Όταν ο Αντετοκούνμπο μοιραζόταν το φαγητό του και είχε συκώτι 70χρονου πότη
Την διαδρομή του μέχρι το ντραφτ ου 2013 θυμήθηκε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, που ήταν φιλοξενούμενος του Άντριαν Βοϊναρόφσκι σε τρία συνεχόμενα podcast. Όλη η ιστορία από τα Σεπόλια μέχρι το Μπάρκλεϊ Σέντερ, όπου οι Μιλγουόκι Μπακς άρπαξαν τον Έλληνα άσο μέσα από τα χέρια των Ατλάντα Χοκς
Η ζωή του πρωταθλητή πλέον στο ΝΑΒΑ Γιάννη Αντεντοκούνμπο θα γυριστεί ταινία από την Disney. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει καλύτερο σενάριο για μια αμερικανική ταινία, από τη διαδρομή του 26χρονου MVP του ΝΒΑ. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε σουπερ-σταρ ήταν κινηματογραφικός. Ένα παιδί που πούλαγε CD και διάφορα άλλα πράγματα στους δρόμους της Αθήνας για να βγάλει τα προς το ζην και να βοηθήσει την οικογένειά του, τώρα είναι ο πρωταθλητής του ΝΒΑ, ο Greek Freak, ο Giannis που κατέκτησε την κορυφή του ΝΒΑ όταν Μπακς φρόντισαν να τον πλαισιώσουν με τους ανάλογους παίκτες.
Κάποια στιγμή, ο Άντριαν Βοϊναρόφσκι έφτιαξε 3 podcast που εξιστορούσαν το πώς ο Αντετοκούνμπο έφτασε από τα Σεπόλια στο Μανχάταν και στις 27 Ιουνίου 2013 άκουσε τον μακαρίτη Ντέιβιντ Στερν να εκφωνεί το όνομά του: “Στο νο 15, οι Μιλγουόκι Μπακς επιλέγουν… “ κλπ., κλπ.
Ήταν το μεγάλο κόλπο των Μπακς και του τζένεραλ-μάνατζερ Τζoν Χάμοντ, που δεν είχαν πει το παραμικρό για τις προθέσεις τους, επιλέγοντας τον Έλληνα φόργουορντ κι αφήνοντας τους Ατλάντα Χοκς με την… μπουκιά στο στόμα, καθώς αυτοί ήταν η ομάδα που είχε φιλοξενήσει ινγκόγκνιτο τον έφηβο Γιάννη, είχε μιλήσει μαζί του, του ‘χε δώσει τα πρώτα ρούχα προπόνησης και ήταν βέβαιοι (καθώς είχε περάσει η σειρά των “επικίνδυνων” ομάδων-μνηστήρων) ότι θα τον επέλεγαν στο νο 17.
Τρία-τέσσερα χρόνια πριν, ο Αντετοκούνμπο ήταν ένα αδύνατο, ψηλόλιγνο παιδάκι, με τεράστια χέρια, που δεν ήξερε αν θα φάει… κάθε μέρα, όπως είχε εκμυστηρευτεί και στη μεγάλη συνέντευξή του στο Contra.gr. Ξεκινώντας να παίζει μπάσκετ σε συστηματικό επίπεδο, γνωρίζοντας τον ατζέντη του και κάνοντας τις πρώτες ιατρικές εξετάσεις, διαπιστώθηκε ότι το συκώτι του έμοιαζε με ηλικιωμένου ανθρώπου 70 ετών! Η ζωή της οικογένειας Αντετοκούνμπο, που έφτασε στην Ελλάδα το 1991, δεν ήταν ποτέ εύκολη. Για όλα τα παιδιά της οικογένειας, το να εξασφαλιστεί το καθημερινό φαγητό αποτελούσε την πρώτη προτεραιότητα.
Τα λόγια του δεν είναι υπερβολή, αλλά η αλήθεια για το πώς μεγάλωνε ένα παιδί, που είχε ξεκινήσει να παίζει ποδόσφαιρο, το 2006 είδε στην τηλεόραση την Εθνική Ελλάδος να κερδίζει τους Αμερικάνους και ενθουσιάστηκε με τον Σοφοκλή Σχορτσιανίτη, γράφτηκε στον Φιλαθλητικό στα 12, όμως μέχρι τα 15 μάλλον δεν του πολυάρεσε να παίζει μπάσκετ!
