Η ελληνική διαιτησία στην Ευρώπη αγνοείται γενικώς
Το κόψιμο του Πέτρου Παπαπέτρου από τους ρέφερι της Ευρωλίγκας δημιουργεί αρνητικό ρεκόρ για την ελληνική διαιτησία στο κορυφαίο επίπεδο. Πριν από 12 χρόνια έπαιζαν οι διπλάσιοι και δυο βρίσκονταν στο Final Four.
Η ιστορική παράδοση της ελληνικής διαιτησίας στο ευρωπαϊκό μπάσκετ κινδυνεύει με πλήρη κατάρρευση. Πάει καιρός από τότε που στο κορυφαίο επίπεδο οι Έλληνες ρέφερι είχαν τη γενικότερη αναγνώριση και μια πορεία που έμοιαζε πάντοτε ανοδική, δείχνει να έχει πάρει την κατηφόρα. Οι 6 Έλληνες διαιτητές της Ευρωλίγκας, δηλαδή της διοργάνωσης με τις κατά τεκμήριο ισχυρότερες ομάδες της Ευρώπης, έγιναν 5, καθώς ο Ρίτσαρντ Στόουκς, υπεύθυνος διαιτησίας, έκοψε από την ανανεωμένη λίστα τον Πέτρο Παπαπέτρου.
Κάπως έτσι, στο υψηλότερο επίπεδο θα σφυρίζουν πλέον 5 διαιτητές, εκ των οποίων οι 3 δεν αγωνίζονται στην Ελλάδα. Πρόκειται για τους Χρήστο Χριστοδούλου και Σπύρο Γκόντα, οι οποίοι είναι άνω των 50 ετών (άρα δεν μπορούν βάσει των κανονισμών της FIBA να σφυρίξουν στην Basket League) και ο Γιάννης Φούφης, τον οποίο έχει κόψει, παράνομα, η ΕΟΚ (και κατ' επέκταση η ΚΕΔ). Ποιοι απομένουν; Ο Ηλίας Κορομηλάς και η Βάσω Τσαρούχα, η οποία από πέρσι συμμετέχει στο γκρουπ των ρέφερι της Euroleague. Είναι οι δυο ρέφερι, που μπορούν να σφυρίξουν ταυτόχρονα αγώνες της πιο σημαντικής διοργάνωσης στην Ευρώπη και του ελληνικού πρωταθλήματος.
Ο αριθμός των 5 διαιτητών είναι, αν δεν κάνουμε λάθος, αρνητικό ρεκόρ. Αρκεί κανείς να πάει 13 χρόνια πίσω και θα διαπιστώσει ότι έπαιζαν οι διπλάσιοι και βάλε ρέφερι (σε λιγότερους αγώνες). Ίσως να γινόταν αυτό επειδή επικεφαλής της διαιτησίας ήταν ένας Έλληνας (Κώστας Ρήγας); Όχι, ακριβώς. Ο Ρήγας ήταν σκληρός αξιολογητής, καθώς περνούσε από ψιλό κόσκινο τα σφυρίγματα των συμπατριωτών του, για να μην μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς για εύνοια προς τα ελληνικά χρώματα.
Πριν από 12 χρόνια σφύριζαν 10
Τη σεζόν 2007-2008 για την οποία ομιλούμε συμμετείχαν 10 Έλληνες ρέφερι: Χριστοδούλου, Γκόντας, Στέλιος Κουκουλεκίδης, Χρήστος Μαστραφτσής, Τάσος Πηλοΐδης, Νίκος Πιτσίλκας, Λεωνίδας Σπυρίδωνος, Λάζαρος Βορεάδης, Νίκος Ζαβλανός και Παναγιώτης Αναστόπουλος. Την προηγούμενη σεζόν (2006-2007), οι Έλληνες ρέφερι ήταν 13, οι περισσότεροι που έπαιξαν ποτέ στη Euroleague! Από τη δεκάδα της σεζόν 2007-2008, οι Γκόντας και Κουκουλεκίδης είχαν επιλεγεί για το Final Four της Βαρκελώνης. Ήταν η τελευταία φορά που εμφανίστηκαν δυο Έλληνες ρέφερι στο κορυφαίο ραντεβού, με τον Κουκουλεκίδη στο τελείωμα της καριέρας του να σφυρίζει και στον τελικό μεταξύ ΤΣΣΚΑ και Μακάμπι.
Στα 11 χρόνια που ακολούθησαν (τυπικά 12, αλλά πέρσι δεν έγινε Final Four λόγω του κορονοϊού), ο επόμενος (και τελευταίος) που έπαιξε σε τελικό ήταν ο Χριστοδούλου το 2014 (Ρεάλ-Μακάμπι). Ο έμπειρος ρέφερι είναι ο ρέκορντμαν των συμμετοχών όλα αυτά τα χρόνια, καθώς έχει σφυρίξει σε 5 από τα 11 Final Four που έγιναν μετά το 2008. Το 2016 έφτασε μέχρι το ολυμπιακό τουρνουά του Ρίο.
Το να μην παίζουν Έλληνες ρέφερι σε τελικούς είναι εν μέρει λογικό, αν σκεφτούμε ότι από το 2009 μέχρι το 2017 είχαμε πολλαπλές συμμετοχές, δυο από τον Παναθηναϊκό, πέντε από τον Ολυμπιακό, με διαρκή μόνιμη παρουσία για μια 5ετία (2009-2013). Από την άλλη, αυτό που διαπιστώνει εύκολα κανείς είναι πως εμφανίζονται άλλοι ρέφερι στο προσκήνιο. Πλην των Χριστοδούλου, Γκόντα, Κουκουλεκίδη, σε Final Four έχουν εμφανιστεί ο Βορεάδης (το 2009) και ο Κορομηλάς (δυο φορές, το 2013 και το 2018, όταν σφύριξε στον μικρό τελικό). Ουσιαστικά, αυτός είναι ο μοναδικός σε αυτήν τη 12ετία, ο οποίος ακολούθησε τον δρόμο των προηγούμενων.
Στα τελευταία 3 Final Four (2017, 2018, 2019), η ελληνική διαιτησία εκπροσωπήθηκε μόλις σε ένα. Είναι φανερό ότι σταδιακά έχει χάσει την όποια δυναμική είχε στην προηγούμενη δεκαετία. Δεν βγήκαν άλλοι διαιτητές, απόδειξη ότι από τους 5 της Euroleague, οι δυο έχουν υπερβεί το όριο ηλικίας για τις εγχώριες διοργανώσεις.
Δυο στους... 71 του Champions League
Μήπως είναι όλα αυτά υπερβολές; Μήπως στις άλλες διοργανώσεις, της FIBA, τα πράγματα είναι καλύτερα; Μάλλον χειρότερα, θα λέγαμε. Από τους 71 ρέφερι που χρησιμοποιούνται στο Basketball Champions League, μόλις οι δυο είναι Έλληνες: ο Γιώργος Πουρσανίδης και ο Τάσος Μάνος. Ο δεύτερος μάλιστα παίζει συνήθως στους αγώνες του FIBA Europe Cup, όπου ορίζονται κι οι υπόλοιποι Έλληνες διεθνείς ρέφερι (όπως και στην περίφημη βαλκανική λίγκα, ναι υπάρχει και τέτοια). Στον τελικό του FIBA Europe Cup (Βούρτζμπουργκ-Σάσαρι) έπαιξε το 2019 ο Αναστόπουλος, στο τελευταίο διεθνές παιχνίδι του, καθώς έγινε 50 ετών κι έχει σταματήσει τη διαιτησία. Ο Πουρσανίδης είναι ο διαιτητής που εμπιστεύεται περισσότερο η FIBA. Τον είχε επιλέξει στους διαιτητές του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, ενώ στο Ευρωμπάσκετ 2017 ήταν παρέα με τον Αναστόπουλο. Το περίεργο είναι ότι ο Πουρσανίδης δεν συμπεριλαμβανόταν στην ελίτ των ρέφερι του εγχώριου πρωταθλήματος. Είναι και αυτό ένα από τα κατορθώματα των υπευθύνων της ελληνικής διαιτησίας.
Κανείς δεν μοιάζει να ασχολείται στα σοβαρά. Η σταδιακή απομόνωση ανθρώπων που θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, το μόνιμο άγχος να μη δυσαρεστηθεί η ηγετική ομάδα της ΕΟΚ και κυρίως η πρωτοφανής αδράνεια της ΚΕΔ σε θέματα εκπαίδευσης και αξιολόγησης των διαιτητών έχουν φέρει τα αδιέξοδα που περιγράφουμε και είχε περιγράψει στο Contra.gr παλαιότερα διαιτητής χαμηλότερων κατηγοριών. Αντί, άλλωστε, να ενθαρρύνεται η συμμετοχή στην Ευρωλίγκα, να θεωρείται για κάθε διαιτητή ένα βήμα προσωπικής καταξίωσης, κυνηγήθηκαν οι... συμμετέχοντες στη διοργάνωση, με αποτέλεσμα μια ατέρμονη δικαστική διαμάχη!
Η Ελλάδα έγινε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που απαξίωσε τους κατά τεκμήριο καλύτερους διαιτητές της και τους κυνήγησε, απαγορεύοντας τη συμμετοχή τους στο ελληνικό πρωτάθλημα. Αν κάτι τέτοιο άνοιγε δρόμους για τις διοργανώσεις της FIBA, θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει αυτήν την αντιπαλότητα. Μάτια έχουν και στη διεθνή ομοσπονδία, ωστόσο. Βλέπουν τη δουλειά που (δεν) γίνεται στην Ελλάδα και σπανίως εμπιστεύονται πλέον τις ελληνικές σφυρίχτρες. Είναι πολύ θλιβερό να ανακοινώνονται τα ονόματα των 30 ρέφερι που θα σφύριζαν στο ολυμπιακό τουρνουά του Τόκιο (θα πάνε του χρόνου, καλώς εχόντων των πραγμάτων) και να μην υπάρχει ένας Έλληνας διαιτητής!