ΜΠΑΣΚΕΤ

Ο μύθος του Τζόρτζεβιτς ξεκίνησε όταν τέλειωσε η κόντρα με τον Πέτροβιτς

"Κι εσύ, πιτσιρίκο, θα αναρωτιέσαι πότε θα ξαναπαίξεις στην εθνική ομάδα. Ποτέ ξανά". Ένας καβγάς του Αλεκσάντερ Τζόρτζεβιτς με τον Ντράζεν Πέτροβιτς μπορεί να στοίχισε στον πρώτο δύο χρυσά μετάλλια με την εθνική Γιουγκοσλαβίας. Όταν ο Βλάντε Ντίβατς προκάλεσε... εμφύλιο, άλλαξαν τα πάντα.

Ο μύθος του Τζόρτζεβιτς ξεκίνησε όταν τέλειωσε η κόντρα με τον Πέτροβιτς

Αν και μοιάζει με ένα ειδύλλιο το οποίο κράτησε επί τριετία κι έγινε το πρελούδιο της απογείωσης του ευρωπαϊκού μπάσκετ, στη Γιουγκοσλαβία δεν εξέλιπαν οι κόντρες μεταξύ προπονητών και παικτών.

Ούτως ή άλλως είναι ένα γνώριμο πεδίο οι προπονητικές σχολές, δηλαδή εκείνοι που τάχθηκαν αναφανδόν με τον προφέσορα Άτσα Νίκολιτς κι αυτοί που προτίμησαν τη ‘σιγουριά’ της φιλοσοφίας του Ράνκο Ζεράβιτσα. Μπροστά στο εκτόπισμα των προπονητών τη δεκαετία του ’70 και του ’80, αλλά και τον αβυσσαλέο ανταγωνισμό εξαιτίας της αναγνώρισης του μπάσκετ ως ενός παιχνιδιού μέσω του οποίου τα παιδιά αναδείκνυαν το αναμφισβήτητο ταλέντο τους, οι περισσότεροι παίκτες έθαβαν το τσεκούρι του ‘πολέμου’. Ωστόσο, η πριμαντόνα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο ασύγκριτος Ντράζεν Πέτροβιτς, δεν ήταν υποχωρητικός σε αυτήν την κατάσταση. Στα ντουζένια του, ο ‘Μότσαρτ’ υπήρχε ως ο capo di tutti capi, δηλαδή ο αρχηγός όλων των αρχηγών, ένας χαρακτηρισμός που παραπέμπει στη μαφία.

Ήταν αναμφισβήτητο ότι ο Πέτροβιτς, με το συγκρουσιακό πλην προβοκατόρικο στυλ του, κυκλοφορούσε ως ο εστεμμένος και δεν άφηνε αμφιβολία σε οποιονδήποτε ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε να επηρεάσει καταστάσεις. Βεβαίως, δεν απευθυνόταν σε βλαμμένους, αλλά σε τσογλανάκια, κατά κανόνα, που το έλεγε η πέρδικά τους και δεν ήταν εύκολο να τα κάνει κάποιος ζάφτι.

Άλλωστε, ποιος από εκείνους που είχαν την προδιάθεση, δεν μίσησε την αλητεία του Αλεκσάντερ Τζόρτζεβιτς, ενός από τους ‘χρυσοδάκτυλους’ πόιντ γκαρντ (πάλαι ποτέ πλέι μέικερ) του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ο οποίος, εξαιρετικά ταλαντούχος και χεράς, όπως αποκαλούσαν τους μύστες του μακρινού σουτ, βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο; Κι όμως, όταν ο ‘Σάλε’ έμπλεξε με τον συριγικό (για να μην ξεχνιόμαστε) ‘γιο του Διαβόλου’, βρήκε τον μπελά του και πέρασε μία περίοδο που θεωρούσε ότι, όντως, η εθνική ομάδα για εκείνον, αφού εναντιώθηκε στον ακριβοθώρητο Πέτροβιτς, ήταν ξεχασμένη υπόθεση.

Ο Αλεκσάντερ και ο Ντράζεν Πέτροβιτς με το Κύπελλο Πρωταθλητριών στα χέρια, το 1986 στην Αθήνα...

