Ο Μπεν Γκόρντον είναι εμμονικός και μανιοκαταθλιπτικός. Και είναι άνθρωπος
Ο Μπεν Γκόρντον ήταν στο ΝΒΑ από το 2004 έως το 2015. Θα έλεγες πως ήταν μια φιγούρα που δεν προκαλούσε. Και μετά συνελήφθη 4 φορές σε 5 μήνες. Μπήκε και σε ψυχιατρική κλινική. Εξήγησε πως αυτό που έζησε μπορεί να το ζήσει ο καθένας μας. Όπως και ότι δεν είναι ντροπή να ζητήσεις βοήθεια. Είναι ανάγκη.
Όσοι έχουν ασχοληθεί -έστω και ελαχίστως- με τα θέματα της ψυχικής υγείας (όχι όσοι τα φέρουν, αλλά εκείνοι που ‘χουν δουλέψει με τον εαυτό τους επ’ αυτών), γνωρίζουν πως όσο παλεύεις με τα κύματα, όσο προσπαθείς να κρατηθείς στην επιφάνεια, δεν μπορείς να μιλήσεις για αυτά. Αφότου έχεις δει έστω μια μικρή ακτίνα φωτός στο βάθος -βάθος, βάθος- του σκοταδιού, άπαξ και πιάσεις μολύβι -πληκτρολόγιο- ‘βγαίνουν’ όλα σαν νεράκι. Ο Μπεν Γκόρντον είδε αυτήν την ακτίνα και πρόσφερε στο The Players’ Tribune μια από τις πιο ειλικρινείς και σοκαριστικές αφηγήσεις.
Ο τίτλος ήταν Where is my Mind και οι πρώτες γραμμές ‘υπήρχε μια φάση στη ζωή μου που σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω κάθε μέρα, επί έξι εβδομάδες. Ανέβαινα στην οροφή του κτιρίου που μένω, στις 4 τα ξημερώματα και περπατούσα στην άκρη του περβαζιού, κοιτώντας ψηλά. Περπατούσα μπρος, πίσω, μπρος, πίσω με μόνη σκέψη το ‘είμαι έτοιμος να το κάνω. Είμαι έτοιμος να δραπετεύσω από όλα αυτά τα σκατά‘.
Πριν προχωρήσουμε στη συνέχεια του κειμένου, την οποία μπορείς να βρεις στο The Players’ Tribune στη μητρική γλώσσα του Γκόρντον, θα ήθελα να δούμε λίγο δυο πράγματα που τον αφορούν.
O Benjamin Ashenafi Gordon γεννήθηκε στο Λονδίνο, όπου ζούσαν το 1983 -όταν ήλθε στον κόσμο- οι Τζαμαϊκανοί γονείς του. Ενώ ήταν ακόμα βρέφος έφυγε με τη μητέρα του, Ιβόν και τη γιαγιά του, Έιβις για τις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκαν στο Mount Vernon της Νέας Υόρκης -βόρεια του Μπρονξ, έκτη πιο πολυπληθυσμιακή πόλη του ‘Μεγάλου Μήλου’. Το 1984 η περιοχή απέκτησε τον πρώτο Δήμαρχο με καταγωγή από την Καραϊβική (Ρόναλντ Μπλάκγουντ). Ο Μπεν έγινε ο σταρ της ομάδας του σχολείου του. Δεν ήταν κάτι που επιδίωκε. Εννοώ δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το μπάσκετ σε εκείνη την ηλικία. Ήθελε να γίνει οικολόγος. Συνήθιζε να περνά ώρες στον κήπο της γιαγιάς του, σκάβοντας το χώμα για να βρει σκουλήκια και ψάχνοντας όλες τις τομάτες και τα αγγούρια για έντομα. Απλά του ήταν πολύ εύκολο να βάζει καλάθια. Ήταν ένα πολύ καλό παιδί, με εξαιρετική συμπεριφορά προς όλους, από μια καλή οικογένεια, που λάτρευε το μπάσκετ. Από τότε είχε πολύ γρήγορα πόδια και χέρια και εξαιρετικό σουτ. Ήταν και πολύ καλός μαθητής.
