Η Ισπανία αφήνει τον Ρίκι Ρούμπιο να της δείξει το δρόμο
Όσο καλή απαιτούν οι συνθήκες, η Ισπανία έφτασε άκοπα ως τα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου και πιθανόν στους Ολυμπιακούς του Τόκιο. Διότι διαθέτει έναν από τους κορυφαίους πόιντ γκαρντ της διοργάνωσης.
Στις 24 Οκτωβρίου του 2006 ο Ρίκι Ρούμπιο ήταν 16 ετών και 3 ημερών. Ήταν η ημέρα που, με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό, συστηνόταν στη διεθνή μπασκετική σκηνή, κάνοντας το ντεμπούτο του στη Euroleague ως παίκτης της Τζοβεντούτ Μπανταλόνα. Είχε μετρηθεί απέναντι σε Διαμαντίδη, Χατζηβρέττα, Μπετσίροβιτς και Ντελκ σ’ ένα παιχνίδι που η καταλανική ομάδα είχε προηγηθεί 48-24, αλλά η ελληνική επικράτησε 82-79. Πέτυχε 2 πόντους σε 12:30 λεπτά συμμετοχής με μόλις 1 ασίστ για 4 λάθη.
Στις 31 Μαρτίου του 2011, 4.5 χρόνια αργότερα δηλαδή, ο γεννημένος στην Ελ Μεζνόου της Καταλούνια πιτσιρίκος εξελισσόταν στον αδύναμο κρίκο της Μπαρτσελόνα και λειτουργούσε για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς ως άξονας εφαρμογής ενός σχεδίου που οδήγησε τον Παναθηναϊκό στο Final-4 της Βαρκελώνης, πριν ράψει το έκτο αστέρι του. Ήταν το τελευταίο παιχνίδι του Ισπανού γκαρντ στη κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση, μια και το καλοκαίρι θα έφευγε για τη Μινεσότα. Οι Τίμπεργουλβς τον είχαν ήδη επιλέξει στο Νο5 του ντραφτ από το 2009 και ο ίδιος ταξίδεψε στις ΗΠΑ με 39% στο δίποντο, 22% στο τρίποντο και όχι περισσότερες από 3.5 τελικές πάσες. Αφήστε που…
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 2019, με οκτώ σεζόν αμερικανικής τριβής στην πλάτη του, ανταγωνισμό στο φουλ, αφοσίωση στη δουλειά, ατομική βελτίωση και συνέπεια δράσης, εντός ή εκτός παρκέ, είναι ο ηθικός και φυσικός αυτουργός της πρόκρισης των Ισπανών στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου και της διεκδίκησης του πρώτου μεταλλίου 13 χρόνια μετά το χρυσό στη Σαϊτάμα. Ήταν το καλοκαίρι που ο Ρούμπιο άφηνε την ανεμελιά της εφηβικής ζωής και έμπλεκε στα πλοκάμια του επαγγελματισμού ως ένα wonderkid του ισπανικού μπάσκετ. Τότε έβλεπε τον Καλδερόν σε πρώτο πλάνο και τον Ροντρίγκεθ σε δεύτερο ρόλο να καθοδηγούν τη ‘ρόχα’. Ο ίδιος με μοναδικούς συμπαίκτες από τότε τον Μαρκ Γκασόλ και τον Ρούντι Φερνάντεθ είναι στα 28 του ο γενικός ‘δερβέναγας’ ενός συνόλου που δεν βρίθει -σε καμία περίπτωση- της ποιότητας του παρελθόντος, ούτε διαθέτει την πληθώρα επιλογών εκείνης της ομάδας, αλλά παραμένει ταγμένο στις αρχές του. Παράλληλα με τη φρεσκάδα που αποπνέει.
Εκτιμάται ως η Ισπανία με το χειρότερο ρόστερ της τελευταίας 20ετίας με παιδιά όπως ο Κολόμ, ο Ρίμπας, ο Οριόλα και Μπεϊράν. Ταυτόχρονα όμως έχει τον Ρούμπιο στην πιο παραγωγική περίοδο της καριέρας του. Αφού, ως free agent, έκλεισε γρήγορα το ζήτημα με τη νέα ομάδα του (Σανς), μιας και στους Τζαζ προτίμησαν για βασικό τον Μάικ Κόνλεϊ και δεν μπήκαν στη διαδικασία πρότασης, επικεντρώθηκε στην κινεζική αποστολή του, η οποία μετά από έξι παιχνίδια τον βρίσκει να είναι ο πρώτος σκόρερ και ο πρώτος πασέρ της Ισπανίας με 14.6 πόντους και 4.8 ασίστ αντίστοιχα. Είναι ακόμη, με 10/21 τρίποντα, ο πιο εύστοχος πίσω από τη γραμμή των 6μ75 (την ίδια στιγμή που ο Γιουλ έχει 25% με 9/36) και αυτός που όσο πατάει στο παρκέ η ομάδα του σημειώνει 13.2 πόντους περισσότερους από τον αντίπαλό της. “Εχω προετοιμαστεί πολύ καλά, μ’ ένα ξεκάθαρο στόχο και βγαίνει“.
Οι εμφανίσεις του λειτουργούν σαν πυξίδα στο δρόμο για το βάθρο. Μόνο απέναντι στο Ιράν δεν ήταν διψήφιος. Ο προημιτελικός με τους υπολογίσιμους Πολωνούς (που ευνοήθηκαν ξεκάθαρα από τη σύσταση του bracket) ήταν, για την ώρα, το ζενίθ της συνεισφοράς του, γιατί έχει άλλα δύο ματς να δώσει. Σκόραρε 19 πόντους (με 7/11 εντός πεδιάς) και μοίρασε 9 ‘πάρε-βάλε’ πάσες, δημιουργώντας την αίσθηση πως όποτε θέλει και με όποιον τρόπο θέλει έχει την ευχέρεια να επηρεάσει τη ροή του νοκ άουτ αγώνα. Οι δικές του ασίστ χάρισαν ελεύθερα τρίποντα για το πρώτο +10 (38-28), αυτός έστειλε την Ισπανία στο +14 (58-44) και δική του φροντίδα ήταν να μην πλησιάσει η Πολωνία περισσότερο από τους 4 (76-72), ευστοχώντας σε 2 κομβικά τρίποντα που αποκατέστησαν την τάξη.
Ο Ρούμπιο δεν είναι πια το 16χρονο πιτσιρίκι της Μπανταλόνα. Είναι, μεταξύ πολλών άλλων, ο κορυφαίος πασέρ στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων, με 115 στο σύνολο πλέον! Διεκδικώντας ανταγωνιζόμενος τους Καμπάτσο, Γουόκερ και Σατοράνσκι τον τίτλο του πιο αποδοτικού πόιντ γκαρντ της διοργάνωσης. Πρώτα όμως τον ενδιαφέρει να “νικήσουμε στα υπόλοιπα ματς και να κατακτήσουμε το τρόπαιο. Μπορεί να μην συμβεί, αλλά είναι στο μυαλό μας. Ξέραμε ότι είναι δύσκολο, αλλά έχουμε μεγάλη καρδιά που μάς έφερε ως εδώ“.