Όταν η κάμερα έδειξε τον Οσκάρ, φίλησε τη γυναίκα του
Από τη στιγμή που ο Οσκάρ Σμιντ έγινε αντιληπτός στη Σέντζεν, τα φαντάσματα άρχισαν να κατατρύχουν την εθνική Βραζιλίας.
Στα νάματα του φετινού Παγκόσμιου Κυπέλλου, ο Λούις Σκόλα έγινε ο δεύτερος σκόρερ του, προσπερνώντας το μυθικό Αυστραλό σκόρερ Άντριου Γκέιζ. Ο τελευταίος είχε θητεύσει στο κολέγιο του Σίτον Χολ και ήταν ο μόνος που μπορούσε να απειλήσει τα ρεκόρ στο σκοράρισμα του Νίκου Γκάλη, ο οποίος τα είχε θέσει χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της η… αφάνα του, τα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Στο σχετικό κείμενο του Contra.gr με τις σημειώσεις για την 3η μέρα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος, ο Γιάννης Ζωιτός έγραψε για το προσπέρασμα του Σκόλα και συμπλήρωσε, παρενθετικά, τον Οσκάρ Σμιντ δεν τον προλαβαίνει κανένας. Σε αυτό το σημείο, η ανατριχίλα έκανε την εμφάνισή της. Αυτή η φράση δείχνει, όχι μόνο πόσο σπουδαίος ήταν στο παρκέ ο Οσκάρ αλλά, την αντίστροφη σημασία ενός δυνητικά ακατάρριπτου ρεκόρ. Με την πρόταση, αναδεικνύεται ότι ακόμα κι ένα παιδί που γεννήθηκε σήμερα, θα κάνει τον κύκλο του στη ζωή και αυτό το ρεκόρ, των 907 πόντων σε πάλαι ποτέ Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και νυν Παγκόσμιο Κύπελλο, θα παραμείνει ακατάρριπτο.
Ο Οσκάρ ήταν ένας unicorn του μπάσκετ, ο μονόκερος, που λένε οι Αμερικανοί. Ήταν τόσο αυτόφωτος, που πριν από τον λόγο του στο Hall of Fame, φορώντας μία μαύρη τραγιάσκα, συνοδεύτηκε από αυτόν που στη Βοστόνη αποκαλούν ‘Λευκό Ιησού’, δηλαδή τον Λάρι Μπερντ.
Το ταμπεραμέντο του δεν έκανε κάτι άλλο από το να συνάδει με το γιορτινό κλίμα που έφερνε μαζί της η σάμπα, η οποία στη μουσική σκηνή είναι η μάνα της λάτιν, τη δεκαετία του ’80. Ο Οσκάρ είναι ο υπαίτιος για μία από τις εκπλήξεις που έκαναν κρότο στην ιστορία του μπάσκετ, την απίθανη επιστροφή των Βραζιλιάνων στον τελικό των Παναμερικανικών Αγώνων στην Ιντιανάπολις. Αν κάποιος θέλει να βάλει σε σειρά τα παιχνίδια με τα οποία το ΝΒΑ αποφάσισε να βάλει τη γαλέρα του στο νερό, για να ταξιδέψει προς τη μεριά της FIBA, ένας επιτηδευμένος Κολόμβος που ανακάλυψε έναν νέο κόσμο τον οποίο, σε αντίθεση με τον αυθεντικό θαλασσοπόρο, ήξερε ότι υπάρχει, το πρώτο ματς πρέπει να είναι αυτός ο τελικός στις 24 Αυγούστου 1987, στον οποίο οι ΗΠΑ προηγήθηκαν 77-62, πριν ο Οσκάρ πάθει μία από τις πλέον περίφημες… αναφλέξεις στα μπασκετικά χρονικά, σημειώνοντας 35 από τους 46 συνολικά πόντους του στο 2ο ημίχρονο και χαρίζοντας το χρυσό μετάλλιο στη Βραζιλία, με το τελικό 120-115.
Είναι ο μόνος διεθνής τίτλος που έχει κατακτήσει (αν εξαιρεθούν τα 3 χρυσά στα πρωταθλήματα Νότιας Αμερικής), ήταν μέλος της Βραζιλίας που έφτασε στο 2ο σκαλί του βάθρου στο Μάλι το 1978, πίσω μόνο από τη Γιουγκοσλαβία, ενώ αποτέλεσε τον πυλώνα της 3ης ήττας των Ηνωμένων Πολιτειών στην ιστορία τους στους Παναμερικανικούς. Το να κρίνεις τον Οσκάρ με βάση τους τίτλους, ωστόσο, είναι σαν να κρίνεις τις ταινίες του Γούντι Άλεν: απλώς δεν γίνεται. Υπάρχουν άνθρωποι που στο κομμάτι τους ξεφεύγουν από το πλαίσιο που έχει τεθεί στον πρωταθλητισμό και απλώς αποτυπώνονται στις συνειδήσεις του κόσμου ως συμβολισμοί -τέτοιος ήταν ο Οσκάρ.
