ΜΠΑΣΚΕΤ

Ο Λούκα Ντόντσιτς είναι ο καλύτερος 20χρονος στην ιστορία του ΝΒΑ

O Λούκα Ντόντσιτς είναι αλαζόνας. Στα 20, λέει πράγματα που δεν έχουν τολμήσει να ψελλίσουν θρύλοι του μπάσκετ. Βέβαια, στα 20 κάνει και πράγματα στο παρκέ που έκανε η συντριπτική πλειοψηφία των NBAers, στην ιστορία της λίγκας.

Ο Λούκα Ντόντσιτς είναι ο καλύτερος 20χρονος στην ιστορία του ΝΒΑ
Eναντίον των Σπερς (18/11) ο Λούκα Ντόντσιτς έγινε ο δεύτερος νεαρότερος NBAer -στην ιστορία της λίγκας- που σε triple double είχε τουλάχιστον 40 πόντους. Στο Νο1 είναι ο ΛεΜπρον Τζέιμς. AP Photo/Richard W. Rodriguez

Δεν περίμενες να κάνεις αυτό το click για να μάθεις ποιος είναι ο Λούκα Ντόντσιτς. Άσε που υπάρχει πάντα πρόχειρο το κείμενο του περασμένου Γενάρη, με αφηγήσεις ανθρώπων που τον ξέρουν από παιδί, αποκαλύψεις για τα χρόνια του στη Ρεάλ Μαδρίτης και για την αφοσίωση του στο να γίνει ο καλύτερος. Όλων.

Ποιο λοιπόν, είναι το σημερινό μας θέμα; Πως κούρασε! Δηλαδή, όχι ακριβώς.

Στο 117-110 των Μαβς επί των Σπερς, ο Σλοβένος έκανε ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα (42 πόντοι), πέρασε 12 από τις 28 ασίστ της παρέας του και κατέβασε 11 ριμπάουντ -περισσότερα από κάθε άλλο παίκτη του Ντάλας. Ο Κρίσταπς Πορζίνγκις είχε 10.

Αυτό ήταν το έκτο triple double του Ντόντσιτς για φέτος -ή καλύτερα, σε 13 παιχνίδια και το 14ο ως NBAer. Έγινε ο δεύτερος νεαρότερος παίκτης που έφτασε σε διψήφιους αριθμούς, σε τρεις κατηγορίες, το ίδιο βράδυ, σκοράροντας τουλάχιστον 40 πόντους. Ο πρώτος ήταν ο ΛεΜπρον Τζέιμς. Σε αυτά τα πρώτα ματς της αγωνιστικής περιόδου 2019-20 ο πρωταγωνιστής της ιστορίας έχει 29.5 πόντους, 10.7 ριμπάουντ (στο 24.2% αυτών είχε ανταγωνισμό) και 9.3 ασίστ κατά μ.ο., με 61.2% στο true shooting%. Ουδείς άλλος 20χρονος είχε ποτέ μεγαλύτερο μέσο όρο πόντων ή μέσο όρο ασίστ, ενώ μόλις 3 είχαν περισσότερα ριμπάουντ ανά αγώνα (Σακίλ Ο Νιλ, Αντρέ Ντράμοντ και Ντουάιτ Χάουαρντ).

Ιστορικά, σε ό,τι αφορά τους παίκτες με προϋπηρεσία σε διεθνή πρωταθλήματα, πριν εμφανιστούν στο ΝΒΑ ή τύπους που πήγαν στη λίγκα κατευθείαν από το σχολείο ή πέρασαν ένα μικρό διάστημα στο κολεγιακό πρωτάθλημα, μόλις 8 έχουν γίνει All Stars έως τα 20 χρόνια -πορεία που ‘χει χαράξει ο Σλοβένος. Μάλιστα, τα 21α γενέθλια του είναι 12 μέρες μετά το 2020 All Star Game.

