ΜΠΑΣΚΕΤ

Η Ζάλγκιρις ‘παγώνει’ την υστεροφημία της Λιθουανίας στη Στοκχόλμη

Η Λιέτουβα έπαιξε όμορφο μπάσκετ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Σουηδίας το 2003, αλλά η μνεία που της γίνεται δεν είναι ανάλογη των κατορθωμάτων της στη Σκανδιναβία.

Η Ζάλγκιρις ‘παγώνει’ την υστεροφημία της Λιθουανίας στη Στοκχόλμη
Ο Σαούλιους Στομπέργκας σηκώνει το τρόπαιο στην απονομή του Ευρωμπάσκετ 2003 στη Λιθουανία, ύστερα από τον τελικό κόντρα στην Ισπανία στην 'Στόκχολμ Γκλόουμπ Αρένα', Στοκχόλμη | Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2003 Eurokinissi Sports

Μοιάζει λογικό η εθνική ομάδα μπάσκετ μίας χώρας που η Wikipedia αναφέρει ότι έχει 2.794.000 πληθυσμό, να έχει κατακτήσει μόνο μία φορά το Ευρωμπάσκετ, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Και πολύ τής είναι, που λέει ο λόγος. Η Λιθουανία αποτελεί μια λαμπρή εξαίρεση. Το ένα τρόπαιο που έχει κατακτήσει στη διοργάνωση είναι λίγο. Όμως, εκείνη η ομάδα έπαιξε τόσο όμορφα, που υπάρχει μια οσμή αδικίας στο ότι δεν αναφέρεται πιο συχνά ως μία από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές όλων των εποχών, είτε πρόκειται για συλλόγους είτε για αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα.

Στο παρακάτω βίντεο, ένα διπλό σκριν, του Μιντάουγκας Ζουκάουσκας στον Αρβίντας Ματσιγιάουσκας και, έπειτα, αφού οι Ισπανοί δεν τσιμπούν και μένουν στη ρακέτα, ακόμα ένα, του Εουρέλιους Ζουκάουσκας στον ‘Μάτσας’, δεν είναι απλώς το δεύτερο καλάθι των Λιθουανών στη Στοκχόλμη, αλλά μία φάση που η γέννησή της πιθανότατα αφορά στο κολέγιο της Αριζόνα, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και εξελίχθηκε στους Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς της τετραετίας 2014-2018, με τους δύο κορυφαίους σουτέρ όλων των εποχών, τον Στέφεν Κάρι και τον Κλέι Τόμπσον, να κάνουν σκριν ταυτοχρόνως ο ένας στον άλλο, πριν τρέξουν στον ανοιχτό χώρο, με το κορμί του Ντρέιμον Γκριν να παρεμβάλλεται την τελευταία στιγμή.

Ήταν φαντασμαγορία οι φάσεις που έβγαζαν σε σετ παιχνίδι. Κι αυτό συνέβαινε κυρίως επειδή έπρεπε να αξιοποιηθούν οι σουτέρ, προεξαρχόντων των Ματσιγιάουσκας και Σαούλιους Στομπέργκας. Τούτο συνέβαλε στο να μένει άπλετος χώρος στη ρακέτα ανοιχτός και, άρα, το κριτήριο αξιοποίησης υπήρξε η διορατικότητα του πόιντ γκαρντ. Οι Λιθουανοί είχαν ευτυχήσει να διαθέτουν μία διάνοια του μπάσκετ, έναν από την κορφή ως τα νύχτα τρελό επιστήμονα με χαμόγελο που, αν διαθέτεις υπερευαίσθητο χαρακτήρα -ή, εν πάση περιπτώσει, δεν ζεις στην Γκόθαμ και θέλεις να τη σπάσεις στον Μπάτμαν- το προσδιορίζεις άνετα ως παρανοϊκό: τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους.

Όσους επαίνους κι αν έχει λάβει ο μέγας ‘Σάρας’ στην καριέρα του, για το πώς έτρεχε το πικ ‘ν’ ρολ και πόσες επιλογές αναδείκνυε ότι ένας πλέι μέικερ μπορούσε να διαθέτει στη συνεργασία του με τον ψηλό, τίθεται και πάλι σε καθεστώς υποτίμησης, αν λάβει κάποιος υπόψη του την εποχή. Θα χρειαζόταν πολλή τόλμη για να τον τοποθετήσει κάποιος ως μπαλαντέρ στο δίπολο Αρβίντας Σαμπόνις-Σαρούνας Μαρτσουλιόνις ιστορικά, ενώ το 2003 ο Ντιρκ Νοβίτσκι είχε μόλις κάνει το μεγάλο βήμα, ο Πάου Γκασόλ ήταν ένα πίσω, ώστε να γίνει ο σούπερ σταρ του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ενώ ο νεαρός Τόνι Πάρκερ ήταν ο βασικός πόιντ γκαρντ των Σαν Αντόνιο Σπερς, που κατέκτησαν το πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά και γινόταν ο αρχηγός του πιο ωραίου γκέτο, στο οποίο έμελλε να μετατραπεί η εθνική Γαλλίας.

Αλλά όλη η διοργάνωση γύριζε στον Γιασικεβίτσιους, που ενορχήστρωνε μια από τις πιο συναρπαστικές επιθέσεις στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Και το έκανε τόσο μαεστρικά, που, συμπερασματικά, η Λιθουανία του αδικήθηκε από την ιστορία του ίδιου του μπασκετικού παρελθόντος της. Συγκεκριμένα, από τη Ζάλγκιρις του 1999.

Η ανάσα πριν από την απογείωση

Εκείνο το βράδυ της 22ης Απριλίου, στην ‘Olympiahalle’ του Μονάχου, όσοι αγαπούσαν το μπάσκετ, ανάσαναν με ανακούφιση. Μόλις ένα χρόνο πριν, στις 23 Απριλίου 1998, στο ‘Παλάου Σαν Τζόρντι’ της Βαρκελώνης, ο κόσμος παρακολούθησε τον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών με το πιο χαμηλό σκορ στην ιστορία, το 58-44 της Κίντερ επί της ΑΕΚ, η οποία είχε για πρώτο σκόρερ τον Χοσέ Λάσα, με 9 πόντους. Ο Μπόζα Μάλκοβιτς, ως άλλος Ελένιο Ερέρα, μπορούσε να διατείνεται ότι οι πρακτικές του στη Λιμόζ είχαν υιοθετηθεί με τον πλέον λανθασμένο τρόπο.

Ο πρώτος μιμητής, αν είναι δόκιμος ο όρος για έναν προπονητή δημιουργικό, ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης. Ο Ολυμπιακός του τη σεζόν 1993-1994 θα μπορούσε να λογίζεται ως η ομάδα του μέλλοντος, ένα συγκρότημα που θα είχε την ευχέρεια να παίζει με αιφνιδιασμούς με τους ψηλούς και που η φαντασία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί, δεν έφτανε τόσο μακριά. Ο Μάλκοβιτς, ο μόνος Γιουγκοσλάβος που στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μπορούσε να κάνει βόλτες σε οποιαδήποτε κροατική πόλη δίχως να προπηλακιστεί, έμοιαζε με τον Λεξ Λούθορ. Στο Final Four του 1993, ο Πέταρ Σκάνσι μίλησε για τον περίφημο “θάνατο του μπάσκετ”, που περισσότερο μνημονεύεται για το εξώφυλλο του περιοδικού ‘Τρίποντο’ παρά για την ίδια την ατάκα. Ο Σκάνσι, σπουδαίος παλαίμαχος καθώς ήταν, ταλανιζόταν από την κροατική αφέλεια που, μετά το θάνατο του Ντράζεν Πέτροβιτς, πρωτοπροέβαλε και συνεχίζει ως τις μέρες μας να κάνει την εμφάνισή της.

Το σίγουρο είναι ότι, ενώ οι πάγκοι των ομάδων κυβερνώνταν από προπονητές που προσομοίαζαν σε επιστήμονες, με αποτέλεσμα ένα παράδοξο, τη βαθιά γνώση εν μέσω σκοταδιστικής ψυχαγωγίας, όπως οι αστρονόμοι του 15ου αιώνα, το παιχνίδι έπρεπε να ξαναβρεί τις… παιχνιδιάρικες ρίζες του. Η Ζάλγκιρις, με τον τόνο στην προπαραλήγουσα, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν Έλληνες δημοσιογράφοι που άκουγαν ως να το συνηθίσουν το όνομά της στο Κάουνας, ένα όραμα ενός υπέροχου προπονητή -ό,τι κι αν του αποδόθηκε σε ό,τι αφορά τη διαχείριση και τις καταστάσεις πανικού- του Γιόνας Καζλάουσκας, προέβη σε δύο υπέροχες παραστάσεις στο Μόναχο. Σημείωσε συνολικά 168 πόντους σε δύο ματς, έκανε τον Ολυμπιακό του Ντούσαν Ίβκοβιτς να μοιάζει με παρείσακτο στη γιορτή, άντεξε την αντεπίθεση της Κίντερ του Ετόρε Μεσίνα και των συμμάχων της.

