Ο Κόμπε στο Πεκίνο ήταν ο σταυροφόρος της εξιλέωσης
Η ολυμπιακή ιστορία του Contra.gr για τον Φλεβάρη, στο πλαίσιο των Αγώνων του Τόκιο που πλησιάζουν, είναι ειδική. Ο θάνατος του Κόμπε Μπράιαντ στρέφει το φακό 14 χρόνια πριν, όταν η εθνική των Ηνωμένων Πολιτειών ξεκίνησε την πορεία της για να επιστρέψει στο πρώτο σκαλί του ολυμπιακού βάθρου.
Τρεις και τρεις και μία: οι ήττες των ΗΠΑ στις σημαίνουσες διεθνείς διοργανώσεις από το 2002 έως το 2006. Στην Ιντιανάπολις, η ομάδα, αν και με παίκτες του ΝΒΑ, ήταν σε κατάσταση ανάγκης. Έχασαν από τους Αργεντινούς την τελευταία αγωνιστική των ομίλων, από τους Γιουγκοσλάβους στον προημιτελικό και από την Ισπανία για τις θέσεις 5-6 του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος. Η πορεία ήταν αποκαρδιωτική και συνοδεύτηκε από τοποθετήσεις όπως εκείνη του Μπεν Γουάλας, που όταν ρωτήθηκε για το αποτέλεσμα, απάντησε ότι “αν αυτή είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής μου, τότε έχω ζήσει μια πολύ ευτυχισμένη ζωή”.
Ωστόσο, όπως φάνηκε, ήταν μόνο η αρχή. Από το 1992, με 10 χρόνια να έχουν παρέλθει, η μόνη εθνική ΗΠΑ που απέτυχε να φτάσει σε χρυσό μετάλλιο ήταν εκείνη του 1998, που το λοκ άουτ έγινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους παίκτες του ΝΒΑ να δώσουν το ‘παρών’. Και πάλι, η ήττα στον ημιτελικό με τη Ρωσία, με το λέι απ του Σεργκέι Πανόφ στην εκπνοή, ήρθε για να δώσει την οσμή μίας σύντομης αστραπιαίας εικονικής επιστροφή στο πρόσφατο παρελθόν: άλλωστε η ήττα τους μία δεκαετία πριν, στις 28 Σεπτεμβρίου 1988, στη Σεούλ από τους Σοβιετικούς είχε φέρει μέχρι και… εμφύλιο διπλωματικό επεισόδιο, με την αμερικανική ομοσπονδία να κατηγορεί τους Πόρτλαντ Μπλέιζερς ότι έφτιαξαν τα γόνατα του Αρβίντας Σαμπόνις, ο οποίος είχε γίνει ντραφτ το 1986.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, ωστόσο, είχαν διαφορετική μυρωδιά. Ο Κόμπε Μπράιαντ και ο Σακίλ Ο’ Νιλ είχαν αρνηθεί να παίξουν, ειδικά από τη στιγμή που είχαν μία σχεδόν εξαντλητική πενταετία με τους Λος Άντζελες Λέικερς, με τρία δαχτυλίδια σε τέσσερις τελικούς ΝΒΑ. Την ίδια άρνηση πήραν από τον Τρέισι ΜακΓκρέιντι, ο οποίος είχε δώσει το ‘παρών’ στους Παναμερικανικούς του προηγούμενου χρόνου, δείχνοντας μάλιστα μια παθιασμένη πίστη.
Εκείνοι που πήγαν ήταν οι ρούκι ΛεΜπρόν Τζέιμς, Ντουέιν Γουέιντ και Καρμέλο Άντονι, ενώ οι σταρ της ομάδας ήταν ο Άλεν Άιβερσον και ο Τιμ Ντάνκαν. Οι ΗΠΑ έγιναν περίγελως, γνωρίζοντας και στους Ολυμπιακούς τρεις ήττες: τη συντριβή από το Πουέρτο Ρίκο στην πρεμιέρα, το στραπάτσο από το σόου του Σαρούνας Γιασικέβιτσους (μία προσωπική ρεβάνς για το χαμένο τελευταίο σουτ του τέσσερα χρόνια νωρίτερα), στον τελικό του Σίδνεϊ και τη δεύτερη διαδοχική ήττα από την Αργεντινή του Μάνου Τζινόμπιλι, αυτήν τη φορά στον ημιτελικό. Για τους Αμερικανούς ήταν εμφανές το απαιτούμενο της διαφοροποίησης.