“Κάθε μέρα ήταν μια μάχη. Έπρεπε να βοηθήσω την οικογένεια και έκανα διάφορες δουλειές“, εξομολογείται και περιγράφει στον Βοϊναρόφσκι, τον καθημερινό μαραθώνιο του. Σχολείο, προπονήσεις, οι πρώτοι αγώνες, τα πρώτα όνειρα. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος φιλοξενεί στο podcast όλους τους Αμερικανούς υπεύθυνους των ομάδων που ενδιαφέρθηκαν για τον Γιάννη, όπως τον Τζόναθαν Γκιβόνι, ιδρυτή του Draft-Express, που είχε γνώση για το νεαρό ταλαντούχο παιδί από την Αθήνα, πολύ πριν από τα λαγωνικά του ΝΒΑ.
“Πες τον παππού να μην πίνει…”
“Δεν είναι ότι δεν τρώγαμε, θα αδικήσω έτσι τους γονείς μου, γιατί έκαναν τα πάντα και μας πρόσφεραν το καλύτερο δυνατό, κάθε μέρα. Ήταν αδύνατο όμως να τρώμε αυτά που έπρεπε, ώστε να φροντίσουμε το κορμί μας, όπως κάνουμε, ας πούμε τώρα”, εξομολογείται και εξηγεί: “Πρωινό συνήθως δεν έτρωγα, πήγαινα κατευθείαν στο σχολείο, γυρνούσα σπίτι κι έπρεπε να πάω στην προπόνηση. Ήθελε κάτι περισσότερο από μια ώρα για να βρεθώ στο γήπεδο, άρα έτρωγα ό,τι υπήρχε, αν υπήρχε. Ουσιαστικά, το πρώτο γεύμα της ημέρας μου ήταν στις 11 το βράδυ, όταν επέστρεφα από την προπόνηση”.
Ο Αντετοκούνμπο ήταν τότε 2.01 και ζύγιζε μόλις 89 κιλά. Καμιά σχέση με τον υπεραθλητή που βλέπουμε τώρα στα γήπεδα του ΝΒΑ!
Έπειτα από προτροπή του αδερφού του, Θανάση, ο μάνατζερ Γιώργος Πάνου (συνεργάτης του Γιώργου Δημητρόπουλου, που είχαν τα δικαιώματα του μεγαλύτερου Αντετοκούνμπο) γνωρίζει τον Γιάννη, εντυπωσιάζεται από τα σωματικά προσόντα και φροντίζει κατ’ αρχάς να τρέφεται σωστά. Δεν γνώριζε μια λεπτομέρεια: “Δεν υπήρχε περίπτωση να τρώω εγώ και να πεινάνε τα αδέρφια μου. Έτρωγα το ένα τέταρτο απ’ όσα μου έδινε ο Γιώργος, μέχρι που στο τέλος μας τάιζε όλους. Έτσι μεγάλωσα, έτσι είμαι ακόμη και τώρα”.
Ο Πάνου περιγράφει το σοκ που βίωσε, όταν μετά τα πρώτα εργοφυσιολογικά τεστ, δέχθηκε ένα βράδυ το τηλεφώνημα του διατροφολόγου που θα αναλάμβανε το πρόγραμμα του Γιάννη: “Μόλις τώρα είδα τα αποτελέσματα των τεστ. ‘Πες στον παππού σου να σταματήσει να πίνει, να τρώει κρέας και να περπατάει λίγο’, μου λέει και στην αρχή νόμιζα ότι είχε μεθύσει. ‘Ποιος παππούς; Δεν είχα κανέναν παππού μαζί μου, ένα παιδί 16 ετών έκανε τις εξετάσεις’, του απαντάω. Την άλλη μέρα που τον είδα, μου εξήγησε ότι το συκώτι του Γιάννη έμοιαζε με 70χρονου! Είναι σαν να είχαμε μια Ferrari και αντί για βενζίνη, να της βάζαμε νερό”.