Τώρα, μπορεί να είναι τυχαίο ή συμπτωματικό, άλλωστε σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε ο πρώην εκλέκτορας του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος σε Μέσο της πατρίδας του δεν αποκλείει κάτι, πάντως ο Τζόρτζεβιτς ενεπλάκη σε μανούρα και ο Πέτροβιτς τον απείλησε ευθέως ότι δεν θα ξανάπαιζε στην εθνική. Ήταν μία από εκείνες τις… φαντασιωτικές αναμετρήσεις της Τσιμπόνα με την Παρτίζαν, που δεν κρίθηκε, μάλιστα, στην κανονική διάρκεια. Mια καλή πιθανότητα είναι να πρόκειται για το 2ο ημιτελικό πρωταθλήματος της σεζόν 1986-1987, όταν η Παρτίζαν νίκησε την Τσιμπόνα στο Βελιγράδι με 124-123, σε ένα ματς που ο Ζόραν Τσούτουρα ισοφάρισε με τρίποντο για το 96-96 του 40λεπτου. Αλλά αυτό δεν, συμπίπτει, μια και ο ‘Σάλε’ ήταν στην ομάδα που πήγε στην Αθήνα για το Ευρωμπάσκετ. Ο Τζόρτζεβιτς, από τη μεριά του, μιλάει για έναν ημιτελικό πρωταθλήματος στο Ζάγκρεμπ, που η Παρτίζαν έχασε στη 2η παράταση. Από τα στατιστικά στοιχεία δεν προκύπτει άλλος ημιτελικός πρωταθλήματος ανάμεσα στις δύο ομάδες, από το 1984 έως το 1988, όταν και έφυγε για τη Μαδρίτη, που θα μπορούσε να έχει κριθεί στην παράταση.

Σε αυτό το χρονικό διάστημα, οι δύο ομάδες συναντήθηκαν 3 φορές, όλες σε ημιτελικούς πρωταθλήματος. Μία το 1984-1985, όταν η Τσιμπόνα προκρίθηκε με 2-0 νίκες, μία το 1986-1987, που πέρασε στο 3ο ματς στο Ζάγκρεμπ και μία το 1987-1988, που το 83-77 της Παρτίζαν στο Ζάγκρεμπ ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Πέτροβιτς με ομάδα της Γιουγκοσλαβίας.

Ο Τζόρτζεβιτς μιλάει για ένα ματς-ψυχοβγάλτη, όπως και να ‘χει, που έφερε τεντωμένα νεύρα. Ο Πέτροβιτς δεν απέδωσε στην παράταση, σημειώνοντας 5 πόντους συνολικά κι η επαφή με τον πολύ νεαρό ‘Σάλε’ ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ήδη βασικού πλέι μέικερ της σερβικής ομάδας, ο Πέτροβιτς τον πλησίασε και του είπε “κι εσύ, πιτσιρίκο, θα αναρωτιέσαι πότε θα ξαναπαίξεις στην εθνική ομάδα. Ποτέ ξανά”. Ο Τζόρτζεβιτς εξερράγη και παρά τους ανθρώπους που τον απομάκρυναν, προσπαθώντας να μην αφήσουν τον καβγά να εξελιχθεί, τον έβριζε και τον καταριόταν, όπως ο ίδιος λέει.

Στη Γιουγκοσλαβία είχε υπάρξει ζήτημα με τους διαξιφισμούς του Τζόρτζεβιτς με τους αδελφούς Πέτροβιτς. Εκείνη τη χρονιά, ο 19χρονος Σέρβος ήταν ο βασικός πλέι μέικερ της μάλλον κορυφαίας εφηβικής ομάδας όλων των εποχών (με Τόνι Κούκοτς, Ντίνο Ράτζα, Βλάντε Ντίβατς και στον πάγκο τον Σβέτισλαβ Πέσιτς), που κατέκτησε πανηγυρικά την Πανεπιστημιάδα στο Μπόρμιο, η οποία αποκλήθηκε και ‘Κουκοτσιάδα’, εξαιτίας των απίστευτων εμφανίσεων της ‘αράχνης από το Σπλιτ’ με τις ΗΠΑ, ειδικά εκείνη της 1ης Αυγούστου 1987, όταν τελείωσε το παιχνίδι με 11 στα 12 τρίποντα κι η Γιουγκοσλαβία νίκησε 110-95. Στον τελικό, για να μη χάσουν ξανά με αυτόν τον τρόπο, οι Αμερικανοί του Λάρι Μπράουν στένεψαν την άμυνά τους, αλλά ο Ράτζα είχε 21 πόντους και 10 ριμπάουντ, ο Ντίβατς 20 και 15 και με τον τρομερό αριστερόχειρα να δίνει 10 ασίστ (όταν μετρούσαν με σουτ χωρίς ντρίμπλα… κάτω από το καλάθι), οι Γιουγκοσλάβοι νίκησαν 86-76 και πήραν το χρυσό μετάλλιο.