Οι παίκτες της Ζάλγκιρις πανηγυρίζουν την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1998-1999 στον τελικό με την Κίντερ στην 'Ολίμπιαχάλε', Μόναχο | Πέμπτη 22 Απριλίου 1999 Eurokinissi Sports

Από την επομένη κιόλας, την 23η Απριλίου 1999, όλα ήταν διαφορετικά. Ήταν θέμα χρόνου, κυριολεκτικά και μεταφορικά: τα 24 δευτερόλεπτα θα γίνονταν η νέα πραγματικότητα και σε αυτήν ήταν απαιτούμενη η δημιουργία παικτών που να συνάδουν με τα χαρακτηριστικά του παιχνιδιού. Οι προπονητές, που ούτως ή άλλως ήταν καπετάνιοι, είχαν μια εξουσία που έμοιαζε με ολοκληρωτικό καθεστώς. Ομάδες όπως η Εθνική Ελλάδας του 2003, όπου οι γκαρντ συνέχιζαν να κοιτάζουν τον κόουτς στον πάγκο ώστε να λάβουν εντολή για το σύστημα που επρόκειτο να παίξουν, δεν είχαν καμία τύχη. Αλλά από αγκάθι βγαίνει ρόδο -και στην Ελλάδα η ανάγκη ‘γέννησε’ την πιο σπουδαία τετράδα γκαρντ στην οποία ευγνωμονούσα απέναντί της έστεκε το έθνος (σ.σ. λυρικό σχήμα, όχι εθνικιστικό τσιτάτο).

Όπως και να έχει, ήταν εκείνη η διοργάνωση, όπου ο Χρήστος Χαρίσης έκανε κόντακτ με τον Ιωαννίδη, στην οποία γεννήθηκε η πρώτη σπουδαία ομάδα των 24 δευτερολέπτων. Ο Γιασικεβίτσιους ήταν ο αληθινός συνδετικός κρίκος της παλιάς με τη νέα εποχή. Όταν έμεινε μόνος του, προκειμένου να σηκώσει το κληροδότημα, αποδείχθηκε υπεραρκετός.

Το Βατερλώ του ‘Μπερσί’

Ο δικός μας Γιάννης Φιλέρης μπορεί να ανασύρει από τη μνήμη του τη στιγμή που ο Ινιάκι ντε Μιγκέλ παρουσιαζόταν από την ΚΑΕ Ολυμπιακός. Όταν ανακοινώθηκε το όνομά του “Ιγνάθιο ντε Μιγκέλ”, το καλοκαίρι του 1999, ο Βάσκος εξανέστη. “Ινιάκι, Ινιάκι”, φώναξε, για να αποκαταστήσει την πατριωτική υπερηφάνεια του.

Ο Ντε Μιγκέλ ήταν ένα από τα πρόσωπα του καλοκαιριού στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Η Ισπανία του Λόλο Σάινθ, στην οποία ήταν παρών, είχε φτάσει στον τελικό του Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας, 16 χρόνια μετά την τελευταία φορά που τα είχε καταφέρει, στην ίδια χώρα. Ο Ντε Μιγκέλ είχε παίξει στον ημιτελικό με τους ‘τρικολόρ’ ένα εκπληκτικό παιχνίδι, με 14 πόντους και 7 στα 8 δίποντα σε 23”. Με εκείνο το εικονικό τρίποντο του ηγέτη της ‘Ρόχα’, Αλμπέρτο Ερέρος, έπειτα από το επιθετικό ριμπάουντ του Αντόνιο Ρέγες και παρά το ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενδείκνυτο το ροκάνισμα του χρόνου, οι Ισπανοί νίκησαν 70-63 και προκρίθηκαν στον τελικό. Εκεί θα αντάμωναν με τους Ιταλούς, οι οποίοι αργότερα την ίδια μέρα θα νικούσαν τους Γιουγκοσλάβους (που για πρώτη φορά μετά την περεστρόικα, έχασαν σε ημιτελικό).