Όπως διηγείται ο Αντετοκούνμπο, “ο Γιώργος με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε αν… πίνω. Του απάντησα ότι δεν είχα λεφτά να πιω γάλα και βάλαμε τα γέλια”. Ο Γιάννης εξιστορεί όλη τη διαδρομή του μέχρι το σοβαρό ενδιαφέρον που άρχισαν να δείχνουν οι σκάουτ του ΝΒΑ, για την περίπτωσή του: “Στην αρχή νόμιζα πως αστειεύονται. Όταν μου το είπε ο Γιώργος, έβαλα τα γέλια και τον ρώτησα αν μιλάει για το… ίδιο ΝΒΑ που βλέπουμε στην τηλεόραση”. Αργότερα, όταν άρχισε να μιλά δια ζώσης με τους Αμερικανούς, ήταν και πάλι δύσπιστος: “Στην αρχή, τουλάχιστον. Ερχόταν και μου έλεγε κάποιος ‘είμαι ο τάδε, αυτής της ομάδας’ και δεν τον πίστευα. Μετά, τον άκουγα να μιλάει… αμερικανικά και καταλάβαινα ότι ήταν αλήθεια”.
Ο Βοϊναρόφσκι αναλύει μαζί με τους ανθρώπους του ΝΒΑ το πόσο δύσκολο ήταν να ανιχνευτεί επ’ ακριβώς το ταλέντο του Γιάννη, αλλά και τον χαμό που άρχισε πλέον να γίνεται για την περίπτωση του. Το κονβόι των 40 αυτοκινήτων στη μικρή ιταλική πόλη Γιέζολο, όπου αγωνιζόταν η Εθνική Ελλάδος U-20, έχει χαραχθεί στη μνήμη όλων, καθώς το μικρό γηπεδάκι που φιλοξενούσε τους αγώνες γέμιζε από σκάουτ. Ο Αντετοκούνμπο άρχισε να μιλάει σε όλους. Έδωσε απανωτές συνεντεύξεις. Κάθε φορά που τον ρωτούσαν ποια είναι η επιδίωξή του, απαντούσε στερεότυπα: “Θέλω να γίνω ο καλύτερος παίκτης στο ΝΒΑ και να βοηθήσω την οικογένειά μου”. Αυτήν τη φράση επαναλάμβανε, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, μιλώντας και στον Γουές Γουίλκοξ των Ατλάντα Χοκς.
Η “μυστική” επίσκεψη στην Ατλάντα
Η οικογένεια αποτελούσε πάντα την προτεραιότητά του. Όταν του είπε ο Δημητρόπουλος “πας στη Σαραγόσα” και αστειεύτηκε “τι θες τους δικούς σου μαζί, μεγάλο παιδί είσαι”, έβαλε τα κλάματα και έσκισε το συμβόλαιο! Και μια μέρα που η μητέρα του, Βέρα, έπρεπε να μείνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις, κρύφτηκε στις τουαλέτες για να μπορέσει να μείνει μαζί της όλο το βράδυ.
Αλλά και όταν του είπαν “πάμε στην Ατλάντα να μιλήσουμε με τους Χοκς” αρνήθηκε να μπει στο αεροπλάνο, αν δεν πήγαινε μαζί του ο Θανάσης! Τα “γεράκια” ήταν η ομάδα που τελικά είχε πείσει τον Γιάννη ότι θα τον επέλεγε στο ΝΒΑ. Η επίσκεψή του στην πόλη της Ατλάντα, η συνάντησή του με τον τζένεραλ-μάνατζερ Ντάνι Φέρι, αλλά και τον προπονητή Μάικ Μπαντελχόζερ (νυν κόουτς των Μπακς), τον είχαν ενθουσιάσει.
Ο Αντετοκούνμπο θυμάται ακόμη τα ρούχα προπόνησης που του είχαν δώσει οι Χος και τα κρατάει ακόμη σαν ενθύμιο. Είχε γεμίσει μια βαλίτσα με παπούτσια και δεν το πίστευε. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, τα μοίραζε στα αδέρφια και τον πατέρα του. Είχε προλάβει να κάνει μια δίωρη προπόνηση στις εγκαταστάσεις των Χοκς, να φάει τηγανιτές φτερούγες με μια πελώρια Sprite και πάνω απ’ όλα να δει ένα απίθανο σπίτι που θα του έδινε η ομάδα, εφόσον τελικά υπέγραφε συμβόλαιο μαζί της: “Μόλις άνοιξα την πόρτα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τέτοια σπίτια έχεις με τα λεφτά του ΝΒΑ; Κύριε Ντάνι Φέρι, να είστε σίγουρος ότι θα κάνω τα πάντα για τους Χοκς”, είπε την ώρα που οι άνθρωποι της Ατλάντα τον εξόρκιζαν να κρατήσει μυστικό το ταξίδι και τις επαφές μαζί τους.
