσι τα είδωλα. Ο Κόμπε πρόλαβε να ζήσει τη ‘δεύτερη ζωή του’, μετά δηλαδή το τέλος της αθλητικής του καριέρας, μόλις μια τριετία. Θεωρητικά τα είχε όλα. Χρήματα, δόξα, μια οικογένεια που σκόρπιζε χαμόγελα. Μέχρι και το Όσκαρ είχε κερδίσει για τη μικρού μήκους ταινία, που ο ίδιος είχε εμπνεύσει, με τον περίφημο αποχαιρετισμό του, ‘Dear Basketball’.
Δεύτερη ζωή δεν έχει, όμως. Το έγραψε στο ‘Παράπονο’ ο Οδυσσέας Ελύτης, στα περίφημα ‘Ρω του Έρωτα’. Ο θάνατος του Κόμπε συγκλόνισε τον πλανήτη. Με τη γνωστή δόση υπερβολής, που συνοδεύει αντίστοιχες περιπτώσεις. Πάντα όταν πεθαίνει ένας διάσημος, είτε καλλιτέχνης είναι, είτε αθλητής, υπάρχει αυτό το όριο που είτε ξεπερνάμε, είτε απλά υπάρχει στο μυαλό μας.
Να εδώ στα Γραφεία του Contra, ο φίλος μας από το Oneman Κώστας Μανιάτης σχολίαζε, “εντάξει, προφανώς και είναι μια είδηση σοκ, μπορούμε όμως να αποσιωπήσουμε το γεγονός ότι ο εκλιπών είχε κατηγορηθεί για βιασμό;”. Νωρίτερα το πρωί, ο Βαγγέλης Μίχος πριν ξεκινήσει η εκπομπή του Sport24radio 103.3, ‘Το δέκα το κακό’ με ρωτούσε: “Οι υπόλοιποι άνθρωποι που χάθηκαν γιατί δεν μνημονεύονται, όπως ο Κόμπε; Ξέρεις πόσα παιδιά πεθαίνουν δίπλα μας κάθε μέρα; Γιατί δεν συγκινείται η ανθρωπότητα, όπως συνέβη με τον Μπράιαντ;”.
“Γιατί μεγαλώσαμε μαζί του…”
Την απάντηση στις όποιες (κάποιες σωστές, κάποιες λαϊκίζουσες) επισημάνσεις, την έδωσε ο Κωνσταντίνος Αμπατζής, που κάθεται απέναντι από τον Μανιάτη: “Στενοχωρήθηκα τόσο πολύ, γιατί θυμάμαι ακόμα την ημέρα, που έβαλα ξυπνητήρι να δω το τελευταίο του παιχνίδι”. Εκατομμύρια άνθρωποι σαν τον Κωνσταντίνο αισθάνονται έτσι. Όταν χάνεται (με αυτόν τον τρόπο, μάλιστα) ένας άνθρωπος που συνδέονται μαζί του, είναι σα να κόβεται ξαφνικά ένα κομμάτι της νιότης τους.
Με τον Κόμπε Μπράιαντ μεγάλωσαν, αγάπησαν μια ομάδα, ή ένα σπορ. Όπως συνέβη παλιότερα με τον Τζόρνταν, ή τώρα με τον ΛεΜπρον. Κάθε γενιά έχει τα δικά της είδωλα, τους δικούς της ήρωες, τις δικές της αφίσες κρεμασμένες στα νεανικά δωμάτια. Με αυτούς περνούσαν τις ώρες τους, κοιμόντουσαν, αυτούς ενδεχομένως να έβλεπαν στον ύπνο τους να τους πασάρουν την μπάλα για να… καρφώσουν στο καλάθι (δεν έχετε ποτέ ονειρευτεί ότι παίζετε στο ΝΒΑ; Όχι; Πολύ κακώς). Ο Κόμπε, καλώς ή κακώς, ήταν ένας απ’ αυτούς.
Όσοι δεν ασχολούνται τόσο πολύ με το μπάσκετ, ή τον αθλητισμό μπορεί να μην το νιώσουν έτσι. Ας κάνουν μια αναγωγή σε έναν αγαπημένο τους καλλιτέχνη, που χάθηκε πρόωρα. Θα το καταλάβουν. “Α, η τέχνη είναι άλλο…”, λέει ο Μανιάτης. Δεν συμφωνώ. Ο αθλητισμός και τα είδωλά του, έχουν άλλου είδους αντανάκλαση στην κοινωνία, υπάρχει όμως αντιστοιχία στα συναισθήματα που προκαλεί.
Όταν πρόσφατα χάθηκε ο Μικρούτσικος, με πήρε τηλέφωνο ο κουμπάρος μου: “Έκανα ένα μικρό αφιέρωμα στον Θάνο σπίτι μου. Μόνος μου, όμως. Δεν φαίνεται να συγκινήθηκε κανένας άλλος στην οικογένεια εκτός από εμένα”. Λογικό το βρίσκω. Δεν μεγάλωσαν όλοι με τη μουσική και τα τραγούδια του Μικρούτσικου. Άλλοι, μπορεί να μη τα είχαν ακούσει καν! Άλλοι ήταν και διαφορετικής πολιτικής τοποθέτησης (στην περίπτωση του μεγάλου συνθέτη, πολύ χαρακτηριστικό της πορείας του), άρα γενικώς δεν συμφωνούσαν μαζί του. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές. Αλλιώς συγκινεί ένα τωρινό 35άρη-40άρη ο Κόμπε κι αλλιώς ο Μάτζικ Τζόνσον, για να πούμε δυο παίκτες των Λέικερς. Και θα πω ότι το 1992 όταν με πήρε τηλέφωνο ο Βασίλης Σκουντής για να μου αναγγείλει την τρομερή (τότε) είδηση ότι ο μεγάλος άσος είναι φορέας του ΗΙV ένιωσα μεγαλύτερο σοκ. Εγώ μεγάλωσα, βλέπετε, με τον Μάτζικ…
Υπάρχουν τα όρια…
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι ο νεκρός δεδικαίωται, όπως συνηθίζουμε να λέμε όταν φεύγει ένας μεγάλος. Υπάρχουν όμως τα όρια, έστω κι αν η εποχή των social media σχεδόν τα έχει καταργήσει, που δεν θα τα υπερβεί κανείς σε τέτοιες στιγμές. Υπάρχει ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, το δέος μπροστά στο θάνατο, στην σκέψη ότι ‘αύριο δεν είμαστε τίποτε’, ανεξάρτητα αν μας λένε Κόμπε Μπράιαντ και έχουμε όλο τον κόσμο στα πόδια μας.
Φυσικά και στη ζωή του ο Κόμπε Μπράιαντ δεν ήταν ένας άγιος. Υπάρχει χρόνος, ωστόσο, να θυμηθεί κανείς την υπόθεση βιασμού για την οποία κατηγορήθηκε. Δεν χρειάζεται, λίγες ώρες μετά τον τραγικό θάνατό του, να αρχίσει κανείς να… αναμοχελύει τις λεπτομέρειες της ζωής του και μάλιστα να τις κάνει και θέμα.
Ναι, ο Κόμπε ήταν εξουσιαστικός, τσακωνόταν διαρκώς με τον Σακιλ Ο’ Νιλ, αλλά ρε παιδιά έχασε τη ζωή του σε ένα τραγικό δυστύχημα. Καλά-καλά δεν είχε αναγνωριστεί το πτώμα του και το πρώτο θέμα που έπρεπε να γραφεί ήταν η υπόθεση που είχε κατηγορηθεί για βιασμό;
Η σύγχρονη δημοσιογραφία είναι συνήθως καλύτερη από αυτή του παρελθόντος, ξεχνάει όμως πολλές φορές τις κόκκινες γραμμές, τις ξεπερνάει και έτσι δημιουργεί τεράστιες αντιφάσεις. Το ανελέητο κυνηγητό της πληροφορίας, στην εποχή μάλιστα όπου σχεδόν για τίποτε δεν υπάρχει υπομονή να εξακριβωθεί ,οδηγεί σε γκάφες όπως αυτή του ΑBC που κάποια στιγμή, μέσα στην παραζάλη της είδησης, είχε πεθάνει και τα τέσσερα κορίτσια της οικογένειας Μπράιαντ!
Το να γράψουμε κάτι άλλο, που θα κάνει αίσθηση (θα προκαλέσει, άρα θα δώσει και κλικ) φέρνει στιγμές σαν αυτές που βίωσε η Φελίσια Σόνμεζ, δημοσιογράφος της Washigton Post, η οποία τουίταρε άρθρο για την υπόθεση της κατηγορίας του βιασμού. Μετά την κατακραυγή ήρθε η απόφαση της εφημερίδας να τη θέσει σε διαθεσιμότητα.
Ίσως όλα αυτά να αποτελέσουν ένα μάθημα για το μέλλον; Δε νομίζω. Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν μάθει ποτέ από τα λάθη τα δικά τους, ή των συναδέλφων τους. Αφήστε που… δεν τα παραδέχονται κιόλας.