O ίδιος είχε πει πως αγαπούσε τόσο το μπάσκετ, που ξυπνούσε κάθε μέρα στις 5 το πρωί για να κάνει προπονήσεις, πριν τα μαθήματα. Διάβαζε ό,τι αφορούσε τους θρύλους του σπορ ‘γιατί ήθελα να μάθω το παιχνίδι, από εκείνους‘. Του άρεσε να δουλεύει σε άδειο γυμναστήριο. Χωρίς κόσμο γύρω. Δεν τον ένοιαζε η ώρα. Ένοιαζε όλους τους γείτονες, που έστελναν στο γήπεδο την αστυνομία, για να τον βγάλει από εκεί και να ηρεμήσει το κεφάλι τους.
Σε ένα από τα παιχνίδια των Mountain Vernon Knights -που με αυτόν ηγέτη είχαν φτάσει το 2000 στο New York Public and Federation Championships- είχε καθίσει στις εξέδρες ο κόουτς Μάικ Σιζέφσκι. Είχε πάει να δει τον τύπο που ήταν στους 40 καλύτερους παίκτες του έθνους. “Για κάποιο λόγο, εκείνο το σαββατοκύριακο ήμουν τραγικός. Ήξερα πως έχασα κάθε ευκαιρία να παίξω για το Duke, όπου ήθελα να πάω από όταν ήμουν παιδί”. Στην τελευταία του χρονιά στο σχολείο (2001) είχε αρκετές προτάσεις για υποτροφία. Είχε ξεχωρίσει του Seton Hall και του UConn. Πήγε στο Κονέκτικατ “γιατί το ερωτεύτηκα από τα πρώτα λεπτά της επίσκεψης μου στο κάμπους. Θυμάμαι ότι τηλεφώνησα το ίδιο βράδυ στον κόουτς Καλχούν, για να του πω ότι δεσμεύομαι. Πρέπει να ήταν 2 τα ξημερώματα”.
Ο Τζιμ Καλχούν, ‘νονός’ του “Gentle Ben” που ‘χε για παρατσούκλι ο Γκόρντον, είχε θυμηθεί, για τους New York Times το 2004 ότι είχε μοναδικό τζαμπ σουτ, με 99 εκατοστά κάθετο άλμα. Ήταν το όπλο που του έδινε 21 πόντους, κατά μέσο όρο. Που είχε γίνει εκ των καλύτερων γκαρντ του NCAA, από την πρώτη χρονιά. Μόνο που ο κόουτς ήθελε από εκείνον να αλλάξει νοοτροπία. Να γίνει πιο δυναμικός. Μόνο έτσι το UConn θα διεκδικούσε το πρωτάθλημα. “Έπρεπε να μάθει πώς να γίνει λίγο περισσότερο αλαζόνας, με την μπασκετική έννοια. Να ενημερώνει τον αντίπαλο πως δεν μπορεί να τον σταματήσει”. Το να εξελιχθεί από Gentle Ben σε Assertive Ben ήταν, κατά τον Καλχούν, το τελευταίο βήμα για να γίνει μεγάλος. Σπουδαίος.
Τον πρώτο του χρόνο στο Connecticut είχε κάποιες καλές στιγμές, αλλά είχε δρόμο να διανύσει. Στη δεύτερη, ήταν ο ηγέτης στο σκοράρισμα (19.5) και τις ασίστ (4.7). Είχε όμως, και κάποια βράδια που έδειχνε να διστάζει. Να ξαναγίνεται ο Gentle Ben. Έως τότε ήταν ένα ντροπαλό παιδί, από αυτά που φορούν φανελάκια για να κρύβουν το καλοσμιλεμένο σώμα τους. Σηκωνόταν χάραμα και πήγαινε στο γήπεδο football, για να ανεβοκατέβει τις σκάλες, με γιλέκο που ‘χε μέσα βάρη. Από την πρώτη ματιά οι προπονητές του ήξεραν πως πρόκειται για ένα παιδί που είναι χαρισματικό, σε επίπεδο αθλητισμού. Δεν αναπαύτηκε ποτέ στη φύση του. Για να καταλάβεις, σήκωνε 140 κιλά στον πάγκο, έκανε σκουότ με 250 κιλά και είχε 6% ποσοστό λίπους στο σώμα του. Ο συνεργάτης του Καλχούν, Τζορτζ Μπλέινι είχε πει ότι “αν δεν έπαιζε μπάσκετ, θα μπορούσε να είναι αθλητής επιπέδου Ολυμπιακού αγώνων. Θα ήταν εξαιρετικός στο τριπλούν, στο δέκαθλο”.