Η αρχή έγινε από την κεφαλή. Το εγχείρημα πέρασε στα χέρια του Τζέρι Κολάντζελο, ο οποίος ήταν γενικός διευθυντής των Φοίνιξ Σανς από το 1968 (!) και μάλιστα είχε δουλέψει δύο φορές ως προπονητής τους. Το 2005 τέθηκε υπεύθυνος όλου του εγχειρήματος. Ο όρος που χρησιμοποίησε έγινε το προσωνύμιο της ομάδας. Μίλησε για εξιλέωση, ήτοι redemption, οπότε οι ΗΠΑ που πήγαν στο Πεκίνο ήταν η ομάδα της εξιλέωσης, δηλαδή η Redeem Team. Το προπονητικό επιτελείο άλλαξε. Ο Κολάντζελο προσέλαβε το μάστορα Μάικ Σιζέφσκι, ο οποίος ήταν προπονητής της Εθνικής και στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1990, στο Μπουένος Άιρες, όταν παραδόθηκε σχεδόν άνευ όρων στους ακαταμάχητους Γιουγκοσλάβους του Ντούσαν Ίβκοβιτς.
Η αύρα του ‘κόουτς Κ’ έφερνε μαζί της την αίσθηση της δικαιοσύνης, της πειθαρχίας και της επιταγής για την πλήρωση του στόχου. Ο προκάτοχός του, δε, Λάρι Μπράουν, δεν χρησιμοποίησε παρά ελάχιστα τον Τζέιμς στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, παρά το γεγονός ότι δεν είχε χρειαστεί πολύ καιρό για να δείξει πως θα γινόταν η προσωποποίηση του ΝΒΑ τη νέα εποχή. Ο Σιζέφσκι εξασφάλιζε όχι απλώς την ενεργή συμμετοχή του ΛεΜπρόν στα κοινά, αλλά την υπακοή του εν είδει κολεγιόπαιδος. Τα καλοκαίρια εκείνα, για τον ηγέτη των Κλίβελαντ Καβαλίερς, ήταν η ευκαιρία να βιώσει, μέσα από τη συνεργασία με τον πρωτομάστορα του Ντιουκ, ό,τι είχε αποφύγει ως ένας από τους τελευταίους που υπερπήδησαν το ‘εμπόδιο’ του κολεγίου για να παίξουν κατευθείαν στο πρωτάθλημα.
Αλλά για το τεχνικό επιτελείο η επιτυχία του εγχειρήματος θα ετίθετο εν αμφιβόλω χωρίς τον Κόμπε Μπράιαντ, που ουσιαστικά είχε δεσμευθεί για τους Ολυμπιακούς του Πεκίνου, αλλά είχε χάσει το Παγκόσμιο της Ιαπωνίας. Σε εκείνη τη διοργάνωση, ο ημιτελικός με την Ελλάδα εξελίχθηκε σε εκατόμβη, το κρουαζιερόπλοιο της αγάπης μετατράπηκε σε επιβατηγό του τρόμου και οι στρατιωτικοί χαιρετισμοί παραπέμφθηκαν στις καλένδες. Η επιγραφή με τα λαμπάκια νέον που τρεμόπαιζαν έγραφε υπερεπείγον. Και στο πρώτο ραντεβού των παικτών με το τεχνικό επιτελείο για το 2007, ο Μπράιαντ ήταν εκεί.