Ο Ντράζεν Πέτροβιτς υπό το βλέμμα του Αντόνιο Μαρτίν στη μονομαχία της Τσιμπόνα με τη Ρεάλ στο ΣΕΦ

Ο Τζόρτζεβιτς, επί της ουσίας, είχε δίκιο. Δεν χώρεσε στην ομάδα που πήγε στη Σεούλ το 1988 και, κυρίως, σε αυτήν του Ζάγκρεμπ, για το Ευρωπαϊκό του 1989. Στην 3η περίπτωση, όταν πια ήταν ο καλύτερος πόιντ γκαρντ της χώρας, δεν βρισκόταν καν στην προεπιλογή των 16 παικτών τους οποίους κάλεσε για προετοιμασία ο Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ο Τζόρτζεβιτς ήταν στα 22 και προφανώς του κακοφάνηκε. Ο ίδιος λέει ότι έπειτα από εκείνο το σκηνικό, η σχέση του με τον Πέτροβιτς δεν χάλασε, όμως θεωρεί ότι μπορεί να υπάρχει σύνδεση σε εκείνη την απόφαση με την ατάκα που του είπε ο ‘Μότσαρτ’ δύο χρόνια πριν.

Βεβαίως, το κενό δεν φάνηκε, αφού η Γιουγκοσλαβία κατέκτησε άνετα το χρυσό μετάλλιο, ενώ το ίδιο έκανε δίχως τον Τζόρτζεβιτς και τον επόμενο χρόνο, παίρνοντας την 1η θέση στο Παγκόσμιο του Μπουένος Άιρες. Ο τελικός με τη Σοβιετική Ένωση, όμως, στο ‘Λούνα Παρκ’, στις 20 Αυγούστου 1990, θα ήταν ένα απολύτως ιστορικό ματς: το τελευταίο του Πέτροβιτς με την εθνική, το τελευταίο της ΕΣΣΔ.

Πρόκειται για τη γνωστή ιστορία με τον φίλαθλο που πλησίασε τους παίκτες μετά το 92-75, κρατώντας στα χέρια του τη σημαία της Κροατίας. Ο Ντίβατς πήρε τη σημαία και την πέταξε, πυροδοτώντας το φιτίλι ενός μίσους που ήδη υπήρχε και που, βέβαια, είχε πάρει μορφή και στον αθλητισμό, κυρίως με το ξύλο που είχε παίξει ο Κροάτης ποδοσφαιριστής Ζβόνιμιρ Μπόμπαν με τους αστυνομικούς, στον τελικό του κυπέλλου του Ερυθρού Αστέρα με τη Χάιντουκ, τον ίδιο χρόνο.

Έμοιαζε με ζήτημα μηνών η διάλυση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, αλλά πρωτύτερα ο Πέτροβιτς, έπειτα από τις κροατικές πιέσεις, είχε ανακρούσει πρύμναν και, χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία της προετοιμασίας για την επόμενη χρονιά στο ΝΒΑ, το καλοκαίρι του 1991, δεν εμφανίστηκε στο Ευρωμπάσκετ της Ρώμης, που, συμπτωματικά, ήταν η πρώτη σημαντική διεθνής διοργάνωση όπου κλήθηκε ο Τζόρτζεβιτς.

Ήταν, επίσης, κι εκείνη που ο Γιούρε Ζντοβτς δεν θέλει να θυμάται, αφού παραμονές του ημιτελικού με τη Γαλλία, και με το συγκάτοικό του, Ζάρκο Πάσπαλι, να σπαράζει στο κλάμα, χτύπησε την πόρτα του δωματίου του Ίβκοβιτς. Το ημερολόγιο έγραφε 26 Ιουνίου 1991 και, όπως του είπε το ‘ξανθό σκυλί’, μία μέρα νωρίτερα η κυβέρνηση της Σλοβενίας διακήρυξε την ανεξαρτησία της και τον κάλεσε να επιστρέψει.

Ήταν η τελευταία διοργάνωση της Γιουγκοσλαβίας και ο Τζόρτζεβιτς πρόλαβε να έχει δημιουργήσει αναμνήσεις στο παρά τρίχα. Ο μύθος του, βεβαίως, γράφτηκε όταν πια η Γιουγκοσλαβία ήταν, στην πραγματικότητα, η Σερβία/Μαυροβούνιο: από το 1995 έως το 1998, με δύο κατακτήσεις Ευρωμπάσκετ στην Αθήνα (με τους 41 πόντους και τα 9/12 τρίποντα στο 96-90 επί της Λιθουανίας) και τη Βαρκελώνη το 1997, μία Παγκόσμιου Πρωταθλήματος στην Αθήνα, ένα ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο στην Ατλάντα το 1996 και βέβαια ένα από τα σπουδαιότερα -αν όχι το σπουδαιότερο- σουτ στην ιστορία του σερβικού μπάσκετ: το τρίποντο στην εκπνοή του ματς της 30ής Ιουνίου 1997 με την Κροατία, στο ‘Παλάου Μουνισιπάλ’ της Μπανταλόνα, για το τελικό 64-62. Πλην της πατριωτικής περηφάνιας για το μελλοντικό MVP της διοργάνωσης, ήταν και σκηνές από ταινία προσεχώς: οι Κροάτες ακόμη δεν έχουν νικήσει τους Σέρβους σε σημαντική διεθνή διοργάνωση…


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK