Λεωνίδας και Θεαγένης: οι Ολυμπιονίκες που συγκρίθηκαν με τον Αντετοκούνμπο
Ο Γιάννης ο Αθηναίος απέναντι στον Λεωνίδα τον Ρόδιο και τον Θεαγένη τον Θάσιο. Ποιες οι δύο ονομαστές μορφές της Αρχαίας Ελλάδας.
Το SB Nation δοκίμασε κάτι πάρα πολύ τολμηρό. Έρευνα ονομάτισε το εγχείρημά του στον κεντρικό τίτλο του κειμένου. Ύστερα από την επισημοποίηση της ανάδειξής του για δεύτερη χρονιά ως πολυτιμότερου παίκτη στο ΝΒΑ, κόντρα στις ενστάσεις του Λεμπρόν Τζέιμς για τη διαδικασία επιλογής και όχι το αποτέλεσμα, θέλησε να ψάξει και να βρει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα ‘αν ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας αθλητής όλων των εποχών’. Όχι μόνο του μπάσκετ, γενικότερα. Δίχως κριτήρια, κανόνες ή όποιες εξαιρέσεις.
Γι’ αυτό και δίπλα στα ονόματα του (‘ήρωα των Ελληνοαμερικανών’ από το Νιού Τζέρσεϊ) Νίκου Γκάλη, του Κώστα Κεντέρη (που ‘παρά το στενό διάδρομο σόκαρε τον κόσμο νικώντας τον Άτο Μπόλντον στα 200μ.) και του Σοφοκλή Σχορτσανίτη (που ως Baby Shaq χωράει σε όλα τα αμερικανικά κείμενα) τοποθέτησε εκείνα του Λεωνίδα του Ρόδιου και του Θεαγένη του Θάσιου: δύο εκ των πιο ξακουστών και πολυθρύλητων Ολυμπιονικών των αρχαίων χρόνων.
Ας τους φέρουμε ξανά στην επιφάνεια, με αξίνα τα κείμενα που είναι δημοσιευμένα στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, αλλά κι άλλες παραπομπές του διαδικτύου.
Λεωνίδας ο Ρόδιος
Ο δρομέας Λεωνίδας, με καταγωγή από τη Ρόδο, απέκτησε τη φήμη του και στην πορεία θεοποιήθηκε επειδή ήταν ακαταμάχητος σε τρία αγωνίσματα του δρόμου: το στάδιο, το δίαυλο και τον οπλίτη δρόμο. Κατά τις ιστορικές μαρτυρίες, χαρακτηρίζεται ως ο αθλητής με το ‘δαιμόνιον τάχος’ (τη δαιμονισμένη ταχύτητα). Είχε κατορθώσει να νικήσει και στα τρία αγωνίσματα τεσσάρων διαδοχικών Ολυμπιακών Αγώνων, ένα επίτευγμα που δεν επαναλήφθηκε από άλλον αθλητή (σ.σ πριν εμφανιστεί ο κολυμβητής Μάικλ Φελπς).
Τις πρώτες ολυμπιακές νίκες του τις κέρδισε το 164 π.Χ. (154η Ολυμπιάδα), προτού ακολουθήσουν εκείνες του 160 π.Χ., του 156 π.Χ. και τέλος του 152 π.Χ., παρόλο που ήταν πλέον 36 ετών. Το επίτευγμά του απέκτησε θεϊκή μορφή, διότι συμμετείχε σε δρόμους ταχύτητας ή/και ημιαντοχής και όπως είναι γνωστό είναι πιο δύσκολο να διατηρήσει ένας δρομέας την αντοχή και την ταχύτητά του για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Μάλιστα σε γραπτό του ο Φιλόστρατος ο Αθηναίος, αναλύοντας τους τον ‘άθλο’ του Λεωνίδα, εξηγούσε πως τα τρία αθλήματα στα οποία πρώτευσε απαιτούσαν εντελώς διαφορετικά σωματικά χαρακτηριστικά. Ιδίως η οπλιτοδρομία (οπλίτης δρόμος), η οποία ήταν από τα πιο δύσκολα αγωνίσματα των Ολυμπιακών, μια και οι αθλητές έτρεχαν με πλήρη πολεμική εξάρτυση (περικεφαλαία, περικνημίδες και βαριά χάλκινη ασπίδα) και έπρεπε να τερματίσουν με αυτήν.
Το SB Nation περιγράφει τον Λεωνίδα ως ‘έναν εκ των κορυφαίων δρομέων όλων των εποχών’, αυτόν που ‘άλλαξε τον τρόπο που οι σπρίντερς προπονούνταν’ έκτοτε.
Θεαγένης ο Θάσιος
Ο ρωμαλέος Θεαγένης ήταν γιος του Τιμοσθένη, ενός ιερέα στο ναό του Ηρακλή στη Θάσο (διασώζονται ερείπια στο ακρωτήρι Εβραιόκαστρο) και εξελίχθηκε σ’ έναν από των πιο ονομαστών αθλητών του παγκρατίου. Μάλιστα μετά το θάνατό του λατρεύτηκε ως θεός-θεραπευτής. Υπήρχε μάλιστα η δοξασία πως κατείχε θεϊκή καταγωγή, διότι ο Ηρακλής είχε πάρει τη μορφή του πατέρα του και πλάγιασε με τη μητέρα του.
Σαν άλλος απόγονός του οπότε, η φήμη του εξαπλώθηκε απ’ όταν ήταν εννέα ετών. Φημολογείται ότι έκλεψε το χάλκινο άγαλμα ενός θεού και το κουβάλησε μέχρι το σπίτι του. Ορισμένοι στη Θάσο εξοργίστηκαν με αυτή την ιερόσυλη πράξη και θέλησαν να τον τιμωρήσουν με θάνατο. Αποφασίστηκε εν τέλει ως αρκετή τιμωρία να επιστρέψει το άγαλμα πίσω στη θέση του.
Ο Θάσιος έγινε για πρώτη φορά ολυμπιονίκης το 480 π.Χ. (75η Ολυμπιάδα) στην πυγμή (πυγμαχία), λίγο πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, και το 476 π.Χ. (76η Ολυμπιάδα) στο παγκράτιο. Νίκησε επίσης τρεις φορές στα Πύθια, εννέα στα Νέμεα και δέκα στα Ίσθμια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο άθλημα. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι στέφανοι που είχε κερδίσει κατά τη διάρκεια της αθλητικής του δραστηριότητας ανέρχονταν στους 1.400. Μία φορά μάλιστα, σε αγώνες που οργανώνονταν στη Φθία προς τιμήν του Αχιλλέα, δοκίμασε την τύχη του στο δόλιχο (δρομικό αγώνισμα), στο οποίο νίκησε κι εκεί.
Μετά το θάνατό του, οι συμπατριώτες του έφτιαξαν άγαλμα στη Θάσο για να τον τιμήσουν. Ο Παυσανίας διηγείται ότι κάποιος αντίπαλος του Θεαγένη, που δεν νίκησε ποτέ, πήγαινε και μαστίγωνε το άγαλμα κάθε βράδυ. Μια βραδιά όμως, καθώς χτυπούσε το άγαλμα, αυτό ξεκόλλησε και έπεσε επάνω του, με συνέπεια να χάσει τη ζωή του. Τα παιδιά του θανόντος κατηγόρησαν το άγαλμα για φόνο. Σύμφωνα με το νόμο των Θασίων, η δολοφονία τιμωρούταν με εξορία και γι’ αυτό το άγαλμα πετάχτηκε στη θάλασσα. Η μεγάλη ξηρασία που ακολούθησε το νησί συνδέθηκε με τη βεβήλωση. Ερμηνεύοντας δελφικό χρησμό, οι Θάσιοι επανέφεραν στο νησί όλους τους εξόριστους. Μόνο που η ξηρασία και ο λιμός συνεχίστηκαν και οι άρχοντες ζήτησαν εκ νέου τη συμβουλή του μαντείου. Τότε η Πυθία τούς θύμισε το άγαλμα του Θεαγένη που βρισκόταν στο βυθό της θάλασσας. Και ενώ εκείνοι ανησυχούσαν για το πώς θα εντοπίσουν το άγαλμα, ψαράδες το ‘ψάρεψαν’ στα δίχτυα τους και το επανέφεραν στη στεριά. Η περίοδος της ξηρασίας έληξε και από τότε οι Θάσιοι άρχισαν να προσφέρουν θυσίες στο θεό-θεραπευτή Θεαγένη.
Καθ’ υπερβολή του SB Nation ‘στον αρχαίο κόσμο δεν υπήρξε πιο σκληρός κ…ης’ από δαύτον, ταυτόχρονα δε ήταν ‘ο πρόγονος όλων των αθλητικών θρυλικών ιστοριών’. Στη σύγχρονη Ελλάδα είναι αθλητικό σωματείο από τον Λιμένα.
Καταχρηστικά και βάσει των όσων προηγήθηκαν, θα έπρεπε και ο Αντετοκούνμπο ν’ αποκαλείται Γιάννης ο Αθηναίος. Ή ο Γιάννης (ο φίλος) ο Σεπολιώτης!