Του ταιριάζει γάντι αυτό που έλεγε ο Μέγας Ναπολέων για τον εαυτό του, όταν ερωτάτο από πού κρατά η σκούφια του: “Εγώ δεν είμαι απόγονος, ήμουν πάντα πρόγονος”. Ο Σμιντ θεωρείται ότι έχει πετύχει συνολικά 49.737 πόντους, ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του μπάσκετ, αλλά ως αυθεντικός Βραζιλιάνος, όση σημασία δίνει στα νούμερα, τόσο εύκολα τα ξεχνάει. Ο άνθρωπος, τη χρονιά που μπήκε στο Hall of Fame, έκανε εγχείρηση για να αφαιρέσει έναν κακοήθη όγκο από τον εγκέφαλο και δεν το ήξερε κανείς.
Στη Σέντζεν, το πρόσωπο του 61χρονου Οσκάρ Ντανιέλ Μπεζέρα Σμιντ ήταν ανοίκειο στους περισσότερους, όταν εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της 1ης περιόδου του παιχνιδιού της Βραζιλίας με την Τσεχία για τον 2ο γύρο του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Φόρεσε ένα ειλικρινές πλατύ χαμόγελο και το πρώτο πράγμα που έκανε, λες και βρισκόταν σε γήπεδο του ΝΒΑ και τον είχε πιάσει η… kiss cam, ήταν να φιλήσει τη γυναίκα του. Καταραμένο φιλί, που λέει ο λόγος, αφού από εκεί κι έπειτα οι Βραζιλιάνοι, που έφτασαν σε εκείνο το αναμενόμενο σημείο απόδειξης του κλισέ “δεν μπορείς να μάθεις σε γέρικο σκυλί νέα κόλπα”, κατέρρευσαν υπό την πίεση της συμπαγούς τσέχικης γραμμής και βρέθηκαν ενώπιον μιας συντριβής που κατευθείαν έσβησε την καλή παρουσία τους στον 1ο γύρο της διοργάνωσης και κατά πάσα πιθανότητα τους αφήνει εκτός προημιτελικών.
Και δεν είναι δεδομένο ότι σχετίζονται τα δύο πράγματα μεταξύ τους, αλλά αν το πρόσωπο του Οσκάρ έγινε αντιληπτό από τον πάγκο της Βραζιλίας στο τάιμ άουτ, τότε ο Άτσο Πέτροβιτς πιθανώς σκέφτηκε εκείνον τον ομηρικό τελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων του 1989 στην Αθήνα, όταν ο συγχωρεμένος αδελφός του, Ντράζεν, έβαλε 62 και ο Οσκάρ 44 για το απίθανο 117-113 της Ρεάλ επί της Καζέρτα (σε ένα ιστορικό ματς για το οποίο έγραψε ο Γιάννης Φιλέρης), και οι υπόλοιποι Βραζιλιάνοι βρέθηκαν προ των ευθυνών τους, οι οποίες παρατάχθηκαν απογυμνωμένες και ωμές, ζητώντας τους επιτακτικά τη διευθέτησή τους.
Η αυτοσυγκέντρωση πήρε των ομματιών της και την κοπάνησε γοργά.
Βεβαίως, ο Οσκάρ ήταν, είναι και θα παραμείνει στο διηνεκές ανεπανάληπτος, όμως η ‘σελεσάο’ δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στο παιχνίδι ‘παρών-απών’ που η ίδια η παρoυσία του φέρνει στην επιφάνεια. Και μπορεί ο ίδιος ως στοιχειό, ως φάντασμα, να μην έχει την παγκόσμια εμβέλεια του Ντιέγκο Μαραντόνα, πάντως δεν σημαίνει ότι οι μεταγενέστεροι Βραζιλιάνοι έχουν ξεφορτωθεί από τον ώμο τους το χνούδι του διαμετρήματός του. Είναι ρηχό και σίγουρα δεν έχει θέση στην ανάλυση και τα αληθινά επιχειρήματα, αλλά από τη στιγμή που ο γεννημένος στο Νατάλ του Ρίο Γκράντε του Βορρά έκανε την εμφάνισή του στο γήπεδο, ως παρουσία που δεν ήταν απλώς ένας θεατής αλλά ένας κριτής, οι κίτρινες φανέλες παρατάχθηκαν χωρίς γερά κορμιά, απέναντι σε μία ομάδα που δεν έχει κάποιον μύθο να την κυνηγά.