Αυτό το ματς έγινε στις 2 Ιουλίου και το βράδυ της προηγουμένης, οι Ισπανοί είχαν πετύχει το δικό τους αριστούργημα, το 74-72 επί των Λιθουανών. Εκείνη την εποχή, το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα με εκλέκτορα τον Καζλάουσκας φάνταζε φαβορί: μαζί με τον κορμό της Ζάλγκιρις, τους δύο Ζουκάουσκας, τον Τόμας Ματσιούλις, τον Νταΐνιους Αντομάιτις, τον Στόμπεργκας και τον Ντάριους Μασκολιούνας, θα παρατάσσονταν τόσο ο Αρτούρας Καρνισόβας όσο και ο Σαμπόνις.

Αλλά ο Καζλάουσκας διαπίστωσε πόσο δύσκολο ήταν να παίξει δίχως τον Τάιους Έντνι από την πρεμιέρα κιόλας, το 78-62 της Τσεχίας. Ο Νταγκ Κόλινς έλεγε “δεν υπάρχει χειρότερη μοίρα για έναν προπονητή από το να κοουτσάρει ένα σούπερ σταρ στα τελευταία του” και μπορεί αυτό να μην έστεκε ακριβώς στην περίπτωση του Σαμπόνις (που θα ήταν από τους κορυφαίους παίκτες των Μπλέιζερς που θα έφταναν στους τελικούς της Δύσης το 2000 με τους Λέικερς και θα έκαναν ένα πρώτης τάξεως χαρακίρι στο 7ο ματς), πάντως αυτός ο αρχιερέας του μπάσκετ ήταν ούτως ή άλλως ανένταχτος. Σε ακόμα ένα κρίσιμο ματς με τη μία από τις δύο ομάδες που αγάπησε πραγματικά, αποβλήθηκε με 5 φάουλ και οργίλος.

Εκείνο το βράδυ, από το Βατερλώ του ‘Μπερσί’, διασώθηκε ένας παίκτης: ο 23χρονος πόιντ γκαρντ της Ρίτα Βίλνιους ονόματι Γιασικεβίτσιους. Με σημείο έναρξης το 61-51 του 35′, έβαλε 3 διαδοχικά τρίποντα και ύστερα ακόμα ένα, το οποίο έφερε το σκορ στο 70-69 με 30” για τη λήξη. Αργότερα, ο Καρνισόβας ισοφάρισε με τρίποντο, πριν ο Καζλάουσκας επιλέξει, με το φάουλ στον Αντομάιτις, να στείλει τον Ερέρος στις βολές. Ο ‘Σάρας’ αστόχησε στο τελευταίο σουτ για την ισοφάριση (το πρωτότοκο της… οικογένειας, με δεύτερο το άστοχο, υψηλού δείκτη δυσκολίας σουτ με τους Αμερικανούς στον ημιτελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Σίδνεϊ, τον επόμενο χρόνο), όμως, με τον Σαμπόνις να κρεμά τη φανέλα με το εθνόσημο, ο Γιασικεβίτσιους έγινε ο ηγέτης της εθνικής ομάδας. Αυτή η πενταετία, από το 1999 έως το 2004, θα του ανήκε αποκλειστικά και το 2003 θα ήταν το αριστούργημά του.

Ο μαέστρος

Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους της Λιθουανίας σε στιγμιότυπο της αναμέτρησης με τη Γαλλία για τα ημιτελικά του Ευρωμπάσκετ 2003 στην 'Στόκχολμ Γκλόουμπ Αρένα', Στοκχόλμη | Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2003 Eurokinissi Sports

Οι Λιθουανοί στη Σουηδία έπαιξαν φουτουριστικό μπάσκετ, που δεν του δίνεται η αξία που του πρέπει. Στις επιταγές των 24” προσαρμόστηκαν πλήρως και γρήγορα. Οι παίκτες του Αντάνας Σιρέικα έπαιξαν το παράλληλο πικ ‘ν’ ρολ, με τον ψηλό να τρέχει δίπλα στον γκαρντ και όχι μπροστά του, έπαιξαν σμολ μπολ, με τον Ντάριους Σονγκάιλα ή τον Ζουκάουσκας ‘πεντάρι’ και τον Ραμούνας Σισκάουσκας ‘τεσσάρι’, οι επαναφορές από την εξωτερική γραμμή ολοκληρώνονταν με προσπάθεια ύστερα από μία πάσα κατά κανόνα.