O “καλύτερος ρούκι” της περασμένης αγωνιστικής περιόδου έχει καταφέρει να είναι ακόμα καλύτερος στη δεύτερη χρονιά του. Λογικό από τη μία, αν σκεφτείς πως έχει μια σεζόν στα πόδια του. Παράλογο αν προσθέσεις στην εξίσωση πως πια τον ξέρουν στην άλλη ακτή του Ατλαντικού -έχει φύγει από τη μέση ο παράγοντας έκπληξη. Κάτι που ήξερε ο ίδιος και για αυτό πέρασε το καλοκαίρι σηκώνοντας βάρη. Ήθελε να αλλάξει το σώμα του, ώστε να αυξήσει την ταχύτητα και την εκρηκτικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, είναι φέτος κατά τι πιο γρήγορος στα drive και δεν χρειάζεται να συμβιβάζεται με τη λύση των πιο μακρινών σουτ ή να σκέφτεται δυο φορές πριν μπει στη διαδικασία να αντιμετωπίσει τους αμυντικούς που εμφανίζονται -ο ένας μετά τον άλλον- πάνω του.

Το 20.9% των σουτ που έπαιρνε πέρυσι, κοντά στο καλάθι, έγινε 25% και η ευστοχία από 63.7% έφτασε στο 77.8%. Έχει 47/68 κάτω από το καλάθι (69.1%) και 34/60 από τη ρακέτα (56.7%). Πέρυσι το Νοέμβρη είχε (όλον το μήνα) 24/34 σουτ από κάτω (70.6%) και 10/34 από το ‘ζωγραφιστό’ (29.4%).

Μείωσε εν τω μεταξύ, τις προσπάθειες που έπαιρνε από το χώρο μεταξύ της ρακέτας και του τρίποντου, από το 14.5% που ήταν πέρυσι στο 4.2%. Πίσω από την περιφερειακή γραμμή, είναι ο παίκτης που δοκιμάζει τα περισσότερα ανά ματς (9.1), μετά τους Τζέιμς Χάρντεν (14.3), Μπάντι Χιλντ (9.7), Κέμπα Ουόκερ (9.3), Στέφεν Κάρι (9.3) και Ντάμιαν Λίλαρντ (9.2).

Άντε και ένα βράδυ δεν μπαίνουν τα τρίποντα. Ο Ντόντσιτς δεν έχει θέμα. Ξέρει πώς να χρησιμοποιεί το σώμα του -να είναι καλά η Ευρώπη- για να κερδίσει φάουλ. Μετά πάει στη γραμμή και κάνει από εκεί δουλειά. Έως εδώ -φέτος- έχει εκτελέσει τις τρίτες περισσότερες βολές. Ο Τζέιμς Χάρντεν ηγείται με 203 (έχει βάλει τις 179 -88.2%), ο Γιάννης Αντετοκούνμπο 147 (90-61.2%) και ο Σλοβένος 122 (99), με το 81.1% να τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής -και από εκεί.

Ενόσω δούλευε, το καλοκαίρι, το σώμα του (έβαζε μυς), δούλευε και τις κινήσεις του -το μηχανισμό και τους αυτοματισμούς, μην τυχόν ‘χαθεί’ κάτι. Πέρασε πολλές ώρες στο ένας εναντίον ενός και επαναλάμβανε στον αντίπαλο του, τον Τζαμάλ Μόσλι -εκ των ασίσταντ του Καρλάιλ- πως ‘κάνω αυτά τα σουτ από τα 15’ κάθε φορά που τον κέρδιζε.

Είναι μεν, 20, αλλά πριν πάει στο ΝΒΑ ήταν τέσσερα χρόνια επαγγελματίας. Για αυτό και δεν τον παρεξηγεί κανείς, όταν λέει ότι “είμαι συνηθισμένος στο ‘ξύλο’ των αμυντικών, γιατί πριν το ΝΒΑ ήταν κάτι που μου συνέβαινε για χρόνια στην Ευρώπη”, αλλά και πως “δεν έχω θέμα με την πίεση, γιατί την αντιμετωπίζω από τα 16 και πια, μου αρέσει. Όπως αντιμετωπίζω από τα 16 την προσοχή του κόσμου και των media. Η Ρεάλ με βοήθησε να μάθω να τη διαχειρίζομαι”.

Στην έκτη χρονιά ως pro, απολαμβάνει την ιδανικότερη ‘χρήση’ από τον -γνωστό για την ευφυΐα του- Ρικ Καρλάιλ, ο οποίος πέρυσι τέτοια εποχή σχολίαζε ταπεινά και προσεχτικά τις επιδόσεις του ‘παιδιού-θαύματος’. Φέτος δεν έχει τέτοια ‘κολλήματα’, αν κρίνεις και από το ‘είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες του πλανήτη, οπότε τίποτα από όσα κάνει δεν με εκπλήσσει πια’.

Προηγήθηκε το ‘δεν νομίζω ότι τον φοβίζει το ΝΒΑ. Όπως και δεν πιστεύω ότι έχουμε ξαναδεί το παιχνίδι του. Είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, στο επαγγελματικό ευρωπαϊκό μπάσκετ όπου οι παίκτες εξελίσσονται από νωρίς’ του ΛεΜπρον, αλλά και η απάντηση του Καρλάιλ όταν του είχαν ζητήσει να συγκρίνει τον παίκτη του με τον -πάλαι ποτέ συμπαίκτη του- Λάρι Μπερντ. “Ένα από τα πράγματα που κάνουν τον Λούκα ιδιαίτερο, είναι η ικανότητα που έχει να κάνει τους τέσσερις συμπαίκτες του πολύ καλύτερους, από τη στιγμή που πατά το πόδι του στο παρκέ. Είναι ασυνήθιστος. Ένας πολύ μοναδικός πόιντ γκαρντ. Δεν νομίζω να ‘χουμε δει κάτι παρόμοιο, ποτέ, στο ΝΒΑ”. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ήταν να εξηγήσει στον Ντόντσιτς πώς οι συμπαίκτες του μπορούν να κάνουν πιο εύκολο το παιχνίδι, για εκείνον -που πιστεύει ότι μπορεί να τα κάνει όλα (καλύτερα).

Το checkmate του Καρλάιλ

Για να κάνει ο κόουτς ακόμα πιο μοναδικό και ασυνήθιστο, του έβαλε δίπλα τον Κρίσταπς Πορζίνγκις, έναν ψηλό που ανοίγει το γήπεδο με τα τρίποντα του και διευκολύνει τον συμπαίκτη του -ακόμα περισσότερο- στην επίθεση. Προφανώς και έχεις διαπιστώσει πως στο ΝΒΑ είναι πολύ σημαντικό το με ποιον παίζεις μαζί -καθώς όλα είναι αριθμοί. Όπως έγραψε το The Ringer “οι δυο τους ταίριαξαν γιατί τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που ‘χουν καλύπτουν τις αδυναμίες που έχει ο καθένας τους. Οι τάπες του Πορζίνγκις προστατεύουν τον Ντόντσιτς στην άμυνα. Η ικανότητα του Ντόντσιτς στα ριμπάουντ, ρεφάρει για τα θέματα του Πορζίγνκις στη ρακέτα -δεν είναι καλός ριμπάουντερ, για το ύψος του (2.13)- και το μόνο που χρειάστηκαν ήταν λίγος χρόνος για να βρεθούν (μετά τους 20 μήνες εκτός του Λετονού). Δηλαδή, για να καταλάβει ο Πορζίγκινς πώς μπορεί να φανεί χρήσιμος -έχοντας ρόλο-, δίπλα σε έναν παίκτη που ‘χει για τόση ώρα την μπάλα στα χέρια. Στα πρώτα παιχνίδια, ο Ντόντσιτς ήταν στο Νο1 της λίστας των φορών που ακουμπά την μπάλα κάθε παίκτης (με 104). Την είχε για 9.3” σε κάθε κατοχή. Ο αριθμός του δεύτερου Χάρντεν ήταν 7.9.

Σε μια λίγκα γεμάτη αθλητές (ευλύγιστους, ελαστικούς και μεγαλόσωμους), ο Ντόντσιτς (όπως και ο Γιόκιτς) μπορούν και ξεχωρίζουν για το μυαλό τους. Και στις δυο περιπτώσεις, το μυαλό τους ‘τρέχει’ πιο γρήγορα από το σώμα τους, συν του ότι δεν φοβούνται να ρισκάρουν. Δηλαδή, να κάνουν πράγματα που μπορεί να αποτύχουν, γιατί δεν τους νοιάζει -να αποτύχουν. Πόσω μάλλον η θέση τους στον πίνακα των λαθών. Ο Ντόντσιτς έκανε, πέρυσι τα έξι περισσότερα (3.4). Φέτος είναι στο Νο4, με 4.6 ανά ματς. Προηγούνται οι Χάρντεν (5.3), Τρε Γιανγκ (5.1) και Αντετοκούνμπο (4.8).

Η προτεραιότητα του είναι να πράξει κατά τρόπο που να είναι αποτελεσματικός, χωρίς να είναι ο συνηθισμένος. Ο Σλοβένος φημίζεται για το ένστικτο που έχει, είναι πανούργος, είναι και αλαζόνας -με την καλή την έννοια. Κάτσε να σου θυμίσω τι είχε να πει για αυτόν ο Σαλάχ Μεζρί, συμπαίκτης του από όταν ήταν 15 χρόνων. “Δεν φοβάται. Ό,τι και αν γίνει, συνεχίζει να παίζει με τον ίδιο τρόπο. Δεν τον ενδιαφέρει αν του φωνάζουν ή αν του λένε τι να κάνει. Νιώθει πως ξέρει καλύτερα”.

Στα ‘χαρτιά’ είναι αργός για πόιντ γκαρντ, ελάχιστα εκρηκτικός για γκαρντ και κοντός για τεσσάρι. Παρ’ όλα αυτά, ο Καρλάιλ βρήκε τρόπο να αναδείξει το μεγαλείο του παίκτη του: έδωσε την μπάλα στα χέρια του (έγινε ο full time ‘άσος’) ποντάροντας στη δημιουργία και την ικανότητα που ‘χει να σκοράρει και να πασάρει -ενώ την ίδια ώρα είναι εξαιρετικός και στην κίνηση μακριά από την μπάλα, τραβώντας πάνω του αντιπάλους.

Όταν έχει την μπάλα στα χέρια συνήθως η φάση καταλήγει ως εξής

► Επιχειρεί τρίποντο, μετά ντρίμπλα

► Πηγαίνει έως το καλάθι (σκοράρει ή κερδίζει φάουλ και βάζει βολές)

► Δημιουργεί το σουτ άλλου

Και όλα αυτά, ενώ οι -σοβαροί- αντίπαλοι τον ‘σημαδεύουν’, για να δουν προκοπή. Δηλαδή, στα playoffs θα τον ‘σημαδεύουν’ όλοι και εκείνος θα πρέπει να βρει τρόπο να μάθει να χάνει -κάτι που σιχαίνεται ακόμα.

Να δούμε όμως, τι γίνεται και στην άλλη άκρη -με το Ντάλας να είναι φέτος στο Νο18 της αμυντικής αποτελεσματικότητας, με 109.6 πόντους ανά 100 κατοχές. Η ελλιπής αθλητικότητα θέτει ένα όριο ως προς το τι μπορεί να κάνει, με την παρέα του να μην περιμένει κάτι περισσότερο από το να περιορίζει τον δικό του παίκτη. Και αυτό μπορεί να το κάνει, χάρη στο μυαλό και το μέγεθος που ‘χει. “Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να τον στέλνουμε στον σωστό παίκτη, κάθε βράδυ. Του αρέσει να μαρκάρει πιο ψηλούς και πιο αργούς”. Λογικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