Ουδείς άλλος εκ των αθλητών είχε πάνω από 10ετία εμπειρία στο πρωτάθλημα. Ο Μπράιαντ ένιωθε τόσο μεγάλος τότε, που είχε ήδη μπει στη διαδικασία να σκέφτεται τι θα έκανε μετά τη λήξη της καριέρας του. Ήταν εκείνη την εποχή που ανακάλυψε την έφεση στο γράψιμο και την αγάπη για τη σκηνοθεσία, ό,τι, δηλαδή, απασχολούσε το μυαλό του τον ελεύθερο χρόνο του. Στην πρώτη συνάντηση οι αστέρες, πια, που είχαν ξαναπαίξει με το εθνόσημο, κάθονταν στην τελευταία σειρά, τη στιγμή που η ήδη εμβληματική, σφυρηλατημένη από χάλυβα και ατσάλι, φυσιογνωμία των Λέικερς είχε επιλέξει τη μοναξιά της δεύτερης, πίσω μόνο από τους προπονητές. Το εγχείρημα του χρυσού μεταλλίου, όσο δύσκολο κι αν φάνταζε, άνετα συγκρινόταν με την πιο κρίσιμη αποστολή: πώς θα χειρίζονταν τον Κόμπε και τον ΛεΜπρόν και πώς θα τους έκαναν να τα πάνε καλά μεταξύ τους. Ως Alpha Male παλιάς σχολής, ο Μπράιαντ δεν ήθελε καν να δώσει ενδείξεις σε παίκτες που θα αντάμωνε μαζί τους ως αντίπαλος το χειμώνα.
Αλλά η αλήθεια ήταν ότι ουσιαστικά είχε αφιερώσει όλο το πρόγραμμά του σε συγκεκριμένα πράγματα. Αυτή η απομόνωση είχε συμβεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αφού ούτως ή άλλως η φήμη του ως δυνάστη προηγείτο της παρουσίας του. Ωστόσο, ακόμα ένα συστατικό αυτής της φήμης ήταν η παροιμιώδης στοχοπροσήλωση, η εμμονή να γίνει ‘ο καλύτερος όλων των εποχών’. Στην πρώτη προπόνηση ο Μπράιαντ βούτηξε για μία χαμένη μπαλιά. Και όπως είπε ο Σιζέφσκι, αυτό έθεσε το μέτρο σύγκρισης από πολύ νωρίς.
Το θρυλικό πρόγραμμά του, με την πρώτη δουλειά της μέρας στο γυμναστήριο αξημέρωτα, έμεινε απαρέγκλιτο πριν τα παιχνίδια του 2007 στο Λας Βέγκας, που οι ΗΠΑ θα διεκδικούσαν την πρόκρισή τους. Ο Μπράιαντ ξυπνούσε ούτως ή άλλως τις τρομακτικές πρώτες πρωινές ώρες, αλλά έπειτα από κάποιες μέρες ακολούθησε ο Γουέιντ. Τρίτος ήταν ο ΛεΜπρόν. Και ύστερα από όχι πάρα πολύ καιρό, όλοι οι παίκτες ακολουθούσαν το δικό του πρόγραμμα -και όχι μόνο το πρωί, όταν και τους αποδόθηκε το παρατσούκλι ‘The Olympic Breakfast Club’. Μετά τη λήξη της προπόνησης έμεναν για να κάνουν σουτ. Κι ενώ ο Μπράιαντ ερχόταν πιο κοντά με τους συμπαίκτες του, ο Σιζέφσκι έκανε τη δική του δουλειά.