Την ίδια ώρα, έκανε ό,τι μπορούσε για να μην είναι στο επίκεντρο της προσοχής. Είχε ένα παλιό αυτοκίνητο -του αρκούσε που έκανε τη δουλειά του, να πηγαίνει δηλαδή, εκεί όπου ήθελε στην ώρα του. Οι φίλοι του αποκαλούσαν αυτό το όχημα ‘νεκροφόρα’. Δεν τον ένοιαζε. Στο παρκέ έγινε αυτό που ήθελε ο προπονητής του εναντίον του Nevada (19/11/2003). Είχε 37 πόντους, αφού είχε ανταλλάξει καντήλια με τον ηγέτη της αντιπάλου. Αν δεν είχε φορτωθεί με φάουλ, θα είχε φτάσει και τους 50 πόντους.
“Αυτό ήταν ακριβώς ό,τι περίμενε από εμένα ο κόουτς” είχε δηλώσει ο ίδιος. Η μητέρα του είχε προσθέσει “ανέκαθεν υπό συνθήκες τεράστιας πίεσης, άφηνε τον παθητικό του χαρακτήρα και έκανε ό,τι χρειαζόταν να κάνει. Δεν έχει μέσα του επιθετικότητα. Παρά είναι ευγενικός”.
Αυτή η εικόνα ‘λαβώθηκε’ το Φεβρουάριο του 2004, όταν συνελήφθη για πρώτη φορά. Είχε χαστουκίσει μια φοιτήτρια. Είχε πει πως στο τσακίρ κέφι, σε ένα πάρτι, τα πράγματα ξέφυγαν. “Δεν προσπάθησε καν να πει ψέματα ή να κρυφτεί. Ομολόγησε ότι έκανε κάτι που ήταν ηλίθιο”, είχε πει ο Καλχούν. Η τιμωρία ήταν 30 ώρες κοινωνικής προσφοράς. Τις πέρασε σε σχολεία και ομιλίες σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου επί διαφόρων θεμάτων. Από το πώς θέτεις ένα στόχο έως το bullying. “Αν ήξερα πως θα απολαύσω τόσο την όλη διαδικασία, θα την έκανα από μόνος μου”. Τρεις μέρες μετά τη σύλληψη επέστρεψε στο παρκέ, με τον προπονητή του να ξεκαθαρίζει πως το συμβάν δεν άλλαξε την άποψη που ‘χε για το παιδί -και ότι θα έλεγε τα καλύτερα σε όποια ομάδα του ΝΒΑ ενδιαφερόταν για εκείνον το καλοκαίρι του 2004. Παρεμπιπτόντως, οι Huskies πήραν το πρωτάθλημα. Είχε δώσει 127 πόντους, στο NCAA Tournament. Μετά την τρίτη σεζόν στο κολέγιο ενημέρωσε πως θα δηλώσει συμμετοχή στο 2004 NBA Draft. Τον διάλεξαν οι Μπουλς στο Νο3. Έγινε το ‘κινούμενο καλάθι’ (‘Walking Bucket’), προσφέροντας στιγμές από αυτές που λατρεύουν οι φαν, σε κάθε ματς.
Το 2005 αναδείχθηκε ‘καλύτερος έκτος παίκτης’. Ήταν ο πρώτος ρούκι στην ιστορία που πήρε αυτόν τον τίτλο. Το μόνο πρόβλημα που ‘χε ήταν με τη φυσική του κατάσταση. Υποσχέθηκε να τη δουλέψει. Έφτιαξε και το δικό του ισοτονικό ποτό (BG7). Το παρουσίασε στο One Sixty Blue, το εστιατόριο του Μάικλ Τζόρνταν. Έμεινε στο ΝΒΑ έως το 2015. Το καλοκαίρι του 2010 είχε κάνει επέμβαση στον αριστερό αστράγαλο. Το 2012 δεσμεύτηκε να παίξει με τη Μεγάλη Βρετανία στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν πήγε ποτέ, γιατί ήθελε να δουλέψει το παιχνίδι του -μετά την ανταλλαγή του από τους Πίστονς στους Μπόμπκατς. Οι τελευταίοι του πρότειναν (λέμε τώρα) να μην πάει στους Αγώνες. Σεβάστηκε την επιθυμία τους. Έπαιξε στα προκριματικά για το Εurobasket 2017 και μετά με τις ΗΠΑ, σε Παναμερικανικούς. Ήλθε η ώρα να σου πει τι έγινε αφότου τελείωσε η καριέρα του.
“Μετά την τελευταία μου χρονιά στη λίγκα, ζούσα σε μια μονοκατοικία στο Χάρλεμ. Είχα χάσει την καριέρα μου, την ταυτότητα μου και την οικογένεια μου -σχεδόν παράλληλα. Ήμουν μανιοκαταθλιπτικός. Δεν έτρωγα. Δεν κοιμόμουν. Και όταν λέω δεν κοιμόμουν, μιλώ για ένα τελείως διαφορετικό τύπο αϋπνίας. Κάθε βράδυ ξυπνούσα την ίδια ώρα, σαν ρολόι και τότε ήταν που έβγαιναν έξω οι δαίμονες. Όταν είσαι ξύπνιος το βράδυ και υπάρχει ησυχία και εσύ είσαι μόνος με τις πιο ενδόμυχες σκέψεις σου, τότε είναι που η μαυρίλα αρχίσει να καταλαμβάνει όλη σου την ύπαρξη.
Και τότε σε κυνηγούν η παράνοια και το άγχος.
Άρχισα να έχω κρίσεις πανικού, οι οποίες ήταν τόσο έντονες που με κατέβαλαν. Κυριολεκτικά ένιωθα σαν να είχε πετάξει κάποιος από πάνω μου έναν μαύρο μανδύα που με ‘έπνιγε’. Όχι μόνο σωματικά. ‘Έπνιγε τη ψυχή μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω, για να ξεφορτωθώ την πίεση ήταν να κάθομαι στο πάτωμα και να ουρλιάζω από τα βάθη των πνευμόνων μου. Σαν ζώο.
Σε εκείνο το σημείο δεν ένιωθα πια, ζωντανός. Ένιωθα ότι ζούσα στον Άδη. Θυμάμαι ένα βράδυ ήμουν με ένα φίλο στην Williamsburg Bridge και είπα ‘πιστεύω ότι είμαι νεκρός. Δεν μπορεί να είναι αυτή η ζωή μου πια. Αυτό που περνώ πρέπει να είναι κάποιου είδους κάθαρση. Σαν να είμαι νεκρός ζωντανός. Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Δεν είχα μιλήσει ποτέ σε ψυχοθεραπευτή. Η μόνη εξήγηση για τον πόνο που ένιωθα ήταν πως είχα ‘κολλήσει’ μεταξύ παράδεισου και κόλασης. Και πώς μπορείς να το λύσεις αυτό, μιλώντας σε κάποιον; Δεν γίνεται, έτσι;”.
Τονίζει πως ‘είχα εμμονή με την αυτοκτονία μου. Ήταν το μόνο που έψαχνα, το μόνο που σκεφτόμουν. Ένα βράδυ οι κρίσεις πανικού έγιναν τόσο άσχημες που σκεφτόμουν το ίδιο πράγμα επί ώρες. Τη λέξη ‘απόδραση’. Σου λέω πως γίνεσαι ζώο. Από ένστικτο. Πήρα ένα σκοινί από λάστιχοκαι το έδεσα στο λαιμό μου. Πήρα μια καρέκλα και κρεμάστηκα. Μπορούσα να νιώθω ότι τα αγγεία στο κεφάλι μου ήταν έτοιμα να σπάσουν και τότε ήταν που μου ήλθε μια σκέψη από το πουθενά. Μια σκέψη που δεν είχα ξανακάνει.