Η έκπληξη του Μιλγουόκι
Λίγες μέρες αργότερα, τα δυο αδέρφια και ο Πάνου βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη. Εκεί γνώρισαν για πρώτη φορά από κοντά και τον εκπρόσωπό τους στις ΗΠΑ, Αλέξη Σαράτση, που όταν πρωτάκουσε τους δυο Γιώργηδες (Δημητρόπουλο και Πάνου) να του λένε “έχουμε τον νέο Μάτζικ Τζόνσον”, μάλλον τους θεώρησε υπερβολικούς. Αναλαμβάνοντας τον Γιάννη, ωστόσο, άλλαζε και τη δική του ζωή!
Ο Αντετοκούνμπο περιγράφει γλαφυρά πως ένιωσε όταν βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, το πώς βρήκε το κουστούμι που φόρεσε τη βραδιά του draft ή πώς ο Θανάσης έτρεξε να πάρει την ελληνική σημαία από έναν φίλαθλο που βρισκόταν στο ‘Μπάρκλεϊ Σέντερ’ (ο Σαράτσης είχε φροντίσει να πάρει μαζί του μια σημαία, αλλά όπως έβγαιναν από το πούλμαν την άφησε εκεί). Ο Φέρι εν τω μεταξύ περίμενε πώς και πώς τη σειρά του draft, έτοιμος να “χτυπήσει” με τον Αντετοκούνμπο στο νο 17.
Ο άλλοτε άσος της Μεσατζέρο Ρόμα (το 1989 είχε δεχθεί τη μυθική προσφορά του 1.000.000 δολαρίων από τον όμιλο Φερούτσι, αφήνοντας τους Καβαλίερς να τον περιμένουν έναν χρόνο, μέχρι να παίξει τελικά στο ΝΒΑ), είδε τα νούμερα και τους παίκτες που έπρεπε να είναι πάνω από τον Αντετοκούνμπο να φεύγουν. Όταν πλησίαζε το 17 κι αφού οι Σίξερς άφησαν τον “δικό του”, έμοιαζε σίγουρος για την επιλογή. Μέχρι που στο νο 15 χτύπησαν οι Μπακς. “Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα τον παίρναμε εμείς, αλλά οι Μπακς μας πρόλαβαν. Ρώτησα τον τζένεραλ μάνατζερ του Μιλγουόκι, Τζον Χάμοντ, αν θα τον κρατούσαν και μου είπε ‘ναι’. Κατάλαβα ότι τον είχαμε χάσει“, λέει ο Φέρι.
Ο Χάμοντ είχε κινηθεί με απόλυτη μυστικότητα. Δεν είχε μιλήσει με τον Αντετοκούνμπο, δεν είχε καν δει ιατρικές εξετάσεις του, αλλά εμπιστευόταν τους συνεργάτες του που είχαν δει τον πιτσιρικά στην Αθήνα. Έκανε μια από τις μεγαλύτερες κινήσεις στην καριέρα του και οι Μπακς έπαιρναν τον επόμενο σουπερ-σταρ του ΝΒΑ, εκεί που δεν το περίμενε, σχεδόν, κανένας.
Όσο για τον ίδιο τον Αντεντοκούνμπο, περιγράφει ως εξής τη σκηνή: “Όταν έρχεται η σειρά σου στο draft, σε ειδοποιεί ένας άνθρωπος από το ΝΒΑ. Παράλληλα, βλέπεις την κάμερα να σε σημαδεύει. Την είδα κι εγώ, μόνο που από πάνω μου καθόταν ο Ρουντί Γκομπέρ, οπότε δεν ήμουν και πολύ σίγουρος. Τελικά, άκουσα το όνομά μου, σηκώθηκα, κατέβηκα τα σκαλιά και πήγα προς το μέρος του Ντέιβιντ Στερν που μου έσφιξε το χέρι και μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Τώρα που τα βλέπω από μακριά, αισθάνομαι υπερήφανος. Ήταν η στιγμή που κατάφερνα να δικαιωθώ για όλη μου τη ζωή. Από την αγωνία να βοηθήσω την οικογένειά μου στην Ελλάδα, μέχρι τη στιγμή που κατευθύνθηκα προς το μέρος του Στερν”.
Και η ιστορία μόλις άρχισε, Γιάννη…