ΜΠΑΣΚΕΤ

Ο Νικολά Μπατούμ ‘ντύθηκε’ Σκόλα και έδωσε το χάλκινο στη Γαλλία

Η Γαλλία παραμένει η τρίτη καλύτερη ομάδα στον κόσμο, μετά την ανατροπή και τη νίκη επί της Αυστραλίας, που έγινε με τρόπο που δεν θα περάσει ποτέ στην ιστορία για το πάθος του. Θα περάσει για την ουσία και τον τρόπο που ο Νικολά Μπατούμ παρέσυρε τους υπολοίπους.

Ο Νικολά Μπατούμ ‘ντύθηκε’ Σκόλα και έδωσε το χάλκινο στη Γαλλία
Με το που άρχισε η τρίτη περίοδος ο Νικολά Μπατούμ ήταν παντού (σε άμυνα και επίθεση) και τελικά, παρέσυρε τους συμπαίκτες του έως την τρίτη θέση του κόσμου. FIBA.com

Σε μια πρόχειρη (λόγω συνθηκών και αναγκών) έκδοση της στήλης ‘Ήμουν μέσα‘, θέλω να σε πάω πίσω στο 1999 και στο Eurobasket εκείνης της χρονιάς. Δεν είχα πάει εγώ, μια φίλη μου (ψέμα). Η Γαλλία έπαιζε με τη Γιουγκοσλαβία, για το χάλκινο μετάλλιο, το οποίο φόρεσαν οι ‘πλάβι’ (62-74). Στο θέμα μας, ενώ το παιχνίδι ήταν ‘κλειστό’ και το Palais Omnisports de Paris-Bercy κατάμεστο, από Γάλλους που ενώ καιγόταν ο να μην πω τι των ‘τρικολόρ’ στο παρκέ, για να τους ενισχύσουν φώναζαν ‘allez les bleus’, έντασης από αυτήν που δεν οδηγεί καν σε τηλεφώνημα στην αστυνομία για καταγγελία διατάραξης κοινής ησυχίας. Θέλω να σου πω ότι δεν ξεχείλιζαν από πάθος, δεν γλίστρησε κανείς από τη διάχυση αυτού στο γήπεδο, με χαρακτηριστική στιγμή μια 20αρια Γιουγκοσλάβους φαν που έκοβαν βόλτες και έκαναν bullying, χωρίς να αντιδράσει άνθρωπος -μέχρι να τους απομακρύνουν οι άνδρες που ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια όλων.

Αυτό το άνευρο έγινε αντιληπτό και στο φετινό Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου oι Γάλλοι με ηρεμία και μεθοδικότητα (ουδείς ασχολήθηκε μαζί τους, μέχρι που όλοι κατάλαβαν ότι ήταν επικίνδυνοι) βρέθηκαν έως τη διεκδίκηση μεταλλίου. Και εκεί (εναντίον της Αυστραλίας) χρειάστηκε να κάνουν ανατροπή, για να μείνουν στην τρίτη θέση του κόσμου. Φάνηκε και στο τετ α τετ του Νικολά Μπατούμ με τον θεατή Τόνι Πάρκερ, στο φινάλε.

Είπαμε, οι Γάλλοι δεν είναι ο πιο παθιασμένος λαός του πλανήτη, εν τούτοις διαθέτουν ψυχονευρωτικό σύστημα. Όπως διαθέτουν και υπερηφάνεια. Όταν λοιπόν, η Αυστραλία πίστεψε πως τους ‘έχει’, ο Mπατούμ έκρινε πως ήταν η καταλληλότερη στιγμή να κάνει ένα βήμα μπροστά (μετά το 21-30 του ημιχρόνου,που αφορούσε και ένα -15). Στην τρίτη περίοδο λοιπόν, ήταν αυτός ο τύπος που ‘ξύπνησε’ την παρέα του. Αν προτιμάς, έγινε ο αυτός που αποτέλεσε το παράδειγμα προς μίμηση για όλους όσοι έως εκείνη την ώρα έδειχναν να ‘χουν παραιτηθεί.

Με διαδοχικές προσωπικές φάσεις, σε άμυνα και επίθεση (πίεσε, έκλεψε, μοίρασε, σκόραρε, πήρε επιθετικά ριμπάουντ, ‘πήρε’ και επιθετικά φάουλ και δεν έκανε ένα λάθος σε 33′ συμμετοχής) ανάγκασε τους πάντες να μπουν στο παιχνίδι. Από τους πρώτους ήταν ο Άντριου Αλμπισί. Τον διαδέχθηκε ο Νάντο Ντε Κολό και κάπως έτσι άρχισε η ‘επανάσταση’ έως την τρίτη θέση του κόσμου. Όλα έγιναν ψύχραιμα και ταπεινά. Δηλαδή, με το γαλλικό τρόπο, ο οποίος δεν αφορά ουρλιαχτά και κραυγές πολέμου, αλλά την ουσία της δουλειάς.

Με τον Βενσάλ Κολέ από το 2009 στον πάγκο, βρέθηκαν από τη 13η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Τουρκίας (2010), στη 2η στο Ευρωμπάσκετ της Λιθουανίας (2011 -είχαν παίξει και προκριματικά, όπου ουσιαστικά έγινε η αναδόμηση), στην 6η στους Αγώνες του Λονδίνου (2012), στο χρυσό του Ευρωμπάσκετ της Σλοβενίας (2013), στο χάλκινο του Παγκοσμίου της Ισπανίας (2014), σε ένα ακόμα χάλκινο στο πανευρωπαϊκό του 2015, την έκτη θέση στους Ολυμπιακούς του Ρίο, την αποχώρηση όλων και τη 12η θέση το 2016 στο Ευρωμπάσκετ, πριν γίνουν ξανά φέτος η τρίτη καλύτερη ομάδα στον κόσμο -στο πρώτο μεγάλο διεθνές τουρνουά χωρίς τον Πάρκερ.

Από το καλοκαίρι του 2017, η ομοσπονδία ζήτησε από 37 παίκτες να δεσμευθούν (με την υπογραφή τους σε σχετικό έγγραφο) πως θα υπηρετούν την πατρίδα, έως τους Αγώνες του Τόκιο το 2020.

Με το που άρχισε η τρίτη περίοδος ο Νικολά Μπατούμ ήταν παντού (σε άμυνα και επίθεση) και τελικά, παρέσυρε τους συμπαίκτες του έως την τρίτη θέση του κόσμου. FIBA.com

Ένας ήταν ο Μπατούμ, ο οποίος έζησε τη μεγάλη γενιά του γαλλικού μπάσκετ, πριν αυτή του παραδώσει την ηγεσία. Είχε δοκιμαστεί από τους καλύτερους και είχε ‘περάσει’ τα τεστ. Τα οποία τεστ αφορούσαν και το ΝΒΑ, όπου πήγε το 2008, όταν ήταν 19 χρόνων.  Θα μπορούσε να πάρει μέρος στο 2007 ΝΒΑ draft, αλλά είχε επιλέξει να μείνει στη ΛεΜαν. Σε εκείνο λοιπόν, στο οποίο βρήκε δουλειά πρώτος ο Ντέρικ Ρόουζ (Μπουλς), ακολούθησαν οι Μάικλ Μπίσλι, OJ Μέιο, Ράσελ Ουέστμπρουκ, Κέβιν Λοβ και ήθελε τον Ντανίλο Γκαλινάρι να είναι ο καλύτερος Ευρωπαίους (pick των Νικς στο Νο6), ο Μπατούμ βρήκε ομάδα μετά τους Αλεξίς Αζινσά (Νο20, Μπόμπκατς), Κώστα Κουφό (Νο23, Τζαζ) και Σερτζ Ιμπάκα (Νο24, Σόνικς), στο Νο25. Τον διάλεξε το Χιούστον που τον έδωσε στο Πόρτλαντ.

Το ‘γιατί’ είχε να κάνει με το γεγονός ότι οι Αμερικανοί αδυνατούσαν να του βρουν μια ταμπέλα να του ‘κολλήσουν’. Δεν ήξεραν τι είναι. Σκόρερ; “Πολυεργαλείο”; Εξαιρετικός αμυντικός; To Slam είχε γράψει πως ‘ενώ σκόραρε κατά βούληση, δεν έδειχνε να είναι αφοσιωμένος σε αυτό. Τον ενδιέφερε να είναι πιο ολοκληρωτικός. Να ‘χει προσφορά σε όλους τους τομείς’. Ο ίδιος είχε εξηγήσει πως “στην πρώτη μου χρονιά στη Γαλλία ήμουν εκναυρισμένος γιατί ήθελα να σκοράρω όλη την ώρα. Μετά κατάλαβα πως αν θέλω να κάνω καριέρα, θα έπρεπε να μπορώ να κάνω και άλλα πράγματα. Για να βρω τη θέση μου σε μια ομάδα, θα έπρεπε να κάνω κάτι διαφορετικό από όσους είχα μπροστά μου“.