Yo, BG
Είσαι πραγματικά, προ του θανάτου
Δεν θες να πεθάνεις
Δεν θες να αυτοκτονήσεις
Το μόνο που θες είναι να ‘σκοτώσεις’ αυτήν την αγωνία.
Θες να ζήσεις Β.
Θες να ΖΗΣΕΙΣ ηλίθιε
Κάνε ό,τι μπορείς για να σώσεις τον εαυτό σου
Άντεξε. Κάνε πίσω”.
Πώς έγινε η εμμονή δεύτερη φύση
Εξηγεί πως από παιδί, όταν πήγαινε στο Κατηχητικό την Κυριακή, είχε μάθει από τον πάστορα πως ο Θεός είχε δημιουργήσει τα πάντα. Τα φυτά, τους ανθρώπους, τον κόσμο. “Θυμάμαι είχα σκεφτεί ‘αν ο Θεός έφτιαξε τα πάντα, ποιος έφτιαξε το Θεό;”. Ήταν η πρώτη ‘λούπα’ που ‘χα στη ζωή μου, ως σκέψη. Ήταν κάτι που κόλλησε στο μυαλό μου. Όσο προσπαθούσα να τη σταματήσω, τόσο πιο βαθιά γινόταν. Ήταν σαν να σταματά ο χρόνος, ο χώρος, η πραγματικότητα. Σαν να παγιδευόμουν σε αναπάντητες σκέψεις. Αυτή η διαδικασία έγινε δεύτερη φύση μου. Ακόμα και όταν είμαι παρόν, δεν παρατηρώ κάτι. Αν είμαστε σε ένα δωμάτιο μαζί, ακούω τoν ήχο των φώτων, βλέπω τι κάνουν οι άνθρωποι με τα χέρια τους, τη γλώσσα του σώματος. Η αίσθηση της αντίληψης είναι στο 100%.
Όταν ήμουν παιδί είχα μια διέξοδο: έμαθα να διοχετεύω όλη αυτήν την ενέργεια στο μπάσκετ. Στο μπάσκετ η εμμονή δεν είναι αδυναμία. Το μπάσκετ επιβραβεύει την εμμονή.
Είναι αστείο, γιατί η φήμη που είχα ως μπασκετμπολίστας ήταν άρδην διαφορετική από ό,τι συνέβαινε μέσα μου. Εξωτερικά, ήμουν αναίσθητος. Δεν έλεγα τίποτα. Μπορούσες να μου πεις ό,τι θες, να πέσεις πάνω μου, να μου κάνεις ό,τι θες και δεν αντιδρούσα. Μέσα μου γινόταν ο κακός χαμός, με τις εκατομμύρια σκέψεις που είχα.
Είχα τη νοοτροπία των κατά συρροή δολοφόνων. Επεξεργαζόμουν όλες τις συνήθειες, όλες τις αδυναμίες σου και σκεφτόμουν πώς θα σε διαλύσω. Ήταν βίαιο. Ήταν ακραίο. Αλλά πρέπει να καταλάβεις κάτι: ήμουν 1.85 και όλη μου τη ζωή προσπαθούσαν να με δηλώσουν ως 1.90. Θα σου πω ένα μυστικό. Ήμουν 1.85 και έπρεπε να σκοράρω πάνω από τον Κόμπε και τον Τόνι Άλεν. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι αυτό; Πρέπει να είσαι 100% συγκεντρωμένος, μεθοδικός, να τα ‘χεις υπολογίσει όλα. Να είσαι εμμονικός. Το πρωί πριν τα ματς, συνήθιζα να κάθομαι σε ένα δωμάτιο όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία, με κλειστά τα μάτια και να ‘παίζω’ στο μυαλό μου και τα 48 λεπτά του αγώνα. Κάθε στιγμή, από το τζάμπολ, τα τηλεοπτικά τάιμ άουτ. Τα πάντα, με κάθε μικρή λεπτομέρεια. Το μυαλό μου ‘έτρεχε’ αλλά είχα ένα πλαίσιο. Είχα ένα ‘κανάλι’ να διοχετεύσω την ενέργεια και τη δημιουργικότητα μου.