Βετεράνοι του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού μίλησαν στους παίκτες. Αυτό που κατάλαβε τότε ο Κόμπε ήταν πως η συγκεκριμένη αποστολή βρισκόταν στο πεδίο του ιερού καθήκοντος “σε κάτι που ήταν παραπάνω από όλους μας”. Ζήτησε υλικό με τους κορυφαίους παίκτες των άλλων Εθνικών, αφού “στο ΝΒΑ έχουν όλοι πρόσβαση και έχουν την ευχέρεια να μας αναλύσουν, Εμείς δεν έχουμε αυτήν τη δυνατότητα”. Και η επιχειρηματολογία του είχε ως στόχο ένα ψυχολογικό ξεσήκωμα, που θα γινόταν ευεργετικό για τον ίδιο και τους συμπαίκτες του: “Δεν σημαίνει ότι επειδή οι άλλοι παίκτες δεν παίζουν στο ΝΒΑ, δεν μπορούν να παίξουν στο ΝΒΑ. Απλώς προτιμούν να παίζουν από την άλλη μεριά του Ατλαντικού. Εμπιστευθείτε με, έχω μεγαλώσει στην Ευρώπη και ξέρω τι λέω. Αν δεν προσέξουμε, θα μπλέξουμε άσχημα”.
Μετά το 112-81 επί της Αργεντινής στο Λας Βέγκας, στο παιχνίδι που κατέστησε νικήτριες τις ΗΠΑ και τους έδωσε το εισιτήριο για το Πεκίνο, ο Μπράιαντ είχε αποκτήσει καλές σχέσεις με τους περισσότερους παίκτες της ομάδας. Και όταν πια ήρθε η ώρα για τους Ολυμπιακούς, όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, μοιράζονταν την ίδια υποχρέωση. Για τον Κόμπε, περισσότερο από τους άλλους, ήταν μία καθηλωτική εμπειρία “να μοιράζομαι τον ίδιο χώρο με τους καλύτερους στον κόσμο, καθένα στο είδος του. Είχα την ευκαιρία να μάθω τι θυσίες έχουν κάνει για να φτάσουν εδώ. Ήταν καλύτερο από τις διασημότητες που περνούν από μπροστά σου στο Λος Άντζελες”.
Οι Λέικερς είχαν φτάσει στους τελικούς του ΝΒΑ, για πρώτη φορά μετά το 2004, με τον Μπράιαντ να είναι πρωτόπειρος σε τέτοια διαδικασία χωρίς τον Σακίλ. Από τους συμπαίκτες του, όμως, μόνο ο ΛεΜπρόν είχε παίξει σε τελικούς, με τους Καβαλίερς ένα χρόνο πριν. Και ουδείς άλλος, πλην του Γουέιντ, είχε κατακτήσει το δαχτυλίδι του πρωταθλητή.
Εκείνος ο έβδομος τελικός με τους Σέλτικς και το τελικό 132-91 ήταν τραύμα, αλλά οι Λέικερς είχαν επιστρέψει. Εν πολλοίς λόγω της ανταλλαγής που έστειλε τον Πάου Γκασόλ μεσούσης της σεζόν στο Λος Άντζελες. Ο Ισπανός σέντερ ήταν ο ηγέτης της ‘Ρόχα’ και όταν οι ΗΠΑ συναντήθηκε μαζί της την τέταρτη αγωνιστική των ομίλων, στις 16 Αυγούστου του 2008, ο Μπράιαντ θέλησε να του δώσει ένα μήνυμα. Περνώντας από το σκριν του, τον έριξε κάτω με μία ξεγυριστή αγκωνία. Ο ίδιος είπε ότι εκτός από το γεγονός πως του έδειξε ότι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πάρει το χρυσό μετάλλιο, ήθελε να του υπενθυμίσει τι έπρεπε να κάνει για να πάρουν τον τίτλο στο ΝΒΑ. Ο Τζέιμς δεν το πίστευε: “Θα συναντιόντουσαν τρεις εβδομάδες αργότερα στο καμπ. Το είχε ξεχάσει τελείως ότι έπαιζαν μαζί στους Λέικερς”.
Οι Αμερικανοί επικράτησαν άνετα 119-92, αλλά πίσω είχε η αχλάδα την ισπανική ουρά. Στον τελικό, αφού ξεπάστρεψαν με ευκολία Αυστραλούς, 116-85, και Αργεντινούς, 101-81, οι δύο ομάδες ξανασυναντήθηκαν. Ο Μπράιαντ είχε ήδη αναγνωρίσει τη χημεία της Ισπανίας, ήξερε ότι οι περισσότεροι παίκτες της ομάδας έπαιζαν από παιδιά μαζί και έδειχνε στους συμπαίκτες του σχετικά αποσπάσματα από παιχνίδια της, για να τους δώσει να καταλάβουν τι θα πάθαιναν αν δεν πρόσεχαν. Τους έλεγε να μη βιάζονται, να μην τους νοιάζει το σκορ και να μην ανυπομονούν να κατακτήσουν το χρυσό, ώστε να μη διακινδυνεύσουν την αυτοσυγκέντρωσή τους.
Όταν ένα κρεσέντο του Ρούντι Φερνάντες έφερε τη διαφορά στους 2 πόντους, 101-99, ο Μπράιαντ ένιωσε να αναβλύζει μέσα του η ενέργεια που δεν τον πρόδωσε ποτέ σε τέτοιες περιστάσεις, ανεξαρτήτως της επιτυχίας της προσπάθειας. “Μόλις μας πλησίασαν, σκέφτηκα ότι είναι τόσο απολαυστικό”, ομολόγησε: “Η ατμόσφαιρα στο γήπεδο, οι άνθρωποι που είχαν βάψει τα πρόσωπά τους, οι άλλοι Ισπανοί αθλητές που είχαν έρθει, αλλά και οι δικοί μας, από την κολύμβηση έκαναν τη στιγμή συγκλονιστική”.
Έπειτα, στο 104-99, ήρθε και η πιο εικονική στιγμή του τουρνουά. Το τετράποντο παιχνίδι, ύστερα από προσποίηση, με το φάουλ του Ρούντι Φερνάντεθ και 3’10’’ στο ρολόι, το δείκτη του αριστερού χεριού στο στόμα, που καλούσε τους Ισπανούς στην κερκίδα να σωπάσουν. Από τους 20 συνολικά πόντους που έβαλε, σημείωσε τους 13 στην τελευταία περίοδο. Το τρίποντο του πρώτου σκόρερ των ΗΠΑ στη ματσάρα της 24ης Αυγούστου του 2008 στο ‘Wukesong’, τη χαρακτηριζόμενη ως και κορυφαία διεθνή αναμέτρηση στην ιστορία, δηλαδή του Ντουέιν Γουέιντ, που μετέτρεψε το σκορ σε 111-104, δρομολόγησε το χρυσό μετάλλιο εκεί που πήγαινε από το 1936 ως το 1968, από το 1976 ως το 1984, από το 1992 ως το 2000. Οι Αμερικανοί νίκησαν 118-107 και επέστρεψαν στην κορυφή.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 12 Αυγούστου 2012 στο Λονδίνο, ο Μπράιαντ πήρε το δεύτερο διαδοχικό χρυσό. Ο τελικός, πάλι με τους Ισπανούς, έμοιαζε να έχει βγει από το εγχειρίδιο του Πεκίνου. Αυτήν τη φορά ήταν ο Κέβιν Ντουράντ που πήρε τη δάδα από τον Γουέιντ, πετυχαίνοντας 30 πόντους, 3 περισσότερους από τον προκάτοχό του 4 χρόνια νωρίτερα, ενώ ο Κόμπε έμεινε στους 17. Το εθνικό καθήκον έκανε και με το παραπάνω. Στους Ολυμπιακούς του Ρίο θα είχε μόλις σταματήσει το μπάσκετ και η νέα φουρνιά θα αναλάμβανε δράση. Θα προλείαινε το έδαφος για τις δουλειές του στην Έβδομη Τέχνη και το Όσκαρ που επρόκειτο να έρθει. Και θα ήξερε ότι είχε ανοίξει το δρόμο για να δημιουργηθεί η νέα αυτοκρατορία, το μεγάλο σερί στο οποίο έπαιξε αναμφισβήτητα τον πιο σημαντικό ρόλο.