Είδε τον πατέρα του να πεθαίνει στο παρκέ

Δεν σου είπα ότι θα μπορούσε, πολύ εύκολα, να μην θέλει να πιάσει ποτέ στη ζωή του μπάλα μπάσκετ στα χέρια του. Όταν ήταν 2, είχε δει τον -επαγγελματία μπασκετμπολίστα- πατέρα του, Ρίτσαρντ να πεθαίνει στο παρκέ, όταν ‘έσκασε’ το ανεύρυσμα που είχε στον εγκέφαλο. Αντί να θεωρήσει κατάρα το σπορ, προτίμησε να κάνει ό,τι περνούσε από τα χέρια του, ώστε να συνεχίσει το έργο του πατέρα του. “Από τα 4 το να παίζω μπάσκετ ήταν το μόνο που ήθελα να κάνω. Έβλεπα ό,τι ματς είχε στην τηλεόραση από το απόγευμα έως το ξημέρωμα. Η μητέρα μου δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη, γιατί την επομένη έπρεπε να πάω στο σχολείο“. Το πρώτο παιχνίδι ΝΒΑ που είδε από εξέδρες, ήταν το Σπερς-Γκρίζιλς, στο Παρίσι, το 2004.

Ο αγαπημένος του παίκτης, τότε ήταν ο Σκότι Πίπεν (φευ). “Ήμουν φαν όποιας ομάδας έπαιζε ο Πίπεν. Μου άρεσαν όσα έκανε και στις δυο άκρες του γηπέδου. Ήθελε να παίξει άμυνα, ενώ σκόραρε 13 πόντους, έπαιρνε 10 ριμπάουντ, έδινε 6 ασίστ και έκανε 2 κοψίματα. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Αυτό ήθελα να κάνω κι εγώ“. Όπως μεγάλωνε, άρχισε με τους πόντους, συνέχισε με τις τελικές πάσες, τα κλεψίματα, τις τάπες και φυσικά το ριμπάουντ. Και τα αγάπησε όλα.

Η πολυσυλλεκτικότητα ήταν και ο λόγος που βρήκε τα λεπτά του, σε ρόστερ που είχε τους Μπράντον Ρόι, Τράβις Άουτλο και Γκρεγκ Όντεν. “Ήξερα πως αν θέλω να πατήσω το πόδι μου στο γήπεδο, θα έπρεπε να θυσιαστώ και να παίξω για την ομάδα. Να παίξω άμυνα. Έτσι πέρασα τη ρούκι χρονιά μου. Είχα 20-25 λεπτά χρόνο συμμετοχής, κατά μ.ο. Ήμουν 19. Κέρδισα αυτά τα λεπτά, γιατί θυσίασα τον εαυτό μου προς όφελος της ομάδας“. Στην τετραετία του στο Πόρτλαντ, οι Μπλέιζερς έγιναν από ανταγωνιστική ομάδα, αυτή που έπρεπε να ξαναφτιαχτεί (λόγω κακού μάνατζμεντ και τραυματισμών).  Στα 23 ο Μπατούμ ήταν restricted free agent. Δεκαέξι ομάδες επικοινώνησαν με τον ατζέντη του. Οι Τίμπεργουλβς έδωσαν τα περισσότερα (46 εκατομμύρια δολάρια). Το Πόρτλαντ τα ισοφάρισε και τον κράτησε. Ο νέος κόουτς, Τέρι Στοτς τον ήθελε να ‘χτίσει’ πάνω του. “Ήθελε να κάνω λίγο από όλα, να είμαι παντού“. Κάτι που ήταν εύκολο για εκείνον και έκανε τη ζωή της παρέας του (Άλντριτζ, Ουέσλι Μάθιους, Ντάμιαν Λίλαρντ, Χίκσον) πιο εύκολη.

Αβίαστα και χωρίς συστολή ομολογούσε πως ήταν ο ηγέτης της ομάδας του. “Οπότε πρέπει να θέσω το παράδειγμα για τα νέα παιδιά“, είχε προσθέσει. Θέλω να σου πω ότι από την περασμένη δεκαετία έχει μάθει να είναι αυτός που θέτει τον τόνο. Έχει την εμπειρία και την τεχνογνωσία να γίνεται το παράδειγμα που πρέπει να μιμηθούν όσοι θέλουν να δουν προκοπή. Ακόμα και αυτοί που δεν έχουν τις ικανότητες του. Για τον Μπατούμ σημασία έχει να δίνεις ό,τι έχεις. Όσο και αν είναι αυτό. Αλλά να το δίνεις. Ό,τι δηλαδή, έγινε στο μικρό τελικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