Στην τέταρτη περίοδο, ενώ ήμασταν σε τάιμ άουτ, το μυαλό μου ‘άδειαζε’. Αν με κοιτούσες, θα πίστευες ότι είμαι ηλίθιος. Ή ότι βαριέμαι. Το μυαλό μου, ωστόσο είχε πάρει φωτιά. Σκεφτόμουν κάθε μικρή κίνηση που θα έκανα, υπό την όποια συνθήκη, ώστε να σε σκοτώσω. Gentle Ben. Quiet Ben. Να σε σκοτώσω.
Αυτό που θέλω να πω είναι πως ζεις με αυτήν τη νοοτροπία για +30 χρόνια της ζωής σου και ξαφνικά η καριέρα σου είναι προ του τέλους, δεν έχεις χρόνο συμμετοχής και μένεις με όλο το θυμό, τον πόνο, το φόβο και τη μετάνοια που έχεις εσωτερικεύσει και κατηγοριοποιήσει σε όλη σου τη ζωή. Τι πιστεύεις πως θα γίνει; ‘Να πάω σε ψυχοθεραπευτή; Γιατί;”.
Ως τυπική περίπτωση μαύρου άνδρα, τα προβλήματα μου είναι δικά μου. Δεν είναι δουλειά των άλλων. Σε όλη μου την καριέρα ήμουν ένας λύκος ντυμένος πρόβατο. Χωρίς το μπάσκετ, ο λύκος βγήκε έξω. Τώρα δεν με νοιάζει να κουρευτώ, να ξυριστώ. Δεν με νοιάζει τίποτα, πέραν των σκέψεων στο κεφάλι μου.
Μέρος του προβλήματος ήταν πως δεν είχα ιδέα ότι αυτό που περνούσα είχε όνομα. Δεν ήξερα πως έχω επεισόδια. Κάτι ενεργοποιούσε τη διαδικασία -συνήθως κάτι που διάβαζα σε θεωρίες συνωμοσίας θρησκευτικού ή πνευματικού περιεχομένου- και ‘κολλούσα’. Είχα πάντα την παιδική απορία για το ανεξήγητο. Το μεταφυσικό. Το πνευματικό. Και μετά είχα τις ‘λούπες’, τις φράσεις που κολλούσαν στο μυαλό και επαναλαμβάνονταν ασταμάτητα.
Χωρίς χρόνο. Χωρίς χώρο. Μόνο ένα εκατομμύριο και μία σκέψεις.
Οι λούπες έγιναν αϋπνία.
Η αϋπνία έγινε παράνοια.
Η παράνοια έγινε τεράστιες παραισθήσεις.
Και τώρα με έχουν αποκλείσει από ξενοδοχεία, γιατί ζητώ τον τελευταίο όροφο (σύνδρομο Θεού).
Τώρα οι παραισθήσεις γίνονται κρίσεις πανικού.
Περνώ δίπλα από το θερμοστάτη στο σπίτι μου και βλέπω το 72. Κολλάει στο μυαλό μου. Αίφνης γίνονται φυλακισμένος των σκέψεων μου. 72, 72, 72. BG θα πεθάνεις στα 72. Περνάνε μέρες και το 72 είναι ακόμα στο μυαλό μου.
Τώρα είμαι διπολικός. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω τρελή ενέργεια. Είμαι αυθόρμητος, κάνω ό,τι θέλω. Οπότε δεν θα κοιμηθώ. Το μυαλό μου τρέχει τόσο που ‘διαλύει’ το σώμα μου. ‘Διαλύει’ το κεφάλι μου. Έχω παραισθήσεις. Βλέπω πράγματα εκεί όπου δεν υπάρχουν. Ακούω φωνές. Νιώθω έτσι ίσως γιατί μου μιλάει ο Θεός. Προσπαθεί να μου πει κάτι. Και τότε είναι που ενεργοποιώ συναγερμούς για φωτιά”.
Τον Ιούνιο του 2017 είχε συλληφθεί γιατί έθεσε σε λειτουργία όλους τους συναγερμούς για φωτιά, σε κτίριο του Λος Άντζελες με διαμερίσματα.
“Η κατάσταση εξελίχθηκε τόσο άσχημα που με έπεισαν να δεχθώ να μπω σε ψυχιατρική κλινική. Το πρόβλημα ήταν πως δεν καταλάβαινα καν τι γινόταν. Ήταν όπως στις ταινίες. Είμαι σε ένα κατάλευκο δωμάτιο, με γιατρούς και νοσοκόμες να με δένουν στο κρεβάτι. Έχωναν βελόνες στα χέρια μου. Έκοβαν το παντελόνι μου. Είχα τρομοκρατηθεί. Τους παρακαλούσα να μην μου κάνουν κακό. Πραγματικά πίστευα πως όλα αυτά συμβαίνουν χωρίς λόγο. Ότι είχε γίνει παρεξήγηση. Πως έπιασαν τον λάθος άνθρωπο. Κάτι από αυτήν την εμπειρία με ‘διέλυσε’. Τώρα κοιτώ στον καθρέφτη και σκέφτομαι ‘γιατί δεν με αναγνωρίζουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος είναι αυτός ο τύπος στον καθρέφτη; Ο Genlte Ben;’.
Αυτός ο άνδρας με τα τρελά μαλλιά, ο τύπος που είναι δεμένος στο κρεβάτι χειροπόδαρα, με βελόνες στα χέρια. Η αστυνομία δεν τον αναγνωρίζει. Δεν τον ξέρουν πια. Δεν είναι ο Μπεν Γκόρντον. Πρέπει να είμαι δυο διαφορετικοί άνθρωποι, σωστά; Ποιος είναι ο Gentle Ben και ποιος εγώ;”.
Τότε άρχισα να διαχωρίζω τον εαυτό μου από τον Μπεν Γκόρντον. Είχα πειστεί πως ήμουν κλώνος. Ότι το σώμα μέσα στο οποίο είμαι, δεν είναι το δικό μου. Πως το πνεύμα μου είχε παγιδευτεί στο σώμα κλώνου.
Έφτιαξα ένα διαφορετικό όνομα για αυτόν τον άνθρωπο. Είχα διαφορετικό email, διαφορετικό τηλέφωνο. Κατηγοριοποιούσα όλο το τραύμα, τον πόνο και το φόβο, όπως έκανα όταν έπαιζα στο ΝΒΑ. Η διαφορά ήταν πως τώρα δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Δεν υπήρχαν όρια. Δεν υπήρχε στόχος. Ήταν σαν να το πήγα τόσο μακριά, που το σώμα μου και η ψυχή που πραγματικά να χωρίστηκαν.
Ξέρω πως κάποιοι που θα τα διαβάσουν αυτά, θα γελούν. Θα τα βρουν αστεία.
Πιστεύετε ότι δεν μπορούν να συμβούν σε εσάς, σωστά;
Ότι είστε φυσιολογικοί.
Βλέπετε ανθρώπους στο δρόμο που χρειάζονται βοήθεια, που ξεκάθαρα υποφέρουν και περνάτε από δίπλα τους.
Λες και βγήκαν έτσι από την κοιλιά της μάνας τους.
Δεν είναι σαν και εσάς.
Εσείς είστε διαφορετικοί.
Δεν θα καταλήξετε ποτέ έτσι.
Σωστά; Ε όχι.
Η ψυχική ασθένεια ακουμπά τους πάντες. Κάθε κοινότητα, κάθε άνθρωπο. Είτε είναι κάποιος που αγαπάς, είτε είσαι εσύ. Δεν είναι σαν να ξύπνησα ένα πρωί και από ήρεμος, ταπεινός, NBAer έγινα ο τύπος που έκανε πανικό στο λόμπι του Waldorf Astoria, γιατί την είχα ‘δει’ Θεός.
Ήταν μια αργή διαδικασία που εξελισσόταν και τελικά, βγήκε εκτός ελέγχου, γιατί δεν ήξερα πώς να ζητήσω και να λάβω βοήθεια. Είχα πάντα τον σπόρο αυτού μέσα μου, από την πρώτη φράση που ‘κόλλησε’ στο μυαλό μου (“ποιος δημιούργησε το Θεό;”).
Δεν ήξερα όμως, τι βίωνα. Δεν ήξερα πως έχει όνομα. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να με βοηθήσουν. Είχα πιστέψει ότι είχα παγιδευτεί σε διαδικασία κάθαρσης, για πάντα. Έψαχνα πώς να αποδράσω και κατέληξα σε τόσο σκοτεινό μέρος που σκεφτόμουν κάθε μέρα να αυτοκτονήσω.
Το μόνο που με έσωσε ήταν οι συλλήψεις μου -όσο περίεργο και αν ακούγεται. Συνελήφθην τέσσερις φορές σε 5 μήνες. Είχα ξεφύγει. Οπότε ο δικαστής με έστειλε για συμβουλευτική ψυχοθεραπεία, για 18 μήνες. Therapy, motherfucker. Στην αρχή πίστευα πως δεν θα ‘χε νόημα. Τι θα μου έλεγε κάποια ηλικιωμένη γυναίκα για ό,τι περνούσα; Δεν μπορούσε να μου πει ΤΙΠΟΤΑ.
Όντως δεν μου είπε κάτι. Μετά βίας άρθρωσε μια λέξη. Κάθισα στην καρέκλα μου και άρχισα να λέω τα σκατά μου. Και ξέρετε κάτι; Ένιωσα αρκετά καλά. Έκανα έξι εξτρά μήνες ψυχοθεραπείας, γιατί το ήθελα. Όχι γιατί έπρεπε. Ή γιατί κορόιδευα.
Με βοήθησε να δουλέψω κάποια πράγματα. Περισσότερο από όλα, με βοήθησε να δεχθώ πως είμαι διαφορετικός. Και ότι αυτό ήταν ΟΚ. Πως δεν έπρεπε να είμαι τέλειος και ότι δεν είχε νόημα να μεταφέρω στην πραγματική μου ζωή τις συνήθειες που είχα υιοθετήσει από το μπάσκετ.
Ο στόχος δεν είναι απαραίτητο να είναι η τελειότητα. Μπορεί να είναι η ειρήνη με τον εαυτό σου και η αποδοχή -από τον εαυτό σου. Ξέρω πως αυτό για τους αθλητές μπορεί να φαίνεται μαλακία. Soft. Όλη τους τη ζωή δουλεύουν για να σκέφτονται έτσι. Σαν να ‘χουν υποστεί πλύση εγκεφάλου. Και αυτός είναι ο λόγος που αφηγούμαι την ιστορία μου. Γιατί ξέρω πως υπάρχουν παίκτες που χρειάζονται βοήθεια.
Μην σας νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Μην αγχώνεστε για το πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι του περιβάλλοντος σας ή τι θα αναφερθεί για εσάς στα social media. Αδελφέ, τα ‘χω ακούσει όλα. Πως τρελάθηκα. Ναι, motherfucker. Ίσως να τρελάθηκα. Αλλά δεν είμαι τρελός. Είχα μια στιγμή. Πήρα βοήθεια για αυτήν τη στιγμή. Βρήκα την ευκαιρία να μάθω τον εαυτό μου. Ακόμα δουλεύω πολλά πράγματα. Υπάρχει ακόμα τραύμα μέσα μου για το οποίο δεν είμαι έτοιμος να μιλήσω. Αλλά έχω κάνει την αρχή.
“Ελπίζω η ιστορία μου να βοηθήσει κάποιον εκεί έξω. Αν τα γ… με αυτήν την ιστορία, μην κάνεις ό,τι εγώ. Ζήτα βοήθεια. Γιατί δεν είσαι τρελός. Δεν είσαι κατεστραμμένος. Είσαι άνθρωπος. Όπως όλοι μας”.