Όποτε ο Γιασικεβίτσιους σέταρε το παιχνίδι, οι υπόλοιποι έμεναν ακίνητοι ενώ κρατούσε την μπάλα και όταν άρχιζε να ντριμπλάρει επακολουθούσε… θύελλα από κοψίματα και διαφορετικές κινήσεις. Μέχρι κι ένα παλιό ‘κρυφό’ play, που έπαιζαν ο Ντένις Τζόνσον με τον Λάρι Μπερντ στους Μπόστον Σέλτικς, είχαν αντιγράψει, με αποτέλεσμα ο Στόμπεργκας, που συνήθως ήταν ο αποδέκτης, να βρίσκεται με την μπάλα κάτω από το καλάθι, απλώς γυρίζοντας τον αμυντικό του ώστε να έχει πλάτη σε ό,τι διαμειβόταν στην επίθεση. Όσον αφορά στον αιφνιδιασμό, δεν υπήρχε όριο ούτε θέσφατο: μπορούσαν να τον τρέξουν ακόμα και με τους αντιπάλους να έχουν επιστρέψει, αρκεί να βρίσκονταν σε λανθασμένη θέση ή χαλάρωση.

Όσον αφορά στην άμυνα; Ξύλο και των γονέων. Αξίζει κάποιος να δει το πρώτο 3λεπτο του παιχνιδιού με τη Γερμανία για τους ομίλους, όταν ο Νοβίτσκι ήταν έτοιμος να βγάλει το ζωνάρι του σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις με ισάριθμους αντιπάλους, προκειμένου να καβγαδίσει μαζί τους. Μοιάζει με κειμήλιο.

Ο απολαυστικός και βέβαια ισχυρογνώμων δίχως μέτρο Γιασικεβίτσιους ήταν ο μαέστρος. Ήταν πρωταθλητής Ευρώπης με την Μπαρτσελόνα και είχε πάρει μεταγραφή στη Μακάμπι Τελ Αβίβ, οπότε βρισκόταν σε πορεία να κάνει κάτι που είχαν καταφέρει μια χούφτα παίκτες τους σύγχρονους καιρούς, ο Τόνι Κούκοτς, ο Βέλιμιρ Περάσοβιτς, ο Ζαν Τάμπακ, o Ζόραν Σρετένοβιτς, ο Λούκα Παβίτσεβιτς: να πάρει το Κύπελλο Πρωταθλητριών 3 διαδοχικές φορές. Αλλά κυρίως, ήταν ο τρόπος που ο ίδιος έβλεπε γωνίες και χώρους και αντιλαμβανόταν το παιχνίδι, που έκανε καλύτερους τους συμπαίκτες του, είτε στην εθνική ομάδα είτε στη Λιθουανία. Μετρήθηκε με τον Πάρκερ στον υπέροχο ημιτελικό απέναντι στους Γάλλους και βγήκε στον αφρό.

Με το 93-84 επί των Ισπανών του Πάουλ Γκασόλ, που έβαλε 36 πόντους και πήρε 12 ριμπάουντ, στη Στοκχόλμη, στις 14 Σεπτεμβρίου 2003, ο ‘Σάρας’ ανέβηκε στην κορυφή. Σε ό,τι αφορά το πόσους Λιθουανούς μπορείς να αντέξεις, η Ζάλγκιρις του 1999 είναι εκείνη η ομάδα που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο ώστε το ευρωπαϊκό μπάσκετ να αλλάξει. Τα plays της ομάδας του Σιρέικα, όμως, μπορείς να τα παρατηρήσεις διάσπαρτα, να παίζονται από προπονητές που χαρακτηρίζονται έξυπνοι και οραματιστές.

Όταν έρθει η ώρα να αλλάξει ξανά το μπάσκετ, είναι βέβαιο ότι μία λιθουανική παρέα, με τις γκραβούρες της, προϊόν μιας άφατης γεωμετρίας, θα επισπεύσει τις εξελίξεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK